Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

το τραγικό ερώτημα


Η κοινωνία του 21ου αιώνα είναι ακριβώς η κοινωνία τής αφής, όχι της όρασης, η κοινωνία τού «φάγωμεν, πίωμεν». Κι επομένως, η αντιχοϊκή πραγματικότητα που εκφράζει ο Χριστός δεν κατέπληξε μόνο τους αγίους Αποστόλους -καταπλήσσει και την γενεά τού αιώνα μας που παραθεωρεί το θεμελιακό, τραγικό ερώτημα περί τού θανάτου ως χρέους- ως εξόδου από την χώρα τού έρωτα όπου εισήλθε ο άνθρωπος διά του ζεύγους.

*

Κεφ. ΙΖ΄. Ήλθε ο Άνθρωπος στον κόσμο, όχι για να ζήσει μέσα στον κόσμο, αλλά για να τελέσει την πράξη τής απελευθέρωσής του από τον κόσμο. Η γέννησή μας, λοιπόν, συνιστά μια μυστηριώδη -και συνάμα μυστηριακή- πρόταση ελευθερίας τού όντος, που έρχεται, εκ κοιλίας μητρός, δέσμιο τού κόσμου και καλείται να μεταμορφωθεί σε ελεύθερο από αυτόν. Για τούτο και θρησκεύει, δηλαδή: συνδιαλέγεται με τον Δημιουργό του, για την ελευθέρωσή του. Τελετουργία.

Κώστας Τσιρόπουλος, Ανάγνωση του Κατά Ματθαίον Ιερού Ευαγγελίου (έκδ. Μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2007, σσ. 59, 52).

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι


το ταξίδι

πόσα πρωινά δεν μ' έντυσες
δεν με φίλησες και δεν με ξεπροβόδισες
για το σχολείο ή τη δουλειά
πάντα με τη συμβουλή στα χείλη

σήμερα χρειάστηκε
να σε ντύσω εγώ
να σε φιλήσω και να σε κατευοδώσω
στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι

μα όσο μητέρα κι αν πάσχιζα ν' ακούσω
συμβουλή καμιά
δεν έβγαινε απ' το στόμα σου

*

σε μια γωνιά

μήνες μετά
επιτέλους βρήκα το κουράγιο
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου

τα πράγματα γύρω
ακίνητα και τακτικά
στρωμένες οι κουβέρτες στην εντέλεια
το νυχτικό στην πλάτη τής καρέκλας

όλα λουσμένα στη σιωπή
ώσπου σε μια γωνιά
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά

οι κάλτσες σου μητέρα

Στάθης Κουτσούνης, ρόδο σε καθρέφτη (έκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σσ. 28, 29).

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ιντερμέδια


ιντερμέδιο ii

σαν το πρόβατο γλείφω το χορτάρι σου
πασχίζοντας να φτάσω στην πηγή

*

ώσπου στα σκέλη σου προβάλλει
ένα σγουρό τσαμπί νερό
έτοιμο να σπάσει στη γλώσσα μου

*

ιντερμέδιο i

Το ποίημα που δεν γράφτηκε
μην το φοβάσαι
μες στην κοιλιά τού ασύλληπτου
ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί

*

ιντερμέδιο iii

με τόσο σκοτάδι πριν
κι άλλο τόσο μετά
ένα κάτι απ' το μηδέν
φαντάζει το φώς

*

ιντερμέδιο iv

κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι
λίγο λίγο τρώγωντας τα άκρα του
βουλιάζει στη σιωπή το γήρας
ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο

*

ιντερμέδιο v

στον ποταμό του κρεβατιού
το κορμί σου σχεδία που ανεβαίνει

Στάθης Κουτσούνης, ρόδο σε καθρέφτη (έκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σκόρπια απ' τις σσ. 21, 21, 15, 26, 32).

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

η μόνη χαρά


146.
Η μόνη χαρά που συνάντησα στη ζωή μου
ήταν το ζαχαροπλαστείο Χαρά
στα Πατήσια.*

125.

Όταν θέλεις,
κάτι στο θέλω σου
δεν θέλει
.

