Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

εργασία του ονείρου


Η συμπύκνωση λειτουργεί ως πρόσκομμα στην αντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων του έκδηλου και αυτών του λανθάνοντος ονείρου. [...]

Η μετάθεση -ή ενίοτε και μεταβίβαση- [...] σημαίνει την επανενεργοποίηση και επικαιροποίηση των ασυνείδητων επιθυμιών [...]. Το αποτέλεσμα είναι η παραμόρφωση του ονείρου με άξονα τη μετατροπή του ασήμαντου σε σημαντικό και του σημαντικού σε ασήμαντο.

Η μέριμνα για την παραστασιμότητα συνίσταται στο ότι οι ονειρικές σκέψεις οφείλουν να υποβάλλονται σε μια διαδικασία επιλογής και μετατροπής σε εικόνες. Στην ουσία οι αφηρημένες ονειρικές εικόνες υποκαθίστανται από συγκεκριμένες εικονικές. [...]

Τέλος, η δευτερογενής επεξεργασία (ή επεξεργασία) συνίσταται στην αναδιάταξη του ονείρου, ώστε αυτό να αποκτήσει τη μορφή ενός σχετικά λογικού και κατανοητού σεναρίου. [...] Η δευτερογενής επεξεργασία αποτελεί την πρώτη ερμηνεία του ονείρου από τον ίδιο τον ονειρευόμενο, αφού αυτή μετατρέπει το εικονικό περιεχόμενό του σε αφήγηση και στόχο έχει να προσδώσει κάποια συνοχή στα στοιχεία στα οποία κατέληξε η εργασία του ονείρου.

*

[...] Η επιθυμία που εκφράζεται στο όνειρο είναι πάντοτε απωθημένη και κατά κανόνα παιδική και ερωτική, ενώ το υλικό του ονείρου έχει διαφορετικές πηγές: πρόσφατα και αδιάφορα γεγονότα (δηλαδή τα ημερήσια κατάλοιπα), παιδικές εμπειρίες, σωματικές ανάγκες.

Τρία λοιπόν είναι τα στάδια για να φτάσουμε στο έκδηλο όνειρο: πρώτον, η επίμονη απωθημένη επιθυμία συνιστά το κίνητρο του ονείρου· δεύτερον, κατά τη διάρκεια της ημέρας η επιθυμία αυτή συναρτάται σε κάποια σκέψη· τρίτον, η σκέψη διατηρεί την ενέργειά της και αναζωογονείται κατά τη διάρκεια του ύπνου ως το ισοδύναμο της απωθημένης επιθυμίας. Η διαδικασία αυτή συντελείται με δεδομένη τη θεωρία περί μνήμης, την οποία χαρακτηρίζει η συστημικότητα και το ανεξίτηλο των εγγραφών στο ασυνείδητο.

Εκτός όμως από την κίνηση από τις λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις προς το έκδηλο όνειρο, υπάρχει και η αντίθετη. Ξεκινώντας από το έκδηλο όνειρο, κατασκευάζονται οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις διά της ερμηνείας των συνειρμών στην αναλυτική διαδικασία· κατασκευάζονται, δεν ανασυντίθενται.

*

Τονίζει χαρακτηριστικά ο Φρόυντ: «Οι συγγραφείς [...] γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα μεταξύ ουρανού και γής, που τα αγνοεί παντελώς η σχολαστική παιδεία μας».

Η καθημερινότητα, η κατασκευαστικότητα και η αχρονικότητα τού ονείρου αποτελούν τούς τρεις βασικούς λόγους για να εξετάσουμε τις απόψεις τού Φρόυντ για την καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, προκειμένου να συνδυάσουμε τις απόψεις του αυτές με τη θεωρία του για το όνειρο και την ερμηνεία του.

*

Και μια καταληκτική παρατήρηση: στα κείμενα τού Φρόυντ το όνειρο, το παιδικό παιχνίδι, και η λογοτεχνία (ή η τέχνη) συνδέονται όχι μόνο γιατί εκπληρώνουν επιθυμίες, αλλά και γιατί συνιστούν στρατηγικές ή στρατηγήματα που στόχο έχουν την υπέρβαση των αντιστάσεων. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με την φαντασίωση ούτε με το παραλήρημα, έννοιες προς τις οποίες ο Φρόυντ αντιπαραβάλλει το λογοτεχνικό κείμενο και το όνειρο.

