Σάββατο 24 Ιουνίου 2006

grecia salentina


Το θείο τραγί αυτόν τον καιρό, περινοστεύει τα ελληνόφωνα χωριουδάκια της Σαλεντινής Γραικίας και τους υπόσκαφους ναούς με τους ιστορημένους (ήδη από τον ΙΧ και τον Χ μ.Χ. αιώνα) Παντοκράτορες, διάσπαρτους στις πολλές χαράδρες της Πούλιας. Είναι τανύθριξ και φιλόθεος.


Τετάρτη 7 Ιουνίου 2006

ανέρως



(ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, ΒΡΑΧΥΣ)


νίκωνος του φιλοκτήτη


Την κοπάνισα. Κι ήμουν πάλι ατός μου, με το μάτι ριγμένο κολλημένο έξω απ' τον δρόμο, να κοιτώ ακριβώς στις άκριες, τις θημωνιές του αγρού στα δεξιά.
Βάδιζα σύμφωνα με το ρεύμα κυκλοφορίας. 'Οταν θα επέστρεφα, ήξερα, θα προτιμούσα πάλι την ίδια μεριά, αντίθετα, τότε, απ' το ρεύμα κυκλοφορίας. 'Εβλεπα τ' αμάξια να περνούν δίχως να σταματούν. 'Εβλεπα και τα ξεραμένα χορτάρια να περνούν, μα να μή χάνονται πίσω μου. Μόνο δύο αθάνατοι ήρθαν και έφυγαν. 'Ηταν στην εποχή τους. Επρόβαλε στητός ο ανθοφόρος τους βλαστός. Υπερμεγέθης, υπέρογκος, με την κυρτότητα στο σχήμα των φαλλών' δώδεκα πόδια ψηλός, δώδεκα ίντσες παχύς. 'Ολος σφρίγος ήτανε κι όλο ζωντάνια. Κι είχε χρώμα πράσινο το βαθύ. Σπαργή. Κάτω απ' την κορφή δεξιά κι αριστερά είχε κιόλα πετάξει τα πρώτα του άνθη. Τα ιδιόμορφα κείνα ταψάκια με τ' άνθη του:
Μικρά μπρατσάκια που απέληγαν σάμπως σε βούρτσες από σαρκώδη σώματα, όμοια κεράκια, κίτρινα πολύ, γεμάτα γύρη. Στην κορφή ο βλαστός δεν είχε ξεφλουδίσει ακόμη ενώ το όνειρο που υπέβαλλε ήταν ικανό για να μού σηκωθεί… Κι έτσι τού μίλησα. Ο όλισβος κάτι απάντησε και στην δευτερολογία του ξεστόμισε τούτο το τρομερό: - Θα καταλάβεις, όταν αναλογισθείς γιατί είναι σπουδαίο να βαράς πέναλντυ σε ωραίους τερματοφύλακες.



(Μικρή συμβολή στη λογοτεχνία του δρόμου, ήτοι σκοτεινοί, ατελέσφοροι, γελοίοι έρωτες του καλοκαιριού).

[Στο αλλόκοτο Hotel memory, εικονογραφείται επάξια από την αιθερία Μυρτώ Δεληβοριά.]

εγκαύματα 4, 2


ΧΡΥΣΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

'Ελληνας ζητείται να εργασθεί
ως βοσκός, περιοχή Παιανία,
προσφέρεται μισθός, στέγη και τροφή.



Κυριακή 4 Ιουνίου 2006

Tαλiθά


στην τόση θερμότητα του προσώπου σου



Ξυπνώ - κυριακάτικο πρωϊνό
κι οσφραίνομαι των μπράτσων
έντονη μυρωδιά.

Ξάφνου
εγείρεται μέσα μου η επιθυμία
τού να σ' αγγίξω.
Επιθυμία
να φθάσω –σίσυφος εγώ-
Κι ονειρεύομαι
Απ' την λευκότητα και την απαλότητά σου
Να πιώ.

