Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

τρία χρόνια πριν ήταν άγνωστη και τρία χρόνια μετά είναι άλεκτη


[...] ο επίλογος απομακρύνει το διήγημα από το είδος
του αστυνομικού και το επανεντάσσει
στο οικογενειακό ψυχολογικό αφήγημα.*

[...] ο αφηγητής -ο χαρακτήρας Γιωργής- αντιπαραβάλλει και αναλύει τέσσερις αφηγήσεις, που αναφέρονται σε γεγονότα που έγιναν πριν από τρία περίπου χρόνια. Διαβάζει λοιπόν τις αφηγήσεις τής μητέρας του και τού αδελφού του Μιχαήλου, τής μητέρας τής τουρκικής οικογένειας και τού γιού της Κιαμήλ.

Αυτό συμβαίνει διότι ο Γιωργής, που αφηγείται, δεν γνωρίζει ο ίδιος τί συνέβη προ τριετίας και έτσι συνθέτει ένα κείμενο που βασίζεται στην αντιπαραβολή τεσσάρων αφηγήσεων για γεγονότα που συνέβησαν πριν από τρία περίπου χρόνια. Το κείμενο αυτό είναι το κείμενο που είχε χαθεί λόγω της παρέμβασης κακόβουλων αγγελιαφόρων.

Η κύρια ενότητα, που ανασυνθέτει τα γεγονότα που συνέβησαν προ τριετίας, γίνεται κι η ίδια ένα προ τριετίας παρελθόν χάρη στην ενότητα του επιλόγου, που ξεκινάει, με τη φράση «είχον παρέλθει τρία περίπου έτη...».

Χάρη στη δημιουργία ενός νέου αφηγηματικού χρόνου, πλησιέστερου προς τον αναγνώστη, η αφηγηματική σύνθεση του Γιωργή γίνεται παρελθόν, όπως ακριβώς ήταν παρελθόν για τη σύνθεσή του οι τέσσερις αφηγήσεις που αποτέλεσαν την πρώτη της ύλη.

Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της λειτουργίας της ανάγνωσης ως ερμηνείας.

Ας σημειωθεί ότι τρία χρόνια χωρίζουν τα γεγονότα, που αφηγούνται οι μητέρες, ο Μιχαήλος κι ο Κιαμήλ, από τη σύνθεση του αφηγητή Γιωργή, και τρία χρόνια χωρίζουν τη δεύτερη παρέμβασή του από την πρώτη.

Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι ο επίλογος αποτελεί την επανάληψη τής σκηνής τής προ τριετίας αφήγησης: ο Κιαμήλ, που σκότωσε τον Χριστάκη, ζεί πάλι με την Ελληνίδα μητέρα, όπως και πριν από το φόνο, όταν η Ελληνίδα μητέρα έσωσε τον Κιαμήλ από βέβαιο θάνατο και τον περιέθαλψε για επτά μήνες.

Κι αν η εξέλιξη δείχνει παράλογη, δεν πειράζει, διότι «είναι τρελλός ο καϋμένος» ο Κιαμήλ. Η τρέλα έχει πάρει τη θέση της αρρώστιας, η άρρωστη ψυχή έχει πάρει τη θέση του άρρωστου σώματος, τα τρία χρόνια πριν έχουν γίνει τρία χρόνια μετά.

Η ιστορία, έστω η προσωπική ιστορία, επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Στο κέντρο (χρονικά) βρίσκεται η αλήθεια, η οποία τρία χρόνια πριν ήταν άγνωστη και τρία χρόνια μετά είναι άλεκτη.

*

Όσο για τον αφηγητή, κρατάει το δεύτερο προσωπείο που είχε στο πρώτο διήγημα, είναι δηλαδή ένας μορφωμένος και εξευρωπαϊσμένος Έλληνας που παίρνει πάντοτε τις απαραίτητες αποστάσεις από το υλικό που απαρτίζει την αφήγησή του.

Η τεχνική του, άλλωστε, υποβοηθείται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η αφήγηση είναι κατανεμημένη σε τρεις χρόνους και τα γεγονότα έχουν τόπο τη Θράκη από το 1877 έως το 1883.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 73-74, 72-73). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 72).

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

το νόημα δεν υπάρχει, δημιουργείται


[...] ο διάλογος, ο ερωτικός διάλογος,
του Βεζούβιου και της Νάπολης και η σκηνή ζηλοτυπίας
για τις ερωτοτροπίες της τελευταίας με τον Παυσίλυπο.*

[...] Αφού ο μερικός αναγραμματισμός της μάγισσας οδηγεί στη Μάσιγγα, γιατί να μην δοκιμάσουμε το ίδιο και με το άλλο εξωτικό όνομα του κειμένου, το Rio Grande;

Αποτέλεσμα, η σειρά «endargoir» κι έτσι έχουμε στα χέρια μας το σύμπλεγμα «argo». Όσο κοντύτερα δηλαδή μπορεί να φτάσει κανείς στην «Αργώ», το πλοίο που έχει το χάρισμα του λόγου, επειδή κτίσθηκε με τις ιερές δρυς της Δωδώνης.

Φυσικά, ο αναγραμματισμός εδώ κρύβει μάλλον παρά αποκαλύπτει, και τα χαρακτηριστικά της Αργούς, του ταχέος και ομιλούντος πλοίου, δεν είναι προφανή. Το γεγονός όμως ότι ο αναγραμματισμός των ονομάτων οδηγεί σε άλλα ονόματα, έχει τη λογική ότι ο αναγνώστης εγκαλείται να ψάξει, να σκεφτεί, να αναλύσει, να συμμετάσχει στη διαδικασία της παραγωγής του νοήματος. Το νόημα δεν υπάρχει -δηλώνει έμμεσα το κείμενο-, δημιουργείται.

*

Το Rio Grande και η Μάσιγγα είναι οι συντεταγμένες του νοήματος. Επειδή το διήγημα είναι ένα θαλάσσιο ταξίδι, τα δύο αυτά ονόματα συνιστούν αφηγηματικές μεταφορές των γεωγραφικών συντεταγμένων, του πλάτους και του μήκους.

Ταυτόχρονα, τόσο το Rio Grande όσο και η Μάσιγγα, λόγω του τρόπου που προέκυψαν ως ονομασίες, συμμετέχουν και στον αναφορικό-μιμητικό και στον ρητορικό-μεταφορικό άξονα του κειμένου.

Το όνομα «Μάσιγγα», αποτέλεσμα της μετάθεσης των συμφώνων του «μάγισσα», εμπεριέχει τις εξωκειμενικές αναφορές τής μάγισσας· το όνομα «Rio Grande» είναι το όνομα του εξωτικού ποταμού-συνόρου, ο δε αναγραμματισμός του παραπέμπει στην «Αργώ».

Επιπλέον, το Rio Grande έχει συγκεκριμένη λειτουργία στο διήγημα: είναι ο φορέας της μεταφοράς και το σκηνικό όπου ανελίσσεται η δράση. Η θάλασσα είναι το στοιχείο της φύσης, επί του οποίου κινείται ο φορέας τής μεταφοράς, και το οποίο προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να καθυποτάξει. Άλλωστε χωρίς επιτυχία προσπαθεί κι ο αφηγητής να κατακτήσει τη Μάσιγγα.

Τα αίτια της διπλής αποτυχίας είναι η δομή: τού πλοίου, που ήταν «αναλόγως πολύ στενόν» και άρα ασταθές, και τής οικογένειας τής Μάσιγγας, που ήταν ιδιαίτερα άκαμπτη και κοινωνικά καθορισμένη.

Πάντως, το πλοίο και ο αφηγητής βρίσκονται μεταξύ δύο θηλυκού γένους ουσιαστικών -θάλασσα και Μάσιγγα- που καθορίζουν τις κινήσεις τού πλοίου, εντός τού πλοίου τις κινήσεις τού αφηγητή (που μένει ακίνητος λόγω τής τρικυμίας), και εντός τού αφηγητή τα συναισθήματά του για τη Μάσιγγα. Το λίκνισμα αυτό -ή το ταρακούνημα- αναπτύσσεται στα υπόλοιπα πέντε μέρη τού διηγήματος.

Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος καταλυτικό και αποκαλυπτικό ρόλο έχει η τρικυμία. Καταλύεται ο μύθος της ευπλοΐας και του ευσταθούς πλοίου, καθώς και η βεβαιότης ότι «εμέλλομεν αναμφιβόλως να έχωμεν καλοκαιρίαν», και αποκαλύπτεται η ερωτικότητα τής Μάσιγγας, μέσω τού γέλιου της.

«Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν», δηλώνει ο αφηγητής, που διήνυσε την τρικυμία καθηλωμένος στην κλίνη του με μόνη απόλαυση τη φωνή και το γέλιο της Μάσιγγας.

Η τρικυμία και ο γέλως συνδέονται μεταξύ τους ως παράδειγμα του υψηλού των ρομαντικών και ταυτόχρονα υπονομεύονται με έκδηλα νατουραλιστικά στοιχεία στην αφήγηση. [...]

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 60-61, 61-62). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 66).

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

η θάλασσα, η γυναίκα και το πλοίο


Γιατί άραγε τόση αισιοδοξία για την «ευπλοΐα» και τόση απαισιοδοξία για τούς συνεπιβάτες; Τόση αισιοδοξία για τη σχέση θάλασσας-πλοίου και τόση απαισιοδοξία για τις σχέσεις των επιβατών; Γιατί με την ίδια ευκολία που εξιδανίκευσε το ατμόπλοιο θα εξιδανικεύσει και τους επιβάτες, μόλις τού δοθεί η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα απαραίτητα σχήματα λόγου.

Και η ευκαιρία παρουσιάζεται σχεδόν διά μαγείας, με το όνομα «Μάσιγγα», η οποία τείνει «περιχαρής και ερασμία την δεξιάν» και προσφωνεί «-Καλή μέρα, Κανάτα!». Και όχι μόνον αυτό,

εκπλήσσει κιόλας, απαγγέλλοντας στίχους που ο αφηγητής υποτίθεται ότι θα ήθελε να μην ακουστούν.

Πρόκειται για μια νεαρή κοπέλα, παλιά γνωριμία, που επειδή ο αφηγητής έχει λησμονήσει το όνομά της την αποκαλεί «Mademoiselle...» και που αυτή αρνείται τον κοινωνικό του προσδιορισμό κι απαντάει «δεν είμαι η Mademoiselle ... είμαι η Μάσιγγα!».

Βέβαια ορισμένα ερωτηματικά υπάρχουν και όσον αφορά στην είσοδο του νέου προσώπου. Ο αφηγητής θυμάται ότι πριν επτά έτη [...].

Η Μάσιγγα είναι ο μόνος επώνυμος χαρακτήρας στο επώνυμο Rio Grande. Ο αφηγητής παραμένει ανώνυμος, πίσω από το πρώτο ενικό πρόσωπο και τον χαρακτηρισμό του ως ποιητή.

*

Ανώνυμος παραμένει και ο πατέρας της Μάσιγγας, ο «κ.Π.», το ένα από τα αρχικά γράμματα στα κιβώτια. Ανώνυμοι και οι λοιποί επιβάτες. Για το λόγο αυτό το όνομα της Μάσιγγας αποκτά πρόσθετη σημασία. Όχι ότι δεν σημαίνει αρκετά αφ' εαυτού. Το «Μάσιγγα» δεν είναι ελληνικό όνομα, δεν είναι κάν όνομα: πρόκειται για μερικό αναγραμματισμό του «μάγισσα».

Επειδή μάλιστα ο αναγραμματισμός γίνεται στη γραπτή μορφή της λέξης, δηλαδή το «γ» μεταφέρεται στη θέση των «σσ» και τα «σσ» στη θέση του «γ», παρατηρούμε μία μεταβολή στην αντιστοιχία φωνήματος-γραφήματος,

δηλαδή διαταράσσεται η σχέση της προφορικής και της γραπτής εκφοράς της λέξης. Έτσι καταργείται ο ήχος [γ] και αντικαθίσταται από τον ήχο [g], αποδεικνύοντας έτσι ότι η σχέση του προφορικού με τον γραπτό λόγο δεν είναι σταθερή και η οποιαδήποτε παρέμβαση φέρνει στην επιφάνεια τη διαφορικότητά της.