Η έννοια τής στρατηγικής ή τού στρατηγήματος εμπεριέχει προσθετικότητα ή βούληση: όχι κατ' ανάγκη συνειδητοποιημένη, ούτε καν υποχρεωτικά συνειδητή [...]

[...] Νομίζω ότι πρόκειται για τη σχέση εκείνη των ονείρων με το μέλλον, η οποία θα καταστεί ορατή μόνο από την οπτική ενός μεταγενέστερου μέλλοντος· ή για τη σχέση εκείνη τής λογοτεχνίας με την πραγματικότητα των άλλων, η οποία θα διαφανεί μόνο αν και εφόσον η πραγματικότητα αυτή αναδιαμορφωθεί χάρη στην παρέμβαση τής λογοτεχνίας·

ή, τέλος, για τη σχέση τού παιδικού παιχνιδιού με την πραγματικότητα των μεγάλων, στην οποία θα μπορέσει να αναφερθεί το παιδί μόνο αφού θα έχει πρώτα γίνει μεγάλος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 103, 108, 109, 110, 110-111, 111, 115-116, 137-138, 148-149, 149).

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

μια μορφή αχρονικότητας στο όνειρο


πρώτον, τα όνειρα αποτελούν εκπλήρωση επιθυμιών, και
δεύτερον, οι επιθυμίες που περιέχονται στα όνειρα
είναι μεταμφιεσμένες.*

Το ασυνείδητο, το ψυχικό σύστημα στο οποίο παράγεται το όνειρο, δεν χαρακτηρίζεται από τη χρονικότητα του συνειδητού, μια και σε αυτό η πάροδος του χρόνου δεν επιφέρει καμία μεταβολή. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος λειτουργεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο τόσο στο ασυνείδητο όσο και στο όνειρο που αποτελεί φαινόμενό του.

Συγκεκριμένα, στο όνειρο η επιθυμία εικονογραφείται ως πράξη. Για παράδειγμα, η επιθυμία να πάει κανείς ταξίδι παίρνει στο όνειρο τη μορφή ενός ταξιδιού που συντελείται, ο ονειρευόμενος δηλαδή δεν επιθυμεί να ταξιδέψει αλλά ταξιδεύει. Έτσι, ο χρόνος που αναγκαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ της επιθυμίας και της εκπλήρωσής της καταργείται. Παρατηρεί λοιπόν κανείς μια μορφή αχρονικότητας στο όνειρο, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση της επιθυμίας ως γεγονότος.

Για αυτόν που επιθυμεί και που βλέπει στο όνειρό του την εκπλήρωση της επιθυμίας του, η εμπειρία είναι ενιαία. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξει κανείς ότι τα όνειρα εκφράζουν μόνο την επιθυμία, αφού όχι μόνο η επιθυμία αλλά και η εκπλήρωσή της ανήκει στο περιεχόμενο του ονείρου.

*

«[...] η σχέση του ονειρευομένου με τις επιθυμίες του είναι ιδιαίτερη. Τις απαρνιέται και τις λογοκρίνει, με άλλα λόγια δεν τού αρέσουν. Κατά συνέπεια, η εκπλήρωσή τους δεν θα τού προσφέρει απόλαυση, αλλά το αντίθετο· και η πείρα δείχνει ότι το αντίθετο παίρνει τη μορφή του άγχους».

*

Μέχρι στιγμής σταθήκαμε στο ότι τα όνειρα αποτελούν εκπλήρωση επιθυμιών. Ποιών ακριβώς, όμως, και πόσο εύκολο είναι να τις εντοπίσουμε; Ο Φρόυντ προβαίνει σε μια τριμερή διάκριση των ονείρων: υπάρχουν «όνειρα που είναι πλήρη νοήματος και ταυτόχρονα κατανοητά», υπάρχουν «όνειρα που έχουν μεν εσωτερική συνοχή και καθαρό νόημα αλλά μάς ξενίζουν» και, τέλος, υπάρχουν «όνειρα που δεν έχουν νόημα ούτε είναι κατανοητά, εκείνα που φαίνονται ασυνάρτητα, συγκεχυμένα και ανόητα». Είναι προφανείς οι επιθυμίες στην πρώτη και ίσως στη δεύτερη κατηγορία, αδύνατον όμως να εντοπισtούν στην τρίτη: οι επιθυμίες που περιέχονται στα όνειρα αυτά είναι μεταμφιεσμένες.

