Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2005

αλίαρτος και ηδύοσμος λόγου χάριν


'Υστερα απ' αυτό παρέμειναν και οι δυό σιωπηλοί;
Σιωπηλοί, καθένας παρατηρώντας τον άλλον στους διπλούς καθρέφτες των αντίστοιχων σάρκινων δικώντουςκαιόχιδικώντους φιλικώνπροσώπων.


Τζαίημς Τζόϋς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, (κεφ. XVII [ΙΘΑΚΗ], μτφρ. Σωκράτη Καψάσκη, έκδ. ΚΕΔΡΟΣ 1990, σ.726).




Διασχίζω κι εγώ, σιωπηλός, τούτη την πόλη που ζητά να γιορτάσει κι όμως δεν είναι γιορτινή. Δεν μπορεί να είναι γιορτινή. Δεν ξέρει να είναι. Δεν έχει κάν το στίγμα ενός λόγου γιορτινού. Λόγου των πραγμάτων γιορταστικού. Δεν ξέρει να τό έχει πιά. Αλιά μου!

Κυνηγός αστέρων εις έτι εγώ και νύχτα σέληνος πλέον των ήμισυ και δεκατεσσάρων ωρών. Του χινοπώρου λήγοντος εν τω βάθει της νυκτός. Του χειμώνος επερχομένου εν τω πανηγύρει του ηλιοστασίου, που εγγίζει όπου νά 'ναι κι αυτό. Στέκομαι σα τον ήλιο ανάμεσα στις δύο εποχές και κοιτώ. Οι μανταρινιές όταν έχουν γεράσει φύλλωμα μόνο αλλάζουν. Σαπισμένα ρίχνουν τα μανταρίνια κάτω, ώριμα σκάνε... Αρθρώνω έναν λόγο κρυφό.



*


Πιστός στα προλεχθέντα. Δεν είναι ότι θυμήθηκα τυχαία τον Μοσκώφ. Είναι ότι ποτέ δεν τον άφησα. Ποτέ δεν τον ξέχασα σ' όλη τούτη την περιπέτεια. Είναι ότι την παράγραφο αυτή, την είχα πάντοτε για ερωτικόν οδηγό:


ταξίδι της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας – νόστος ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας...


Εμμένω σε έναν λόγο εσωτερικόν. 'Οπως και όλα αυτά που γράφω εδώ. Είναι λόγος –ταξείδι, που λέγεται, ταξείδι της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας. Λέξεις που, ταξιδεύοντας, ποτέ δεν προφέρθηκαν δυνατά. Τούτο κι αν πρέπει να τονιστεί. Λόγος, που ποτέ αφτί δεν τον συνέλαβε.

Γράφω εγώ -όπως κι εσύ- ό,τι εσύ διαβάζεις εδώ, όχι όμως φωναχτά, αλλά, συλλαβίζεις μπροστά στην οθόνη από μέσα σου. Και συλλαμβάνεις, αν συλλαμβάνεις, ό,τι συλλαμβάνεις. Παρασυρόμαστε το λοιπόν, απ' εδώ, σε μιά μοναχική, εσωτερική, τελικά: κρυφή (σε κάποια γωνιά) εργασία. Νόστον ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας... Εκεί μόνον, κρυφίως, βρίσκει κανείς το ζητούμενο νόημα όλων τούτων των λέξεων που απλώνω/απλώνεις εδώ. Εδώ, μέσα, στου διαδικτύου την βασιλεύουσα σιγή. Και αναζήτηση. Την κάπως αλμυρή. Και νόστον. Γέννησην γυρεύοντας.


*


Γυρνώ στις εφημερίδες που ακόμη μάς (εμάς τους της μπλογκαρίας υιούς) ξεπερνούν. Βρίσκω στις εφημερίδες ένα κείμενο του πρόωρα χαμένου μα ώριμου παιδιού, του Χρ. Βακαλόπουλου. Γράφει για την πόλη μας και τις ταινίες του Βέγγου (ναί! του Βέγγου!):


διασχίζοντας την πόλη, ο κωμικός αγγίζει την αλήθεια της, μια αλήθεια που μεταβάλλεται πολύ γρήγορα και τον αναγκάζει να τρέχει...


