Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

του γράψαντος


χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή
για να προστατευθούν τα αρχαία γράμματα,
που απέδιδαν μια επαινετική ταυτότητα:
ΑΡ[Ι]ΣΤΙ[ΩΝ]
ΚΑΛΟΣ ΕΝ
[ΚΡΑ]ΝΝΩ[Ι]

[...] αρχαίος θαυμαστής του Αριστίωνος *

Παρατηρήσαμε επίσης ότι τρείς λίθοι στην ανατολική άκρη της στοάς είχαν απομακρυνθεί από τη θέση τους κατά τον 6ο μ.Χ. και ανακαλύψαμε αργότερα τον σκελετό ενός άνδρα, που μάλλον ευθύνεται για τους χαμένους λίθους.

Είχε καταφύγει στη στοά κατά τη διάρκεια της σλαβικής επιδρομής της δεκαετίας του 580, παίρνοντας μαζί του μερικά μαγειρικά σκεύη, λυχνάρια, και τις οικονομίες του, που τίς βρήκαμε κάτω από μια πέτρα: η πέτρα ήταν, ως φαίνεται η κρυψώνα ενός πορτοφολιού, που αποσυντέθηκε αφήνοντας τα κέρματά του έκθετα. Ο κάτοχός τους δεν κατάφερε να βγεί από τη στοά ζωντανός.

Πιο ευχάριστες, μάλλον, ήταν οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φώς με τη μορφή δεκάδων χαραγμάτων στους τοίχους της στοάς.

Στο βορινό τοίχο, ακριβώς στην αρχή της ανατολικής εισόδου, για παράδειγμα, έχει μερικώς διατηρηθεί το όνομα: «ΤΕΛΕΣΤΑΣ», που είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνδέεται με τον ομώνυμο Ολυμπιονίκη της κατηγορίας παίδων του 340 περίπου π.Χ. Πάνω από το «Τελέστας», το χέρι κάποιου άλλου σκάλισε τη λέξη «ΝΙΚΩ»!

Έξι μέτρα δε εσώτερα
στη στοά, επίσης στο βορινό τοίχο, κάποιος εξέφρασε το θαυμασμό του: «Ακρότατος καλός (=χαριτωμένος)». Και σε απάντησή του, κάποιος άλλος σημείωσε δηκτικά: «Του γράψαντος» (δηλ. εσύ το λές...).

Έτσι, η στοά μάς προσφέρει μια ακόμα σημαντική αποκάλυψη, η οποία δεν προκαλεί έκπληξη, αλλά απλώς αναδεικνύει εμφαντικά την ιστορική συνέχεια μεταξύ ημών και των αρχαίων Ελλήνων: οι άνθρωποι πάντα αρέσκονταν να γράφουν το όνομά τους σε δημόσιους χώρους.

Στέφανος Μίλλερ, Νεμέα. Η κρυπτή Έσοδος (μτφρ. Γ. Κωστούρος, έκδ. Σύλλογος για την Αναβίωση των Νεμέων Αγώνων & Στέφανος Μίλλερ, Νεμέα 2012, σσ. 6-7). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 21).

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

εγώ με το κρύο αγάλλομαι


[...] πετάχτηκε μια κατσαρίδα με τα κατσαριδόπουλά της. Έκανε,
λοιπόν, κι αυτή ό,τι θά 'κανε από ένστικτο ο καθένας μας·
άρπαξε την παντόφλα της, για να τα λειώσει,
αλλά την σταμάτησε η βροντερή φωνή της κυρίας:
-Μη, προς θεού, Ελένη μου! Ξεχνάς πως έχεις κι εσύ παιδιά;*

Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι αποστρέφονται και μισούν τόσο πολύ τον χειμώνα. Εγώ με το κρύο αγάλλομαι, ενώ η ζέστη δεν μ' αφήνει να ανασάνω. Όσο πιο πολύ καπλαντισμένος με σύννεφα και μαύρος είναι ο ουρανός τόσο πιο πολύ ευφραίνομαι. Δυό είναι οι μουσικές των στοιχείων της φύσης, που ξεπερνούν τις μουσικές του ανθρώπου: του αγέρα και της βροχής.