Το ζήτημα που έρχεται στο προσκήνιο με την κατηγοριοποίηση αυτήν είναι το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, η διαδικασία μεταμφίεσης των επιθυμιών. Για να γίνει κατανοητή, πρέπει να συνδυαστεί με τη διάκριση, που ήδη αναφέραμε, μεταξύ του έκδηλου και του λανθάνοντος περιεχομένου του ονείρου.

Το έκδηλο περιεχόμενο είναι αυτό το οποίο βλέπει ή θυμάται κανείς και αποτελεί το θέμα της ονειρικής αφήγησης. Το λανθάνον (οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις) δίνει στο όνειρο το νόημά του. Η θεωρητική αυτή καινοτομία επιτρέπει τη συνεχή σύγκριση δύο όρων και την αναγωγή του ενός στον άλλο· αποτελεί συνέπεια της διάκρισης σε πρωτογενή διαδικασία που χαρακτηρίζει το ασυνείδητο και δευτερογενή που χαρακτηρίζει το συνειδητό.

Στον διάλογο αυτόν συμμετέχουν δύο πρόσωπα: ο ονειρευόμενος και ο ερμηνευτής, ο αναλυόμενος και ο αναλυτής. Η συμμετοχή του ονειρευομένου στην ερμηνευτική διαδικασία αποτελεί, όπως αναφέραμε, καινοτομία της ψυχανάλυσης. Η διαδικασία βάσει της οποίας οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις (το λανθάνον περιεχόμενο) μετατρέπονται στο έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου ονομάζεται εργασία του ονείρου (Traumaarbeit).

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 99-100, 101, 102-103). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 98).

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

όνειρο, επικοινωνία μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού


Η ερμηνεία των ονείρων (Die Traumdeutung, 1900) συνεισφέρει με δύο τρόπους στην ανατροπή κοινών τόπων που χαρακτήριζαν τον ευρωπαϊκό ορθολογικό τρόπο σκέψης:

πρώτον, τεκμηριώνει ότι το όνειρο είναι ένα ψυχικό φαινόμενο, έργο μιας πολύπλοκης διαδικασίας του ονειρευόμενου, που εκκινεί από την επιθυμία (Wunsch) και στόχο έχει την εκπλήρωσή (Erfüllung) της·

δεύτερον, διατυπώνει την πρώτη ολοκληρωμένη άποψη για την δομή του ψυχικού οργάνου διαχωρίζοντας μεταξύ της συνείδησης ή του συνειδητού (Bewusstsein, bewusst) αφενός και του ασυνειδήτου (das Unbewusste, unbewusst) αφετέρου και περιγράφοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας των δύο συστημάτων και τους τρόπους της μεταξύ τους επικοινωνίας.

Το όνειρο συγκεκριμένα αποτελεί τον πλέον καίριο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού.

*

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση στο όνειρο έχει [...] ένα κοινό στοιχείο με την προσέγγιση των αρχαίων ονειροκριτών: συνδέει και αυτή το όνειρο με το μέλλον, όχι βέβαια άμεσα, αλλά έμμεσα, επειδή υποστηρίζει ότι το όνειρο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εκπλήρωση μιας ανεκπλήρωτης -στο επίπεδο της πραγματικότητας- επιθυμίας.

[...] Ο Αριστοτέλης [...] επιχειρεί να προσδιορίσει τη θέση του ονείρου στο σύστημα της ψυχής, αν δηλαδή προσιδιάζει στην ικανότητα του νού ή σε αυτήν των αισθήσεων, και καταλήγει ότι ανήκει στην ικανότητα των αισθήσεων αλλά με τρόπο ιδιότυπο, ως κάτι φανταστικό, διατυπώνοντας τον ακόλουθο ορισμό του ονείρου: «Εκ δη τούτων απάντων δεί συλλογίσασθαι ότι έτσι το ενύπνιον φάντασμα μέν τι και εν ύπνω» (Περί ενυπνίων, 462a 16-17).

Σε αυτήν την διατύπωση, έστω και εμμέσως, στηρίζεται ο Φρόυντ για να υποστηρίξει ότι κατά τον Αριστοτέλη «το όνειρο ορίζεται ως ψυχική δραστηριότητα του κοιμωμένου κατά τη διάρκεια του ύπνου».