Δεν το ακούς.
Που δεν θέλει.

Το προσπερνάς.

Μετά επαληθεύεται.
Γιατί δεν ήθελε.
Ξέρει πως το θέλω, στο τέλος δεν θέλει.
Ό,τι θέλησε.

Έτσι είναι το θέλω.
Θηλιά.

*

162.

Θα ξυρίσω το κεφάλι μου.
Μετά τα φρύδια.
Θα κατεβάσω ήσυχα τη λεπίδα στο στήθος έπειτα.
Κοιλιά. Ήβη. Αρχίδια. Τρύπα.
Στον καθρέφτη θα σταθώ έτσι.
Να δώ την εμβρυακή μου όψη τη χαμένη.
Και θα καταπιώ το ξυράφι.
Θεριστική μηχανή να κόψει μέσα μου
λώρους, μνήμες κι αισθήματα.

Και θα κρεμάσω μια πινακίδα:
-Μη με σπέρνετε. Θα σάς θερίσω...

*

19.

Η Ελάς να γράφεται με ένα λάμδα.
Να φαίνεται πόσο μόνη της είναι.

Να μάθει και η ίδια
πως ένα λάμδα θέλει η ελευθερία.
Δύο, μόνο η έλλειψη.

Μη φαντασιώνεται,
ως Ελλάς,
πως είναι διπλάσια.

Να πάψει να αυταπατάται,
ότι είναι (η) άλλη.

Τσιμάρας Τζανάτος, [αγνώστου] η βία του βίου. ποιήματα [2000-2021] (έκδ. Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 159, 201, 29). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 180).

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

ασταθής η ψυχή


18.
Αυτό το ζ στη ζωή, όλο βουίζει.
Δεν σέβεται τη νεκρική μας ησυχία.*

16.

Ασταθής η ψυχή. Μετακινούμενη και πλάνης.
Μην πιστεύετε τα παραμύθια τους.
Δεν κατοικεί στην καρδιά. Το μυαλό έχει σπίτι της.
Φουσκώνει τις φλέβες στα μηνίγγια. Πνίγεται κλεισμένη εκεί.

Θυμωμένη η καταγωγή της. Φιμωμένη η φύση της
Βγαίνει στη βεράντα της Γλώσσας. Να πάρει αέρα.
Να βρεί ένα νόημα. Έναν ορίζοντα να δεί
Αν και όρασης στερείται.

Φτύνει με λέξεις τους περαστικούς να την προσέξουν
Κατουράει συναισθήματα στις ξερές γλάστρες
Να φυτρώσουν κυκλάμινα. Να κάνει κήπο την έρημο.

Φανερώνεται στο στόμα σαν δίψα. Στα μάτια σαν πείνα.
Στα χέρια σαν στέρηση. Στις διογκωμένες ρώγες, σαν κάβλα.
Φωλιάζει στα γενετήσια όργανα.
Έχω δεί πούτσες και μουνιά, πλήρη ψυχισμού.
Αν και ο άνθρωπος που τα φέρει, ούτε ψιχίο ψυχής.
Άψυχος.

Διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα: βλέπεις τον κορμό να τρέμει.
Τα πόδια λυγίζουν. Τα σωθικά να σπαρταράνε.
Υγρά να εκκρίνουν οι οπές της ζωής:
Σπέρμα. Δάκρια. Σάλια.
Προς εξάτμιση. Νέφη.

Ναι. Είναι μετακινούμενη η ψυχή.
Αεράκι, που το τρόμαξαν και έγινε άνεμος.
Φτηνός εργάτης στις ανεμογεννήτριες του Κόσμου.

Μπορεί και να λείπει. Να φεύγει και να είναι απούσα. Χρόνια.
Και να μην το ξέρεις καν. Πως σε εγκατέλειψε.

Τόσο ψυχρή η ψυχή. Ψύχος.
Στο καμίνι της.

*

38
.

Εκείνη τη μέρα 5 και 30 το πρωί
ξύπνησε από έναν δυνατό πόνο.

