Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

έτι περί της απώλειας αλλά και περί της αναλογίας


[...] Όπως τονίζει εξάλλου σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο Jacques Lacan, «το ανθρώπινο αντικείμενο πάντοτε καθορίζεται με τη διαμεσολάβηση μιας πρώτης απώλειας. Δεν συμβαίνει τίποτε το εποικοδομητικό στον άνθρωπο παρά μόνο μέσω τής απώλειας ενός αντικειμένου».

Η έννοια τής απώλειας αποτελεί, επομένως, καταστατική συνθήκη τόσο τού περί ονείρου λόγου όσο και κάθε ερμηνευτικής διαδικασίας.

Η απώλεια και το αχρονικό συνδυάζονται με την αναλογία που χαρακτηρίζει τον περί ονείρου λόγο, βάσει τής οποίας συνδέονται τα διαφορετικά επίπεδα με γνώμονα την ομοιότητα.

*

Συγκεκριμένα, με την αναλογία συγκρίνονται:

1) το εικονικό σύστημα (δηλαδή οι ονειρικές εικόνες που βλέπει κάποιος όταν κοιμάται) προς το σύστημα τού λόγου (αυτό τής πρώτης αφήγησης τού ονείρου)·

2) το έκδηλο περιεχόμενο τού ονείρου προς το λανθάνον, όπως αυτό θα προκύψει μετά τη διαδικασία τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας·

3) οι ονειρικές εμπειρίες, οι οποίες προέρχονται από τη συγκεκριμένη ζωή τού ονειρευομένου, προς τα συστήματα περί των ονειρικών εμπειριών, τα οποία στόχο έχουν να τίς ταξινομήσουν και να δομήσουν μια θεωρία για αυτές [...].

*

Η ομοιότητα ως διαδικασία που συμβάλλει στην ερμηνεία των ονείρων αποτελεί σημαντικό στοιχείο στον Αρτεμίδωρο, επειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η απώλεια χαρακτηρίζει και το όνειρο, το οποίο σημαίνει τόσο τις εικόνες που κάποιος βλέπει στον ύπνο του, όσο και την αφήγηση που συντίθεται βάσει αυτών των εικόνων.

Το όνειρο και η ανάλυσή του αποτελεί πρότυπο τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας, επειδή αποτελεί τη διά τού λόγου αναδιάταξη ενός εικονικού κειμένου.

Η μετάβαση από το εικονικό στο αφηγηματικό κείμενο πραγματοποιείται με τη δευτερογενή επεξεργασία και την ερμηνεία τής εικονικής εμπειρίας και τών συναισθημάτων που έφερε στην επιφάνεια.

Το όνειρο λοιπόν είναι ένα φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την διαδικασία τού ερμηνεύειν, μια και η αφήγησή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατασκευή που βασίζεται στην ονειρική εμπειρία.

Η ερμηνεία επεξεργάζεται τις αναμνήσεις, ενώ η κατασκευή συμπληρώνει τα κενά· και οι δύο έχουν ένα ρόλο δημιουργικό.

*

ειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η ομοιότητα έχει και για τον Φρόυντ μεγάλη σημασία, επειδή το ασυνείδητο δεν διέπεται από τους κανόνες τής χρονικής ακολουθίας τού συνειδητού και, κατά συνέπεια, το παρόν δομείται κατ' αναλογίαν τού παρελθόντος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 132, 133, 133-134, 150-151).

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ψυχαναλυτικές έννοιες ανάλυσης του ονειρικού φαινομένου


[...] η εκ παραλλήλου ανάγνωση των κειμένων του Αρτεμίδωρου και του Φρόυντ θα πραγματοποιηθεί με άξονα τρεις έννοιες:

πρώτον, την ψυχαναλυτική έννοια τής απώλειας (Verlust) και το πώς συνδέεται με την ψυχαναλυτική έννοια τού αντικειμένου (Objekt), μέσω τής οποίας μπορούμε να οδηγηθούμε στη διάκριση εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας·

δεύτερον, την έννοια τού χρόνου, διότι και οι δύο θεωρίες θεματοποιούν τη χρονική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία τού εικονικού περιεχομένου τού ονείρου και την αφήγησή του και προβάλλουν το όνειρο σε διαφορετικές χρονικότητες, ο Φρόυντ στο παρελθόν και ο Αρτεμίδωρος στο μέλλον· και

τρίτον, την έννοια τής αναλογίας μεταξύ τού ονειρικού κόσμου, προϊόντος τού ύπνου, και τού κόσμου τής εν εγρηγόρσει ζωής και, κατά συνέπεια, την αναλογική σχέση που χρησιμοποιεί τις ονειρικές εικόνες και την ονειρική αφήγηση.

*

Η ενασχόληση με την απώλεια και τη λειτουργία τού χρόνου επιβάλλει την ανάλυση δύο ψυχαναλυτικών εννοιών απαραίτητων για την εμβάθυνση στο ονειρικό φαινόμενο:

τής φροϋδικής εκ των υστέρων (θεώρησης), η οποία εστιάζει στη χρονικότητα,

και τής μεταγενέστερης, που έχει προταθεί από τον D.W. Winnicott (1951), τού μεταβατικού αντικειμένου και των μεταβατικών φαινομένων, η οποία εστιάζει στην απώλεια.