*

[...] ο θεμέλιος λίθος της φροϋδικής θεωρίας είναι ότι το «όνειρο είναι η (μεταμφιεσμένη) εκπλήρωση μιας (καταπιεσμένης, απωθημένης) επιθυμίας»

[...] Τα εργαλεία για τη μετάβαση από το έκδηλο στο λανθάνον είναι οι τέσσερις μηχανισμοί της εργασίας του ονείρου: η συμπύκνωση (Verdichtung), η μετάθεση (Verschiebung), η μέριμνα για την παραστασιμότητα ή ικανότητα προς απεικόνιση (Rücksicht auf Darstellbarkeit) και η δευτερογενής επεξεργασία (sekundäre Bearbeitung).

*

Κατά τον Φρόυντ, οι ασυνείδητες επιθυμίες παραμένουν πάντοτε ενεργές και οι ασυνείδητες διαδικασίες είναι ακατάλυτες: «Στο ασυνείδητο τίποτε δεν αποτελειώνεται, τίποτε δεν παρέρχεται ούτε λησμονείται. [...] Η προσβολή που δέχθηκε κανείς πριν από τριάντα έτη δρα επί τριάντα έτη σαν πρόσφατη, από τη στιγμή που έχει εξασφαλίσει την πρόσβαση στις ασυνείδητες πηγές των συναισθημάτων. Κάθε φορά που ανακαλείται στη μνήμη αναβιώνει... Εδώ ακριβώς πρέπει να επέμβει η ψυχοθεραπεία. Έργο της είναι να επιφέρει την εξαφάνιση και τη λήθη των ασυνείδητων διεργασιών».

Η λήθη για τον Φρόυντ δεν είναι μια αυτονόητη διαδικασία που οφείλεται στην επίδραση που έχει ο χρόνος πρωτογενώς στα μνημονικά ίχνη και στις συναισθηματικές εμπειρίες, αλλά πρόκειται για μια «επίπονη εργασία» που συντελείται στο επίπεδο του προσυνειδητού (das Vorbewusste, vorbewusst) και συνιστά δευτερογενή διαδικασία (Sekundärvorgang).

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 87, 90-91, 96, 96-97, 98-99).

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

στον Αριστοτέλη περί ονείρων και περί μεταφοράς


[...] ο [Αριστοτέλης] «πρώτος ασχολείται συστηματικά και από φιλοσοφική άποψη με το θέμα της ουσίας και της προέλευσης των ονείρων». Πρώτον, λοιπόν, από πού προέρχονται τα όνειρα και, δεύτερον, τί σημαίνουν;

Στο Περί ενυπνίων δίδεται η απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης και στο Περί της καθ' ύπνον μαντικής στο ερώτημα της σημασίας, ενώ εκτίθεται και ο προβληματισμός για τη θεϊκή, δαιμονική, ή ανθρώπινη φύση τους.

Στην πρώτη πραγματεία επιχειρείται να προσδιοριστεί η θέση του ονείρου στο σύστημα της ψυχής, αν δηλαδή προσιδιάζει στην ικανότητα του νού ή σε αυτήν των αισθήσεων: «τίνι των της ψυχής φαίνεται, και πότερον του νοητικού το πάθος εστι τούτο ή του αισθητικού» [Περί ενυπνίων, 458b 1-2]. Τα όνειρα είναι λοιπόν «κινήσεις φανταστικαί εν τοις αισθητηρίοις» και προσδιορίζονται ως το αποτέλεσμα ενός ερεθίσματος στο «κοινόν αισθητήριον», την καρδιά δηλαδή με σημερινούς όρους, καθώς επίσης και ως έδρα των εικόνων που δημιουργούνται από τις εντυπώσεις των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Το κείμενο καταλήγει ότι το όνειρο ανήκει στην ικανότητα των αισθήσεων αλλά με τρόπο ιδιότυπο, ως κάτι φανταστικό: «φανερόν ότι του αισθητικού μέν εστι το ενυπνιάζειν, τούτου δ' ή το φανταστικόν» [459a 21-23]. Οι εικόνες των ονείρων δηλαδή είναι εσωτερικές παρορμήσεις που στηρίζονται σε μια ενδόμυχη ιδιότητα της αντίληψης, τη φαντασία.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναγνωσθεί ο ορισμός του ονείρου που προτείνεται: «Εκ δη τούτων απάντων δεί συλλογίσασθαι ότι εστι το ενύπνιον φάντασμα μεν τι και εν ύπνω» [462a 16-17], ότι είναι δηλαδή το όνειρο μια μορφή, μια εικόνα, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τα όνειρα έχουν διαγνωστική αξία στον βαθμό που σχετίζονται με τη σωματική κατάσταση αυτού που ονειρεύεται· στον ύπνο ο άνθρωπος είναι πολύ ευαίσθητος στις μικρές «σιωπηλές» οργανικές ενοχλήσεις που κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης καλύπτονται από τις «θορυβώδεις» κινήσεις των αισθήσεων. Ένας καλός γιατρός μπορεί με βάση αυτά τα όνειρα να προβεί σε διάγνωση.

