[...]
Επειδή δε ανωτέρω εμνήσθην των μεγάλων δένδρων, των σωζομένων εν τη θέσει ταύτη, πληροφορώ τους μέλλοντας να επιχειρήσωσιν εκδρομάς εν τω εσωτερικώ της Ελλάδος ότι, όπου αν ίδωσιν επί απεψιλωμένων ορέων δένδρον ή δένδρα υψίκομα, ας ερωτήσωσι τον οδηγόν αυτών τι άγιος είνε εκεί; Διότι μόνον τα αφιερωμένα τοις αγίοις ή ταις μοναίς δένδρα εισίν ανεκτά παρά τοις 'Ελλησιν, ουχί εξ ευλαβείας, αλλ' εκ φόβου μη τιμωρηθώσιν υπό του θείου∙
(αν δε θέλωσι να μάθωσι πότε πλησιάζουσιν εις χωρίον, ας παρατηρήσωσι τα παρακείμενα όρη και όταν ίδωσι ταύτα εντελώς απεψιλωμένα δένδρων τε και θάμνων, έστωσαν βέβαιοι ότι προσεγγίζουσιν εις χωρίον Ελληνικόν, διότι του 'Ελληνος τα όμματα δάση δεν υποφέρουν).
Πόσον καλόν θα ήτο εάν και τα δάση διενέμοντο τοις κατοίκοις, ως εθνική γή, υπό τον όρον να φυλάττωνται ως δάση και να χρησιμοποιώνται καθ' υπόδειξιν επιστημόνων δασονόμων, ή εάν ταύτα παρεχωρώντο υπό τους αυτούς όρους εις μονάς ή ναούς, διότι μόνον δια τοιούτων μέτρων κατορθωθήσεται η σωτηρία των εισέτι υφισταμένων και εν οικτρά καταστάσει διατελούντων δασών και η αναδάσωσις της Ελλάδος∙
(τούτοις προσθετέον το και ουσιωδέστερον, «την από προσώπου της Ελλάδος εξαφάνισιν της αιγός», του παραβλώπος και πωγονοφόρου εκείνου σατανά, όστις ουδέποτε κύπτει επί της γης ίνα ζητήση την τροφήν αυτού, αλλ' αναρριχάται πάντοτε επί των δένδρων και θάμνων και κατατρώγει τους τρυφερωτέρους αυτών βλαστούς, παρακωλύων ούτω την περαιτέρω αυτών ανάπτυξιν.
Καθ' άπασαν την Ευρώπην, μόνη η Ελλάς και η Τουρκία διατηρούσιν εισέτι το ζώον τούτο, εις ένδειξιν του βαθμού του πολιτισμού εις ον προήχθησαν και προάγονται οσημέραι! Εν τοις πεπολιτισμένοις έθνεσι, μόνον εν τοις ζωολογικοίς κήποις δύναταί τις να ίδη το ζώον τούτο, ως και τον ελέφαντα και τον λέοντα και τον λύκον και τα λοιπά θηρία.
Γερμανίς αοιδός, ης εθεράπευόν ποτε το πάσχον τέκνον, δεν επείθετο να δώση αυτώ προς τροφήν γάλα αιγός, εν ελλείψει ετέρου, διότι ενόμιζεν ότι ήθελε το μαγαρίσει δίδουσα αυτώ γάλα ακαθάρτου ζώου (απορούσα δε επί τη επιμονή μου όπως πείσω αυτήν περί του εσφαλμένου της γνώμης αυτής με ηρώτησεν: «Είδες που της Γερμανίας τοιούτου είδους ζώον»[;]).
[...]
Κορύλλος Π. Χρίστος (έζησε από του 1843 έως μετά το 1919), Πεζοπορία από Πατρών εις Σπάρτην [1889], (επανεκδ. Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1997, σσ. 28-30). Το παρόν postάκι θα ημπορούσε να φέρει τίτλον και το εξής παίγνιον∙ αίγαις τε και αγίοις! Ο ίδιος.
Η Ηλιούπολη οφείλει το όνομά της στους Αιγυπτιώτες επιχειρηματίες που τη δημιούργησαν γύρω στο 1924 και ιδιαίτερα στον Παύλο Δρανδάκη, ο οποίος ερχόμενος στην Ελλάδα ήθελε να μεταφέρει βελτιωμένο το πολεοδομικό σχέδιο της ομώνυμης αρχαίας αιγυπτιακής πόλης.
[ ...]
Υπάρχει μια περιοχή στην Αθήνα που ονομαζόταν Νέα Αλεξάνδρεια και αποτελούσε τμήμα μιας μεγάλης έκτασης που είχε αγοραστεί στις αρχές του περασμένου αιώνα από Αιγυπτιώτες, με σκοπό τη δημιουργία οικισμού. Τελικά, αφού δεν κατέστη δυνατό να πουληθούν αρκετά οικόπεδα ώστε να πραγματοποιηθεί το σχέδιό τους, οι Αιγυπτιώτες μεταβίβασαν την έκταση σε τρίτους. Ο οικισμός πάντως έγινε κοινότητα το 1934 με το όνομα Κοινότητα Νέας Αλεξάνδρειας. Το όνομα όμως άλλαξε το 1936 και από τότε ονομάζεται Φιλοθέη.