σημ. 6: Ο κ. Π. είναι ταυτόχρονα πατέρας και ποιητής. Δεν είναι ποτέ φαινομενικά παρών στους διαλόγους αφηγητή-Μάσιγγας, ορίζει όμως (ως όντως παρών) τις κινήσεις και των δύο, διότι αποφασίζει για τη ζωή της Μάσιγγας (ότι θα μείνει «οικόσιτος» στο Παρίσι, από την οποία ο αφηγητής εξαρτά τις κινήσεις του. Το Π., λοιπόν, δηλώνει τον πατέρα και τον ποιητή, Το Κ. χωρίς άλλο τον κύριο, όμως γιατί όχι και τον κακό; Ο κ. Π. είναι κακός ποιητής, οι στίχοι του είναι όπως ο προφορικός του λόγος, «καθ' όν το πρώτον ήμισυ πάσης επομένης προτάσεως ήτο το δεύτερο ήμισυ της προηγουμένης», είναι και κακός πατέρας, που νοιάζεται μόνο για τις κοινωνικές συμβάσεις κι όχι για την κόρη του.

*

[...] Το φάσμα των σημασιών της «μάγισσας» στα νέα ελληνικά, όπως φαίνεται από το λήμμα, εκτείνεται από την αστρονομία στην αγυρτεία, από τη μαγεία στη σαγήνη. Η μάγισσα είναι ελκυστική και επικίνδυνη.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 58, 59 & σημ. 6, 60).

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

δυϊστικές αρχές τού ρομαντισμού


η ερμηνευτική μου άποψη, ότι δηλαδή
το διηγηματογραφικό «ταξείδιον» του Γ. Μ. Βιζυηνού
προσπαθεί να ορίσει και να αναπτύξει την έννοια τού μεταξύ,
την παύλα -ή trait d'union- ανάμεσα στις λέξεις
φαντασία-μνήμη.
[...]
Η ύστερη ένταξη σήμαινε ότι η μνήμη
χρειαζόταν την υποστήριξη τής ψυχής,
ότι τα ίχνη που είχε αφήσει το γεγονός στη μνήμη
τα ξαναχάραζε η φαντασία τού υποκειμένου.*

Ο λόγος του διηγηματογράφου Βιζυηνού διαπνέεται από τις δυϊστικές αρχές τού ρομαντισμού: η γλώσσα του, η θεματολογία του, οι χαρακτήρες του αποτελούν μια προσπάθεια σύζευξης στοιχείων αντιθέτων.

[...] Σύζευξη, επομένως, λογίων και λαϊκών στοιχείων στη γλώσσα των διηγημάτων του, που κινείται παράλληλα με το χαρακτηρισμό και τη θεματολογία του: χαρακτήρες εγγράμματοι και εξευρωπαϊσμένοι συναναστρέφονται χαρακτήρες λαϊκούς και αγραμμάτους· λαϊκοί μύθοι, δεισιδαιμονίες, προφητείες συμφωνούν με τα αποτελέσματα ψυχολογικών αναλύσεων.

Η σύζευξη αυτή υπάρχει και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής υιοθετεί λόγο λόγιο, όταν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη (περιγραφές τοπίων), και λόγο λαϊκό, όταν απευθύνεται έμμεσα σ' αυτόν (διάλογος χαρακτήρων).

Στο επίπεδο τής μορφής και τής δομής των διηγημάτων, ο δυϊσμός εκφράζεται με την αντιπαράθεση «περιττών» και «άρτιων» διηγημάτων, δηλαδή διηγημάτων με μορφή αυτοβιογραφική ή ρεαλιστική/νατουραλιστική.

Η λανθάνουσα επιθυμία είναι η σύνθεση των δύο τάσεων και, όπως αρμόζει στη ρομαντική σύλληψη, η επιθυμία παραμένει ανεκπλήρωτη και η σύνθεση δεν πραγματοποιείται.

Το μονοπάτι που ξεκινάει από το ποίημα δεν οδηγεί κατ' ανάγκην στο μυθιστόρημα, πρέπει όμως κανείς να το διαβεί για να μάθει που οδηγεί. Η αφηγηματική τάξη προϋπάρχει τής αφηγηματικής πράξης και η αφηγηματική πράξη καταλύει την αφηγηματική τάξη.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 29-30). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 10, 11).

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

δυαδική αφηγηματική πνοή σΤο αμάρτημα της μητρός μου


[...] η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας. Η διαφορά στην οπτική γωνία των δύο χαρακτήρων συνδέεται στενά με την στάση που υιοθετούν:

ο αφηγητής προσπαθεί να εξηγήσει μιαν ακατανόητη σειρά γεγονότων και τη συμπεριφορά της μητέρας να βρεί τα αίτια που καθορίζουν το γιατί η συμπεριφορά αυτή αφίσταται του κοινωνικά συνήθους και αποδεκτού· η μητέρα είναι συναισθηματικά καθηλωμένη σε ένα συμβάν και η επιθυμία της να το επανορθώσει έχει εκτοπίσει κάθε επιθυμία να το κατανοήσει.

Άλλωστε πρέπει να σημειώσουμε ότι η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τί έχει συμβεί όσο και από ποιά αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας.

Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.

Έτσι, χάρη στη χρονική διάρκεια της αφήγησης, χωρίζεται στα δύο η οπτική γωνία του αφηγητή: είναι αφ' ενός ένα αδύναμο μικρό παιδί, που αισθάνεται το άγχος τής μητέρας του λόγω τής ασθένειας τής αδελφής του ως απειλή για τη ζωή του, και αφ' ετέρου ένας μορφωμένος ενήλικος, που έχει μελετήσει και τα ζητήματα τής θρησκείας και τα προβλήματα τής ψυχής και είναι ικανός να εξηγήσει το πώς μια σειρά από συμβάντα καθόρισαν το χαρακτήρα τής μητέρας.

Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται εκ των υστέρων: η ανέλιξη τής αφήγησης δίνει την εντύπωση ότι τα γεγονότα συμβάλλουν στην ανάπτυξη τής ικανότητας τού αφηγητή να τα κατανοεί.

*

Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων. Η ανάλυση αυτή είναι δισδιάστατη: ο ένας άξονας είναι η σχέση αφηγητή-μητέρας και ο άλλος η σχέση της μητέρας με τα αρσενικά και θηλυκά παιδιά.

«Πειραματική ψυχολογία ή ψυχανάλυση;» αναρωτιέται ο Παν. Μουλλάς [...] και χαρακτηρίζει το διήγημα ως «ένα από τα τυπικότερα δείγματα αυτού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε 'οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών'». Εν προκειμένω όμως δεν έχουμε τη φαντασίωση ενός νευρωτικού, αλλά ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι γονείς αποτελούν αρχικά για το παιδί τη μόνη εξουσία στον κόσμο και την πηγή κάθε πίστης. Καθώς όμως το παιδί αναπτύσσεται πνευματικά, αρχίζει να τούς βλέπει κριτικά και να τούς συγκρίνει με άλλους γονείς. Ενίοτε το παιδί αισθάνεται αγνοημένο, αισθάνεται ότι δεν έχει την αμέριστη αγάπη των γονέων και αυτό συμβαίνει ιδίως όταν υπάρχουν αδέλφια.

Τότε το παιδί αντικαθιστά τους γονείς του με άλλους, κοινωνικά ανώτερους, και η φαντασίωση αυτή συνεχίζεται, σύμφωνα με τον Φρόυντ, και μετά την εφηβεία.

Η οργάνωση και η «μυθιστορηματική» ποιότητα των φαντασιώσεων αυτών εξαρτάται από την ευφυΐα του παιδιού και από το υλικό, δηλαδή τις γνώσεις ή τις εμπειρίες, που έχει στη διάθεσή του.

Ας σημειωθεί ότι το γεγονός πως οι φαντασιώσεις αυτές είναι εκφρασμένες με τρόπο επιθετικό προς τους γονείς δεν σημαίνει ότι οι προθέσεις των παιδιών είναι επιθετικές: το αντίθετο μάλιστα, η πρόθεση του παιδιού είναι να εξυψώσει τον πατέρα (ή τη μητέρα), να τον ανεβάσει στα παιδικότερα και ιδανικότερα υψίπεδα [...]

σημ.1: Έχω επιφυλάξεις για την απόδοση 'οικογενειακό μυθιστόρημα'· θα προτιμούσα τον όρο 'οικογενειακό ειδύλλιο', λόγω του έντονα ρομαντικού του χαρακτήρα.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 32, 33 & σημ. 1).

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

μεταφορές της γραφής


Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου,
 άς μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής αφελείας κυριολεκτήματα,
  ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως...
Γ. Μ. Βιζυηνός*

[...] Υπερβάσεις και υπερβολές για να δηλωθεί η σχέση που υπάρχει μεταξύ τού συγγραφέα καοι τής Μάσιγγας, ως μεταφοράς, μεταξύ τού συγγραφέα και τής Μούσας του, τής μάγισσάς του. Υπερβολές που αναπτύσσονται ελεύθερα επειδή το επιτρέπει η οπτική γωνία, το πλοίο, που πλησιάζει προς τη Νεάπολη και την προσφέρει ως θέα στους επιβάτες του, τουλάχιστον σε εκείνους που στέκονται και βλέπουν.

Το πλοίο αυτό, όμως, διέπεται από τους νόμους τής φύσης: είναι μεν ατμόπλοιο, έχει τη δική του ορμή, αλλά η κίνησή του εξαρτάται και από τους ανέμους και τα κύματα, από τα στοιχεία τής φύσεως.

Από τη φύση λοιπόν εξαρτάται και η κίνηση των επιβατών τουμ πλην ενός, τού κ. Π., που βηματίζει στον δικό του ρυθμό και δηλώνει ότι στο πλοίο δεν υπάρχει «φύσις», ότι «φύσις» υπάρχει μόνο στην εξωτική Καλκούτα. Γι' αυτό δεν αρκεί το εξωτικό όνομα Rio Grande, χρειάζεται η εξωτική πόλη Καλκούτα.

Γι' αυτό δεν υπάρχει μεταφορά στο χώρο και άρα, αντιστρέφοντας τον αριστοτέλειο ορισμό, δεν υπάρχει μεταφορά στη γλώσσα. Ο Paul Ricoeur τονίζει ότι στον ορισμό «μεταφορά δε εστιν ονόματος αλλοτρίου επιφορά...» το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι κάτι συμβαίνει στο όνομα και το δεύτερο είναι ότι η μεταφορά ορίζεται ως κίνηση, ως επιφορά.

Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης προκειμένου να εξηγήσει τη μεταφορά, χρησιμοποιεί μια λέξη που περιέχει ένα όνομα και δημιουργεί μιαν άλλη μεταφορά, από τον χώρο της κίνησης («φορά»).

Με την έννοια αυτή, η λέξη «μεταφορά» στον Αριστοτέλη, λέει ο Ricoeur, είναι μεταφορική, δείχνοντας ότι είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για μεταφορά χωρίς μεταφορές. Ο ορισμός τής μεταφοράς επιστρέφει σ' αυτήν: «δεν υπάρχει ένας μη μεταφορικός τόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει τη μεταφορά, και όλα τα άλλα σχήματα τού λόγου, ως ένα παιχνίδι που παίζεται εμπρός στα μάτια του».

*

Η σύνδεση λοιπόν, στο διήγημα, τού ζεύγους Βεζούβιου-Νεάπολης με το ζεύγος αφηγητή-Μάσιγγας και εν συνεχεία με το ζεύγος συγγραφέα-αναγνώστριας συνιστά κατασκευή μεταφορών, με βάση τον ορισμό του Αριστοτέλη, «κατά το ανάλογον».

Το ότι, όταν κλείσει ο κύκλος, ο διάλογος επιστρέφει στη σχέση Νεάπολης-Βεζούβιου σημαίνει ότι ο ένας κύκλος που έκλεισε άνοιξε έναν άλλον κι όχι ότι βρέθηκε ένα σημείο θέασης τού παιχνιδιού.