*

[...] η αναλογία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του σημειωτικού συστήματος των ονείρων που αποτελείται από τις ονειρικές εικόνες και από τις ονειρικές αφηγήσεις και του σημειωτικού συστήματος τής εν εγρηγόρσει ζωής που αποτελεί αντικείμενο αφήγησης, διά της ερμηνευτικής πρακτικής που αντιστοιχεί τις ονειρικές αφηγήσεις σε όσα αφηγείται κανείς ότι συνέβησαν ή θα συμβούν στην εν εγρηγόρσει ζωή.

*

«Μεταφορά δέ εστιν ονόματος αλλοτρίου επιφορά,
ή από του γένους επί είδος ή από του είδους επί γένος ή από του είδους επί είδος ή κατά το ανάλογον» (Περί Ποιητικής, 1457b 6-9).

[...] Η μεταφορά λοιπόν, όπως εξειδικεύεται κυρίως στο τέταρτο είδος [ενν. το κατά το ανάλογον], είναι το σχήμα του λόγου στο οποίο το νόημα παράγεται από τη συνύπαρξη και τη συλλειτουργία μιας απούσας και μιας παρούσας λέξης:

σχολιάζοντας ότι το «γήρας» έχει την ίδια σχέση προς τον «βίον» όπως η «εσπέρα» προς την «ημέραν», χαρακτηρίζεται ως «γήρας ημέρας» η «εσπέρα» και ως «εσπέρα βίου» ή «δυσμάς βίου» το «γήρας» (Περί Ποιητικής, 1457b 23-25).

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 82-83, 72, 76, 77).

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ονείρων ταξινομίες


το έργο του Αρτεμίδωρου κατατασσόταν στους λαϊκούς ονειροκρίτες,
αλλά και στον καταστατικό «αντικλασικισμό» των υπερρεαλιστών,
μια και θεωρούσαν ότι ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός
καταδυνάστευε την τέχνη με το παράδειγμά του.*

Ο Αρτεμίδωρος από τα πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου θέτει το θεωρητικό πλαίσιο της προσέγγισής του και προτείνει τη διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών ονείρων: διακρίνει σε ενύπνια και ονείρους.

Η πρώτη κατηγορία (ενύπνια) δεν παρουσιάζει ερμηνευτικό ενδιαφέρον, διότι τα όνειρα αυτά, που προέρχονται από κάποια στέρηση ή έντονη επιθυμία, αναφέρονται στο παρόν και όχι στο μέλλον του ονειρευομένου και περιγράφουν μόνο την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που αναφέρονται στο παρόν, δεν προσφέρονται για ερμηνεία και δεν λειτουργούν ως ο πρώτος όρος στο σύστημα της αναλογίας μεταξύ του ονειρικού κόσμου και της μέλλουσας εν εγρηγόρσει ζωής.

Η δεύτερη κατηγορία (όνειροι) περιλαμβάνει τα όνειρα εκείνα τα οποία προβλέπουν το μέλλον και ως εκ τούτου αποτελούν το αντικείμενο της πραγματείας: «Ταύτη γαρ όνειρος ενύπνιον διαφέρει, ή συμβέβηκε τω μεν είναι σημαντικώ των μελλόντων, τω δε των όντων» (Ι, 1/3 = το όνειρο λοιπόν διαφέρει από το ενύπνιο στο εξής, ότι το πρώτο συμβαίνει να είναι δηλωτικό του μέλλοντος, ενώ το δεύτερο του παρόντος).