Νά 'ναι τάχα αυτή η ευτυχία μου;

Νά! Κυλιέμαι στα μάγουλά σου γύρω
Βυθίζομαι μέσα σου
Αναδύομαι από τα στήθη σου...

Ταλιθά, ταλιθά *...
Αυτήν σου την ντροπαλότητα εξυμνώ
Και σιγουρεύομαι
[...]





-----------------
* λέξις αραμαϊκή (αρχ. συριακή). σημαίνει την κόρη. νεάνιδα.


ΥΓ.1: Εντός των αγκυλών πρόστυχα λόγια του τύπου:
«Οι άντρες που δουλεύουνε
γαμάνε γυναίκες βυζαρούδες
γυναίκες με μεγάλα βυζιά
».

ΥΓ.2: Δεν ευθύνομαι εγώ για τούτες τις δροσιές.


Πέμπτη 1 Ιουνίου 2006

'Αστεγος έρως. Εντός πωλούνται υλικά.


σώματι αναβάλλεται ηδονικούς σπασμούς εξαπτέρυγους νήστις τις άλλες υετός και μούρα έλιωνε στα χείλη τα σαρκώδη ωσεί ρόδου βάφονται κόκκινα το εσωβράκι άπτει και άπτεται και χλευάζει την βολή ημών στρέφων το βλέμμα κάτω από τη μουριά αποβάλλει τελετουργικά κάθε περιβολής ράκος βορά στα μάτια του ανίδεου περαστικού την ώρα που το membrum virilis επιβάλλεται αγήρατον στο από καταβολής κόσμου σημάδι που αφήνει η νύχτα και λάμπεις εσύ ο γυρεύων την μάχαιρα πως σφαδάζει η σάρκα για λίγη θρησκεία ρώγος σωμάτων και δυό βαριά βυζιά λιωμένες ασπιρίνες είναι ενδοφλέβιες ζωής μυρεψός ραντιείς με [υσσώπω] ότι δέος αντίπαλον ο ίμερος δυό μέτρα μπόϊ με τον φαντάρο και άγαρμπος και φυλλωσιές θροΐζουν με το κρυμμένο φεγγάρι στο άγγελμα το γραμμένο στο μέτωπο τα μάτια και την σφραγισμένη απαλάμη .Epeidh den goustaro na koroideyo,sthn arxh na exoume mia filikh epafh.epeidh h prosopikh mou zoh kyriarxhtai akoma an kai akarpa.ego eimai protarhs kai psilokolao.thelo kati kalo pou den exo brei akoma.epeidh thn exo pathsei,tha thela mia foto sou.ego kapnizo tha to ekoba mono an mou to zhtouse o anthropos pou tha me goustarei pragmatika.den eimai gia apla gamhsia.an exeis erthei me tetoio skopo stribe.pros to paron filika.ciao. ήρα και πάλι τους οφθαλμούς εις τα όρη σαλός για λίγη γλύκα στενάζων έσχατος και τελευταίος της γής εντελώς την ημέρα σιωπών και τη νύχτα δρων κυνηγός στο ξέφωτο τυλιγμένος την κάπα καπάκι και τούμπαλιν -
εκμυστηρεύσεις υπό τον κάππαρη κηπουρός τσιτσεκτσής και φιλάνθρωπος όσο εγώ επέμενα να ιδώ ιδίοις όμμασι το ως άνω φερόμενο μήνυμα πως ο και την θαλπωρή ξένος κατέλιπεν μαζί με την τελευταία πνοή ει και ζωή επιζητών στου κηπουρού εσχάτως ήλθε o απόκληρος και έδεσε λίγη φροντίδα πριν να συμβεί το μοιραίο ξενίσει οσοδήποτε τον κόσμον με τον άστεγο ένα γύρω τον μέσα και κάτω και ύπερθεν


[Πάνω σε μιά πρόταση του Μισέλ Φάις. Δημοσιεύτηκε στο Hotel memory, όπου συνοδεύτηκε από ένα εικαστικό του Κων. Παπαμιχαλόπουλου.]