Αυτό άλλωστε δηλώνει το κείμενο όταν διά στόματος Μάσιγγας λέει «ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε... Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο...». Και πάλι με τρόπο αυτοαναφορικό, επειδή ο αφηγητής δεν κάνει άλλο, η Μάσιγγα τού απαγγέλλει ένα από τα ξεχασμένα δικά του, από τα ποιήματα τής λήθης, ένα από αυτά που μοίραζε στο παρελθόν ο αφηγητής «ωσάν κόλλυβα εις όλας τας κυρίας».

'Ολες οι έξοδοι είναι έξοδοι ποιητικές, άρα είσοδοι: προεξαγγελίες της επόμενης σκηνής, ξεγλιστρήματα, «για την ώρα...». Όπως η θάλασσα από την μια μεριά κι η Μάσιγγα από την άλλη, που καθορίζουν την κίνηση· η «μίμηση φύσεως» και η «ποίησις», που καθορίζουν το λόγο· ο νατουραλισμός και ο ρομαντισμός, που καθορίζουν το είδος· ο αναφορικός κι ο μεταφορικός άξονας του κειμένου.

*

Τέλος υπάρχει; Τελική έξοδος των χαρακτήρων; Υπάρχει, ως η καταληκτική φράση, ως η οριστική και αμετάκλητη απόφαση και ως κάτι επιπλέον: «...και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Καλκούτταν».

Το μεταβατικό ρήμα «αποφασίζω» χάνει το απαρέμφατο -την υποτακτική του πρόταση, στα νέα ελληνικά- που είναι το απαραίτητο αντικείμενο. Ο αφηγητής δεν «απεφάσισε να μην πάει...», αλλά «απεφάσισε... και δεν επήγε...».

Στο διήγημα τού Βιζυηνού μαθαίνουμε «τί συνέβη στο μέλλον», αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το σχήμα τού λόγου. Ο συγγραφέας προβάλλει το διήγημά του στο παρόν κάθε μελλοντικής ανάγνωσής του και απευθύνεται στον κάθε μελλοντικό αναγνώστη, ως συγγραφέας πλέον και όχι ως αφηγητής. Το τέλος του διηγήματος είναι και το τέλος της μεταφοράς αλλά, ταυτόχρονα, και το τέλος κάθε δυνατότητας μεταφοράς.

Ένα ρήμα κινήσεως σημαντικόν, το ρήμα «πηγαίνω», στον αόριστό του και με το αρνητικό μόριο «δεν», δηλώνει το τέλος της κίνησης, το τέλος της μεταφοράς και το τέλος, το αμετάκλητο τέλος. Το τέλος αυτής της ανάγνωσης δηλώνει ο αδιόρθωτος αναγνώστης, και άρα την αρχή της επομένης, τη δυνατότητα μιας επιγενέστερης: την αρχή μιας άλλης ιστορίας.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 68-70). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 51).

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

μια προφητεία


του Λίχτενμπεργκ

«Ο κόσμος μας θα γίνει σε τέτοιο βαθμό πολιτισμένος, ώστε θα είναι γελοίο να πιστεύεις στον Θεό, όπως σήμερα είναι γελοίο να πιστεύεις στα φαντάσματα. Έπειτα, μετά από κάμποσο καιρό, ο κόσμος θα γίνει ακόμη πιο πολιτισμένος. Και θα συνεχίσει να κινείται ολοένα και πιο βιαστικά σε μια διαδικασία που θα τον φέρει στην ύψιστη κορυφή τού πολιτισμού. Αγγίζοντας το απόγειο, για μια ακόμη φορά η κρίση των ειδικών θα αντιστραφεί και η γνώση θα φτάσει στην ακραία μεταμόρφωσή της. Τότε -και αυτό θα είναι πραγματικά το τέλος- θα πιστεύουμε μονάχα στα φαντάσματα».

Για την αντιγραφή, Τζόρτζο Αγκάμπεν, 20 Γενάρη 2021

Giorgio Agamben, Η γυμνή ζωή και το εμβόλιο (με προβληματική μτφρ. Παν. Καλαμαράς, έκδ. μη επιμελημένη Παρέγκλισις, Αθήνα 2021, σ. 9).

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

το πρόσωπο και ο θάνατος


Ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο
είναι αναγκαστικά μόνος του.*

[...] Το πρόσωπο είναι η πραγματική πόλη των ανθρώπων, το κατ' εξοχήν πολιτικό στοιχείο. Είναι όταν κοιτάζονται καταπρόσωπο που οι άνθρωποι αναγνωρίζονται και παθιάζονται μεταξύ τους, αντιλαμβάνονται ομοιότητες και διαφορές, απόσταση και εγγύτητα.

Αν δεν υπάρχει μια ζωική πολιτική, αυτό οφείλεται στο ότι τα ζώα βιώνουν ήδη πάντοτε ένα άνοιγμα, δεν θεωρούν την εμφάνισή τους πρόβλημα, απλώς διαβιούν σε αυτή χωρίς να νοιάζονται. Γι' αυτό δεν ενδιαφέρονται για τους καθρέφτες, για την εικόνα ως εικόνα.

Ο άνθρωπος, αντιθέτως, θέλει να αναγνωρίζει και να αναγνωρίζεται, θέλει να οικειοποιείται την εικόνα του, ψάχνει σε αυτή την αλήθειά του. Με αυτόν τον τρόπο μεταμορφώνει το ζωικό περιβάλλον σε έναν κόσμο, σε ένα πεδίο μιας αδιάκοπης πολιτικής διαλεκτικής.

Μια χώρα που αποφασίζει να απαρνηθεί το πρόσωπό της, να καλύψει σε κάθε μέρος τα πρόσωπα των πολιτών της με μάσκες είναι, τότε, μια χώρα στην οποία [έχει] εξαλειφθεί κάθε πολιτική διάσταση. Σε αυτόν τον κενό χώρο, υποκείμενο κάθε στιγμή σε έναν έλεγχο χωρίς όρια, κινούνται σήμερα άτομα απομονωμένα μεταξύ τους, που έχουν χάσει το άμεσο και αισθητό θεμέλιο τής κοινότητάς τους και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ανταλλάσσουν μηνύματα, τα οποία απευθύνονται σε ένα όνομα χωρίς πλέον πρόσωπο.

Και αφού ο άνθρωπος είναι ένα πολιτικό ζώο, η εξαφάνιση της πολιτικής σημαίνει και την απομάκρυνση της ζωής: ένα μωρό που όταν γεννιέται δεν βλέπει πλέον το πρόσωπο της μητέρας του, κινδυνεύει να μην μπορεί πλέον να νιώσει ανθρώπινα συναισθήματα.

*

Δεν είναι λιγότερο σημαντικό το γεγονός ότι η σχέση με το πρόσωπο είναι για τους ανθρώπους μια σχέση με τους νεκρούς. Ο άνθρωπος, το ζώο που αναγνωρίζεται από το πρόσωπό του, είναι επίσης το μοναδικό ζώο που λατρεύει τους νεκρούς.

Δεν μάς ξαφνιάζει, τότε, ότι και οι νεκροί έχουν ένα πρόσωπο και ότι η ακύρωση του προσώπου συμβαδίζει με την απομάκρυνση του θανάτου.

Στη Ρώμη, ο νεκρός συμμετέχει στην κοινωνία των ζωντανών μέσω τής imago του, τής εικόνας του που είχε μορφοποιηθεί και χαραχτεί σε ένα κερί, την οποία κάθε οικογένεια διατηρούσε στο αίθριο τού σπιτιού της.

Συνεπώς ο ελεύθερος άνθρωπος ορίζεται τόσο από τη συμμετοχή του στην πολιτική ζωή τής πόλης όσο και από τη δική του ius imaginum, το αναλλοίωτο δικαίωμα να φυλάει το πρόσωπο των προγόνων του και να το επιδεικνύει δημοσίως στις γιορτές τής κοινότητας.

«Μετά την ταφή και τα ταφικά τελετουργικά», έγραφε ο Πολύβιος, «τοποθετούνταν στο πιο ορατό σημείο τού σπιτιού η imago τού νεκρού μέσα σε μια ξύλινη λειψανοθήκη και αυτή η εικόνα ήταν ένα πρόσωπο από κερί, φτιαγμένο έτσι ώστε να μοιάζει με ακρίβεια είτε σε σχέση με τη μορφή είτε σε σχέση με το χρώμα στον θανόντα».

Αυτές οι εικόνες δεν ήταν μονάχα αντικείμενα τής ιδιωτικής μνήμης, αλλά ήταν και το απτό σημάδι τής συμμαχίας και τής αλληλεγγύης ζωντανών και νεκρών, παρελθόντος και παρόντος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι τής ζωής τής πόλης. Γι' αυτό έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε μπορούμε να πούμε ότι το δικαίωμα στις εικόνες των νεκρών είναι το εργαστήριο στο οποίο θεμελιώνεται το δικαίωμα των ζωντανών. Κάτι που αληθεύει έτι περαιτέρω αν σκεφτούμε ότι όποιος κηλιδωνόταν από ένα σοβαρό δημόσιο έγκλημα, έχανε το δικαίωμά του στην εικόνα.

Και ο θρύλος θέλει πως όταν ο Ρωμύλος θεμελίωσε τη Ρώμη, έσκαψε έναν λάκκο -τον λεγόμενο mundus, «κόσμο»- στον οποίο ο ίδιος και ο καθένας από τους συντρόφους του έριχναν μια χούφτα χώμα από τη γή που προέρχονταν. Αυτός ο λάκκος ανοιγόταν τρεις φορές τον χρόνο και έλεγαν ότι εκείνες τις ημέρες οι ψυχές, οι νεκροί, έμπαιναν στην πόλη και συμμετείχαν στη ζωή των ζωντανών.

Ο κόσμος δεν είναι παρά το κατώφλι μέσω τού οποίου οι ζωντανοί και οι νεκροί, το παρελθόν και το παρόν, επικοινωνούν.

*

Καταλαβαίνουμε τότε γιατί ένας κόσμος χωρίς πρόσωπα δεν μπορεί να είναι παρά ένας κόσμος χωρίς νεκρούς. Αν οι ζωντανοί χάσουν το πρόσωπό τους, οι νεκροί γίνονται απλώς αριθμοί, οι οποίοι, εφόσον έχουν αναχθεί στην καθαρά βιολογική ζωή τους, πρέπει να πεθάνουν μόνοι και χωρίς κηδεία.

Και αν το πρόσωπο είναι ο τόπος στον οποίο, πριν από κάθε συζήτηση, επικοινωνούμε με τους ομοίους μας, τότε και οι ζωντανοί, στερημένοι τής σχέσης τους με το πρόσωπο, είναι, στον βαθμό που εξαναγκάζονται να επικοινωνούν μες ψηφιακούς μηχανισμούς, ανεπανόρθωτα μόνοι. [...] 30 Απρίλη 2021

Giorgio Agamben, Η γυμνή ζωή και το εμβόλιο (μτφρ. Παν. Καλαμαράς, έκδ. παρέγκλισις, Αθήνα 2021, σσ. 26-28). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 25).

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

επαφή με το άλλο σώμα


[...] Η επαφή με το άλλο σώμα είναι, δηλαδή, συγχρονισμός και προπάντων επαφή με εμάς τους ίδιους. Η αφή, που μοιάζει κατώτερη από τις άλλες αισθήσεις είναι, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο η πρώτιστη, επειδή είναι σε αυτή που γεννάται κάτι όπως το υποκείμενο, όταν στην όραση και τις άλλες αισθήσεις αυτό, κατά κάποιον τρόπο, προϋποτίθεται αφηρημένα.

Έχουμε για πρώτη φορά μια εμπειρία του ίδιου μας του εαυτού όταν, αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, αγγίζουμε συγχρόνως τη δική μας σάρκα.