Σχόλιο με ηρακλείτεια φόρα γινομένο. Σχόλιο τόσο καθαρό, τόσο αληθινό. Με ηρακλείτεια φόρα δοσμένο. (Το αναδημοσιεύει το ένθετο 7ημέρες της Καθημερινής (Κυριακή, 11-12-05), κλείνοντας ομόλογο αφιέρωμα για την πόλη μας, κι είναι παρμένο από τον συγκεντρωτικό τόμο με τα κείμενά του (1976-1980) για τον κιν/φο).


*


Να μιλήσω, λοιπόν, θέλω γυρνώντας κι εγώ. Εδώ κι εκεί. Τρέχω εξαναγκασμένος, για να μην χάσω την μεταβαλλόμενή της αλήθεια. Και τί να πώ... Με μιάς όλα έρχονται κοντά εκεί όπου γεννιέται ο λόγος, τό 'να δίπλα στ' άλλο, και ιδού... συνωθούνται, σπαρταρούν, ζητούν να χτυπηθούν μαζί με τη γλώσσα, κάτω – πάνω, πάνω - κάτω. Να παίξουν στον ουρανίσκο, τα δυσκολότερα στο λαρύγγι να σταθούν ή από τη μύτη να διέλθουν, να βγούν, για ν' ακουστούν...

Να ανακατευτούν στη ρύμη του λόγου που τρέχει, που αναβλύζει και κάνει να βγεί, πετώντας πλέον, να στάξει βροχή να σέ βρεί. Να αφεθεί αυδή αυτή, έρχεται να σού πεί. Κι όμως δεν λέει τίποτα, γιατί απλώς, μόνον είναι. Ταξείδι, που λέγαμε, της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας – νόστος ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας. Δεν λέει τίποτα, αλλά είναι. Είναι λόγος ερωτικός, τροφή για τις αισθήσεις που τον διψούν σα την άνυδρη γη.

Στο μεσοδιάστημα που ταξιδεύει ο λόγος από εμένα μέχρι που έρχεται εσένα να βρεί, αν κάτι εξαντλεί, αν κάτι μηδενίζει είναι η κάθε του διάσταση. Δεν υπάρχει πλέον απόσταση...

Στην αρχή τον λυπόμουνα τον 'Εκτορα, τώρα πια, όχι.


*


Νύχτα μετά την βροχή στον νεαρό ελαιώνα που θάλλει ελαφρύς προβάλλει η σελάνα με την γενειάδα της τη γιορτινή πίσω από τα σύννεφα και την υγρασία να στάζει στους βλαστούς που απόμειναν να φέρουν του χρόνου καρπόν... Αν τυχόν σταθείς ν' αφουγκραστείς όλον τούτο τον λόγο, αφέσου να παρασυρθείς από την κομιζομένη πλήμμυρα, την ου πλήμμυρα, ύδατος αλιάρτου και ηδυόσμου, του λαλούντος τους λόγους των όντων... Πώς ανάβεις με την αφή του όλου σώματος.


'Υστερα απ' αυτό παρέμειναν και οι δυό σιωπηλοί;
Σιωπηλοί, καθένας παρατηρώντας τον άλλον στους διπλούς καθρέφτες των αντίστοιχων σάρκινων δικώντουςκαιόχιδικώντους φιλικώνπροσώπων.



(του παιδιού που εις έτι μού στέλνει ραβασάκια λίγο πριν από τις γιορτές).



Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2005

για έναν ερωτικό Λόγο


Ο Λόγος, ταξίδι της ύλης ανάμεσα στο εντός μας γίγνεσθαι και στο γίγνεσθαι εκτός μας – νόστος ή αναζήτηση του 'Αλλου από το Εγώ μας, μπορεί να υπερβεί την τραγικότητά του, την οργανική απόσταση ανάμεσα στη δυνατότητα της όλης Πράξης και στον εαυτό του, μόνο ως Λόγος ερωτικός – μόνο ως Λόγος που συγκροτείται από τις διαδικασίες του νού όσο και από τις αισθήσεις, Λόγος που φορτωμένος έτσι το σώμα μας δε διαχωρίζει την ποίηση από τη νόηση, την επιστημονική διατύπωση από την αισθητική διατύπωση.


