Το πραγματικό τίμημα της μοναξιάς είναι τα ακραία συναισθήματα. 'Οταν είσαι ευτυχισμένος είσαι πολύ ευτυχισμένος κι όταν είσαι δυστυχισμένος είσαι πολύ δυστυχισμένος.
("Κ" Καθημερινής, 7 Αυγ. 2005).
«Τη δικαιοσύνη πρέπει να την παίρνουμε στα χέρια μας. Από εκεί κρίνεται η δύναμη και το διαμέτρημά μας. Στην ικανότητά μας να θέτουμε όρια. Το ανώτατο όριο της ζωής και του θανάτου το είχαμε παραχωρήσει στον 'Θεό', στο ακίνδυνο ομοίωμά του, τον συγγραφέα που εξοστρακίζει στο όνομα όλων μας το κακό από τη ζωή στη λογοτεχνία. Γιατί όλοι τρέμουν τον απόλυτα πρακτικό άνθρωπο, τον δήμιο, τον μοναδικό άνθρωπο με θεϊκές ιδιότητες. Ο δήμιος ξεχωρίζει παντού κι οι πάντες υποκλίνονται πάντοτε σ' αυτόν. 'Ολοι οι υπόλοιποι είναι μια ασήμαντη μάζα ψοφοδεών. Οι μεγάλοι άνδρες κρίνονται από την αποφασιστικότητά τους για διάκριση. 'Οταν είναι πραγματικά ισχυροί, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε αυτό», μού έλεγε ο Γολιάθ, κι εγώ τον άκουγα σαν υπνωτισμένος, πάνω από το ματωμένο πτώμα του δημάρχου, με το εργαλείο του φόνου ακόμα στο χέρι.
Σταθμός Αγίων Θεοδώρων
Απέναντι πάντα η ίδια θέα
Αυτή του υψιτενούς ευκαλύπτου
ευκαλύπτου να επισκιάζει μέχρι και αυτά
.......................τα όνειρά μου
'Ονειρα εννοώ εσένα. Μόνον εσένα
Πρόσωπο υψηλό που αρμόζει
να κάθεται στα παγκάκια
των σταθμών και στις πλατείες.
Προσκολλημένος εκεί στον
....eucalyptus marginata* εγώ
εσύ να με μαλώνεις...
'Ολα τά 'χες προμελετημένα
Μ' άφησες άναυδο να μουρμουρίζω
τώρα στο πρωϊνό το τραίνο
οδεύοντας για την Αθήνα.
12. Υποψία; Σε όλη του τη ζωή έστηνε ένα μαρτύριο, έναν αγκαθερό δρόμο που έπρεπε να βαδίσει ξυπόλυτος, για να φτάσει στην αγιότητα (σε μία κάποια αγιότητα). Καταδικάστηκε σε θάνατο και βρέθηκε να περιμένει εκτέλεση, ουσιαστικά χωρίς λόγο, πέρασε τέσσερα χρόνια από τη ζωή του στο σπίτι των πεθαμένων, πλατσούρισε σε πολιτικές ντρόγκες αξιοθαύμαστης γκάμας. 'Ησαν ευάλωτος στην κολακεία όσο και κομπλεξικός, δημαγωγός γεμάτος στερεότυπα θεσμικού και εθιμικού τρόμου, γεμάτος με ιδεοληψίες αυτοοικτιρμού, νάρκισσος όσο και εγωπαθής, πολιτικά εκκρεμής όσο και μεσσιανικά σωτηριολόγος. Πιθανώς όλα αυτά να τα λογαριάσουμε για κρίκους στην αλυσίδα: φαντασιωνόταν αμαρτίες και μεταστροφές, όπως αυτή του Σαύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό. Στην καρδιά της παραφοράς του: η βία του ανθρώπου προς τον άνθρωπο – η βία μέχρι το τέλος. Δεν είχε σκοτώσει ποτέ του· μα αρκεί ο μπαλτάς του Ρασκόλνικοφ για να φανεί περίτρανα πως είχε ετούτον τον μπαλτά από καιρό κρυμμένο κάτω από την αμασχάλη του, πως ε ί χ ε αυτόν τον επικείμενο φόνο μέσα του. Και μετά τον Ρασκόλνικοφ δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε: τον έ χ ο υ μ ε όλοι – και τον μπαλτά και τον φόνο. Οι μαρτυρίες του Στράχοφ και του Τουργκένιεφ είναι εμπαθείς: μα κι οι δυο τους αναφέρονται σε ένα κορίτσι που ο Ντοστογιέφσκι έλεγε (: ομολογούσε;) πως είχε βιάσει – δεν έχουμε τίποτε περισσότερο. Ο Σταβρόγκιν βιάζει, ο Στριβιγκαΐλοβ βιάζει, ο Σμερντιάκοφ βιάζει. Ποιός είναι ποιός;
Είναι τρομερός ο θάνατος, οι κίνδυνοι μεγάλοι. Είμαστε παγιδευμένοι. Η γέννηση είναι παγίδα. Εντελώς αινιγματική παγίδα, γιατί όταν κανείς βγαίνει απ' το σώμα της μάνας του, προκαλεί ίσως η εικόνα αυτή εντύπωση απελευθέρωσης. Εντούτοις, όταν βγαίνει απ' το σώμα της μάνας του το παιδί, μπαίνει στην παγίδα. Στην τρομερή παγίδα της ύπαρξης.