Με τη βροχή νιώθω σαν νά 'μαι η ίδια η γή που ποτίζεται και ξεδιψά, με τον αγέρα ξαναζωντανεύω. Και τί θαλπωρή τα χειμωνιάτικα βράδια να τραντάζει το σπίτι από τ' αγριοαγκαλιάσματα του αγέρα και της βροχής κι εσύ να χουχουλιάζεις κάτω από το πουπουλένιο σου πάπλωμα μ' ένα βιβλίο στο χέρι, να ξαραθυμά το σώμα κι η ψυχή να αγαλλιά αντί να ψήνεσαι σαν τσιππούρα στη σχάρα, τυλιγμένη σ' ένα σεντόνι σουφτή απ' τον ιδρώτα, στριφογυρνώντας ξάγρυπνη μέχρι να βγεί ο ήλιος, μόνο και μόνο για να δριμώσει κι άλλο το μαρτύριο. Ιδρώνω και που το γράφω! Όσο για εκείνα τα διαβολομηχανήματα, τα κλιματιστικά, εμένα μ' αρρωσταίνουν και μόνο που τα βλέπω.

Μ' άλλα λόγια τον χειμώνα έρχομαι στα ίσα μου, την άνοιξη και το καλοκαίρι χάνω τα νερά μου, ούτε να σκεφτώ δεν μπορώ.

Εκείνα τα «παμφάγα μεσημέρια» του καλοκαιριού, «όταν με το γιγάντιο δαυλό του βάνει φωτιά στα πάντα ο θεός», καταπώς λέει ο ποιητής, με αποδιοργανώνουν και η ευτυχία (;) που διακρίνω να ζωγραφίζεται στα ζαβλακωμένα πρόσωπα των ανθρώπων μέσα στο κόχλασμα και το τσιτσίρισμα της ζέστης, μ' εξοργίζει· πολύ με τυραννά εμένα «το κεντρί της φωτιάς». Αδύνατον, τελικά, να καταλάβω γιατί δεν αρέσει στους ανθρώπους ο χειμώνας, αλλά παθιάζονται με τα ιδρωμένα καλοκαίρια και τις μυρωδιές της άνοιξης που θυμίζουν κρεβατοκάμαρα κοκότας.

*

[...] Αλλά να, αυτή τη ζεστασιά είναι που χρειαζόμαστε, τις περιελίξεις και τις συστροφές των σωμάτων, την επαφή όταν ένας όμοιός μας μάς κάνει την τιμή και τη χάρη να έχει κι αυτός την ανάγκη μας. Άλλωστε, τί άλλο έχομε πάρεξ αυτό που χαρίζομε;

Αχ! Οι προεξοχές, οι εσοχές, τα αραβουργήματα της τριχοφυΐας, ο ίουλος του προσώπου, τα σγουρά και τα μαύρα τσουλούφια, ο χείμαρρος των χρυσών μαλλιών στον τράχηλο· τα μάτια, το φώς τους που καλεί και που διώχνει, το στόμα που ανοίγει τριαντάφυλλο φύλλο το φύλλο, η βρύση του λαιμού και το κύπελλο του αφαλού μας, η βεργολυγερή μέση με τα δυο μονοπάτια προς την ήβη και τα δυό λακκουβάκια πίσω, όταν ζούληξε ο γλύπτης θεός τον πηλό του για να τόν δοκιμάσει·

οι αλαβάστρινες λαγόνες, οι ρωμαλέοι, χνουδωτοί γλουτοί, οι δυο κολώνες των ποδιών όπου φυτρώνει ο κισσός στη γλάστρα των σφυρών κι αναρριχιέται, το μετάξι του δέρματος στον κρυφό θησαυρό του καθενός μας· οι καμπύλες και οι κοιλότητες του σώματός μας, τα λαγκάδια και τα λαγκαδάκια του, οι μυρωδιές του, όποια τελοσπάντων γλυκιά παγίδα στήνει η ζωή, προτού αρχινήσει το ξεφτέρι της, ο Χρόνος με τα σύνεργά του, την σταδιακή αποψίλωση και μάς σκυλέψει ολότελα.

