Κατά την κλασική σκέψη, μόνο η συμμετοχή στα κοινά θεμελιώνει την πραγματική ανθρωπινότητα. Ο άνθρωπος που ιδιωτεύει (ιδιώτης), που ασχολείται μόνο με ό,τι είναι «δικό» του (ίδιον), στερείται τις υψηλότερες και πιο ανθρώπινες ιδιότητες: ο όρος με τον οποίο οι ευρωπαϊκές γλώσσες υποδηλώνουν την ηλιθιότητα προέρχεται από την πραγματικά περιφρονητική αντίληψη που είχε η κλασική Ελλάδα για την ιδιωτική ζωή. Και αυτήν ακριβώς την ιδιωτική ζωή θα θέσει στο προσκήνιο η ελληνιστική και ελληνο-ρωμαϊκή εποχή: το άτομο διαδέχεται τον πολίτη. Τον Δήμο, τον οποίο συνείχαν οι θεοί του, οι μύθοι και τα τελετουργικά του, υποκαθιστά μια εξατομικευμένη μάζα: το μοναχικό πλήθος – και τα όνειρά του.
Το άτομο έχει τώρα την ευκαιρία να ζήσει για τον εαυτό του, σε βαθμό άγνωστο μέχρι τότε, αφού η πολιτική είναι νεκρή και δεν επιβάλλει πλέον καθήκοντα. Οτιδήποτε έδινε κάποτε νόημα στη ζωή αποδεικνύεται ανεπαρκές κάτω από τον μισο-σβησμένο ήλιο του μακρόχρονου φθινοπώρου του ελληνισμού. Πρόκειται για την απαξίωση όλων των αξιών που περιγράφει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος:
«Σίγησε η εμπιστοσύνη στους αιώνιους νόμους των θεών. Τα αγάλματα είναι τώρα πτώματα από τα οποία δραπέτευσαν οι ψυχές που τα ζωντάνευαν, οι ύμνοι έγιναν λέξεις που εγκατέλειψε η πίστη. Οι θεϊκές δέλτοι βρίσκονται στην τροφή και το πνευματικό νέκταρ, ενώ τα παιχνίδια και οι γιορτές δεν αποκαθιστούν πλέον στη συνείδηση την ευτυχισμένη ενότητά της με την ουσία. Από το έργο των Μουσών λείπει η πνευματική δύναμη που έβλεπε να αναδύεται, από την συντριβή των θεών και των ανθρώπων, η βεβαιότητα του εαυτού...»
Κώστας Παπαϊωάννου, Η κληρονομιά του Αλεξάνδρου (μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου, έκδ. Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2013, σσ. 35-36).