Ιδιαίτερη μεθοδολογική αξία έχει ο τρόπος που διατυπώνει τη διάκριση σε εξ ορισμού μη ερμηνεύσιμα ενύπνια και ερμηνεύσιμους ονείρους:

το ενύπνιον προσδιορίζεται ως κάτι που δεν έχει νόημα και δεν προλέγει τίποτε, έχει δε ισχύ μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου («ασήμαντον και ουδενός προαγορευτικόν αλλ' εν μόνω τω ύπνω την δύναμιν έχον») (IV, Προοίμιο/238-239). Επομένως, για να είναι σε θέση να ερμηνεύσει ένα φαινόμενο, ο ονειροκρίτης πρέπει να μετέχει και των δύο κόσμων, του εν ύπνω και του εν εγρηγόρσει· εάν το «όναρ» δεν διαπλέκεται με το «ύπαρ» λειτουργεί μόνο στο σημειωτικό σύστημα.

Ο Αρτεμίδωρος επισημαίνει τη φύση και τη λειτουργία της λέξης όνειρος με τις ετυμολογίες που προτείνει. «Ο δ' όνειρος [...] εγείρειν τε και ορείνειν την ψυχήν πέφυκεν», επενεργεί δηλαδή στην ψυχή, την ξυπνά και την διεγείρει, παρακινώντας την σε δραστήρια εγχειρήματα. Κατά συνέπεια «το όν είρει», πράγμα που σημαίνει «το όν λέγει», είναι το συμβάν που υφίσταται ήδη μέσα στη ροή του χρόνου και θα εμφανιστεί ως γεγονός στο εγγύς μέλλον.

Επιπλέον, στη λέξη όνειρο αναγνωρίζει το όνομα του Ιθακήσιου ζητιάνου Ίρου, ο οποίος μετέφερε τα προφορικά μηνύματα που τού εμπιστεύονταν (Ι, 1/4).

Οι όνειροι δεν έχουν σχέση με την κατάσταση της ψυχής ή του σώματος στην παρούσα στιγμή. Προκαλούν την προσοχή του ονειρευόμενου στην πρόγνωση των μελλοντικών γεγονότων, δηλαδή φανερώνουν το μέλλον.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 42-44). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 218).

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

εκείνα τα οποία προβλέπουν το μέλλον


«Το όνειρο λοιπόν διαφέρει από το ενύπνιο στο εξής,
ότι το πρώτο συμβαίνει να είναι δηλωτικό του μέλλοντος,
ενώ το δεύτερο του παρόντος».
Αρτεμίδωρος *

Δύο είναι τα καίρια ερωτήματα για το όνειρο στην αρχαιότητα: πώς παράγεται, ποιά δηλαδή είναι τα σωματικά αίτιά του, και πώς ερμηνεύεται, τί σημαίνει το όνειρο, αφού αποκρυπτογραφηθεί, για το μέλλον αυτού που το ονειρεύτηκε.

Οι δύο τάσεις, η ιατρική, σύμφωνα με την οποία το όνειρο είναι δείκτης της κατάστασης του σώματος, επειδή κατά τον ύπνο η απουσία εξωτερικών ερεθισμάτων επιτρέπει στην ψυχή να ακούει καλύτερα το σώμα, και, κατά συνέπεια, το όνειρο οδηγεί στη διάγνωση και στην πρόγνωση σωματικών ασθενειών, και η ερμηνευτική, σύμφωνα με την οποία το όνειρο είναι δείκτης των μελλούμενων και άρα προφητικό (μαντικόν), έχουν με κοινά σημεία, αλλά οπωσδήποτε διαφοροποιούνται. (Σημ.: Παρουσιάζονται και συζητούνται σε δύο πραγματείες του Αριστοτέλη: στο Περί ενυπνίων και στο Περί της καθ' ύπνον μαντικής.)

*

[...] αντικείμενο των Ονειροκριτικών είναι αφενός το σύστημα των ονείρων, που αποτελείται, όπως θα δούμε, από τις ονειρικές εικόνες και από τις ονειρικές αφηγήσεις, και αφετέρου η σχέση του συστήματος των ονείρων με το σύστημα της εν εγρηγόρσει ζωής.

Το σύστημα των ονείρων είναι ένα σημειωτικό σύστημα, το οποίο διέπουν διαφορετικοί κανόνες από αυτούς του γλωσσικού συστήματος. Η βασική διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η ονειρική εικόνα είναι ένα σημείο ενός εικονικού συστήματος, το οποίο επέχει ταυτόχρονα θέση σημαίνοντος στο σύστημα των σημείων που αποκαλούμε όνειρο.

