Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

τα αόρατα γηρατειά


Είναι λίγο να πεθαίνεις, άμα δεν έχεις φαντασία,
άμα όμως έχεις, είναι πάρα πολύ.

F. Céline,
Voyage au bout de la nuit *

Άμα περάσεις τα ογδόντα σού λένε: «Μια χαρά κρατιέσαι, φαίνεσαι νέος». Λόγια γλυκά για όποιον τα λέει, αλλά για εκείνον που τα ακούει ανοίγουν τη δίνη του χρόνου όπου βυθίζεται σαν να έπεσε σε κινούμενη άμμο.

Τα γηρατειά προχωρούν στο σκοτάδι, με το αθόρυβο βήμα των συμπτωμάτων, εκπαιδευμένων ομάδων καταστροφής που βάζουν μπρος την απρόσμενη, απρόσδεκτη και αυξανόμενη ομοιότητα με τους ξένους. [...] τα γηρατειά μοιάζουν με τους τσιγγάνους, ζούν με τις ελεημοσύνες.

Ποιητές, συγγραφείς και φιλόσοφοι που μίλησαν για τα αποτρόπαια γηρατειά, τις περισσότερες φορές δεν έφτασαν ποτέ σε αυτή την ηλικία· συνεπώς μιλούσαν για τα γηρατειά κάποιου άλλου και αυτό είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.

*

[...] άμα είναι να γεράσεις, θα γεράσεις, και αν βιάζεσαι πολύ θα έχεις άσχημο τέλος. Θα πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό των φροντίδων και των προνομίων. Θυμάμαι τον Eugenio Montale, στη Φλορεντία, κατά τη διάρκεια του πολέμου· δεν ήταν ούτε πενήντα ετών και παρίστανε τον γέρο με την καρώ κουβερτούλα στα γόνατα και περπατούσε σέρνοντας τα πόδια. Προστατευόταν από τις βόμβες με την «αρχαιότητα».

Ήμουν νέος, όταν εξέδωσα, πριν από σαράντα χρόνια, το Monsieur Teste του Paul Valéry, αλλά μόνο τώρα μού φαίνεται πως καταλαβαίνω κάποια λόγια που τότε είχα επιχειρήσει να αντιγράψω σε ένα τετραδιάκι:

«Όταν είναι κανείς παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του, ανακαλύπτει αργά τον χώρο τού σώματός του. Αγγίζει τη φτέρνα του, πιάνει το δεξί του πόδι με το αριστερό χέρι και κατορθώνει να σφίξει το κρύο πόδι μέσα στη ζεστή φούχτα. Τώρα ξέρω τον εαυτό μου από στήθους, ακόμη και την καρδιά».

Το σώμα και η ύλη είναι έτοιμα να καταρρεύσουν και πίσω από εκείνες τις σκιές υπάρχει το κενό, μία τρύπα σκαμμένη στη γή για κάτι που θα βλαστήσει αύριο, κρυφά από τα δικά μας μάτια που είναι γεμάτα χθες.

*

Όταν είσαι γέρος, γίνεσαι αόρατος: σε μια αίθουσα αναμονής, όλοι στη σειρά, μπαίνει μια κοπέλα ψάχνοντας κάποιον. Κοιτάζει τριγύρω και όταν φτάνει σ' εσένα σε προσπερνά λες και είσαι κολονάκι στην εθνική οδό. Τότε ξεκινούν τα γηρατειά. [...]

Θα πρέπει να διασχίσουμε την έρημο των γηρατειών με τα μάτια πυρακτωμένα από αγάπη. Αρκούν, γιατί βλέπουν για τελευταία φορά και τα πάντα αποκτούν την ιερή τους φύση.

Το τέλος να ξεκινήσει από τον εγκέφαλο. Πριν από τρεις αιώνες ο Σουηδός μυστικιστής Emanuel von Swedenborg έγραφε ή καλύτερα πληροφορούσε «ex auditis et visis» [διά ακοής και διά οράσεως, σύμφωνα με όσα είδα και όσα άκουσα] ότι στο επέκεινα πρώτα χάνεται η μνήμη, κατόπιν οι επιθυμίες, μέχρι που το στυλωμένο μάτι δεν βλέπει παρά το φώς τού Θεού. Να είναι αυτό άραγε το χαμόγελο των νεκρών;

*

πώς να διδάξουν εκ νέου, ενάντια
στην τσιγγουνιά των ηλικιωμένων,
τη σπατάλη του χρόνου,
η οποία κάνει πλούσιους τους νέους.*


Το φθινόπωρο, όταν τα λουλούδια γέρνουν το κεφάλι τους, τα κόβω (και ασφαλώς δεν είμαι ο μόνος που το κάνω) και στη συνέχεια τα βάζω κλεφτά στις τσέπες, για να κρύψω την απρέπεια τού επικείμενου τέλους.