Αν, όπως διεστραμμένα επιδιώκεται σήμερα να συμβεί, καταργηθεί κάθε επαφή, αν όλα και όλοι κρατιούνται σε απόσταση, τότε θα χάσουμε όχι μόνο την εμπειρία των άλλων σωμάτων αλλά, κυρίως, κάθε άμεση εμπειρία του ίδιου μας τού εαυτού, θα χάσουμε δηλαδή απλά και καθαρά την ίδια μας τη σάρκα. 5 Γενάρη 2021

*

[...] Ποιά είναι η φιγούρα της γυμνής ζωής που σήμερα αμφισβητείται στη διαχείριση της πανδημίας; Δεν είναι τόσο ο ασθενής, που μπορεί να απομονώνεται και να τυγχάνει μιας μεταχείρισης όπως ποτέ πριν δεν είχε συμβεί σε έναν άρρωστο στην ιστορία της ιατρικής:

είναι μάλλον, ο μολυσμένος ή -όπως ορίστηκε με μια αντιφατική διατύπωση- ο ασυμπτωματικός ασθενής, δηλαδή κάτι που εν δυνάμει είναι ο κάθε άνθρωπος, ακόμη και χωρίς να το ξέρει.

Υπό συζήτηση δεν μπαίνει τόσο η υγεία, όσο μάλλον μια ζωή που δεν είναι ούτε υγιής ούτε ασθενής και η οποία, ως τέτοια, ως εν δυνάμει παθογενής, μπορεί να στερηθεί των ελευθεριών της και να υποστεί απαγορεύσεις και ελέγχους κάθε είδους.

Όλοι οι άνθρωποι είναι, με αυτή την έννοια, εν δυνάμει ασυμπτωματικοί ασθενείς. Η μόνη ταυτότητα αυτής της κυμαινόμενης ζωής ανάμεσα στην ασθένεια και την υγεία είναι ο αποδέκτης του τεστ και του εμβολίου που, όπως στη βάπτιση σε μια νέα θρησκεία, ορίζουν την αντεστραμμένη φιγούρα εκείνης που κάποτε αποκαλούνταν ιδιότητα του πολίτη.

Βάπτιση όχι πια ανεξίτηλη, αλλά αναγκαστικά προσωρινή και ανανεώσιμη, αφού ο νεο-πολίτης, που πρέπει πάντοτε να επιδεικνύει το πιστοποιητικό του, δεν έχει πλέον αναλλοίωτα και απαράγραπτα δικαιώματα, αλλά μόνο υποχρεώσεις, που πρέπει ακατάπαυστα να αποφασίζονται και να επικαιροποιούνται. 16 Απρίλη 2021

Giorgio Agamben, Η γυμνή ζωή και το εμβόλιο (με προβληματική μτφρ. Παν. Καλαμαράς, έκδ. μη επιμελημένη Παρέγκλισις, Αθήνα 2021, σσ. 8, 22-23).

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

ο πόλεμος στον ιό


Είναι πιθανό, ωστόσο, ότι ο πόλεμος στον ιό, που μοιάζει ένας ιδανικός μηχανισμός [dispositivo] τον οποίο οι κυβερνήσεις μπορούν να υιοθετούν και να δίνουν σε δόσεις ανάλογα με τις απαιτήσεις τους πολύ πιο εύκολα από ό,τι έναν πραγματικό πόλεμο, να καταλήξει, όπως κάθε πόλεμος, να τούς ξεφύγει από τα χέρια.

Και, ίσως σε εκείνο το σημείο, αν δεν θα είναι ήδη πολύ αργά, οι άνθρωποι να αναζητήσουν εκ νέου εκείνη την ειρήνη τής ακυβερνησίας που τόσο απρόσεκτα εγκατέλειψαν. 23 Φλεβάρη 2021

*

Θα λέγαμε ότι το εμβόλιο έχει γίνει ένα θρησκευτικό σύμβολο το οποίο, όπως σε κάθε πίστη, χρησιμεύει ως το διακριτικό σύμβολο φίλων και εχθρών, σωσμένων και καταδικασμένων. Πώς μπορούμε να θεωρήσουμε σαν [ενν. ως] επιστημονική και όχι θρησκευτική μια θέση που αρνείται την εξέταση διαφορετικών θέσεων;

[...] Πώς είναι δυνατόν η αποκλειστική επικέντρωση στις μολύνσεις και στην υγεία να μάς εμποδίζει να αντιληφθούμε τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που συμβαίνει στην πολιτική σφαίρα, στην οποία, όπως συνέβη στον φασισμό, μια ριζική αλλαγή μπορεί να επέλθει εκ των πραγμάτων χωρίς να αλλάζει το κείμενο τού Συντάγματος;

Και δεν θα έπρεπε να σκεφτούμε το γεγονός ότι στις προβλέψεις εξαίρεσης και στα μέτρα που από καιρού εις καιρόν παίρνονται, δεν υπάρχει μια καταληκτική ημερομηνία, αλλά πως αυτά ανανεώνονται αδιάκοπα, δηλώνοντας σχεδόν, όπως οι κυβερνήσεις δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν, ότι τίποτα δεν θα είναι πλέον όπως πριν και πως συγκεκριμένες ελευθερίες και συγκεκριμένες βασικές δομές τής κοινωνικής ζωής στις οποίες είχαμε συνηθίσει, καταργούνται επ' αόριστον; 30 Ιούλη 2021

*

Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι, για έναν κίνδυνο που παραμένει χαμηλός ακόμη και στον ορίζοντα ενός ολόκληρου χρόνου, να αποδέχονται την απάρνηση όχι μόνο τής ελευθερίας τους, αλλά και όλων αυτών που καθιστά τη ζωή άξια να τη ζεί κανείς; Την επαφή με τα άλλα ανθρώπινα όντα, το βλέμμα που ρίχνουν στα πρόσωπά τους, τη μνήμη και τις γιορτές που γιόρταζαν χαρούμενα μαζί; 25 Γενάρη 2021

Giorgio Agamben, Η γυμνή ζωή και το εμβόλιο (με προβληματική μτφρ. Παν. Καλαμαράς, έκδ. μη επιμελημένη Παρέγκλισις, Αθήνα 2021, σσ. 16-17, 37, 38, 11).

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

περί του προτάγματος των ελευθέριων τεχνών


What if I bade you leave
The cavern of the mind? *

Αυτό που θέλω να πώ είναι πως πιστεύω ότι η πραγματική σημασία του προτάγματος των ελευθέριων τεχνών «μαθαίνω πώς να σκέφτομαι» είναι εν μέρει η ακόλουθη: μαθαίνω να είμαι κάπως λιγότερο αλαζόνας, να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου και τις βεβαιότητές μου με μια δόση «κριτικής σκέψης»... διότι τα πράγματα για τα οποία τείνω να είμαι εξ ορισμού βέβαιος σε μεγάλο βαθμό αποδεικνύονται τελικά εντελώς λανθασμένα και προϊόν αυταπάτης.

*

Λες και ο πιο βασικός προσανατολισμός ενός ανθρώπου απέναντι στον κόσμο και η νοηματοδότηση των εμπειριών του κατά κάποιο τρόπο καθορίζονται αυτόματα εκ γενετής, όπως το ύψος ή το μέγεθος του ποδιού, ή αφομοιώνονται ασυναίσθητα από την περιρρέουσα κουλτούρα, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα.

David Foster Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό (μτφρ. Κώστας Καλτσάς, έκδ. Κριτική, Αθήνα 2015, σσ. 39, 33).


-----
* W.B. Yeats, «Those images», εν W.B. Yeats, Για ό,τι έχει παρέλθει ή διαβαίνει ή έρχεται. Είκοσι ποιήματα (μτφρ. Νώντας Τσίγκας, έκδ. Χρονικό, Αθήνα 2024, από το ποίημα «Οι εικόνες τους», σσ. 46-47): Κι αν σ' έπειθα / Ν' αφήσεις τη σπηλιά τού νού;

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

μια προμελετημένη αντίφαση


Έμοιαζε με ύπαρξη βγαλμένη
από τους πιο τολμηρούς χεγκελιανισμούς:
ήταν μια προμελετημένη αντίφαση.*


[Χαϊκού και δύο συλλαβές]

- Στιγμή ο έρως.
- Μα τόσο φευγαλέος;
- Τόσο, μωρό μου,

Τόσο.

*

[...] «Το αίμα σου μυρίζει σκουριά», μού είχε πεί, παραληρώντας από το χασίς και κάνοντας χωρίς σεβασμό σε καμιά ηθική διαθήκη ασύδοτο πρωκτικό έρωτα, λίγο αργότερα, λίγο πιο πέρα.

«Πρέπει να απαιτήσουμε το κτήμα που μάς ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο, αλλιώς θα πνιγούμε. Πρέπει να χορέψουμε για να εμπνεύσουμε τις αιωνιότητες που έρχονται οριζόντια, με τις δικές μας πανίσχυρες, σαν κεραυνούς στην τρομακτικότερη σέλβα, κάθετες αιωνιότητες

Στο παρασκήνιο έπαιξε μια σονάτα για πιάνο και τσέλο του Μπερλιόζ. Έδειξε τον σκοτεινό ουρανό με τον δείκτη κι άρχισε να ουρλιάζει. Σταμάτησε και με ρώτησε αν ήθελα να συνοδεύσω, με ένα ύφος που διακύβευε την ενδεχόμενη αθανασία της σάρκινης, πολύ σάρκινης, υπόστασής μου.

Έδειξα τον σκοτεινό ουρανό με τον δείκτη κι άρχισα να ουρλιάζω.

*

Found poetry

«Σε περιμένω σ' ένα δωμάτιο της Regenstein
που γράφει 353 Men-
απέναντι απ' το τμήμα του Πεσσόα.
Πρέπει να πείς
O homen saiu da Tabacaria.
Ah, conheço-o; é ο Esteves sem metafisica
,
για να σ' αφήσω μέσα.
Να ξέρεις, είναι μόνο μια τουαλέτα,
αλλά θα περάσουμε καλά-
στο υπόσχομαι.»

-----
Regenstein· Η κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου τού Σικάγο.
O homen...· Ο άνδρας βγήκε απ' το καπνοπωλείο / Ά! Τον γνωρίζω: είναι ο α-μεταφυσικός Εστέβες - από το ποίημα «Tabacaria» του Fernando Pessoa, 1928, Alvaro de Campos.
Εδωδά μια προσεγμένη απόδοση όλου του ποιήματος δημοσιευμένη από τον Λακεδαίμονα Νίκο Γεωργόπουλο στο blog του Τόνοι και Πνεύματα. Στο πρωτότυπο εδωδά!

Mother,
κόψε μου τον λώρο απόψε,
έχω κρασί για αίμα μη φοβάσαι,
και θα τον βρίσκω για χρόνια στους εραστές μου.

Μισή ντροπή δική μου,
μισή του γάλακτός σου.**

Ένο Αγκόλλι, Ποιητικό αίτιο (έκδ. Εντευκτήριο, Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 11, 35, 17, 61). - Το motto και η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 48, 44).

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

μαντάνια και νεροτριβές


Απ' τη δέση στις «τατάρνες»
τις μεγάλες νερομάνες *

Είχε μύλο με ζοριό
που άλεθε όλο το χωριό
και πιο πάνω οι «τατάρνες»
οι μεγάλες νερομάνες *


Τσώλια, κάπες και φλοκάτες
δεν γινότανε αφράτες
αν δεν πήγαιναν μαντάνια
στο νερό με τα καλάνια

Τα μαντάνια είχαν κοπάνια
πάνω σε μικρό τροχό
που χτυπούσαν με ρυθμό
το καθένα υφαντό
...

Δούλευαν με το νερό
πού 'πεφτε από ψηλά
σε ξυλένια φτερωτή
να γυρίζει τον τροχό...

Αφού γίνονταν αφράτα
τα καινούργια υφαντά
τά 'ριχναν νεροτριβή

για να λάμψουν κι από κεί...

Ίδια πάλι τεχνική
το νερό από ψηλά
τα χτυπούσε δυνατά
για να γίνουν μαλακά
...

Στροφιλίζοντάς τα μόνο
σε λεκάνι κωνική
που ήτανε μέσα στη γή
πέτρινη και καθαρή
...

Τα παλιά τα υφαντά
όταν πέρναγαν μαντάνια
ή απλή νεροτριβή
λαμπιρίζανε ξανά.

              *

ΞΑΣΙΜΟ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣΜΑ ΜΑΛΛΙΩΝ

Πεντακάθαρα μαλλιά
από πρόβατα κι αρνιά
τώρα πρέπει να ξαστούν
και τουλούπες να γινούν
.