Ευ. Κυτίνος, «Τρεις ανεξάρτητες σκέψεις», στην εφ. Επι κοινωνία εν τύπω (Μάιος 2013, φ. 86, Σύλλογος Φίλων Περιθαλπομένων Νοσοκομείου «Η Σωτηρία»).
------
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Σύλλογο αυτό Φίλων, ανέτρεξε εδωδά.
Η σαλότης αυτή διέξοδος είναι μόνη των απελπισμένων, των εσωτερικών ανθρώπων, του απροσπέλαστου δάσους, όταν η μονή μαγειρεύει σκορδαλιά, όταν κοιμάται η Παναγία κι αφουγκράζεται αργά τα ξώφυλλα να σπαράζουν. Μήτε στάλα κονιάκ, μήτε η άχνα της σόμπας.
Είναι που κοιμάται στο Δέντρο αποκάτου ο Σαλός άξαφνα, ο πολλά φτωχός, ο που την ιερή απλυσιά εζήλωσε, με την έγνοια μήπως η σφραγίδα τόνε συντρίψει. Και παραπέρα ο 'Εξαρχος, ο αποτρόπαιος τρόπος του, ο Κλειδούχος του ναού.
'Επειτα η έρμη Γυναίκα που θα μού σερβίρει τον καφέ με τ' αρωματικά, η πετροβολημένη, η ανέστια, η που θα μαζωχτεί παρά το φρέαρ των οδυρμών, η που θα τού φωνάξει μια μέρα του κόσμου το άκρο δίκιο της
και γω που διαβλέπω από δώ απ' το κελλάκι μου πόσο μα πόσο εύκολα η αγάπη νικιέται από τη θλίψη, το χτες μπαίνει βαθιά πολύ βαθιά στο αύριο.
Αν με ασπαστείτε θα διψάσετε οι πάντες, γιατί 'μαι γω που μιλώ και με αποστρέφεστε κι ένας φοίνικας υψώθηκε στην παρασκιά της γύμνιας μου.
[...]
π. Παναγιώτη Καποδίστρια, από τη «Νήψη» της συλλογής 'Οταν ο σπηλαιοκτήτης έρθει (έκδ. Αίολος, Αθήνα 1995, σσ. 18-22).
-----
Στον τίτλο του παρόντος δυό λεξούλες από το motto που ενέθεσε ο ίδιος ο ποιητής, παρμένο από το Συναξάρι της κα' Ιουλίου, τουτέστιν Συμεώνος του σαλού, του πολυαγαπημένου, που συνεορτάζει τη σήμερον. Ο ίδιος.
Είτα επεσκέφθημεν το εσχάτως ανακαλυφθέν και υπό της αρχαιολογικής εταιρίας αγορασθέν και στεγασθέν [εν τω μουσείω της Σπάρτης] ωραίον Ρωμαϊκόν μωσαϊκόν, εικονίζον την Ευρώπην επί του φεύγοντος ταύρου καθημένην και περιστοιχιζομένην υπό ερώτων κρατούντων άνωθεν αυτής ευρύν πέπλον. Το βλέμμα του φέροντος το ευγενές φορτίον και φεύγοντος ταύρου δηλοί αριδήλως τον σκοπόν της αρπαγής ταύτης.
[...]
Απορίας άξιον είνε, διατί οι εκάστοτε μηχανικοί, σχεδιάζοντες τοιαύτα μουσεία, περιορίζουσιν αυτά εν ελαχίστω χώρω, αδικαιολογήτως, ενώ, τη προσθήκη ελαχίστης δαπάνης, ηδύναντο να γείνωσιν ευρυχωρότερα, επαρκούντα ου μόνον εις τας του παρόντος, αλλά και τας του μέλλοντος ανάγκας.
Κορύλλος Π. Χρίστος (έζησε από του 1843 έως μετά το 1919), Πεζοπορία από Πατρών εις Σπάρτην [1889], (επανεκδ. Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1997, σ. 96).
Νοτιοδυτικώς της Καρυταίνης υψούται το όρος Λύκαιον, κοινώς Διοφόρτι (1420 μ.), ένθα ανετράφη ο Ζεύς υπό των νυμφών Θεισόας, Νέδης και Αγνούς.
Το όνομα Καρύταινα ο Lolling παραδέχεται ότι είνε σλαβική παραφθορά της λέξεως Γόρτυς (Γορύταινα-Καρύταινα) ης τα ερείπια, κατά τον Ληκ, κείνται παρά το χωρίον Ατσίχολον του δήμου Γόρτυνος, η δε Καρύταινα κατέχει πιθανώς την θέσιν της αρχαίας πόλεως Βρένθης.
[...]