*

Θυμάμαι ένα ατύχημα που είχα, όταν ήμουν παιδί. Έτρεχα στην κατηφόρα και στο τέλος, σκοντάφτοντας, χτύπησα με το στήθος πάνω σε μια μυτερή πέτρα. Πόνεσα τόσο πολύ που πίστεψα πως ήμουν νεκρός. Είχα δεί τα ανθρώπινα κορμιά που είχε διαμελίσει ο σεισμός, αλλά η ιδέα τού θανάτου σαν ένα λάθος βήμα, σαν ένα στραβοπάτημα, η ιδέα τού εφήμερου με συνόδευσε σε όλη μου τη ζωή.

Ενθυμούμαι ότι, στη διάρκεια τού πολέμου, σε μια ημέρα μάχης, περισυνέλεξα έναν τραυματία και τον φόρτωσα στους ώμους. Είναι αλήθεια ότι τον έσωζα, αλλά ταυτοχρόνως εκείνο το σώμα λειτουργούσε και σαν ασπίδα μου. Αυτή η πρώτη ανάμνηση που μού ήρθε στο μυαλό συνάπτεται με τη συνείδηση. Να είναι άραγε αυτή η «μαύρη τρύπα» που βρίσκεται έξω από τον χρόνο και τον χώρο;

Ένα κοριτσάκι, περνώντας μπροστά από μία οθόνη
όπου υπήρχε η ακίνητη μορφή ενός άνδρα,
λέει με φυσικότητα: «Πρέπει νά 'ναι νεκρός.
Όταν δεν κουνιούνται, σημαίνει ότι είναι νεκροί».
Ζωή σημαίνει κίνηση και αντιστρόφως.

Valentino Bompiani, Τα αόρατα γηρατειά (μτφρ. Παν. Τσιαμούρα, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σσ. 9-10, 11-12, 13, 16-17, 36, 40). - Το ενδιάμεσο motto και η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 26, 19), αλλά το αρχικό motto είναι του Σελίν (από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας) και ως παράθεμα (ό.π., σ. 19).

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

το πάθος που γεννά Χαμαιδράκοντες


Το στοίχημα για νέους εκφραστικούς τρόπους
που θα μιλήσουν για τις νέες μας
ψυχικές διαθέσεις
είναι πάντα ανοιχτό.*


...Η πόλη ετούτη που ένιωσε καλά τι σημαίνει να κλείνει ο κόσμος, όταν έκλεισαν τα σύνορα της βόρειας ενδοχώρας, βρίσκεται σήμερα σε σταυροδρόμι κρίσιμο. Ένας περίπατος ωστόσο, κάποιο πρωί, στο μεγάλο προμαχώνα πίσω από τη Ροτόντα, που όλοι ονόμαζαν πύργο του Χαμαιδράκοντα και σήμερα φιλοξενεί μονάχα βλέμματα και ιδέες, θα πείσει ότι η πόλη αυτή έχει ακόμη πυρετική φαντασία, έχει το πάθος που γεννά Χαμαιδράκοντες.

Αυτούς που θα υπερασπίζονται εσαεί τη μνήμη της και θα εργάζονται για εκείνο τον νέο πολιτισμό που θα δικαιώσει τα εκατό χρόνια ελευθερίας.

Έργα νέα ζητά τούτη η πόλη για να λαμπρύνουν ξανά όχι μόνο την ίδια αλλά συνολικά τον νεώτερο ελληνισμό ώστε να βγεί κάποτε από το τέλμα αυτό που τον κατατρώει δεκαετίες τώρα...