Ξάσιμο είναι καλό
αν το κάνεις σαν αφρό
το μαλλί το καθαρό
με λανάρισμα σωστό

Χειροχτένισμα μετά
να χωρίσουν τα μαλλιά
για στιμόνι μερικά
και υφάδι τα λοιπά.

              *

ΓΝΕΣΙΜΟ ΚΑΙ ΒΑΨΙΜΟ ΜΑΛΛΙΩΝ

Οι τουλούπες το μαλλί
έτοιμες για την κλωστή
δένονται απαλά στη ρόκα
σε διχάλα
με μια πρόκα.

Και αρχίζαν στη στιγμή για
να γνέθουν το μαλλί
με τ' αδράχτι να τυλίγει
την κλωστή
καθώς γυρίζει.

Γνέθοντας πάνε παντού
οι γυναίκες του χωριού

Ένα χέρι για κλωστή
τ' άλλο την κάνει στριφτή

Απ' τ' αδράχτι στην ανέμη
που είναι δίπλα ετοιμασμένη
να μαζέψει την κλωστή
πριν αρχίσει η βαφή.

Μπούκλες-μπούκλες οι κλωστές
μπαίνουνε για τις βαφές
σε καζάνι με βαφή
πού 'χουν φτιάξει φυσική

Με «ριζάρι» για να βγεί
κόκκινο, πορτοκαλί
φλούδες, φύλλα καρυδιάς
να μαυρίσουν μονομιάς

Κίτρινο θα γίνει χρώμα
με «ξυνίδα» λίγη ακόμα
Το γαλάζιο με λουλάκι
με λιγότερο νεράκι.

Βασίλης Αποστολόπουλος, Οι μνήμες ξαναχτίζουν το χωριό μου (αυτοέκδοση, Αγία Παρασκευή 2017, 2021(β΄), σσ. 27, 85, 87). -Τα motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 13, 17).

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

μόνο από κοινού με όλους


Την πραγματική σωτηρία, δηλαδή την αναγέννηση και διαιώνιση τής ατομικής ζωής στον αληθινό έρωτα, ο μεμονωμένος άνθρωπος μπορεί να την επιτύχει μόνο από κοινού με όλους.

Έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπιστεί την ατομικότητά του έναντι τού ανόητου νόμου τής κοινής ζωής, όχι όμως να απομονώσει το αγαθό του από το αληθινό αγαθό όλων των ζώντων.

Λόγω τού ότι η πιο βαθιά και εντατική εκδήλωση τού έρωτα εκφράζεται στην αλληλοπεριχώρηση δύο υπάρξεων οι οποίες πληρώνουν η μια την άλλη, δεν σημαίνει ότι η αλληλοπεριχώρηση αυτή θα μπορούσε να τίς διαχωρίσει και να τίς απομονώσει από όλα τα υπόλοιπα ως κάτι το αύταρκες.

Αντιθέτως, η απομόνωση αυτή είναι ο θάνατος τού έρωτα, γιατί αυτή καθαυτή η σαρκική σχέση, παρόλη την υποκειμενική της σημασία, αποδεικνύεται (αντικειμενικά) ένα απλό, εφήμερο, εμπειρικό φαινόμενο.

Το ότι ακριβώς η απόλυτη ένωση αυτών των μεμονωμένων υπάρξεων παραμένει πάντα βάση και αλήθεια τής ατομικής ζωής, δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή η κλεισμένη στην ατομική της τελειότητα μορφή ζωής θα πρέπει να παραμένει κενή, όταν, απεναντίας, από την ίδια την φύση τού ανθρώπου είναι ικανή και προορίζεται να πληρωθεί από οικουμενικό περιεχόμενο.

*

[...] η συμπαντική διαδικασία καταλήγει στη δημιουργία τής ζωντανής ατομικότητας, για την οποία η ενότητα τής ιδέας υπάρχει στην μορφή τού γένους και γίνεται αισθητή με όλη της τη δύναμη τη στιγμή τής σαρκικής έλξης, όταν η εσωτερική ενότητα ή κοινωνία με τον άλλον (με το «όλον») ενσαρκώνεται συγκεκριμένα στη σχέση προς το μοναδικό πρόσωπο τού άλλου φύλου, το οποίο εκπροσωπεί αυτό το πληρωματικό «όλο» σε έναν άνθρωπο.

Η ίδια η ατομική ζωή τού ζωντανού οργανισμού περιέχει ήδη μέσα της ένα μερικό, έστω και περιορισμένο, ομοίωμα τής παν-ενότητας, στο βαθμό που πραγματώνεται η πλήρης αλληλεγγύη και αμοιβαιότητα όλων τών επί μέρους οργάνων και στοιχείων στην ενότητα τού ζώντος σώματος. [...]

Αυτό συμβαίνει γιατί η πέρα από το χρόνο αιωνιότητα ή η αιωνιότητα τής ιδέας, η οποία δρά στην ζωντανή δημιουργική δύναμη τού έρωτα, αποκτά εδώ την ανόητη επίπεδη φόρμα τού διαρκούς πολλαπλασιασμού, δηλαδή τής επανάληψης τού ενός και μόνο οργανισμού στην ομοιόμορφη εναλλαγή μεμονωμένων εφήμερων υπάρξεων.

*

[...] οι κοινωνικοί οργανισμοί παράγονται από την ίδια ζώσα δημιουργική δύναμη τού έρωτα, η οποία γεννά και τους βιολογικούς οργανισμούς. Αυτή είναι η δύναμη που δημιουργεί την οικογένεια, η δε οικογένεια είναι το συστατικό στοιχείο κάθε κοινωνίας.

Ανεξάρτητα από αυτόν τον γενετικό δεσμό, η σχέση τής ανθρώπινης ατομικότητας προς την κοινωνία είναι ουσιαστικά διαφορετική από τη σχέση τής ατομικότητας των ζώων προς το γένος· ο άνθρωπος δεν είναι εφήμερο αντίτυπο τής κοινωνίας.

Η ενότητα τού κοινωνικού οργανισμού όντως συνυπάρχει με κάθε ένα από τα μεμονωμένα μέλη του, έχει Είναι όχι μόνο σε αυτόν και μέσω αυτού, αλλά και για αυτό, βρίσκεται σε συγκεκριμένη σχέση και αλληλουχία με αυτό: η κοινωνική και η ατομική ζωή περιχωρούνται απ' όλες τις πλευρές αμοιβαία η μιά στην άλλη.

Επομένως, εδώ εμείς έχουμε μιά πολύ τελειότερη μορφή ενσάρκωσης τής ιδέας τής παν-ενότητας απ' ό,τι σε ένα φυσικό οργανισμό. Ταυτόχρονα εδώ αρχίζει εν των έσω (από την συνείδηση) η διαδικασία ολοκλήρωσης στο χρόνο (ή εναντίον τού χρόνου).

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 129-130, 139-140, 141).

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

η μυστική ένωση και η βιολογική ένωση


Δεν είναι τυχαίο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία
στην γαμήλια τελετή της
αναφέρει όλους τους αγίους μάρτυρες
και εξισώνει με τα φωτοστέφανά τους
το στεφάνι τού γάμου.*

Η μυστική ένωση, η ένωση «όχι τού κόσμου τούτου», η οποία έκανε τόσο μεγάλη αίσθηση στο αρχικό πάθος, λησμονιέται σαν στιγμιαία διέγερση, ενώ ως το πλέον επιθυμητό, ουσιαστικός στόχος και συνάμα πρώτη προϋπόθεση τού έρωτα, θεωρείται εκείνο το οποίο θα έπρεπε απλά να είναι η ακραία, θεμελιώδης εκδήλωσή του.

Αυτή η τελευταία είναι η βιολογική ένωση, η οποία τέθηκε σε πρώτη θέση και, στερημένη κατ' αυτόν τον τρόπο από το ανθρώπινο νόημά της, επιστρέφει προς το ζωικό της νόημα· αυτή η επιστροφή είναι που κάνει τον έρωτα όχι μόνο αδύναμο έναντι τού θανάτου, αλλά μοιραία και την ίδια ηθικό τάφο τού έρωτα, πολύ νωρίτερα απ' ό,τι ο φυσικός τάφος υποδέχεται τούς ερωτευμένους.

*

Στην εμπειρία των αισθήσεων θα πρέπει να αντιπαρατεθεί όχι κάποια αφηρημένη αρχή, αλλά μια άλλη εμπειρία - η εμπειρία τής πίστης.

Αυτή η τελευταία είναι ασυγκρίτως πιο δύσκολη από την πρώτη, γιατί θεμελιώνεται με μια πολύ πιο εσωτερική δράση απ' ό,τι η κατ' αίσθηση αντίληψη. Μόνο με συνεπείς πράξεις της συνειδητής πίστης ερχόμαστε σε πραγματική σχέση με το δικό μας «άλλο».

Μόνο στη βάση αυτή μπορεί να θεμελιωθεί και να ισχυροποιηθεί στη συνείδηση το απόλυτο τού άλλου προσώπου για μάς (συνεπώς και το απόλυτο τής δικής μας ένωσης μαζί του), η οποία άμεσα και ασυνείδητα μάς αποκαλύπτεται στο ερωτικό πάθος, γιατί το ερωτικό αυτό πάθος έρχεται και παρέρχεται, ενώ η πίστη στον έρωτα παραμένει.

*

Η θρησκευτική πίστη και ο ηθικός άθλος φυλάσσουν τον ατομικό άνθρωπο και τον έρωτά του για να μην τούς καταβροχθίσει το υλικό περιβάλλον κατά την διάρκεια τής ζωής, αλλά δεν τού χαρίζουν τον θρίαμβο επί τού θανάτου.

*

[...] οι άνθρωποι που υπερασπίστηκαν μέχρι το τέλος
το αιώνιο ιδανικό
,
πεθαίνουν με ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
και όχι μέσα στην αδυναμία που χαρακτηρίζει τα ζώα.**


Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 125-126, 126-127, 127-128). - Το motto και η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 127 & 128 αντίστοιχα).

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

η ιδανική ενότητα προς την οποία τείνει ο κόσμος

Η πράξη της πίστης
στις πραγματικές συνθήκες του χώρου και του χρόνου
είναι η προσευχή
(στην κυριολεκτική και όχι στην καθημερινή της σημασία).*

Ο Θεός ως είς διαχωρίζει εαυτόν από το άλλο. Το όλον εμφανίζεται ως όλο άπαξ, σε μιάν απολύτως τέλεια μορφή, και επομένως ενιαία.

Ο ίδιος δεν είναι ό,τι ενώνεται μαζί Του στο όλον. Εκείνο είναι μια άλλη ενότητα, διαφορετική, αν και αδιαχώριστη από την πρωταρχική ενότητα τού Θεού, είναι ως προς τον Θεό μια ενότητα παθητική, θηλυκή, αφού εδώ το αιώνιο χάος (καθαρή δυνατότητα) δεξιώνεται την πληρότητα τής εν Θεώ ζωής.

Αν όμως στη βάση αυτής της αιώνιας θηλύτητας βρίσκεται κάτι αγνό, τότε για τον Θεό αυτό το κάτι το αιωνίως κρυμμένο δέχεται από την Θεότητα την μορφή τής απόλυτης τελειότητας. Είναι η τελειότητα εκείνη η οποία, ενώ για εμάς πραγματώνεται μέσα από μια διαδικασία, για τον Θεό, δηλαδή για την αλήθεια, είναι ήδη μια πραγματικότητα.

Είναι η ιδανική ενότητα, προς την οποία τείνει ο κόσμος μας και η οποία αποτελεί τον στόχο της συμπαντικής και ιστορικής διαδικασίας. Δεν μπορεί, συνεπώς, να είναι η υποκειμενική αντίληψη κάποιου (ποιού άραγε;)·

υπάρχει αληθώς ως αιώνιο αντικείμενο τού έρωτα τού Θεού, ως το αιώνιο άλλο Του.

Αυτό το ζών ιδανικό τού θεϊκού έρωτα ενυπάρχει στον δικό μας έρωτα και ενέχει το μυστικό τής εξιδανίκευσής του. Εδώ η εξιδανίκευση μιάς κατώτερης ύπαρξης υπάρχει μαζί με την αρχή τής εξιδανίκευσης μιάς ανώτερης, και στο σημείο αυτό βρίσκεται η αλήθεια τού ερωτικού πάθους.