Ο Λόγος μπορεί να υπερβεί την τραγικότητά του, μόνο αν βοηθηθεί σε κάθε στιγμή από αυτό το ταξίδι από τη διαρκή παρουσία της σαρκός –από την παρουσία του σώματός μας ως νεύσης προς το σώμα του κόσμου– μόνο αν λειτουργεί «ως προς τον εαυτό του» αλλά και «ως προς τον 'Αλλο». Μόνο αν λειτουργεί ως διαδικασία του Προσώπου, επικαθοριζόμενη από μια ερωτική αίσθηση της ζωής.


Ο ερωτικός αυτός Λόγος είναι έτσι η οδός που οδηγεί στο καθημερινό πανηγύρι των συμπαντικών πραγμάτων: εκεί όπου όλα μπορούν να συμβούν –και συμβαίνουν μέσα από την παράδοση του Εγώ στον 'Αλλο– εκεί όπου «η αγάπη κόβει τον καιρό στα δύο», τον ανατρέπει μέσα από τον 'Ερωτα του 'Αλλου, εκεί όπου ο 'Αλλος ζυμώνεται μες στην καθημερινή μας σάρκα και γίνεται κρασί που ο άνθρωπος καλείται να γευτεί ανατρέποντας τις δυσπλασίες της ιστορίας...


(Κωστής Μοσκώφ, Η πράξη και η σιωπή, έκδ. Καστανιώτης 1983, σσ. 43-4)

Το τρίτον (και τελευταίο εδώ) του Κωστή. Και δημιουργεί πονοκέφαλο. Χαίρομαι που αυτά τα τρία ποστάκια, ουσιαστικά, μένουν ασχολίαστα. Αναδύονται, άλλωστε, μέσα από την σιωπή (και του διαδικτύου - τούτο κι αν συνηγορεί επ' αυτής). Εγγίζουν περισσότερο στην σιωπή. Η οποία, τελικά, είναι η γλώσσα του μέλλοντος. Βασιλεύουσα στις αισθήσεις... ενός λόγου που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει...

(Μα καλά, εγώ δεν είχα γύρω εδώ έναν πολλά, μα πολλά αγαπημένον;)


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2005

με το σώμα του λόγου


Η λέξη πρέπει έτσι, για να βρεί το πλήρες της λειτουργικότητάς της, να είναι ενταγμένη στο όλο σώμα του πολιτισμού μέσα στον οποίο έχει παραχθεί – και κάτι τέτοιο γίνεται μόνο με τους τρόπους της σωματικότητας, τις αισθήσεις που καλούνται να συμπληρώσουν την ανάπηρη και δυϊστική διανοητική χρήση τους.

Η ζωή εκφράζεται στο Λόγο για να υπερβεί τον εαυτό της, καθώς υπερβαίνει, καθώς ενοποιεί μέσα από τη διαλεκτική Λόγου και Πράξης, το διασκορπισμένο Είναι της. Μέσα από τον εκκαθολικευμένο, τον ερωτικό Λόγο, η τραγικότητα του Λόγου ξεπερνιέται καθώς ο Λόγος ταξιδεύει με την όλη σάρκα του Είναι μας, καθώς υπερβαίνει το διχασμό σώματος και σκέψης, εκτεινόμενος ως ενιαία υπόσταση, καθώς μέσα από τον τέτοιο Λόγο ο άνθρωπος ταξιδεύει όλο και πιο μακριά από την εντοπισμένη στο χώρο και χρόνο άμεση ατομική δομή του, καθώς ενοποιείται μέσ’ από το νού αλλά και τις αισθήσεις – το καθολικό Σώμα του – στα πιο απομακρυσμένα χωρία της ύλης.