Το όνειρο συνίσταται τόσο από το σημαίνον της ονειρικής εικόνας -από την ονειρική εικόνα αφορμάται και αυτήν βιώνει ο ονειρευόμενος- όσο και από το σημαινόμενο της ονειρικής αφήγησης -η ονειρική αφήγηση, εκτός από σημαινόμενο της εικόνας, αποτελεί ταυτόχρονα ένα γλωσσικό σημειωτικό σύστημα. Η ονειρική αφήγηση επέχει με τη σειρά της θέση σημαίνοντος [...].

Η σχέση μεταξύ ονείρων και εν εγρηγόρσει ζωής (η οποία ζωή επίσης νοείται ως ένα γλωσσικό σημειωτικό σύστημα) συνιστά το αντικείμενο μιας ερμηνευτικής στρατηγικής που βασίζεται στην «ομοίου παράθεσιν».

*

[...] θεματοποιείται από τον Αρτεμίδωρο ο ρόλος του ονειροκρίτη ως αυτού που έχει μια θέση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγμάτωσή του, ανάμεσα στο όναρ και το ύπαρ. Ο ονειροκρίτης είναι ο απαραίτητος «άλλος», διά του οποίου η προσωπική εμπειρία του ονειρευόμενου θα συνδεθεί με τον δημόσιο βίο του και τη θέση του σε μια κοινότητα.

Πηγή των ονείρων είναι η ψυχή, η οποία στην περίπτωση των αλληγορικών [ενν. ονείρων] αφηγείται διά του σώματος· επειδή η σημασιοδότηση γίνεται με τον τρόπο του αινίγματος, είναι απαραίτητη η ερμηνεία των ονειρικών εικόνων με την ονειρική αφήγηση.

Τα αλληγορικά όνειρα είναι αυτά που αποτελούν το αντικείμενο των Ονειροκριτικών.

Έχει σημασία να παρατηρήσει κανείς ότι μόνο εν των υστέρων, δηλαδή μετά την εκπλήρωσή του στην ενεργό ζωή, μπορεί να αποφανθεί κανείς αν ένα όνειρο είναι θεωρηματικό ή αλληγορικό.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 31 και σημ. 1, 39-40, 41, 47-48). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 43, σημ. 18).

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

ονειρικές εικόνες και ονειρική αφήγηση


Η αφετηρία της προσέγγισής μου [ενν. ο Χρυσανθόπουλος] είναι λοιπόν θεωρητική και συνίσταται στην εκ παραλλήλου ανάγνωση δύο χρονικά απομακρυσμένων αλλά διαλεγμένων κειμένων: πρόκειται για τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου του Δαλδιανού, που ανήκουν στον 2ο αιώνα μ.Χ., και το Die Traumdeutung - στα ελληνικά Η ερμηνεία των ονείρων, που δημοσιεύθηκε το 1900.

Η συνανάγνωση αυτή αναζητεί τα κοινά σημεία των δύο θεωρήσεων και προσπαθεί να συγκρίνει τα μεθοδολογικά τους εργαλεία. Κινείται με βάση τρεις έννοιες:

πρώτον, την ψυχαναλυτική έννοια της απώλειας σε συνδυασμό με την ψυχαναλυτική έννοια του αντικειμένου,

δεύτερον, την έννοια του χρόνου· και

τρίτον, την έννοια της αναλογίας μεταξύ της αφήγησης του ονείρου και της αφήγησης της εν εγρηγόρσει ζωής, αλλά και την αναλογική σχέση που χαρακτηρίζει τις ονειρικές εικόνες και την ονειρική αφήγηση.

Εξετάζει, παράλληλα, τον τρόπο με τον οποίο τα δύο κείμενα δομούν σημειωτικά συστήματα για την αναγωγή της αφήγησης του ονείρου στην αφήγηση της εν εγρηγόρσει ζωής και σχολιάζει τη διαδικασία ένταξής τους στην ερμηνευτική και τη σημειωτική παράδοση.

*

Δεν ασπάζομαι απόψεις που υιοθετούν σταθερές αντιστοιχίες μεταξύ ονειρικών εικόνων και καθημερινής ζωής, γιατί πιστεύω ότι ένα σύμβολο σημαίνει μόνο εντός ενός συστήματος, σε συνδυασμό με τα συμφραζόμενα, και απαιτεί την εφευρετική συμμετοχή του δέκτη για να λειτουργήσει ως σύμβολο.