Το σώμα μας είμαστε εμείς. Τελεία. Κι ας μη βλέπομε απ' αυτό παρά το περίβλημα, ό,τι μάς κολακεύει. Όσα μνημεία και να μάς στήσουν, δεν υπάρχομε χωρίς εκείνο. Κακά 'ν' τα ψέματα: Μόνο το χάδι, το φιλί είναι το κλειδί, που μπορεί να μάς δώσει πίσω την χαμένη Πατρίδα, αλλά στη ζωή, κακορίζικα κι ανάποδα, ερωτευόμαστε ανθρώπους που δε' μάς θένε και μάς ερωτεύονται άλλοι που δεν τούς θέλομε.

Μήπως η θάλασσα φταίει για τις τρικυμίες και τα ναυάγια
που προκαλεί; Όλοι αυτήν κατηγορούν,
κανείς δεν τα βάζει με τον άνεμο που την ταράζει.**

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Η Ξυλόκατα και άλλες παγίδες (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2004, σσ. 74, 130). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 13). Κι η κατακλείδα από τον ίδιο (ό.π., σ. 29).

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

ηττημένος


ΛΑΒΡΑΝΔΑ
Ηρόδοτος, Ε΄ 119

Ώρα καταμεσήμερη
κούφια φωνή που δεν αφήνει λάμψη
θαρρείς δεν είναι κάτι ν' ακουστεί ή να σαλέψει.


Ύστερα πήρα το λασπόδρομο της νύχτας
να πάω κατά τα Λάβρανδα
μες στα γυμνά πλατάνια, ηττημένος.
Και οι λεύκες φυλλουριάζανε
να παρηγορηθεί ο μισθοφόρος.

Εδώ τελειώνει ο πλατανιάς
κι αρχίζει η θάλασσα
που άλλο δεν υπόσχεται, μονάχα πίκρα.
Πώς έφτασα, Θεέ, στην εξορία.

Έπειτα ανέβηκα ψηλά στον άσπρο φάρο·
πίσω απ' τις κουρτίνες του το φώς
μιας καιομένης βάτου, σ' εγκαρδίωνε.

Η φαροφύλακας μικρή δώδεκα χρόνων
αγνάντευε προς χάρη μου στα μέρη της Λυδίας'
να ιδεί αν φαίνεται ο Ερμής
με το καλό μαντάτο.

*

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ
16 Απριλίου 2011, του Λαζάρου

Στον Δημήτρη Μαλακάση

Διάβηκαν την Αμαλίας οι Μεσολογγίτες
και φτάσανε στον Άγνωστο ν' αφήσουν το στεφάνι,
ειρηνοφόρο Σάββατο, ημέρα του Λαζάρου.

Μπροστά οι νεολαίοι με τις φέρμελες
τους ντουλαμάδες, τα πισλιά και τις κουμπούρες,
κι από κοντά οι όμορφες Μεσολογγίτισσες,
όχι ζητιάνες τώρα όπως τότε,
μα με βαριά μετάξια και βελούδα
και γελεκάκια χρυσοκέντητα και ζώνες διαμαντένιες.
Και παραπίσω οι άντρες του Μεσολογγιού
αργαστηριάρηδες, εμπόροι και γραμματισμένοι,
στους μαύρους τούτους χρόνους της χρεοκοπίας.
Κι αφού διέσχισαν αμίλητοι το δρόμο
κρατώντας τις σημαίες και τα λάβαρα
κατ' απομίμηση λαβάρων της Εξόδου,
ανέβηκαν στο ιερό επίπεδο του Αγνώστου
ν' αφήσουν το στεφάνι τους από κλαδιά φοινίκων.

Κια η μαρμαρένια εθνική ψυχή απ' την κορνίζα της
αδάκρυτη τούς κοίταζε μα πικραμένη,
που ήρθε πάλι ο Κιουταχής και ρήμαξε τη χώρα
βαστώντας κοφτερό σπαθί του χρέους τα κιτάπια.

Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Το ανθισμένο δέντρο (έκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη 5, Αθήνα 2012, σσ. 74, 75).

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

να χορεύουν στη γής και να τη σηκώνουν στον ουρανό


Το θέμα του βιβλίου προέκυψε από ερώτηση που υπέβαλαν ένα χρόνο πριν
μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Νάπας σε πρόσφυγα από την Αμμόχωστο.
Καταγράφω την απάντηση όπως τη συγκράτησα:
«Τα πρώτα είκοσι χρόνια έλπιζα. Μετά συνειδητοποίησα πως
πάει πια... "Δαμέ θα πεθάνω", είπα... Κι έπιασα να χτίζω σπίτι.*

[...]

Πήγε στον πόλεμο ο Μιχάλης. Τα νιάτα είναι για τις πλατείες, τα πανηγύρια, τις εκδρομές. Να χορεύουν στη γής και να τη σηκώνουν στον ουρανό. Ν' αστράφτουν οι ματιές και ν' ανασταίνουν τις ελπίδες, να χτίζουν όνειρα και με τα όνειρα να χτίζουν.

Πήγε στον πόλεμο ο Μιχάλης. Και ποιός έμαθε γι' αυτόν ή για τους άλλους τί έγινε στις μάχες; Ήξερε ο Μιχάλης να σκοτώνει; Ο Μιχάλης ήξερε να βουτά στη θάλασσα με τα χέρια διάπλατα και να βγαίνει οργιές μακριά και να ρουφά ουρανό και φώς. Ο Μιχάλης ήξερε να βουτά τις αδελφές του και να τίς πετά ψηλά και να τίς γυρίζει γύρω γύρω ακολουθώντας ένα ρυθμό που μόνο αυτός άκουγε αλλά όλοι τον ένιωθαν στην παρουσία του. Ο Μιχάλης ήξερε ν' αγκαλιάζει, να δουλεύει, να πεισμώνει, να προσεύχεται , να βρίζει, να παίζει ποδόσφαιρο, να τραγουδά. [...]

*

[...] είμαστε στο «μας» και ποιοί είναι στο «τους»... Αυτό κι αν θέλει διάβασμα! Ρε κουμπάρε, ξέρεις ποιοί ήταν χωρισμένοι; Οι Μακαριακοί με τους Εθνικόφρονες, αυτοί είχαν ξεχωριστά καφενεία. Με τους Τουρκοκύπριους δεν ήμαστε χωρισμένοι. Ήταν έμποροι Ελληνοκύπριοι, ήταν έμποροι Τουρκοκύπριοι... Εμείς βιοπαλαιστές ήμαστε όλοι. Και οι Τουρκοκύπριοι πούθε ήταν;

Οι περισσότεροι ήταν «λινομπάμπακες» και άλλοι παιδιά στρατιωτικών που ήρθαν τον καιρό των Οθωμανών. Έχει στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής καταλόγους με αυτούς που δήλωναν Τούρκοι για να μην πληρώνουν χαράτσι. Ο παππούς μου είχε φίλο που τον έλεγαν Μαχμούμ στα τουρκικά και Μιχάλη σε μάς. Στην Αγγλοκρατία που μπορούσε, φανερώθηκε χριστιανός.

Κι όλοι δε λαλούμε και τώρα «πέρκι-μου» και «πέρκι»;
Τούτες οι λέξεις έχουν το δικό τους χρώμα. Και μένα μ' αρέσει αυτό.
Λες «κιοφτές» και σού μυρίζει κιόλας.**


Νεκτάριος Στελλάκης, Πόσο κρατά η ελπίδα; (έκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2021, σσ. 10-11, 36). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 6). Κι η κατακλείδα ομοίως (ό.π., σ. 37).


Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

μετείχε της γιορτής των ουρανίων


Υπάρχω μες στου κήτους το στομάχι.
Περίπτωση να βγώ ξανά στον κόσμο
όπως ο Ιωνάς, δε φαίνεται να υπάρχει.*

ΕΝΣΑΡΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Στην εκκλησία
ένα μικρό κορίτσι με ξανθά μαλλιά
είχε μπροστά στο στήθος του ενώσει
τις δυό τριανταφυλλένιες του παλάμες
και προσευχότανε κοιτώντας προς το τέμπλο.
Σίγουρα ήταν άγγελος μιάς χάριτος
όπου μετείχε της γιορτής των ουρανίων
,
έτοιμος για μετάληψη απ' του Χριστού το χέρι.

Το κοίταζα επίμονα σαν θαύμα
πνοής λειτουργικής που ευωδούσε
κι έκανε το μικρό ναό ουράνιο τόπο.

*

ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ

9.
Γιατί να σκέφτομαι τα σύμπαντα
και των γαλαξιών τις αποστάσεις;
Υπάρχει μυθικότερη απόσταση
απ' τη ζωή στο θάνατο
;
Κι όμως φτάνεις αμέσως.

11.
Συχνά στου ύπνου μου το σινεμά
χαίρομαι από τα νιάτα μου το ίδιο όνειρο:
μια ωραία αγία μ' ερυθρό βελούδο
να τρέχει μ' ευχαρίστηση στο πάθος
και πάντοτε ερωτικά
πυρί να τελειούται
.

*

ΕΛΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

5.
Η ιερότητα είναι κι αυτή μια λέξη.
Κύριε, ας ανταμώσουμε στις λέξεις
κι έπειτα κανονίζουμε τί θα τίς κάνουμε.
Όσο για τ' άλλα ας γίνουνε γρασίδι
στο απέραντο λιβάδι των αγγέλων.

14.
Τα φύλλα των δέντρων το φθινόπωρο
φεύγουν από τις κλάρες τους.
Κάποιος τα διώχνει ευγενικά γιατί έτσι πρέπει.
Κι εκείνα το αποδέχονται γιατί γνωρίζουν.

*

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ

Τον κηδέψαμε μ' όλες τις τιμές
που επιτάσσουν του χωριού οι παραδόσεις.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι είδα τη μασέλα του
λησμονημένη στο περβάζι του παραθυριού
δίπλα στο κρεβάτι που ξεψύχησε
και το καδράκι με το Στάλιν που χαμογελούσε
κοντά στο λυπημένο πρόσωπο της Παναγίας.

Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Το ανθισμένο δέντρο (έκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη 5, Αθήνα 2012, σσ. 19, 50, 51, 80, 82). -To motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 18).

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

κομμένοι στα μέτρα σου, ώ ύπαρξη


ΔΙΑΠΛΟΥΣ ΑΧΕΡΟΥΣΙΑΣ

Άρωμα μοίρας
και φώς που δεν το κυνηγά η νύχτα.
Μια μυρωδιά από βρεγμένους κλάδους
του δέντρου που κρεμόταν το χρυσόμαλλο.

Είμαστε κομμένοι στα μέτρα σου, ώ ύπαρξη
και κάνουμε περίπατο
πάνω στη κουρελού των πράξεών μας
που μένουν ακατάγραφες και ξεχασμένες.

Παιχνίδια τόσων λέξεων στο μαύρο
και μάταιοι θησαυροί που δεν χωράνε
στη βάρκα του Αχέροντα
καθώς φωτίζουμε το ωραίο ψέμα.

Και οι στοχασμοί μας κολυμπούν πίσω από ίσκιους
ενώ οι τόσες λέξεις της ζωής μας
γίνονται στάχτη και σιωπή στην παραλία
της πεθαμένης Τροίας δίχως λάμψη.

*

ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ

Ευτυχώς που το ανέφικτο
δεν προσγειώνεται
στου βίου το χωμάτινο διάδρομο
κι ο βίος παρατείνεται
σαν νερωμένος οίνος.

Το ανέφικτο είναι θεός
κι αν έρθει στο κατώφλι μας
όλα τα ισοπεδώνει
.
Είναι μία ανάσταση νεκρών
χωρίς καμία κρίση.