*

Το άνοιγμα σε ευρωπαϊκές επιρροές εδώ [ενν. στη Θεσσαλονίκη] θ' ακολουθήσει γεωγραφικές επιταγές. Κι αν η αθηναϊκή γενιά του Τριάντα προεκτείνει ιδεατά τον οριζόντιο άξονα Ιωνία-Αθήνα-Παρίσι, η σχολή της Θεσσαλονίκης, όπως τη γνωρίζουμε κατ' αρχάς με τις «Μακεδονικές Ημέρες», θα είναι το νότιο άκρο ενός κάθετου άξονα με την Κεντρική Ευρώπη κορυφή. Θα είναι το κέντρο που ενώνει τον ελληνικό νότο με τον ευρωπαϊκό βορρά μέσω του δρόμου Αξιού-Μοράβα.

[...] Με πυρήνα τις «Μακεδονικές Ημέρες» αναδείχτηκε ένα νέο ύφος, με θεμελιώδη στοιχεία τον εσωτερικό μονόλογο, τη χαλαρή δομή (με περιορισμό ή και ανατροπή της πλοκής) και την αποσπασματική αφήγηση, σε μια άρρηκτη σχέση των δημιουργών με το φυσικό περιβάλλον της πόλης που αυτό κυρίως και όχι η καταγωγή σφράγισε το έργο τους. Έργο με ενότητα, παρά τις διαφορές που σε όλα τα ρεύματα και τις σχολές συναντάμε.

[...] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κορυφαίος πεζογράφος αυτής της σχολής, ο Στέλιος Ξεφλούδας (1901-1984), εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στη λογοτεχνία μας [...]. Η δίχως γεγονότα υπόθεση και πρόσωπα πεζογραφία του, μαρτυρεί την καταθλιπτική μοναξιά του ανθρώπου σ' ένα κατατεμαχισμένο κόσμο. Η αγωνία οδηγεί στο χάος όπου δεν είναι πια δυνατή καμία ισορροπία [...].

*

Μία άλλη μορφή των «Μακεδονικών Ημερών», ο έξοχος κριτικός νούς του περιοδικού, ο Πέτρος Σπανδωνίδης (1890-1964), που έχει εμφανιστεί και ως πεζογράφος [...], είναι αυτός που θα θέσει τον Απρίλιο του 1959 (ξεκινώντας στη «Νέα Εστία» σειρά κριτικών κειμένων με τίτλο «Συνομιλίες με τον εαυτό μου») ένα μείζον αίτημα της φιλοσοφίας της ιστορίας που αφορά άμεσα και τη λογοτεχνία. Μία πρότασή του θα έπρεπε να είχε προκαλέσει, αν είχαμε πνευματική ζωή σε εγρήγορση, ευρύτατη συζήτηση:

«Είναι καιρός», έγραφε «να μεταστούμε από τον αστερισμό της παγανιστικής μορφολατρίας και του αρμονικού κάλλους όπου μάς έχει εντάξει η γεωγραφική μεσογειακή μας μοίρα, στον αστερισμό της δύναμης και της τόλμης μπροστά στο ανεξερεύνητο, το προ-αρμονικό, το ουσιαστικό ή και το γυμνά εκφραστικό».

[...] Οι ιδέες του Σπανδωνίδη αποκαλύπτουν, νομίζω, τις προθέσεις εκείνων των πεζογράφων της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης που δεν ήταν απλώς πιο κοντά σε νεωτερικές επιρροές απ' ό,τι οι ποιητές της πόλης, αλλά τολμώ να πώ ήταν πιο μπροστά και από την περίφημη γενιά του Τριάντα που ξετυλίγει τον ίδιο καιρό το έργο της στην Αθήνα. [...] Από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε η σύνδεση της λογοτεχνίας μας με μορφές όπως ο Προυστ, ο Κάφκα, ο Μαλρώ, ο Ρίλκε, ο Τσβάιχ, ο Τόμας Μαν, ο Μαρινέτι, η Γουλφ, η Μάνσφιλντ, ο Τρακλ.

*

Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης δουλεύουν έτσι τα μυθιστορήματά τους εσωτερικά, μουσικά, με υποτυπώδη μύθο που διαστέλλεται από την αφήγηση: ως ένα οδοιπορικό του ενδότερου χώρου που καταγράφει είτε την εσωτερική περιπλάνηση (ακόμη κι όταν απέξω δεν υπάρχει καμιά κίνηση) είτε την εσωτερική ακινησία, ακόμη κι όταν εξωτερικά τα τοπία εναλλάσσονται. Ο έξω κόσμος διαλύεται στον εσωτερισμό, συγχέεται με αυτό που ο Μπερξόν ονόμαζε αδιάκοπη μελωδία της ψυχικής μας ζωής.