Η πλήρης δε υλοποίηση, η μετατροπή τής εξατομικευμένης θηλυκής ύπαρξης σε αδιαχώριστη από την πηγή τού φωτός της αχτίδα τής αιώνιας θεϊκής θηλύτητας, θα είναι πραγματική και όχι απλά υποκειμενική, αλλά αντικειμενική επανένωση του εξατομικευμένου ανθρώπου με τον Θεό, αποκατάσταση σε αυτόν τής ζώσας και αθάνατης θεϊκής μορφής.

*

Το αντικείμενο τού αληθινού έρωτα δεν είναι απλό, αλλά διττό: εμείς ερωτευόμαστε, πρώτον, εκείνη την ιδανική (όχι με την έννοια τής αφηρημένης, αλλά με την έννοια ότι ανήκει σε μιαν άλλη, ανώτερη σφαίρα τού Είναι) ύπαρξη, την οποία πρέπει να εισαγάγουμε στον πραγματικό μας κόσμο και, δεύτερον, ερωτευόμαστε εκείνη την βιολογική ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία μάς παρέχει ζωντανό υλικό για αυτή την πραγματοποίηση και η οποία μέσω αυτού εξιδανικεύεται όχι υπό την έννοια τής υποκειμενικής μας φαντασίας, αλλά υπό την έννοια τής πραγματικής αντικειμενικής αλλαγής ή αναγέννησης.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο αληθινός έρωτας είναι ταυτόχρονα αναδυόμενος και καταδυόμενος (amor ascendens και amor descendes - άλλως εκείνες οι δύο Αφροδίτες, τις οποίες ο Πλάτωνας ξεχώριζε πολύ σοφά: Αφροδίτη Ουρανία και Αφροδίτη Πάνδημος) [Συμπόσιο 180 (σ.τ.μ.)].

Για τον Θεό το άλλο Του (δηλαδή το σύμπαν) έχει προαιωνίως την μορφή τής τέλειας Θηλύτητας, αλλά Εκείνος θέλει αυτή η μορφή να μην ανήκει μόνο σε Αυτόν, αλλά να πραγματωθεί και να ενσαρκωθεί για κάθε ατομική ύπαρξη, ικανή να ενωθεί μαζί του.

Προς αυτή την πραγμάτωση και ενσάρκωση τείνει και η ίδια η αιώνια Θηλύτητα, η οποία δεν είναι μόνο μια αδρανής μορφή στο νού τού Θεού, αλλά μια ζωντανή πνευματική ύπαρξη, η οποία διαθέτει όλη την πληρότητα των δυνάμεων και των πράξεων.

Όλη η συμπαντική και ιστορική διαδικασία είναι διαδικασία τής πραγμάτωσης και ενσάρκωσής της στην τεράστια ποικιλία των μορφών και των επιπέδων.

Στον σαρκικό έρωτα, όταν γίνεται κατανοητός και πραγματώνεται εν αληθεία, αυτή η θεϊκή ουσία αποκτά το μέσο για την οριστική και ακραία ενσάρκωσή της στην ατομική ζωή τού ανθρώπου, τον τρόπο τής πιο βαθιάς και συνάμα πιο εξωτερικής, πραγματικής, κατ' αίσθηση ένωσης μαζί της.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 118-119, 119-120). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 115).

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

ο Κωνσταντίνος Δραγάσης υπαγορεύει τον τελευταίο Λόγο του

Άρχοντες ευγενέστατοι και δήμαρχοι εκλαμπρότατοι
και στρατηγοί και συστρατιώτες γενναιότατοι και όλος
ο ευλαβής και τίμιος λαός
– έτσι ακριβώς, Φραντζή μου:
ο ευλαβής και τίμιος λαός· θα συμφωνείς
φαντάζομαι πως τέτοιες εκφράσεις αποβαίνουν
ο κύριος λόγος ύπαρξης των χρονικών· ή μήπως δεν σκοπεύεις
να εξιστορήσεις τούτο εδώ το μακελειό; Αν βέβαια γλιτώσεις.
Αν δεν γλιτώσεις, θα έχουμε γλιτώσει και οι δυο απ' το μαρτύριο
των επιγόνων – κι ίσως, καλύτερα έτσι. Δεν νομίζω. Πάντα κάτι
ξεχνούν να πάρουν μαζί τους οι νεκροί, κι αρχίζει η φρίκη των προγόνων.
Προσπάθησε, Γεώργιε, να μείνεις ζωντανός. Μην αφήσεις το μέλλον
στα χέρια του όποιου ρασοφόρου μεθύστακα, από αυτούς
που πνίγουν στο ξινό κρασί τής καθ' ημάς Ανατολής
τα εγκώμιά τους για τον αυτοκράτορά τους.
Μην εκνευρίζεσαι, καλέ μου. Φύλαξε την ευσέβειά σου
για το κελί, που θα τελειώσεις τη ζωή σου.
Εδώ είναι παλάτι: μετρούν μόνο οι φτερωτές
νύχτες, που κλωσάνε τα ερπετά των ημερών.
Θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν βάζουμε ποτέ το αυριανό κρασί
στο ίδιο βαρέλι, που ξίνισε το χτεσινό.
Κι αυτό είναι όλο κι όλο, που κάνει Ιστορία την αθλιότητά μας.
Μην με κοιτάς παράξενα· δεν σκέπτομαι να επαναφέρω
–να προσπαθήσω, εννοώ– τ' αγάλματα των εθνικών.
Δεν είναι δα η απελπισία μου τόσο αιχμηρή,
ώστε ν' αρχίσω να κεντάω το μουλάρι της ζωής
στην κατηφόρα. Ούτε τρελάθηκα. Απλά, ήπια λίγο παραπάνω.
Στρατιώτης είμαι, φίλε μου. Τουλάχιστον εγώ
καταλαβαίνω, πως μόνο μεθυσμένος –ή θεοφοβούμενος, βεβαίως–
μπορεί κανείς να διανοηθεί πως είναι ακόμα ζωντανός
μέσα σ' αυτόν τον αιωνόβιο τάφο, που έχει ακόμα το θράσος
–ή το θάρρος, εδώ που φτάσαμε–
να διεκδικεί τον τίτλο της βασιλεύουσας:
ακόμα κι έτσι μια γριά βασίλισσα, που τρίζει
μέσα στον ύπνο της τα λίγα δόντια που της απόμειναν,
βήχοντας σκιές ηρώων στους προμαχώνες της:
ο Ηρακλής να προσπαθεί να ξεγελάσει
τη νύστα του, σπάζοντας κάτι κατάπικρα
καρύδια στη σκοπιά· ο Αχιλλέας να ροκανίζει
το παξιμάδι της ανίας του στο Επταπύργιο
κι ο Θησέας να ρητορεύει ακατάσχετα
υπέρ βωμών και εστιών, εξαπολύοντας
Φιλοκτήτες, Αίαντες, Οιδίποδες, Αντιγόνες, Ισμήνες,
–όλους με το κομπόδεμά τους στη φωλιά
του διπρόσωπου Ιανού, του χορτασμένου Ιανού–
δαίμονες, τελώνια, χτικιά, να παίζουν όλη νύχτα
ζάρια φτιαγμένα από τα κόκαλα των Τρώων,
των απερίσκεπτων Τρώων,
κι από τα κόκαλα των Τρωάδων, των γλυκύτατων Τρωάδων,
με τους ολόχρυσους Ιππόγρυπους να κοιμούνται ανάμεσα στα μύρα
των κατάλευκων βυζιών και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν
ιστορίες για ναϊάδες ερωτευμένες με ακατάβλητους μαχητές,
που μιλούν μια γλώσσα βαθιά σαν σπήλαιο.
Κατάλαβες, Φραντζή μου; Δεν με ανησυχούν οι προσδοκίες
των πολιορκητών. Τα όνειρα των πολιορκημένων με τρομάζουν.

Τα καταγώγια είναι, βέβαια, ό,τι καταλληλότερο γι' αυτόν που επιθυμεί
να διαπιστώσει αν η ζωή είναι τραυλή ή μονίμως μεθυσμένη.
Και, οπωσδήποτε, το ιδανικό μέρος για να ξεχάσει ένας χρονογράφος
πως δεν γεννήθηκε ποιητής – χώρια οι χορεύτριες...
Μην κοκκινίζεις. Δεν χρειάζεται. Οι νύχτες σου είναι δικές σου.
Τέλος πάντων, τις εξαιρώ από το χρέος σου να πεθάνεις
αγωνιώντας για την τύχη της πατρίδας,
πριν πεθάνεις κατά τύχη για την πατρίδα.
Μπορείς να πας στην αιώνια κόλαση από τον δρόμο
του δικού σου πρόσκαιρου παραδείσου.
Μπορείς να γλεντήσεις μέσα τη σφαγή
με τους βαρβάρους εκεί έξω. Πως θα είναι το δικό σου
σώμα που θα κατασπαράξουν, δεν σημαίνει
νομίζω τίποτα σπουδαίο. Αυτό δεν προσπαθούσες
τόσα χρόνια, σαν τον τυφλό από έπαρση μέσα στη νύχτα
των ράσων; Αυτό δεν προσπαθούσαμε όλοι
πίσω από τις εικόνες, που περιφέραμε
στην αγορά των στόχων, των ελπίδων, των επιτεύξεών μας;
Ας αναλάβει μια φορά η πραγματικότητα
την εκκαθάριση των φαύλων φαντασιώσεών μας.
Γι' αυτό σου λέω: βάφτιζε σε όποιον λάκκο
θέλεις τις νύχτες σου. Δικαίωμά σου.
Ξέρω πως μόνο τα πορνεία και τα χαμαιτυπεία
του απόκεντρου θ' αντέξουν το σκουλήκι του θράσους μας.
Τίνος δεσπότης είμαι αν δεν γνωρίζω
πώς ζει τον θάνατό του ο λαός μου;
Ο ευλαβής και τίμιος λαός! – Έτσι ακριβώς να γράψεις.

Τα υπόλοιπα: όσα θα πω κι όσα θα πεις πως είπα,
τ' αφήνω στη διακριτική ευχέρεια της εντιμότητάς σου.
Εννοείται,
πως δεν σ' έχω για εντελώς ανυστερόβουλο· αν και
δεν θα σε χαρακτήριζα ευθέως μοχθηρό. Όσο γι' αυτό,
δεν χρειάζεται καθόλου να είσαι μοχθηρός,
για να ρίξεις το αγρίμι ενός κειμένου στον ορνιθώνα της Ιστορίας·
αρκεί να υποπτεύεσαι μια σκευωρία εκεί
που οι πρόγονοί σου παραήταν
επιμελείς στην αποσιώπηση της εντιμότητάς τους.
Αχ, Φραντζή μου! Την παρθένα,
που υπήρξε η κάθε πόρνη, πουλάει η προστυχιά.
Μέσα σ' ένα πορνείο μπορείς να δεις την Ιστορία να πλέκει
με περισσότερη ευθύτητα τη σκευωρία του παρελθόντος.

Τί με κοιτάς; Σού έπεσε βαρύ το τελευταίο σχήμα; Μαθητής
του Γεμιστού υπήρξα, φίλε μου· κάτι γνωρίζω
απ' τις συνήθειες των προγόνων:
δεν είναι απαραίτητο να είμαι οπλισμένος
για να επιτρέψω στο πνεύμα μου τις γνήσιες απολαύσεις
του σώματος…

Άκουσε, φίλε μου καλέ· γράψε ό,τι θέλεις.
Εγώ θα το διαβάσω, σαν να 'μαι εγώ.
Έτσι κι αλλιώς, πάει καιρός που δεν γνωρίζω
ποιος θα πεθάνει εκεί, στην κορυφή των ένδοξων
–και τα λοιπά– τειχών· σήμερα, αύριο, μεθαύριο οπωσδήποτε.
Γράψε. Μια φράση μόνο
–εκτός απ' την προσφώνηση– δική μου:
Θάρρος! Μιαν άλλη πόλη πολιορκούν!

       Και ό,τι καταλάβουν.

Γιώργος Μπλάνας, απ' εδωδά!