Μαρμαρωμένος δικαστής,
ανενεργής αιώνας,
χωρίς καλίγια βασιλιάς
αποκεφαλισμένος.
Και ο Κύριος πολύ ψηλά-μια κίτρινη σελήνη.

*

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΔΩ

Και πάλι εδώ, μέσα στη φύση ζωντανός
όχι νεφώδης, όχι μεταφυσικός,
μονάχα ήλιος-άνθρωπος που κυνηγά τα σκότη
όμορφος όπως η Εδέμ πριν το αμάρτημα.

Είμαι ένας μύθος που σηκώνει το ναό του
επάνω στον πυρήνα του πραγματικού,
μια πάλλουσα διαύγεια που ευωδιάζει.
Είμαι μια σιγανή βροχή πάνω σε τάφο
και μού αρκεί η ομορφιά της ματαιότητας.

Δουλειά του ανθρώπου, Κύριε, που εποίησες
δεν είναι να ερμηνεύει τα αινίγματά σου.
Είναι να περπατεί στα όρια της συγκατάβασης
χωρίς να συμφωνεί πάντα μαζί σου
.

Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Το ανθισμένο δέντρο (έκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη 5, Αθήνα 2012, σσ. 28, 44, 88).

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

το σύκο μόλις καμωθεί, θα πέσει...


Συμφωνήσαμε με τη γυναίκα μου ότι πιο καλόβολο
και γλυκό γεροντάκι δεν είχαμε ξαναδεί στη ζωή.
Βρισκόμασταν μπροστά σ' έναν χωμάτινο άνθρωπο χωρίς μουρτζουφλιά,
γεμάτο χαρά και δίψα για ζωή, συγχρόνως όμως μ' εκείνη τη σκιά στα χείλα
που μόνο η σοφία φέρνει.*

» Όπως έχω καταλάβει», είπε θλιμμένα και μ' αυτό τελείωσε τη διήγησή του ο πατέρας, «στη ζωή ούτε αφέντης ούτε εργάτης μπορεί να κάμει μερεμέτι στον εαυτό του. Το σύκο μόλις καμωθεί, θα πέσει».

- Μη λες τέτοια λόγια, προσπάθησα να τον παρηγορήσω, γιατί κατάλαβα την πίκρα στη φωνή του, ας ήμουν παλληκαράκι. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από τα σπίτια του Βάκα και του Ράκα. Να, σαν τον βράχο της Βάρδιας απέναντι κι ακόμα πιο πολύ.

Σ' αυτό δεν απάντησε ο πατέρας, μόνο τα χείλια του έκαναν ν' ανοίξουν σ' ένα ακόμα πιο λυπημένο χαμόγελο κι ύστερα σαν να μετάνιωσε τα έσφιξε περισσότερο. Όμως προτού γυρίσει βιαστικά από την άλλη το πρόσωπό του, πρόλαβα να δώ ότι τα μάτια του μ' αγκάλιασαν με στοργή.

Σε λιγότερο από μήνα, μόλις πέρασε ο «τραπεζοφόρος» Αύγουστος και μπήκε ο φθινοπωρινός Σεπτέμβρης, ο πατέρας πέθανε ξαφνικά, γεγονός που με βρήκε απροετοίμαστο, βουβά τρομαγμένο και γεμάτο ενοχές. Αλλά, πότε είμαστε έτοιμοι για τον θάνατο;

Πόσο αδύναμοι είμαστε ακόμη και να οσμιστούμε το πελώριο γεγονός του επερχόμενου τέλους! Εκείνο το κοίταγμα του πατέρα ήταν ο τρυφερός του αποχαιρετισμός κι εγώ είχα σταθεί ανίκανος να το καταλάβω. Αυτό με είχε γεμίσει με οργισμένο θυμό. Την τελευταία περίοδο της εφηβείας μου η σχέση μας ψυχορραγούσε, αλλά ανασταινόταν μερικές φορές χάρη σε κάτι τέτοιες αμοιβαίες, περιστασιακές μεταγγίσεις. [...]