*

[...] αν οι Αθηναίοι νομίζουν ότι ξέρουν ποιοί είναι, οι Θεσσαλονικείς έχουν την τραγική αμφιβολία διότι δεν ξέρουν ποιοί πραγματικά είναι. Κι αυτό είναι το ακριβό μυστικό του φλογερού ρομαντισμού που εμπνέει τον εσωτερικό μονόλογο.

[...] ήταν επόμενο η ιδιαίτερη σχέση της Θεσσαλονίκης με τη βυζαντινή μυστική παράδοση, με την Ιουδαϊκή εσωτερικότητα αλλά και με την Κεντρική Ευρώπη, μέσα σ' ένα ομιχλώδες, υποβλητικό φυσικό περιβάλλον, να φέρουν πρώτα σε αυτή την πόλη τον εσωτερικό μονόλογο. Στη Θεσσαλονίκη με τις έντονες μεταφυσικές και αναχωρητικές διαθέσεις, ο εσωτερικός μονόλογος είναι η μόνη διέξοδος από την απομόνωση και τον ερμητισμό.

*

Ως προς τη Θεσσαλονίκη όμως (αυτό το διαιώνιο ελληνικό προγεφύρωμα στον κόσμο του βορρά), δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε η απελευθέρωση για να κινηθεί η λογοτεχνική δημιουργία. Κοινοτοπία μα αλήθεια: Η τουρκική κυριαρχία αφυδάτωνε κάθε πνευματικότητα.

*

Ο Νίκος Μπακόλας (1927-1999) από την πλευρά του, με τη μαγεία και το δέος της συλλογικής φαντασίας να διαπερνά μια γραφή που ακολουθεί τη νεωτερική τεχνική της ροής της συνείδησης, πλάθει κι αυτός ξανά την ιστορία με τη μουσική του αφήγηση. Ανασύρει από το υποσυνείδητό του μνήμες προφορικές που έχουν υλοποιηθεί και εικόνες τρίτων, όλα τα στοιχεία που συναρθρώνουν μία παράδοση. Η ιστορία της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, τοπία, πολεμικές σκηνές, προσφυγικές αναμνήσεις, ο εβραϊσμός και η ασύγκριτη οδύνη του, εγγράφονται ως συμβάντα αποδεδειγμένης ιστορίας που ξεπερνούν σε σήμανση το ύφος της γραφής του. Ρεαλισμός δεν είναι πια η πιστή αναπαράσταση μα η οδυνηρή αναπόληση της ενδόμυχης, ξεχασμένης ίσως από επικαλύψεις του χρόνου, πραγματικότητας.

*

Ποιός ήταν όμως ο Χαμαιδράκων; Πρόκειται για τον βυζαντινό πολέμαρχο που διακρίθηκε στην άμυνα της πόλης κατά την πολιορκία από τους Νορμανδούς το 1185, όταν άγρυπνος φύλαγε τον πιο αδύναμο, τον πιο ετοιμόρροπο πύργο που «ανανεωτές» πολεοδόμοι γκρέμισαν τον περασμένο αιώνα.

Κώστας Χατζηαντωνίου, Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης (έκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2016, σσ. 50, 15-16, 17, 19, 21, 25, 26, 27, 28, 29, 36, 7). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 48).

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

ο λίγο νεώτερος Ράμφος για τον εκλιπόντα Χρ. Γιανν. (+24.8.24)


Πώς αντιλαμβανόταν, δηλαδή, τον άνθρωπο;