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

μάς κοινωνείται η ίδια η ουσία τής παν-ενότητας


Η αδιατάρακτη ενότητα του εαυτού μας με τον άλλο σε αυτή τη σχέση είναι το πρώτο βήμα για την πραγματική ένωση.

[...] το αντικείμενο τού εν πίστει έρωτά μας θα πρέπει υποχρεωτικά να διαχωριστεί από το εμπειρικό αντικείμενο τού ενστικτώδους έρωτά μας, παρόλο που συνδέεται μαζί του με σχέση αδιαχώριστη.

Πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο σε δύο διαφορετικά είδη ή σε δύο διαφορετικές σφαίρες τού Είναι -την ιδεατή και την πραγματική. Η πρώτη είναι προς το παρόν μόνο ιδέα. Αλλά στον αληθινό, στον εν πίστει έρωτα, γνωρίζουμε ότι η ιδέα αυτή δεν είναι αυθαίρετη επινόησή μας, αλλά ότι εκφράζει την αλήθεια τού αντικειμένου, μόνο που ακόμη δεν έχει πραγματωθεί στη σφαίρα των εξωτερικών, πραγματικών σχέσεων.

Αυτή η αληθινή ιδέα τού αντικειμένου τού έρωτα είναι που φωτίζει για κάποιες στιγμές το πάθος τού έρωτα μέσα από τα πραγματικό φαινόμενο, αλλά σε πολύ πιο ξεκάθαρη μορφή εμφανίζεται αρχικά ως αντικείμενο τής φαντασίας μας.

Η συγκεκριμένη μορφή αυτής τής φαντασίας, η ιδεατή μορφή, στην οποία ενσαρκώνω το πρόσωπο με το οποίο είμαι ερωτευμένος στη συγκεκριμένη στιγμή, δημιουργείται, φυσικά, από μένα, αλλά δεν προκύπτει από το πουθενά·

η υποκειμενικότητα τής μορφής αυτής καθεαυτήν, δηλαδή εκείνης της μορφής που βρίσκεται εδώ και τώρα μπροστά στα μάτια τής ψυχής μου, κάθε άλλο παρά αποδεικνύει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της, δηλαδή τον χαρακτήρα τού αντικειμένου που φαντάζομαι και υπάρχει μόνο για μένα.

Εάν για μένα, που βρίσκομαι απέναντι από τον υπερβατικό κόσμο, ένα δεδομένο ιδεατό αντικείμενο εμφανίζεται μόνο ως έργο τής φαντασίας μου, αυτό δεν το εμποδίζει να υπάρχει πραγματικά σε μια άλλη, ανώτερη σφαίρα τού είναι.

Κι αν η δική μας πραγματική ζωή βρίσκεται έξω από αυτή την ανώτερη σφαίρα, ο νούς μας δεν είναι εντελώς αποξενωμένος απ' αυτήν και έτσι μπορούμε να έχουμε μια σχετική νοητική αντίληψη για τους νόμους του Είναι της.

Να ο πρώτος βασικός κανόνας: εάν στον κόσμο μας η μεμονωμένη και απομονωμένη ύπαρξη είναι γεγονός και πραγματικότητα και η ενότητα είναι απλά μια έννοια, μια ιδέα, τότε εκεί, απεναντίας, η πραγματικότητα ανήκει στην ενότητα ή, ακριβέστερα, στην παν-ενότητα, ενώ ο διαχωρισμός και η απομόνωση υπάρχουν μόνο δυνητικά και υποκειμενικά.

Από εδώ συνάγεται ότι το Είναι τού προσώπου αυτού στην υπερβατική σφαίρα δεν υπάρχει ατομικό υπό την έννοια τού πραγματικού Είναι. Εκεί -δηλαδή στην αλήθεια- το ατομικό πρόσωπο είναι απλά αχτίδα, ζωντανή και πραγματική, αλλά αδιαχώριστη αχτίδα ενός ιδανικού φωτός - τής παν-ενιαίας ύπαρξης.

Αυτό το ιδανικό πρόσωπο ή η προσωποποιημένη ιδέα είναι μόνο η εξατομίκευση τής παν-ενότητας, η οποία αδιαχώριστα υπάρχει σε κάθε μία από αυτές τις εξατομικεύσεις.

Έτσι λοιπόν, όταν φανταζόμαστε την ιδανική μορφή τού αντικειμένου τού έρωτά μας, τότε υπό την μορφή αυτή μάς κοινωνείται η ίδια η ουσία τής παν-ενότητας.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 115, 115-118).

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ο διαχωρισμός των φύλων... η απαρχή τού θανάτου


Ο θάνατος γενικά είναι η παρακμή τής ύπαρξης, η πτώση των συστατικών που την συναπαρτίζουν.

Ο διαχωρισμός των φύλων -ο οποίος δεν αναιρείται από την εξωτερική και εφήμερη ένωσή τους στην γενετήσια πράξη- είναι διαχωρισμός ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο τής ανθρώπινης ύπαρξης, και είναι από μόνος του μια κατάσταση αποσύνθεσης και η απαρχή τού θανάτου.

Το να βρίσκεται κανείς σε κατάσταση διαχωρισμού των φύλων, σημαίνει ότι βρίσκεται στο δρόμο τού θανάτου, ενώ όποιος δεν θέλει ή δεν μπορεί να βγεί από τον δρόμο αυτό, σημαίνει ότι πρέπει να τον βαδίσει μέχρι το τέλος.

Εκείνος που υποστηρίζει την ρίζα τού θανάτου, εκείνος μοιραία θα γευτεί και τους καρπούς της.

Αθάνατος μπορεί να είναι μόνο ο ολοκληρωμένος άνθρωπος και, αν η φυσική ένωση δεν μπορεί όντως να αποκαταστήσει την πληρότητα τής ανθρώπινης ύπαρξης, τότε αυτό σημαίνει ότι η ψευδής αυτή ένωση θα πρέπει να αντικατασταθεί από μια αληθινή ένωση, και όχι από την εγκράτεια από κάθε ένωση,

δηλαδή όχι από την επιθυμία να διατηρηθεί το status quo τής διασπασμένης, παρακμιακής και, επομένως, θνητής ανθρώπινης φύσης.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σ. 94).

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Διόνυσος και Άδης, ένα και το αυτό


«Ο Διόνυσος και ο Άδης είναι ένα και το αυτό», είπε ο βαθυστόχαστος στοχαστής του αρχαίου κόσμου [Ηράκλειτος (Diels, 15) (σ.τ.μ.)].

Ο Διόνυσος -νεαρός και όμορφος θεός της υλικής ζωής στην πλήρη άνθηση των δυνάμεών του, θεός της φύσης που ανθίζει και καρπίζει- είναι το ίδιο με τον Άδη, τον χλωμό δεσπότη του σκοτεινού και σιωπηλού βασιλείου των σκιών.

Ο θεός της ζωής και ο θεός του θανάτου είναι ένα και το αυτό. Αυτή είναι μια αλήθεια αδιαμφισβήτητη για τον κόσμο των φυσικών οργανισμών.

Η πληρότητα των δυνάμεων της ζωής που βράζει μέσα στην ατομική ύπαρξη δεν είναι η προσωπική της ζωή, είναι μια ζωή ξένη, μια ζωή του αδιάφορου και ανελέητου είδους, η οποία είναι συνάμα και ο θάνατός της.

Στα χαμηλά επίπεδα του ζωικού βασιλείου αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο· εδώ τα πλάσματα υπάρχουν μόνο και μόνο για να παραγάγουν απογόνους και μετά να πεθάνουν. Σε πολλά είδη μάλιστα δεν ζούν μετά την πράξη τής αναπαραγωγής, πεθαίνουν επί τόπου· ενώ άλλα επιβιώνουν για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Εάν όμως αυτή η σχέση μεταξύ γεννήσεως και θανάτου, μεταξύ της διατήρησης τού είδους και τού θανάτου τού πλάσματος, είναι ένας νόμος της φύσης, τότε, από την άλλη πλευρά, η ίδια η φύση στην σταδιακή της εξέλιξη ολοένα και πιο πολύ περιορίζει και αποδυναμώνει το νόμο αυτό.

Η αναγκαιότητα τού πλάσματος να μετατραπεί σε εργαλείο υποστήριξης τού γένους, και να πεθάνει κατά την εκτέλεση αυτής της υπηρεσίας, παραμένει, μόνο που η δράση αυτής της αναγκαιότητας εντοπίζεται ολοένα και λιγότερο άμεση και αποκλειστική στο βαθμό τελειοποίησης των οργανικών μορφών, στο βαθμό της αναπτυσσόμενης αυτοτέλειας και συνείδησης των ατομικών υπάρξεων.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο νόμος ταύτισης τού Διονύσου και τού Άδη -της ζωής εν τη γενέσει και τού ατομικού θανάτου- ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ο νόμος της αντίθεσης και της διαπάλης ανάμεσα στο γένος και το πρόσωπο, ολοένα και πιο δυνατά επιδρά στα χαμηλά επίπεδα τού οργανικού κόσμου, ενώ με την ανάπτυξη των ανωτέρων μορφών ολοένα και αποδυναμώνεται.

Αν έχουν όμως έτσι τα πράγματα, τότε με την εμφάνιση τής απολύτως ανώτερης οργανικής μορφής, όπως είναι η ανεξάρτητη ύπαρξη που διαθέτει αυτοσυνειδησία, η οποία ξεχωρίζει τον εαυτό της από την φύση και την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο, και συνεπώς είναι ικανή να διαθέτει ελευθερία από τις απαιτήσεις τού γένους, τότε -με την εμφάνιση αυτής της ύπαρξης- μήπως θα πρέπει να τεθεί τέλος σε αυτή την τυραννία τού γένους επί τού προσώπου;

Εάν η φύση στην βιολογική διαδικασία τείνει ολοένα και πιο πολύ να περιορίσει το νόμο τού θανάτου, μήπως πρέπει και ο άνθρωπος στην ιστορική διαδικασία να καταργήσει εντελώς αυτό το νόμο;

Είναι αυτονόητο ότι όσο ο άνθρωπος πολλαπλασιάζεται σαν ζώο, θα πεθαίνει και σαν ζώο. Το ίδιο όμως προφανές είναι, από την άλλη πλευρά, και το γεγονός ότι η απλή εγκράτεια από την γενετήσια πράξη δεν μάς απαλλάσσει καθόλου από τον θάνατο. [...]

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 91-93).

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

έρωτας, η ζώσα δύναμη


Η αλήθεια, ως ζώσα δύναμη, καταλαμβάνοντας την έσω ύπαρξη του ανθρώπου και συνεπώς οδηγώντας τον έξω από την ψευδή αυτοεπιβεβαίωση, ονομάζεται έρωτας. Ο έρωτας ως πραγματική κατάργηση του εγωισμού είναι η πραγματική δικαίωση και σωτηρία της ατομικότητας.

Ο έρωτας είναι κάτι περισσότερο από την λογική συνείδηση· δεν μπορεί όμως δίχως αυτή να δράσει ως εσωτερική σωτήρια δύναμη, εξυψώνοντας και όχι εκμηδενίζοντας την ατομικότητα. Μόνο χάρη στη λογική συνείδηση (ή, πράγμα που είναι ένα και το αυτό, τη συνείδηση της αλήθειας) ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τον εαυτό του, δηλαδή την αληθινή του ατομικότητα, από τον εγωισμό του, γι' αυτό και θυσιάζοντας τον εγωισμό αυτό, παραδιδόμενος στον έρωτα, βρίσκει σε αυτόν όχι μόνο τη ζώσα αλλά και τη ζωοποιό δύναμη και δεν χάνει μαζί με τον εγωισμό του και την ατομική του ύπαρξη, αλλά, απεναντίας, την διαιωνίζει.

Στον ζωικό κόσμο ως αποτέλεσμα της απουσίας λογικής συνείδησης η αλήθεια, η οποία πραγματώνεται στον έρωτα, δεν βρίσκει στα ζώα εσωτερικό σημείο στήριξης για την δράση της, μπορεί να λειτουργήσει μόνο άμεσα, ως εξωτερική και μοιραία δύναμη, η οποία κυριαρχεί πάνω τους και τα μετατρέπει σε τυφλά εργαλεία για τους παγκόσμιους στόχους, που όμως είναι ξένοι γι' αυτά. Εδώ ο έρωτας είναι ένας μονομερής θρίαμβος του όλου, του γένους, επί του ατομικού, στο βαθμό που στα ζώα η ατομικότητά τους συμπίπτει με τον εγωισμό στο άμεσο, μερικό είναι, γι' αυτό και χάνεται μαζί μ' αυτό.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 53-54).