Ο τε Ι. Ρ. Ραγκαβής εν τοις Ελληνικοίς αυτού και ο Badecker (Griechenland 1888), παραλαβόντες εκ της εν έτει 1888 γενομένης υψομετρικής καταμετρήσεως των διαφόρων της Ελλάδος μερών υπό της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής (Expedition scientifique de Moree), σημειούσι το υπέρ την θάλασσαν ύψος της Μεγαλοπόλεως εις 427 μ., το δ' εμόν υψόμετρον εδείκνυε μόνον 385 μ.
Πιστεύω ότι ο τελευταίος αριθμός προσεγγίζει μάλλον εις την αλήθειαν, διότι αφού η Καρύταινα κείται εις ύψος 475 μ., το δε φρούριον αυτής εις 583 μ., κατά τε τας σημειώσεις της Γαλλικής αποστολής και το εμόν υψόμετρον, δεν είναι δυνατόν η πολλώ χθαμαλώτερον κειμένη Μεγαλόπολις να διαφέρη της Καρυταίνης κατά 50 μόνον μέτρα∙
και διά μόνου του οφθαλμού εάν τις παρατηρήση από της Μεγαλοπόλεως προς την Καρύταιναν, πείθεται ότι η διαφορά του ύψους των δύο τόπων είνε διπλασία της σημειουμένης (ώστε πιστεύω ότι λάθος τυπογραφικόν της εκθέσεως της προμνησθείσης Γαλλικής αποστολής εξελήφθη ως αλήθεια και επαναλαμβάνεται ως τοιαύτη παρ’ απάντων των συγγραφέων).
Την νύξιν ταύτην δίδωμι, ίνα επιστήσω την προσοχήν των αρμοδίων προς εξακρίβωσιν της αληθείας.
[σημ. Η μεταξύ της άνω και κάτω πόλεως Πατρών μέση υψομετρική διαφορά είνε 53 μ. κατά τας καταμετρήσεις των Γάλλων μηχανικών των κατασκευασάντων το σιδηρούν της πόλεως υδραγωγείον].
Κορύλλος Π. Χρίστος (έζησε από του 1843 έως μετά το 1919), Πεζοπορία από Πατρών εις Σπάρτην [1889], (επανεκδ. Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1997, σσ. 73 & 76 & 107).
[...]
γυναίκες χωρικαί [ενν. της αγοράς κατά Σάββατον της Σπάρτης του 1889] επώλουν εδώδιμα, ιδίως κολοκύνθας, ων ένιαι είχον σεβαστόν μέγεθος, σίκυας (αγγούρια), χρώματος από του πρασινωτάτου μέχρι κιτρινωτάτου (τους κατά τους Βαυαρούς ωρίμους), ιβίσκους (μπάμιες) κτλ.*
[...]
γυνή πωλούσα χιόνα εκ του Ταϋγέτου, ην μόνον κατά Σάββατον δύνανται να έχωσιν οι Σπαρτιάται και ν' αντιτάσσωσι κατά του οχληροτάτου του Ιουλίου καύσονος, του λίαν επαισθητού εν τη πόλει αυτών.
[...]
Είνε δηλ. οι πλείστοι τούτων [εμπόρων και τοκογλύφων] ισχνοί, μάλλον υψηλοί, με χρώμα του δέρματος γεώδες και οφθαλμούς αδιαφορίαν εκφράζοντας∙ ανά χείρας δε φέρουσι κομβολόγιον και εν ώρα σχόλης αναγινώσκουσιν ή τον Συναξαριστήν ή το Ωρολόγιον ή τον «Λόγον» του Μακράκη (διότι, κατά περίεργον σύμπτωσιν, οι πλείστοι τούτων είνε μακρακισταί μανιακοί!)
[...]
* [σημ. 'Απαντα τα είδη της Κολοκύνθης (το πεπόνι, το χειμωνικόν (καρπούζι), τα αγγούρια και τα πικράγγουρα) υπάγονται εις την τάξιν ή ομοιογένειαν των Σικυακών.
Η μπάμια (ιβίσκος ο εδώδιμος), η μολόχα, η αλθαία και ο βάμβαξ εις την των Μαλαχικών.
Η δε μελιτζάνα (στρύχνος η μηλογεννής), η ντομάτα (στρύχνος το λυκοπέρσικον), τα γεώμηλα (στρύχνος ο κονδυλόρριζος), το πιπερόνι (καψικόν το ετήσιον), και ο καπνός (νικοτιανή) εις την των Στρύχνων.
Κακώς δε παρά πολλών πιστεύεται ότι ο Στρύχνος (κ. φόλες), εξ ου εξάγεται η Στρυχνίνη, υπάγεται εις την αυτήν μετά των ανωτέρω εδωδίμων τάξιν ή ομοιογένειαν∙ διότι το δηλητήριον τούτο υπάγεται εις την των Ασκληπιαδοειδών ή Αποκύνων].
Κορύλλος Π. Χρίστος (έζησε από του 1843 έως μετά το 1919), Πεζοπορία από Πατρών εις Σπάρτην [1889], (επανεκδ. Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1997, σσ. 90 & 91 & 108-109).