– Ο Γιανναράς έβλεπε τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο σχέσεως με τον άλλο άνθρωπο και αυτό ήταν το Πρόσωπο. Πρόσωπο – άπειρο – ο Θεός, Πρόσωπο και ο άνθρωπος. Δηλαδή, έβλεπε το Πρόσωπο ως υπέρβαση μιας ατομικότητος εγωκεντρικής, την οποία συνδύαζε με τη Δύση. Γι’ αυτό και έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην ενορία, ως συμβολικό και πραγματικό στοιχείο και κατ’ επέκταση στην κοινότητα. Μέσα σε αυτήν την προσέγγιση υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, ένα κενό, το οποίο αποτελούσε πολλές φορές θέμα συζητήσεως μεταξύ μας. Εκείνος θεωρούσε ότι η ατομικότητα και το ατομικό εγώ είναι η αιτία όλων των κακών στον σημερινό κόσμο, στην Ελλάδα αλλά και στη Δύση. Σκεφτόταν το εγώ ως «κλειστότητα», όχι ως δυνατότητα ανοίξεως. Αυτό έχει μία βάση και μία λογική, αλλά δεν παύει να προϋποθέτει έναν άνθρωπο, μια ατομικότητα της οποίας η εσωτερική άνοιξη πρέπει να είναι μια θεμελιώδης, υπαρξιακή δυνατότητα, κάτι το οποίο εκείνος δεν έβλεπε.

Αυτό ήταν τα κύριο σημείο της διαφωνίας σας;

– Δεν θα έλεγα η διαφωνία, ήταν η συζήτησή μας. Αργότερα ο Γιανναράς βρήκε τον Λακάν και τον ενδιέφερε πολύ η γέννηση της υποκειμενικότητας μέσα στον Λακάν. Αυτό δείχνει ότι δεν είχε αφήσει το θέμα κλειστό και ο ίδιος το ζύμωνε μέσα του. Αλλά η θεμελιώδης θέση του ήταν αυτή, ότι η αυθυπέρβαση γίνεται από έναν άνθρωπο ως σχέση και ότι η ατομικότητα ήταν κάτι καταδικασμένο. [...]

Από τα κεντρικά βιβλία του είναι νομίζω «Η Ελευθερία του Ηθους». Είναι το σημείο που δείχνει καθαρά το στίγμα της αποστολής του. Πριν από αυτό είχε ανακαλύψει τον Χάιντεγκερ και του έδειχνε μια προσήλωση για ένα πολύ μεγάλο διάστημα της ζωής του. Τον τελευταίο καιρό, όμως, δεν επέμενε ιδιαίτερα. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όλη η σκέψη του Γιανναρά ήταν για τη ζωή, ενώ ο Χάιντεγκερ είναι στοχαστής του θανάτου. Είναι κάτι το οποίο δεν ήθελε να προσέξει ο Γιανναράς ή του διέφυγε. [...]

Υπήρχε κάτι που προετοίμασε τη σκέψη του Γιανναρά;

– Προϋπήρχε η νεοπατερική θεολογία του ’60, όπως και η θεολογική παρουσία του καθηγητή Νίκου Νησιώτη, ο οποίος προσπάθησε να φέρει κοντά την ορθόδοξη βιωματική εμπειρία και τον υπαρξισμό, ένας πολύ συμπαθής άνθρωπος που διακονούσε τη θεολογία και προπονούσε τον Πανελλήνιο στο μπάσκετ. Από αυτήν την ανησυχία βγαίνουν ο Χρήστος Γιανναράς, ο Ιωάννης Ζηζιούλας και άλλοι. Εβαλε τη σφραγίδα της στη νεότερη ορθόδοξη θεολογία με έντονο το περσοναλιστικό στοιχείο, μια φιλοσοφία που είχε στον πυρήνα της την προσωπική σχέση ανθρώπου και Θεού. Στην προσωπική αυτή σχέση τα πάντα ανάγονται σε αξία. Η έννοια της σχέσης έχει να κάνει με την εμπειρία ανοίξεως και προσφοράς του ανθρώπου προς τον άπειρο θεό. Εκεί μπορεί να αναζητήσει κανείς την έννοια του Προσώπου – σχέσεως στην οποία πατάει και η φιλοσοφική έννοια του έρωτος στον Γιανναρά. Με μία διαφορά, ότι ο Ερως είναι άνοιξη του εγώ στο άπειρο φως και με κλειστό εγώ είτε χωρίς εγώ, έρως δεν μπορεί να υφίσταται.

[..] δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων των οποίων τα βιβλία διαβάζονται ως ξεχωριστά πονήματα. Εχει μια στρατηγική σκέψη που μπορεί να περιοριστεί σε μια επιφυλλίδα ή να αναλυθεί σε τόμους. Και στις επιφυλλίδες του, πάντως, έχει μια χροιά φιλοσοφική, όταν έβλεπε τη φθορά των πραγμάτων που οφείλονταν, κατά την άποψή του, σε μια προϊούσα ακατανοησία των συστατικών αληθειών ενός πολιτισμού. Οι επιφυλλίδες ήταν ένα κομμάτι της προσωπικότητάς του, καθώς τον αφορούσε και τον ενδιέφερε πάρα πολύ το καθημερινό, το εμπειρικό, όπως έλεγε ο ίδιος.