Οι έννοιες αυτές συμβάλλουν στο να αναλυθεί το ονειρικό φαινόμενο σε σχέση με τις κεντρικής σημασίας ψυχαναλυτικές έννοιες τής ερμηνείας και τής κατασκευής και, σε συνδυασμό με την έννοια τής μεταφοράς, να επανεξετασθεί η έννοια τής αναλογίας.
*

Η εκ των υστέρων θεώρηση αποτελεί δείκτη τών απόψεων τού Φρόυντ για τη χρονική διάσταση και την αιτιοκρατία στην ψυχική ζωή. Δηλώνει την αναψηλάφηση τών εμπειριών, τών εντυπώσεων και τών μνημονικών ιχνών σε μια μεταγενέστερη στιγμή, σε συνδυασμό με τις νέες εμπειρίες τού υποκειμένου όταν αυτό έχει φτάσει σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης. Το υλικό που αναψηλαφείται νοηματοδοτείται εκ νέου και αποκτά νέα δυναμική στο πώς επιδρά στον ψυχισμό.

[...] Μπορεί λοιπόν να χαρακτηρίσει κανείς και ως κέρδος και ως απώλεια τον χρόνο, μια και αφενός έδωσε τη δυνατότητα τής εκ των υστέρων θεώρησης και νοηματοδότησης -δηλαδή πριμοδότησε τη λειτουργία τού λόγου- και
αφετέρου πρόκειται για χρόνο που χάθηκε στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο.

*

Ο όρος μεταβατικό αντικείμενο προσδιορίζει κατ' αρχάς ένα υλικό αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας για το βρέφος ή το μικρό παιδί που χρησιμοποιείται κυρίως όταν επέρχεται ο ύπνος (π.χ. την άκρη τής κουβέρτας). Προσδιορίζει όμως επίσης και τη διαδικασία μετάβασης από το στήθος ή την αγκαλιά τής μητέρας ή τροφού, την οποία το βρέφος αντιλαμβάνεται ως προέκταση τού εαυτού του, ως αυτόματη ανταπόκριση στις ανάγκες του, σε ένα εξωτερικό αντικείμενο.

[...] Το μεταβατικό αντικείμενο συμβολίζει μεν ένα μερικό αντικείμενο, όπως το στήθος, ταυτόχρονα όμως δεν είναι αυτό το αντικείμενο· «το ότι δεν είναι το στήθος -ή η μητέρα- είναι το ίδιο σημαντικό όσο το ότι συμβολίζει το στήθος -ή τη μητέρα» [Winnicott].

Ο Winnicott θεωρητικοποιεί την έννοια αυτή για να δείξει ότι εκτός από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο υπάρχει και μια ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στους δύο, ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, η οποία είναι μια περιοχή εμπειρίας που αλλάζει μεν με το χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί:

θα τη χαρακτηρίζαμε ως περιοχή μιας αυταπάτης (illusion) που έχει μια δεδομένη χρονική διάρκεια.

Η αυταπάτη αυτή συγχωρείται εν γένει στο παιδί, λόγω τής ιδιαιτερότητας τού παιδικού παιχνιδιού, αλλά και στους ενηλίκους στο χώρο τής ονειροπλασίας, τής τέχνης, τής λογοτεχνίας, τής θρησκείας κ.τ.λ.

Η μοίρα τού μεταβατικού αντικειμένου είναι «σταδιακά να αποεπενδυθεί συναισθηματικά» και σε αυτό διαφέρει από τα άλλα αντικείμενα, τα οποία είτε εσωτερικεύονται είτε απωθούνται. Το μεταβατικό αντικείμενο «δεν λησμονείται και δεν πενθείται», αλλά χάνει το νόημά του και διαχέεται σε μια σειρά από μεταβατικά φαινόμενα που καταλαμβάνουν «την ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην 'εσωτερική ψυχική πραγματικότητα' και 'τον εξωτερικό κόσμο όπως τον αντιλαμβάνονται από κοινού δύο άτομα', διαχέεται δηλαδή στο πεδίο του πολιτισμού (culture)».

*

[...] Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο στην έννοια τού μεταβατικού αντικειμένου και τού μεταβατικού φαινομένου συνδυάζεται η έννοια τής διατήρησης -τής μη απώλειας- τού αντικειμένου με την απώλειά του ως υλικού αντικειμένου. Το κλειδί είναι η έννοια τής αυταπάτης [...].

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 124, 125, 125-126, 127, 128, 128-129, 130).

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

μεταφορά και μετωνυμία: ο γλωσσολογικός δεσμός


Οι μηχανισμοί τής εργασίας τού ονείρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί τονίζουν τη γλωσσική διάσταση τών ασυνείδητων διαδικασιών και γιατί σχολιάζουν ένα γλωσσικό κείμενο (το αφηγημένο όνειρο) που κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από πολυσημία.

