Ω μεγάλε Ζακύνθιε,
των ωδών σου τα μέτρα,
υψηλά, σοβαρά,
τους αγώνες εκάλυπτον
εκτεταμένους.
[...]
Τις δάφνες του Σαγγάριου
η Ελευθερία φορέσασα,
γοργά από μίαν χείρα
σ' άλλην περνά και σύρεται,
δούλη στρατώνος.
Καθώς, όταν την εύκολον
λείαν αποκομίσει,
φεύγει, διστάζει, κι έπειτα
σε μια γραμμήν ελίσσεται
πλήθος μυρμήγκων,
μεγάλα προπορεύονται
έντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ακολουθούσι,
με φορτίο ελαφρότερο,
μικρότερα άλλα,
και δε βλέπουν στο πλάγι τους
το παιδάκι που στέκει
να γελά τον αγώνα των,
και δε βλέπουν ότι ύψωσε
τώρα το πέλμα*-
ούτω την χώραν νέμεται
η στρατιά της ήττης,
του λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονούσα.
Αλλά τί λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
ώ Ανδρέα Κάλβε.
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους.
*
* Πρβλ. το μικρό ποίημα «Φθορά», σ. 94:
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.
Κώστας Καρυωτάκης,
από την συλλογή Ελεγεία και σάτιρες [1927]
Σχόλιον Πάνου Καραβία: «Φαίνεται σαν στιχουργημένη μεταγραφή του αποσπάσματος 52 του Ηρακλείτου: Αιών παις εστι παίζων, πεσσεύων· παιδός η βασιληίη· [=Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι παιδί που παίζει μια παρτίδα με πεσσούς (πούλια)· του παιδιού είναι η νίκη]» (Πάθος γραφής και Τα τοπία, 1979, σ. 49).
Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά (επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, έκδ. Εστία, Αθήνα 1995, σσ. 99-101 & 94). Αρχικά το ποίημα «Εις Ανδρέαν Κάλβο», απ' όπου αντλώ την πρώτη και τις τελευταίες επτά στροφές. Έπεται και ως σημείωση αντιπαραβολής η πάνυ ηρακλείτεια «Φθορά». Ο ίδιος.