Είχε πρηστεί η ζωή του
και πίεζε η παιδική του ηλικία
σαν δόντι χαλασμένο
.

Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.

Την άλλη μέρα οι γείτονες
βρήκαν στο κρεβάτι του
ένα πεντάχρονο παιδί να κοιμάται ήσυχο.

Δίπλα του σαν παιδικά παιχνίδια
κομμένα μέλη της ενήλικης ζωής του.
Ο κάτοχός τους απών.

Το κεφάλι του ουδέποτε βρέθηκε.

*

39.

Ο θάνατος δεν είναι χαλάσματα.
Είναι οικοδομή.

Χτίζεται. Μέρα με τη μέρα.

Τί νόμιζες πως κουβαλούσαν τόσα χρόνια
χιλιάδες φορτηγά μέσα στη νύχτα.

Τα τούβλα του.

*

110.

Μην ανησυχείτε όσοι περιμένετε στις όχθες της ζωής.
Θα περάσει να σάς πάρει.
Το ποτάμι της.

Σύντομα.

*

147.

Δεν σού φταίει η θάλασσα που γεννήθηκες στεριά.

Τσιμάρας Τζανάτος, [αγνώστου] η βία του βίου. ποιήματα [2000-2021] (έκδ. Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 24-25, 54, 55, 144, 181). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 28).

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

όρκους και πόθων φωνήεντα


Μάς βρόχισε η χαρά
με λίγο φώς
και μάς κερνάει τη σάρκα της
δόσεις εφόδου
*

[...]
Σβήνει τα χείλη σου η πίκρα
Μαράθηκαν τα φύλλα σου
κι έγινες μάνα

*

Ετελειώθη ο ίμερος στη γλώσσα σου
κι έγινα το μικρούλι σου Α
!
Καβάλησα το αλεξανδρείο μου δαμάλι
κι όρμησα στις προθήκες
με τ' αγάλματα
και με τις δραμαμίνες
Σκάβω την πέτρα σου
και φεύγουνε κεράσια και πουλιά

Στήνω τα δόκανά μου
γυνηγός
ξαναπυκνώνεις πέτρα
Τότες είναι
που ο πάνθηρας τεχνάζει

*

[...]
Το σώμα μου αφουγκράζεται το σώμα μου
διακλαδίζεται
κι η σιωπή σας κορμός
Ξυλεύει ο χρόνος
γίνομαι σπίρτο
γίνομαι χαρτί
στου μυαλού τις μυλόπετρες
τη μνήμη στύβω, λάδι
Χορεύω
             και τα κάρβουνα
                                           μέσα μου

*

[...]
Τί λες λοιπόν;
Φράχτης τα δόντια
και στην έξοδο
φιλούν τα χείλη και μιλούνε
-και φώς ο τάφος

*

Στύση μουγκή
βουλιαγμένη στην ιλύ των φαντασμάτων
Η μοναξιά κατοικεί στους καθρέφτες
ρίμες θλιβερές και τελετές θανάτου
εμπορεύεται

Η μοναξιά ουρλιάζει στα σύρματα
και πετρώνουν οι λέξεις

Αξία του μόνη εσύ
αυτός
το ζεϊμπέκικο που δεν τόλμησε

*

Κάθε πρωί ταΐζω τον μέσα πάνθηρα με καθρεφτάκια και εικονίσματα, νά 'χει να πλέξει όνειρα νά 'χει να υφάνει δάκρυ. Και κάθε που σιγά ο ήλιος, ανατέλλω μέσα μου τις νύχτες που δεν τις ρυμουλκούν επίθετα, μιά μ' όνειρο μιά δάκρυ ζωπυρώντας των φρενών τ' ολοκαύτωμα. Και κάθε πού 'ρχεται η αφή μουσκεμένος κόσμο κερδίζω τη σπατάλη

Παντελής Μπουκάλας, Ο μέσα πάνθηρας (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1985 (ανατύπωση 2000), σσ. 17, 18, 19, 20, 21, 35). -Το motto δικό του (απ' την σ. 37) και τίτλος του παρόντος στίχος του ιδίου (ό.π., σ. 7).