[Τα σύννεφα] διασχίζουν εδώ κι εκεί σαν πλοία το πέλαγος του αέρα κατευθυνόμενα από τους ανέμους, μετέωρα και ευκίνητα και αλλάζοντας κάπως σχήμα, όταν πλησιάζουν ή απομακρύνονται. Αν όμως εγκυμονούν κάποια υγρασία, κατεβαίνουν προς τη γή σαν να πρόκειται να γεννήσουν. Και όσο πιο φορτωμένα με νερό είναι, τόσο πιο χαμηλά κινούνται, μια σκοτεινή μάζα με κάπως αργή κίνηση· όταν είναι στεγνά όμως ακολουθούν υψηλότερη πορεία, και φέρονται σαν δεμάτια μαλλιού, μια λευκή μάζα που πετάει με ζωντάνια.
*
Κατά μίαν έννοια, και η ανθρώπινη ψυχή, που βρίσκεται στο σώμα, αποκαλείται δαίμων [...]. Άρα ο αγαθός πόθος είναι και αγαθός θεός. Γι' αυτό θεωρούν μερικοί, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι ευδαίμονες ονομάζονται οι ευτυχείς, των οποίων ο αγαθός δαίμων, δηλαδή η ψυχή τους, έχει αγγίξει την τελειότητα χάρη στην αρετή τους. Αυτόν, το δαίμονα, στη γλώσσα μας, όπως εγώ το ερμηνεύω, και ίσως σφάλλω, αλλά σίγουρα θα το διακινδυνεύσω, μπορείς να τον αποκαλείς genius. Αυτός είναι η ψυχή του καθενός, και, παρ' όλο που είναι αθάνατος, ωστόσο γεννιέται*55 μαζί με τον άνθρωπο. Έτσι και οι ικεσίες που απευθύνονται στον genius και στα γόνατα*56 μού φαίνεται ότι αποδεικνύουν τη σύζευξη και τη σύνδεσή μας, καθώς αναφέρονται συνολικά με δύο λέξεις σε σώμα*57 και ψυχή, των οποίων εμείς αποκαλούμε κοινωνία και ένωση.
Σημ.55: Δεν είναι σαφές αν ο Απουλήιος αντιλαμβάνεται την υπαρκτή ετυμολογική σύνδεση της λέξης genius με το ρήμα gigno (= γεννώ) και επιλέγει συνειδητά τη συγκεκριμένη λέξη (gignitur, δηλαδή «γεννιέται»), κατά την προσφιλή συνήθεια των φιλοσόφων για να στηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό.
Σημ.56: Αναφέρεται στην πρακτική των ικετών που αγγίζουν τα γόνατα εκείνου στον οποίο απευθύνουν την ικεσία τους (βλ. π.χ. Ιλιάδα Α, 406-410). Ο Απουλήιος χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα βασισμένο στην παρετυμολογική σύνδεση των λέξεων genius και genu (= γόνατο), οι οποίες υποτίθεται ότι έχουν αναφορά στην ίδια έννοια.
Σημ.57: Η λατινική λέξη genua, δηλαδή «γόνατα», είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το σώμα στην εξίσωση που προτείνει ο Απουλήιος. Μετωνυμικά, η αντίστοιχη, και ετυμολογικά συγγενής με τη λατινική, ελληνική λέξη γούνατα χρησιμοποιείται επίσης στην ποίηση, για να αναφερθεί στο σώμα (βλ. π.χ. Ιλιάδα Ε, 176: επεί πολλών τε και εσθλών γούνατ' έλυσεν (γιατί έλυσε τα γόνατα πολλών και γενναίων, δηλαδή, σκότωσε πολλούς και γενναίους).
Απουλήιος, Το δαιμόνιον του Σωκράτη (μτφρ.-εισαγ.-σημ. Γ. Ανδρικόπουλος, έκδ. Ροές, Αθήνα 2019, σσ. 45-46, 54-56).