*

[...] -καυχιέμαι να το λέω- τα πάω έξοχα με τους νεκρούς. Έχουν σπάνιες αρετές που τούς κάνουν αξιαγάπητους. Δεν γκρινιάζουν, δεν διαβάλλουν, δεν φθονούν, προπαντός δεν φλυαρούν, κι όταν κάποτε η αδικία που τούς γίνεται από την απληστία των ζωντανών φτάνει στο απροχώρητο, όπως τώρα που ζητούσαν και δεν έβρισκαν στέγη να σκεπάσει το κρανίο τους, ψιθυρίζουν τότε το δίκιο τους χαμηλόφωνα κι ευγενικά, δίχως κραυγές και δίκαννα. Πρέπει νά 'ναι ανόητος κανείς να μη θέλει για γείτονες τέτοιους ήσυχους διερμηνείς των μελλόντων, τέτοιους ισορροπιστές του ανέφικτου και εξηγητές του ονείρου και του εφιάλτη της ζωής. Όχι, το πρόβλημά μου εμένα δεν είναι οι πεθαμένοι, είναι οι ζωντανοί, γιατί τα βρίσκω σκούρα όταν είναι να συνεννοηθώ, ως ζωντανός κι εγώ, μαζί τους. [...]

Και τότε, το σεντούκι της μνήμης χλοΐζει και μπουμπουκιάζει,
κι εγώ, αν και γνωρίζω τη φενάκη και τη ματαιότητα κάθε νόστου,
αν και ξέρω ότι η «σκόνη» σπάνια και για λίγο μπορεί να σταματήσει να πέφτει,
ξαναδαγκώνω γι' άλλη μια φορά το μήλο,
τα μάτια θυμούνται, η μύτη μυρίζει, το δέρμα ριγεί,
η καρδιά παλιννοστεί στο γελαστό ακρογιάλι όπου δίπλα του γεννήθηκα,
τ' άστρα κι η ψυχή συστοιχούνται σε φιλικό γειτόνεμα,
κι επιτέλους υπάρχουν απαντήσεις για όλες τις απορίες,
τις επιχώριες και τις ετερόχθονες.
Γι' αυτό, άλλωστε, και τούτη η ιστορία μου δεν τελειώνει
με ερωτηματικό σαν τις άλλες.**

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Μικρό τρίπτυχο του νόστου (έκδ. Ίνδικτος 2006, σσ. 25-26, 30-31). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 61-62). Από το ίδιο κι η κατακλείδα (σσ. 112-113).

Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

αρετές και κακίες;


Μερικές φορές, καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπλεγμένες μαζί τους.

Για παράδειγμα: Με τη φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία, με την αγάπη η πορνεία, με τη διάκριση η πανουργία, με τη φρόνηση η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότητα και η νωθρότητα και η οκνηρία και η αντιλογία και η ιδιορρυθμία και η ανυπακοή.

Με τη σιωπή η διδασκαλική υπεροψία, με τη χαρά η υπερηφάνεια, με την ελπίδα η οκνηρία, με την αγάπη πάλι η κατάκριση, με την ησυχία η ακηδία και η οκνηρία, με την αγνότητα η πικρή συμπεριφορά, με την ταπεινοφροσύνη, η παρρησία.

-Σε όλα αυτά ακολουθεί σαν κοινό κολλύριο, ή μάλλον δηλητήριο, η κενοδοξία.

Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, (κστ΄ α 37).


*

Κυρίως, πρέπει να έχουμε στο νού μας ότι ο ρομαντισμός είναι η ενότητα του στοχασμού και της πράξης· είναι η ενότητα του υποκειμένου που σκέπτεται τον κόσμο και του υποκειμένου που πράττει για να μεταβάλει τον κόσμο· και τέλος, η ακύρωση του διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου, δηλαδή η ενότητα μεταξύ της υποκειμενικής μας ζωής και της πραγματικότητας η οποία καθορίζει την υποκειμενική μας ζωή...

Στέφανος Ροζάνης, εν Κώστας Βούλγαρης, Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης. Δοκίμιο (έκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2022, σ. 234).