συνέντευξη στην Καθημερινή και τον Σάκη Ιωαννίδη την 3.9.2024!

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

το πρώην Τσεργίνης


Δημακαίοι· Μεγάλη οικογένεια από το Ψάρι
που άρχισε τη δράση της με τον Γιάννη Δημάκη,
αλλά και πολλούς αγωνιστές κατά τον Τουρκο-
Βενετσιάνικο πόλεμο με την ανταρσία του Κλαδά
(1492-1530) *

Μετά τον θάνατο [στις 22 Μαρτίου 1720] των ξακουστών αυτών αρματολών, Δήμου Σουλιμιώτη, Χρόνη και Θανασά, και κατά την δεύτερη αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας, από το 1720 μέχρι το 1770 που έγινε η επανάσταση με τους αδελφούς Ορλώφ, διακρίθηκαν ιδιαίτερα, άλλοι ξακουστοί, σε όλη την Πελοπόννησο, Κλέφτες Ντρέδες, όπως ήσαν ο θρυλικός Μάρκος Ντάρας από το Ψάρι, ο Δήμος Κολοκοτρώνης από το Βυδίσοβα του Αετού, ο Κόλιας Πλαπούτας καθώς και ο Γιαννάκης Ντάβος από το Σουλιμά. Αυτοί οδηγούσαν από 200 έως 400 παλληκάρια ο καθένας και είχαν προξενήσει φοβερές καταστροφές στους Τούρκους, ώστε είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος τους.

Αρχηγός της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων ήταν ο Λάμπρος Σεργγίνης ή Τσεργίνης, ο οποίος ήλθε σε διένεξη για κτηματικές διαφορές με τους Τούρκους και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ρουπάκι του Δωρίου και αφού πούλησε τα κτήματά του, όπως γράφει ο Παναγ. Παπαδόπουλος από τον Αετό, εγκαταστάθηκε στο Λιμποβίτσι της Γορτυνίας.

Ο γυιός του Δήμος, βγήκε κλέφτης και πήρε το όνομα Κολοκοτρώνης, κατ' άλλους γιατί ήταν κοντός και στρογγυλός, σαν στρογγυλή πέτρα - κοτρώνα (στην Αλβανική Μπίθυ - Γκούρας = Κώλος - κοτρώνα), κατ' άλλους γιατί, τραυματίστηκε βαρειά σε μια μάχη, και ενώ οι υπόλοιποι κλέφτες τον εκάλυπταν με τα ντουφέκια τους και τον προσκαλούσαν να απαγγιστρωθεί από την πέτρα, που είχε πιάσει για κάλυψη, αυτός όμως δεν μπορούσε να κινηθεί από το τραύμα του και τότε τού φώναξαν οι σύντροφοί του «Βρε κόλλησε ο κώλος σου στην πέτρα;» (Μπιθυ-Γκούρ) και τού έμεινε το παρωνύμιο στην Αλβανική Μπίθι-Γκούρας που επικράτησε ως «Κολοκοτρώνης», πράγμα που το συνήθιζαν τότε πολύ οι κλέφτες, να αλλάζουν τα ονόματά τους με άλλα παρωνύμια για να παραπλανούν τους Τούρκους, ώστε να μη κάνουν αντεκδικήσεις στους δικούς τους.

Οι Κολοκοτρωναίοι έδωσαν από το 1720 μέχρι το 1821 εβδομήντα περίφημα παλληκάρια - κλέφτες, που είτε δολοφονήθηκαν με προδοσία, είτε έπεσαν μαχόμενοι, είτε καρατομήθηκαν ή κρεμάστηκαν από τους Τούρκους στον Πλάτανο της πλατείας της Τριπολιτσάς.