Στο θέμα αυτό [...] σημαντικότατη είναι η συμβολή του Roman Jacobson και του Jacques Lacan.

*

Ο Roman Jacobson, ξεκινώντας από τη διάκριση του Saussure σε συνειρμικές (in absentia) και συνταγματικές (in praesentia) σχέσεις της γλώσσας [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 162-166], ορίζει την επιλογή και τον συνδυασμό ως τούς δύο τρόπους διάταξης των γλωσσικών σημείων που αντιστοιχούν στις σχέσεις αυτές, για να θεματοποιήσει στη συνέχεια τούς δύο πόλους τών αφασικών διαταραχών:

στο ένα άκρο βρίσκεται η διαταραχή τής ομοιότητας (αφορά την επιλογή και επιδρά στις συνειρμικές ή παραδειγματικές σχέσεις) και

στο άλλο η διαταραχή τής συνάφειας (αφορά τον συνδυασμό και επιδρά στις συνταγματικές σχέσεις).

Περαιτέρω, θεωρητικοποιεί τις δύο αυτές σημαντικές και αντιτιθέμενες διαστάσεις τής γλωσσικής δομής με όρους ρητορικούς: το σχήμα τής μετωνυμίας, που συνδέει τα στοιχεία τής γλώσσας βάσει τής συνάφειας, είναι κατ' ουσία συνταγματικό, διότι τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν,

ενώ η μεταφορά είναι η αντικατάσταση ενός πράγματος από κάποιο άλλο, και επομένως παραδειγματική.

*

Ειδικότερα, οι σχέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα που σχηματίζουν την αλυσίδα τών σημαινόντων είναι όλες είτε μετωνυμικές είτε μεταφορικές, με τη διευρυμένη έννοια που ο Jacobson έχει δώσει σε αυτούς τούς όρους.

Δηλαδή η αλυσίδα είτε κινείται συνταγματικά από ένα σημαίνον σε ένα άλλο συναφές (μετωνυμία), είτε λειτουργεί παραδειγματικά, βάζοντας ένα σημαίνον στη θέση ενός άλλου (μεταφορά).

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η κίνηση χαρακτηρίζει τη μετωνυμία, ενώ η υποκατάσταση τη μεταφορά.

[...] Ο Jacobson συγκρίνει αφενός τον άξονα τής μεταφοράς με τις ψυχαναλυτικές έννοιες τής συμπύκνωσης και τού συμβολισμού, και αφετέρου τον άξονα τής μετωνυμίας με την ψυχαναλυτική έννοια τής μετάθεσης.

*

Ο Jacobson με την ανάλυσή του παρέχει στον Lacan δύο βασικά μεθοδολογικά εργαλεία από τη δομική γλωσσολογία, τον συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα, και μια αναλογία ως προς την προσέγγιση τής ρητορικής, αυτή τής μετωνυμίας και τής μεταφοράς.

Πέραν αυτών, ο Lacan, στην ανάγνωση που επιχειρεί σε ένα κείμενό του τού 1957 [...] έχει υιοθετήσει μια θέση από τη θεωρία τού Saussure για το σημείο: την άποψη ότι το σημαινόμενο (signifié), όπως υποδηλώνει και το όνομά του, είναι απλώς αυτό το οποίο σημαίνεται και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σημαίνον (signifiant) του· ότι δηλαδή η γλώσσα δεν τοποθετεί ετικέτες σε μια σειρά προκαθορισμένων διακριτών οντοτήτων, αλλά διαιρεί ένα αδιαφοροποίητο πεδίο αντίληψης, εμπειρίας κ.τ.λ., με τη μορφή των αρθρώσεων που εισάγονται από τα σημεία [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 99-101].

Ενώ όμως η θέση τού Saussure είναι ότι υφίσταται η ένωση του σημαίνοντος και τού σημαινομένου στο σημείο -τα συγκρίνει με τις δύο όψεις μιας κόλλας χαρτιού- ο Lacan τονίζει τον χωρισμό τους.

*

[...] Ο Lacan δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνδυάζονται συντακτικά για να σχηματίσουν μια πρόταση, αλλά στον συνειρμό και την ερμηνεία, με την έννοια ότι το νόημα μιας λέξης δεν είναι παρά μία ακόμη λέξη, που κι αυτής μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα: όπως συμβαίνει με έναν ορισμό του λεξικού, στον οποίο μπορούμε να αναζητούμε επ' άπειρον τη σημασία·

ή όπως οι εικόνες σε ένα όνειρο, που μπορούν, όπως είδαμε στους μηχανισμούς του ονείρου, να αντικαθιστούν η μία την άλλη στη βάση τής ομοιότητας.

Είναι σαφές από την παραπάνω περιγραφή ότι η σημαίνουσα αλυσίδα του Lacan αναφέρεται στην παραγωγή νοήματος στο ασυνείδητο: γι' αυτόν η «γλώσσα» είναι πρώτα και κύρια οι γλωσσικής μορφής διεργασίες τού ασυνειδήτου.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 116-117, 117, 117-118, 118, 118-119, 121-122).