Ταυτόχρονα, και σε αυτό διαφοροποιούμαι από την κυρίαρχη ψυχαναλυτική άποψη, πιστεύω ότι ο ψυχαναλυτικός λόγος είναι ιστορικά προσδιορισμένος και εκφράζει την ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση της Δύσης· δεν έχει δηλαδή καθολική ισχύ.

Στην προσπάθεια της παράλληλης ανάγνωσης των κειμένων του Αρτεμίδωρου και του Φρόυντ θα κινηθώ με βάση τρεις έννοιες: πρώτον, την ψυχαναλυτική έννοια της απώλειας και το πώς συνδέεται με την ψυχαναλυτική έννοια του αντικειμένου, μέσω της οποίας μπορούμε να οδηγηθούμε στη διάκριση εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας·

δεύτερον, την έννοια του χρόνου, διότι και οι δύο θεωρίες θεματοποιούν τη χρονική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία του εικονικού περιεχομένου του ονείρου και την αφήγησή του και προβάλλουν το όνειρο σε διαφορετικές χρονικότητες, ο Φρόυντ στο παρελθόν και ο Αρτεμίδωρος στο μέλλον· και

τρίτον, την έννοια της αναλογίας μεταξύ του ονειρικού κόσμου, προϊόντος του ύπνου (απραξία), και του κόσμου της εν εγρηγόρσει ζωής (πράξη) και, κατά συνέπεια, την αναλογική σχέση που χαρακτηρίζει τις ονειρικές εικόνες και την ονειρική αφήγηση.

Και με τις τρεις αυτές έννοιες πετυχαίνουμε εξάλλου τη σύνδεση του ονειρικού με το λογοτεχνικό, σύνδεση με ιδιαίτερη σημασία και στην ψυχαναλυτική θεωρία και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας.

*

[...] θέσεις του Φρόυντ:
• προειδοποίησή του προς τους ψυχαναλυτές να μη δείχνουν υπερβολικό σεβασμό προς το «μυστηριώδες ασυνείδητο»·
• θέση του ότι «τόσο καιρό το όνειρο ταυτιζόταν με το έκδηλο περιεχόμενό του· τώρα πρέπει αντίστοιχα να προσέξουμε ώστε να μην το συγχέουμε με το λανθάνον περιεχόμενό του»·
• [...]
• άποψή του ότι «η εργασία τού ονείρου δεν είναι δημιουργική, δεν αναπτύσσει κανενός είδους φαντασία, δεν εκφέρει κρίσεις, δεν βγάζει συμπεράσματα· το μόνο που κάνει είναι να συμπυκνώνει, να μεταθέτει και να διασκευάζει το υλικό της, ώστε να είναι παραστατικό».

*

[...] Dodds το 1951, στο [...] Οι Έλληνες και το παράλογο [...] υιοθετεί μια κριτική μεν, αλλά θετική προς την ψυχανάλυση, στάση στη σύντομη και εντυπωσιακά περιεκτική παρουσίαση τού περί ονείρου λόγου στην αρχαιότητα, από τον Όμηρο έως τον Αρτεμίδωρο.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 9-10, 25-27, 168-169, 169, 162).

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

να γιατί σ' αγαπώ


Τα μάτια τα γλαρά σου τα παθιάρικα,
τα χείλη τα γλυκά σου τα μελένια,
τα χέρια τα βελούδινα σαν χάρηκα,
μού διώξαν απ' το νού μου κάθε έννοια.

Το γελαστό σου πρόσωπο -πανσέληνος-
τ' αστραφτερό σου βλέμμα αστραποβόλο.
Προσεχτικός ο λόγος πάντα κι έντεχνος,
καθάριο στήθος πλέρια φλογοβόλο.

Το λυγερό κορμί σου το ορθόστητο,
Άνοιξης πνέει ευωδιά και χάρη.
Στο πρώτο λίκνισμά σου -το ναζιάρικο-
τρελλαίνεις νιους και γέρο κάνεις παλληκάρι!

Ο ψυχικός σου κόσμος, τόσο πλούσιος,
παράδεισος φαντάζει και λιμάνι
απάνεμο. Ο λόγος μου λιτός, ανούσιος.
Στη χάρη σου, στα θέλγητρα δε φτάνει.

Γιώργος Σπυρόπουλος «Αποκουρήτης», Σιωπηρές κραυγές (αυτοέκδοση, Αθήνα 2009, σ. 51).