Γ.Ι.Μ. Μπαίνει κιόλας στο παιχνίδι της ελπίδας.
Ν.Κ. Η ελπίδα είναι τάση να ξεχάσουμε την παγίδα.
Γ.Κ. Ο ποιητής δεν έχει σχέση μ' αυτή την κατάσταση της ελπίδας, γιατί η τραγωδία του είναι ότι τα 'χει τετρακόσια. Αυτή είναι η τραγωδία του ποιητή, ότι δεν πετάει στα σύννεφα, ότι έχει σώας τας φρένας του.
Ν.Κ. Αιθεροβάμονες είναι οι καθημερινοί άνθρωποι. Ο ποιητής δεν είναι.
(παύση)
Η πράξη.
Η πράξη μ' εκείνον, που έκανε και δημιούργησε κι η πράξη του αναπτύχθηκε, κι αυτός να 'χει ήδη φύγει, να 'χει φύγει με πάταγο. Με τον πάταγο που κάνουν τα αισθήματα όταν ξαφνικά προσγειώνονται.
Η ίδια η πράξη είναι τρομερή εξ ορισμού, εκείνες με τα σεντόνια και το πάλεμα, επιβλητικός, το εννοώ απόλυτα, επιβλητικός, αδύνατον να το συλλάβεις, πώς να συλλάβεις εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη στιγμή που είσαι το φύλο σου, είσαι η φωλιά του που θα μπεί και θα σε τραντάξει και θα σε ταξιδέψει, η ίδια η πράξη είναι τρομερή, που πράξη δεν είναι, παρά μοιραία εξέλιξη, που μέσα της χάνεσαι και παρασύρεσαι και σπας και φεύγουν τα κομμάτια από τον εαυτό σου –σαν να αποφλοιώνεσαι, να ξεφλουδίζεις – και ολόκληρο το είναι σου είναι εκεί, τόσο πολύ εκεί, που πια δεν είναι, είναι, δεν είναι κάν εσύ, είναι κάτι πριν το εσύ και το είναι – κάτι που είναι τόσο εσύ και είναι που δεν είναι δικό σου πια, και είναι σχεδόν τρομακτικό. Κι όταν όλο αυτό τελειώνει, δεν είσαι πια ο παλιός σου εαυτός, είσαι μπολιασμένη από εκείνον, αλλά εκείνος έχει φύγει κι εσύ αναπολείς και προτιμάς όπως ήταν πριν, τότε που όλα ήταν τόσο αθώα, τόσο μελωδικά, τόσο ρυθμικά στη γλυκιά προσωρινότητά τους.
Είχα εντολή να σε σκοτώσω. 'Ηταν εντολή εκείνων, των ανθρώπων που δεν σε κατάλαβαν. Χειρότεροι από τους δολοφόνους. 'Ησουν διαφορετικός, ήσουν «ασύμμετρος», παράπλευρος. 'Ησουν ελεύθερος.
Με περίμενες, το περίμενες. Το επεδίωκες, σχεδόν. Αυτό ήταν το μόνο τέλος. Με κόντραρες, με διεκδίκησες, με πολέμησες. 'Ηθελες να καταλάβω. 'Ηθελες ο άνθρωπος που θα σού χάριζε τη ζωή –για σένα πια αυτό ήταν ο θάνατος, ζωή-, ήθελες ο άνθρωπος αυτός να σε καταλάβει. Να σε αγαπήσει.
Το κατάφερες.