*

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυνθο στο Κάστρο.
Βάνει το κυάλι και τηράει και το Μωριά αγναντεύει,
βλέπει το πέλαγο πλατύ και τα βουνά αλάργα
βλέπει την Αλωνίσταινα και την Απάνω Χρέπα
βλέπει και τ' Αρκουδόρεμα το έρημο Λιμποβίτσι
βλέπει λημέρια έρημα πολύ χορταριασμένα
και τούρθε σαν παράπονο και κάθεται και κλαίει.
Και του Σταμάτη μίλησε και του Σταμάτη λέει:
Σταμάτη πού είναι τ' αδέλφια μας ο Γιάννης με το Γιώργη;
Διώχτε βουνά την αποσκιά, διώχτε την Κατσιφάρα
για ν' αγναντέψω το Μωριά τό 'ρημο Λιμποβίτσι
και να πετάξω σαν Αητός στα έρημα λημέρια
να ιδώ αν είν' Κλεφτόπουλα να πά τα διαφεντέψω
στο καρυοφίλι, το σπαθί και στο καλό σημάδι.

Παναγ. Λαμπρόπουλος, Οι Ντρέδες τα παλληκάρια του Μωρηά (Αθήνα 1980, σσ. 33-34).

-----
* Το άσχετο motto, εκ του ιδίου (ό.π., σ. 185) για την αναφορά στην παλαιά ανταρσία.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

εκίνησε η Κουκουναριά μ' όλα τα κουκουνάρια


Αετοβουναίοι. Είναι πάρα πολλοί
και πολύ διάσημοι
οι κλεφτοκαπεταναίοι από τον Αετό
και τα γύρω χωριά του *

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
Σεργκίνηδες - Τσεργκίνηδες - θρυλικοί Κολοκοτρωναίοι


[...] οι Κολοκοτρωναίοι είναι γνήσιοι Ντρέδες αγωνιστές, κατάγονται από τα Σουλιμοχώρια, διατήρησαν πάντοτε στενό δεσμό με αυτά και παρ' όλο ότι αναγκάσθηκαν από τη δράση τους να εκπατριστούν γύρω στα 1700 και εγκαταστάθηκαν στο Λιμποβίτσι της Γορτυνίας, στις δύσκολες όμως στιγμές τους θυμούνται τα Σουλιμοχώρια, το χωριό τους το Ραμοβούνι, μισή ώρα από το Δώριο. Όταν καταδιωκόταν σαν κλεφταρματωλός, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, θυμήθηκε την πατρίδα τού παππού του και εκεί στα Σουλιμοχώρια έστειλε τη γυναίκα του που ήταν έγκυος στον τελευταίο μήνα της και γύρισε αυτή στο Ραμοβούνι, απέναντι από το χωριό Βασιλικό του Δωρίου, όπου και γεννήθηκε ο κατόπιν αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, κάτω από μια βελανιδιά, όπως ο ίδιος όλα αυτά τ' αναφέρει στ' απομνημονεύματά του.

[...] Η ιστορία των Κολοκοτρωναίων αρχίζει στα 1620. Ο Κωνσταντής Σεργκίνης ήταν γιός του Άλτυ Κεφάλα, καταγόταν από το Βυδίσοβα, χωριό δίπλα στον Αετό, και υπηρετούσε ως υπαξ/κός στους Ενετούς, «σεργένης». Επειδή βοήθησε το γυιό του Κόλια, Αντώνη, άρχοντα τής Κοπρινίτσας, ο άρχοντας αυτός τον πάντρεψε με την κόρη του και τού έδωσε προίκα την περιοχή πάνω από την Κόκλα.

Εκεί, σ' ένα λόφο, έκτισαν οι Σεργκίνηδες ένα χωριό που λεγόταν Ρουπάκι και αργότερα καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ο προπάππος του Θ. Κολοκοτρώνη, διότι κινδύνευε από τους Τούρκους, πούλησε τα κτήματά του και εγκαταστάθηκε στο Λιμποβίτσι.

Εκεί συνέχισαν την κλέφτικη δράση τους και έδωσαν δεκάδες κλεφτοκαπεταναίους και εκατοντάδες αγωνιστές που μόνο στον Πλάτανο της Τριπολιτσάς κρεμάσθηκαν πάνω από 70, όπως αναφέρει ο γέρος του Μωρηά στα απομνημονεύματά του.

Είχαν πάντοτε στενό δεσμό με όλους τους Ντρέδες κλεφτοκαπεταναίους στους οποίους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ο Θ. Κολοκοτρώνης και τούς χρησιμοποιούσε στις πιο επικίνδυνες θέσεις και αποστολές.