Η ζωή, τα πράγματά της, παύουν έτσι να φυλακίζονται εντός των εννοιών, να δομούνται σε ιδεολογήματα που διχάζουν παραπέρα την όλη μας ύλη – αποκτούν ροή, ως «έπεα πτερόεντα», διαποτίζουν και διαποτίζονται από τον όλο βίο μέσα στις αισθήσεις. Ο Λόγος αποκτά σωματικότητα.

Μέσα στην ερωτική χρήση της λέξης, ο Λόγος από φορέας, ταξιδευτής της μοναξιάς του νού, γίνεται καινούργια ύλη που εγκολπώνει τα πάντα στη ροή της. Ο στόχος είναι ο πας λόγος να αποκτήσει τη δραστικότητα της πιο μεγάλης ποίησης – σαν «σάρκα (που) γίνεται αιωνιότητα, βιώνεται αισθητικά σε κάθε της στιγμή». ('Οπως λέει για την ποίηση του Καβάφη ο Γ.Π.Σαββίδης).

(Κωστής Μοσκώφ, Η πράξη και η σιωπή, έκδ. Καστανιώτης 1983, σσ. 37-8)

Λίγο μετά τον εσπερινό άκουα τις φυλλωσιές ν' αγριεύουν γλυκά στην ερημιά και να μού ψιθυρούν τ' αποψινό βραδάκι τούτα τα λογάκια.


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2005

η αφή του όλου σώματος


(Μιά απελπισμένη εμμονή στον έρωτα).

Το Εγώ μας μέσα από την παρουσία του 'Αλλου γίνεται έρωτας, υπέρβαση, άρνηση του Εγώ μας, διάλογος, διαλεκτική ανάμεσά του και σ' αυτό το 'Αλλο δίπλα του, και απέναντί του. Η Παρουσία είναι η πηγή της διαλεκτικής. Ωστόσο η Παρουσία είναι το άλλο πρόσωπο της Απουσίας.

Ο έρωτας υπάρχει ως 'Εκταση του Εγώ μου στο Εσύ που μετουσιώνεται σε Εμείς, δίχως το Εγώ μου και το Εγώ σου, Εγώ του άλλου, να πάψει να υπάρχει. 'Οσο και να σ' αγαπώ, δεν μπορώ ποτέ να γίνω Εσύ - η αντίφαση αυτή, που μέσα στην ατομική ύπαρξη δεν ξεπερνιέται, είναι το δράμα μέσα από το οποίο συγκροτείται η ζωή.

Μιά υπέρβασή του, μία κατάλυση των Εγώ μέσα στο 'Ενα, μία άρνηση του προσώπου μας για τη λήθη των εφησυχασμένων θα αποτελούσε την άρνηση της ζωής.

(...)

Υπάρχει μια διπλή μοναξιά σε κάθε πρωτοπορία: ο 'Αλλος μένει πίσω, δεν προφταίνει να γίνει Εμείς - να ελευθερωθεί...

Παρόλα αυτά ο ερωτικός άνθρωπος εμμένει να παραδίνεται κάθε στιγμή στο 'Αλλο που αγαπάει, εμμένει στην καθημερινή του πρακτική να υπάρχει αντάρτης απέναντι στις δομές, βάτος καιομένη, παράγοντας το Γολγοθά και την άλλη στιγμή Ανάσταση.

Αυτοί που αγαπούν μανικά, αυτοί που απελπισμένα αγαπούν, αυτοί που τούς δόθηκε η δύναμη ν' αγαπούν είναι έτσι οι προνομιούχοι ενός καινού 'Αδη.


(Κωστής Μοσκώφ, Η πράξη και η σιωπή, έκδ. Καστανιώτης 1983, σσ. 124,151-3)

Το είχα κατά νού και το έπαιζα ανάμεσα σε κάτι τρίχες κατσαρές με την γλώσσα μου. Το αναρτώ απ' αφορμή του αγαπημένου λόγου.


Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2005

sxήμα ιδιόμελο


(ρυτόν *)


Πάντοτε πίστευα πως
η συντροφιά
δεν είναι στεγνή και
δεν είναι μονάχη.
Βρίσκω πως η λέξη αυτή
υποδέχεται μιάν δροσερή
ερμηνεία.
Η συντροφιά
δεν ξέρω το πώς
μα είναι υγρή.