Τρίτη 13 Μαΐου 2025

η συνέχεια της διαδοχικής συνείδησης του ανθρώπου και ο εγωισμός


Όλη η αλήθεια θετική ενότητα των πάντων- υπάρχει εξαρχής στη ζωντανή συνείδηση τού ανθρώπου και σταδιακά πραγματώνεται στην ζωή της ανθρωπότητας με συνειδητή διαδοχή (γιατί η αλήθεια που δεν αναφέρεται στην διαδοχή δεν είναι αλήθεια).

Χάρη στην αέναη ελαστικότητα και συνέχεια της διαδοχικής του συνείδησης ο άνθρωπος, ενώπιος ενωπίω, μπορεί να κατανοήσει και να εκπληρώσει την ατελείωτη πληρότητα τού Είναι, γι' αυτό και δεν τού χρειάζονται και δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν άλλες ανώτερες μορφές ύπαρξης.

Στα πλαίσια της συγκεκριμένης δραστηριότητας ο άνθρωπος είναι απλά μέρος της φύσης, αλλά μονιμώς και με συνέπεια καταργεί τα όρια αυτά.

Στις πνευματικές του αναζητήσεις -στην θρησκεία και στην επιστήμη, στην ηθική και την τέχνη- αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κέντρο της γενικής συνείδησης, ως ψυχή του κόσμου, ως δυνατότητα που μπορεί να πραγματώνει την απόλυτη ενότητα και, επομένως, υπεράνω αυτού μπορεί να υπάρχει μόνο το ίδιο το απόλυτο στην πιο τέλειά του μορφή, ή το αιώνιο Είναι, δηλαδή ο Θεός.

*

Το πλεονέκτημα του ανθρώπου έναντι των υπολοίπων πλασμάτων της φύσης είναι η ικανότητά του να κατανοεί και να πραγματώνει την αλήθεια· και μάλιστα όχι μόνο την ατομική αλήθεια ή την αλήθεια του γένους.

Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να κατανοήσει και να πραγματώσει την αλήθεια, κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ζωντανή αντανάκλαση του απόλυτου όλου, συνειδητό και ανεξάρτητο εργαλείο της οικουμενικής ζωής.

Και στην υπόλοιπη φύση υπάρχει αλήθειαη μορφή του Θεού), μόνο όμως στην αντικειμενική κοινότητα, άγνωστη στα διάφορα πλάσματα. Αυτή τα σχηματίζει και επιδρά σ' αυτά και μέσω αυτών ως μοιραία δύναμη, ως άγνωστος σ' αυτά νόμος τού Είναι τους, στον οποίο υποτάσσονται άβουλα και ασυνείδητα.

Αυτά τα πλάσματα, παρά τα εσωτερικά τους συναισθήματα και τη συνείδηση, δεν μπορούν να εξυψωθούν υπεράνω της συγκεκριμένης μερικής ύπαρξης, βρίσκουν τον εαυτό τους μόνο σ' αυτή την ιδιαιτερότητα, ξένα προς το όλο, και επομένως εκτός της αλήθειας.

Γι' αυτό και η αλήθεια ή το όλο μπορούν να θριαμβεύσουν μόνο μέσα στην εναλλαγή των γενεών, στην εμφάνιση του γένους και τον χαμό της ατομικής ζωής, η οποία δεν έχει εντός της την αλήθεια.

Η ανθρώπινη όμως ατομικότητα, ακριβώς επειδή μπορεί να εμπεριέχει την αλήθεια, δεν καταργείται από αυτή, αλλά διατηρείται και ενισχύεται με το θρίαμβό της.

Για να μπορέσει όμως η ατομική ύπαρξη να βρεί στην αλήθεια -στην ενότητα των πάντων- την δικαίωση και την επιβεβαίωση, δεν αρκεί μόνο από την πλευρά της η συνείδηση της αλήθειας. Πρέπει στην αλήθεια -πρωταρχικά και άμεσα ο ατομικός άνθρωπος, όπως και το ζώο- να είναι εν αληθεία: εκεί βρίσκει τον εαυτό του ως μεμονωμένο τμήμα του οικουμενικού όλου· και βεβαιώνει στον εγωισμό για τον εαυτό του το μερικό ως όλο και ζητάει να βρίσκεται σε απόσταση απ' το οικουμενικό όλο, δηλαδή εκτός αληθείας.

Ο εγωισμός ως υπαρκτή βασική αρχή της ατομικής ζωής ολοένα και την διαπερνά και την κατευθύνει, καθορίζει τα πάντα συγκεκριμένα, και αυτό γιατί δεν μπορεί μόνη η θεωρητική συνείδηση της αλήθειας να τον υπερκεράσει και να τον καταργήσει.

Όσο η ζώσα δύναμη του εγωισμού δεν συναντά μέσα στον άνθρωπο μια άλλη ζώσα δύναμη, αντίθετη με αυτόν, η συνείδηση της αλήθειας είναι απλά μια επιφανειακή λάμψη, μια λάμψη ενός ξένου φωτός.

Αν ο άνθρωπος μόνο υπ' αυτή την έννοια μπορούσε να εμπεριέχει την αλήθεια, τότε η σχέση της ατομικότητάς του με αυτή δεν θα υπήρχε ως εσωτερική και ακατάλυτη. Η ατομική του ύπαρξη θα παρέμενε, όπως στα ζώα, εκτός αληθείας, θα ήταν καταδικασμένη (ως προς την υποκειμενικότητά της) στο χαμό, και θα παρέμενε μόνο ως ιδέα στις σκέψεις του απόλυτου πνεύματος.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 49-50, 50-52).

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

η απόλυτη αξία του ανθρώπου


Η πεποίθηση στην απόλυτη αξία του ανθρώπου εδράζεται όχι στην αμφιβολία, ούτε μάλιστα στο εμπειρικό γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε άλλο, πιο τέλειο πλάσμα στην φύση. Η απόλυτη αξία του ανθρώπου έγκειται στην αναμφίβολα προσήκουσα σε αυτόν απόλυτη μορφή του έλλογου πλάσματος.

Συνειδητοποιώντας, όπως και το ζώο, τα βιώματα και τις εμπειρίες που ζή, εξετάζοντας την μία ή την άλλη σχέση που τα συνδέει και στην βάση της σχέσης αυτής προβλέποντας με το μυαλό του το μέλλον, ο άνθρωπος, πέρα από αυτό, έχει την ικανότητα να εκτιμά τις καταστάσεις και τις πράξεις και οποιοδήποτε γεγονός όχι μόνο σε σχέση με άλλα μεμονωμένα γεγονότα, αλλά ως προς τις γενικές ιδεατές αρχές· η συνείδησή του καθορίζεται, πέρα από τα φαινόμενα, και από την λογική της αλήθειας.

Αντιλαμβανόμενος τις πράξεις του με αυτή την ύψιστη συνείδηση, ο άνθρωπος μπορεί ατελεύτητα να τελειοποιεί την ζωή του και την φύση, δίχως να βγαίνει έξω από τα όρια της ανθρώπινης μορφής. Γι' αυτό και είναι το ανώτερο πλάσμα του φυσικού κόσμου και το πραγματικό τέλος της διαδικασίας οικοδόμησης του κόσμου.

Γιατί παράλληλα με την Ύπαρξη, η οποία είναι η αιώνια και απόλυτη αλήθεια μεταξύ όλων των άλλων, εκείνο το όν το οποίο είναι σε θέση να γνωρίσει και να εκπληρώσει την αλήθεια, είναι ανώτερο - και όχι σχετικό, αλλά με απόλυτη σημασία.

[...] η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της κοσμογονικής και ιστορικής διαδικασίας. Η πρώτη δημιουργεί (πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου) ολοένα και νέα γένη πλασμάτων, και μάλιστα τα προηγούμενα εν μέρει εξοντώνονται, ως αποτυχημένες απόπειρες, εν μέρει συνυπάρχουν μαζί με τα νέα, δίχως να σχηματίζουν οποιαδήποτε πραγματική ενότητα, ως αποτέλεσμα της απουσίας κοινής συνείδησης, η οποία θα τα συνέδεε μεταξύ τους αλλά και με το κοσμικό παρελθόν.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 46-47, 47).

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

και η πραγμάτωση του έρωτα


How can those terrified vague fingers push
The feathered glory from her loosening thighs? *

Ακόμη και η λογική συνείδηση, πριν γίνει γεγονός για τον άνθρωπο, ήταν απλά μια θολή και αποτυχημένη επιθυμία στον κόσμο των ζώων. Πόσες γεωλογικές και βιολογικές εποχές πέρασαν μέσα σε αποτυχημένες προσπάθειες δημιουργίας του εγκεφάλου, του ικανού να γίνει όργανο για την ενσάρκωση της λογικής σκέψης;

Ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι προς το παρόν ό,τι ήταν η λογική για τον κόσμο των ζώων: υπάρχει εν σπέρματι ή δυνάμει, αλλά όχι ακόμη στην πραγματικότητα. Κι αν οι τεράστιες αυτές ιστορικές περίοδοι -μάρτυρες της μη πραγματοποιημένης λογικής- δεν την εμπόδισαν τελικά να πραγματωθεί, τότε πολύ περισσότερο η μη πραγμάτωση του έρωτα κατά την διάρκεια μερικών μόνο χιλιετιών που μετράει η ζωή τής ιστορικής ανθρωπότητας, δεν μάς παρέχει κανένα δικαίωμα να συμπεράνουμε οτιδήποτε σχετικά με την μελλοντική του πραγμάτωση.

Θα πρέπει, συνεπώς, να θυμόμαστε ότι, εάν η πραγματικότητα της λογικής συνείδησης εμφανίστηκε στον άνθρωπο, και όχι μέσω τού ανθρώπου, τότε η πραγμάτωση του έρωτα, ως ύψιστο επίπεδο της ζωής τής ίδιας ανθρωπότητας, θα πρέπει να συμβεί όχι μόνο σ' αυτή αλλά και μέσω αυτής.

Καθήκον τού έρωτα είναι να δικαιώσει εν τη πράξει εκείνο το νόημα του έρωτα το οποίο ενυπάρχει εξαρχής στο αίσθημα αυτό. Απαιτείται τέτοιος συνδυασμός των δύο δεδομένων οργανικών υπάρξεων, ο οποίος θα δημιουργούσε από αυτές μόνο μία απόλυτη ιδεατή πραγματικότητα.

*

Ο αληθινός άνθρωπος όμως, στην πληρότητα της ιδεατής του προσωπικότητας, προφανώς, δεν μπορεί να είναι μόνο άντρας ή μόνο γυναίκα, αλλά θα πρέπει να είναι η ύψιστη ενότητα και των δύο.

Η πραγμάτωση της ενότητας αυτής ή η δημιουργία του αληθινού ανθρώπου, ως ελεύθερη ενότητα της αρσενικής και θηλυκής αρχής, οι οποίες διατηρούν την τυπική τους ιδιαιτερότητα, αλλά υπερβαίνουν την ουσιαστική τους διαφορά και διαίρεση, είναι το βασικό καθήκον του έρωτα.

[...] η μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών οδηγεί τον έρωτα στην μόνιμη κατάλυσή του και μάς υποχρεώνει να αποδεχτούμε την ψευδαίσθησή του.

Βλαδίμηρος Σολοβιόφ, Το νόημα του έρωτα (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2018 (2008), σσ. 71-72, 72).


-----
* W.B. Yeats, «Leda and the Swan», εν W.B. Yeats, Για ό,τι έχει παρέλθει ή διαβαίνει ή έρχεται. Είκοσι ποιήματα (μτφρ. Νώντας Τσίγκας, έκδ. Χρονικό, Αθήνα 2024, σσ. 30-31): Πώς μπορούν αυτά τα έντρομα κι αδέξια δάχτυλα ν' αποδιώξουν / Τούτη τη φτερωτή δόξα από τους νικημένους μηρούς;