*

Η ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΙΑ

Εκίνησε η Κουκουναριά μ' όλα τα κουκουνάρια
και στο ντερβένι ροβολάν όλοι οι καβαλλαρέοι

στου Μπούγα ξεπεζέψανε στου Τζαμαλά το χάνι
κανένας δεν ομίλησε από τα παλληκάρια
ένας γαμπρός του Τζαμαλά του Μπέη πάει και λέει:
Άδικα μπέημ άδικα, από τους Σουλιμαίους,
γυναίκες δεν ορίζουμε, κορίτσια και νυφάδες.
Πού πάει δρόμος για το Σουλιμά, τ' αρβανιτοχώρι;
Στην Κόκλα που θα φτάσετε δεξιά μεριά θα πάτε.
Στου Σουλιμά ξεπέζεψαν στου Γκάζντα το κονάκι,
βουτύρια αρνιά εφέρανε του Μπέη για να φάει,
δεν ήρθε ο Μπέης για φαΐ, αρνιά, τυρί να φάει,
θέλει τα δυό Γκαζντόπουλα, κι' αυτόν τον Μήτρο Γκιώνη
τα φέσια για να πάρουνε να γίνουν φαλαγγίτες.

Παναγ. Λαμπρόπουλος, Οι Ντρέδες τα παλληκάρια του Μωρηά (Αθήνα 1980, σσ. 196, 196-197, 208). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 196).

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

των αρνιών η στρούγκα και ο στάλος


Η ΣΤΡΟΥΓΚΑ

Γύρω εκεί απ' τη Λαμπρή
που χορτάριαζε κι η γή
έδιναν κατσίκια αρνιά και
τ' απόκοβαν μικρά

Να μην τρώνε πια το γάλα
να το πήζουνε τυριά

ή να το κοπανάν στη βούρτσα
για βουτύρατα παχιά.

Στο μαντρί εκεί κοντά
ή στου στάλου τη μεριά
στρούγκα έστηναν
ξανά
για ν' αρμέγουν ζωντανά.

Μια ή δυο στρουγκαλιθιές
είχανε οι στρούγκες αυτές
για ν' αρμέγουν δυο μαζί
να τελειώνουν το πρωί.

Για τα πρόβατα η στρούγκα
ήτανε λιθαροστρούγκα
για τα γίδια τα ζαβά
με παλιούρια και κλαριά

Όταν στρούγκιαζαν τα ζώα
σαλαγόντας τα σιγά

έκλειναν την πίσω ρούγα
να μη φύγουνε αυτά.

Με την γκλίτσα ένα παιδί
ή μικρό ένα κλαδί
σαλαγούσε τα ζωντανά
να περάσουν με σειρά.

Τα πολλά με υπομονή
φθάναν ώς τον αρμεχτή
Ήταν όμως μερικά
που πηδούσαν τα φραχτά.

Άρχιζαν κυνηγητά
να τ' αρμέξουνε κι αυτά
μη στερέψουν από γάλα
και το κάνουνε και άλλα.

                      *

Ο ΣΤΑΛΟΣ

Απ' τα μέσα του Μαϊού
ώς τα γύρω του Σταυρού
γίδια, πρόβατα, παιδιά τους
θέλουν νά 'χουν την ισκιά τους.

Απ' της δέκα κάθε μέρα
μόλις είναι αρμεγμένα
τρέχουνε για το σταλό

που τούς έχει τ' αφεντικό.

Ριζοσπηλιές, πλατάνια
άλλα δέντρα με κλαδιά
και κοντά λίγο νερό
κάνουν τον καλό σταλό
.

Με ρυθμό αναμασούν
ό,τι φάγαν να τραφούν

και κοιμούνται ελαφρά
μεσ' τη δροσερή ισκιά...

Γύρω γύρω τα σκυλιά
ξεκουράζονται κι αυτά
και πιο πέρα ο βοσκός
κοιμισμένος ξαπλωτός
.

Αν τ' απόσκια ρθούν στο στάλο
ξεσταλίζουν από δώ
και πηγαίνουν για βοσκή
ώς την άλλη την αυγή
.

Βασίλης Αποστολόπουλος, Οι μνήμες ξαναχτίζουν το χωριό μου (αυτοέκδοση, Αγία Παρασκευή 2017, 2021(β΄), σσ. 57-58, 59).