Είναι
η πρώτη μας φύση
εντός της θαλάσσης
ως ψάρια, ή
στο βάθος της μήτρας
μιάς μάνας, όπου
παίζαμε
γεννημένοι στα
κύματα, αφρό...
...δύτες όλοι μας
στα πρώτα μας μνήματα
κλωτσώντας και
πλατσουρίζοντας.
-




* ρυτός. ο ρέων, τρέχων, ρευστός, υγρός. Σε ουδέτερο: είδος ποτηρίου, καταλήγοντος εις οξύ κάτω, πλατέως δε άνω, εν είδει κέρατος. εις το οξύ κάτω άκρον υπήρχεν οπή, δια της οποίας ο οίνος έρρεεν εις το στόμα του πίνοντος. (από λεξικό). Ιδές και τα πολύχρυσα κύπελα των μυκηναϊκών τάφων. (από μένα). losTrome, σε ευχαριστώ που έσπευσες να με διορθώσεις. Τώρα γίνεται πιο κατανοητό, νομίζω.


Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2005

maltempo


Il maltempo ostacola le creazioni.


Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2005

βυζαντίου μνήμες


Μού ήρθε με το πρωϊνό ταχυδρομείο. Πρόσκληση.




Τον Θανάση Μπακογιώργο τον έχω συνδέσει με μιά κρύα βροχερή νύχτα και την Θεσσαλονίκη του, πόλη όπου ζεί και εργάζεται (ευρυτάνας ο ίδιος) με το πενάκι του. Εκεί στο λοξό δρομάκι, την Λούη, στ' αριστερά ανεβαίνοντας την Ναυαρίνου και τον Ιππόδρομο.

Περιπλανώμενος αλώνιζα, ξέμπαρκος πάλι, ένας Θεός ξέρει τί γυρεύοντας. Γύρω σκοτάδι κι είχε μέσα φώς. Τράβηξαν το βλέμμα μου οι βυζαντινότροποι πίνακες και στο βάθος ο ίδιος. 'Ανοιξα και μπήκα. Δεν ξέρω γιατί. Κάτι οι πίνακες, κάτι το ζωντανό θέμα, γάτης που νιαούριζε. Πάλευε κάποιες λεπτομέρειες ακόμη. 'Εκθεση ετοίμαζε και βιαζόταν να προλάβει τις ημερομηνίες. Κάναμε κουβέντα. Δεν έλεγε όχι στην συντροφιά -ώρα περασμένη- να δείξει το έργο του κιόλας.

Ζεστός ο λόγος του, ανοιγόταν στην καρδιά που ήθελε επιτέλους να τα βρεί, με τί αλήθεια; Να αρθρώσει δυό λέξεις από την κοινή εμπειρία, που διψάγαμε κι οι δυό και άλλες εφτά χιλιάδες σαν κι εμάς. Νιώσαμε αμέσως φίλοι. Πώς γίνεται βρέ παιδί μου; Φεύγοντας, πέρα από τα κεράσματα (κάτι τυπωμένες κάρτες με το έργο του (δές ένα
δείγμα εδωδά), τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη (ιδού μια λεπτομέρεια), τα τείχη, τον άγιο που σκέπει την πόλη, καράβια, γυμνόστηθες γλυκειές σαν το κρασί γυναίκες), δώσαμε τα χέρια. Την άλλη μέρα ξαναπέρασα. Γνωριστήκαμε. Δεν γινόταν αλλιώς.


Μετά τόσα χρόνια με θυμήθηκε, ξανά. Το δίχως άλλο, θα κατέβω να τον δώ αύριο στις 19:00 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Ακαδημίας 50. Να δώ πώς κύλησε μέχρι τα σήμερα το έργο του. Να κοιτάξω τα χρώματα. Να τον δώ, και να δώσουμε τα χέρια, ξανά. Τόσες σιωπές απ' ανάμεσα.


(Ρίξε και σ' αυτό το κείμενο μια ματιά. Παρουσιάζει ενδιαφέρον).


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2005

sκιές


"Από το φλιτζάνι μου ξεφεύγει αχνός και πάει να επισκεφθεί το λουλούδι σου. Είσαι καθισμένη μπροστά του, το καμαρώνεις και βλέπεις το λουλούδι σου να κλείνει τα πέταλά του. Γυρνάς και με βλέπεις στ' αντικρινό σπίτι, που προσπαθώ να κατευθύνω τον αχνό μου στο λουλούδι σου. Σκέφτεσαι: "Πάλι αυτός".

Κατεβάζεις το ελαφρύ καφασωτό που φράζει το παράθυρό σου. Μά το λουλούδι πεισματωμένο δε θα ξανανοίξει σήμερα. Η μέρα σου πήγε χαμένη
".


Γράφει ο Pierre Bettencourt (Πιέρ Μπεττενκούρ) με το ψευδώνυμο Λού-Κιάνγκ-Τσέου, στο ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ του (εκδ. Στιγμή).


Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2005

αιώρημα



Δέχτηκα ένα mail με συνημμένην αυτή τη φωτογραφία και χάρηκα πολύ. Είπα: τι ευγενικό παιδί.

Σαγηνευτική η δουλειά της Sam Taylor-Wood (γενν. 1967). Το πρώτο mail ακολούθησε δεύτερο με άλλα τρία ενσταντανέ της αιωρουμένης. 'Ομως, εγώ, ένιωσα εδώ σε πλήρη λευκότητα να κυλώ στον ελαφρό κυματισμό του ξύλινου πατώματος. παιδική χαρά της πρώτης μας ηλικίας στην αθωότητα πνιγμένη, δίχως πρόθεση. Και να τώρα που με πλημμυρίζει διάθεση εξομολογητική.

Η
greek gay lolita ήταν πίσω από τα μήνυματα αυτά και ας δεχτεί κι από 'δώ τις ευχαριστίες μου.


(Περισσότερα links για την νεαρά καλλιτέχνιδα
εδωδά, όπου και τα εξής:
artnet
wikipedia
artcyclopedia
exhibitions
Επέλεξε στο search.yahoo link να δείς photos και videos
).


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2005

εωθινός



Ξημερώματα ροδίζει ο σταυρός της αττικής, και 'γώ το φώς κοιτάζω. Το πεντελικόν συννεφιασμένο είναι κι οι πλαγιές του από κάτω πέφτουν. Καθώς τρέχω κατά 'κεί γκαζώνω με πιρουέτες τα ψαρόνια με κυκλώνουν πέρα, πως φεύγει φεύγω το διάσελο της πόλης έξω... Ριπές στα μάγουλα το κρύο και μιλιά δε βγάζω. Μα όσο δακρύζει το πρωΐ τί αγαπάω όλος;


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2005

ολομόναχοι μαζί


ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ* και γυρεύω το σχήμα: 3 Iron του Kim Ki-Duk.

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ γυρνώντας κάποτε στην πόλη (από την εξοχή όπου είχα βρεί καταφυγή) συνάντησα δυό παιδιά από τη Γαλλία που πήγαιναν στην Καππαδοκία. Πάνε χρόνια, βέβαια. Στον γυρισμό, όπως κανονίσαμε, θα τα φιλοξενούσα πίσω. Και όντως πήγαν. Γυρνώντας μού 'δείξαν λεπτομέρειες που πέρασαν στο χαρτί: από την Αφροδισιάδα, ελληνιστική και ρωμαϊκή πόλη στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ενδιάμεσος σταθμός του ταξειδιού. Tο μάτι μου έπεσε στο πρώτο ήμισυ: αφρό... ιχνογραφημένο πάνω σε μία πέτρα. Μιλήσαμε πολύ εκείνη τη βραδυά. Το πρωΐ κόψαμε σταφύλια που κρέμονταν στην κληματαριά (ήτανε Αύγουστος μήνας) και τσιμπήσαμε ρώγες. Είχα σε μεγάλο μέγεθος ένα έγχρωμο αντίγραφο με τον καππαδόκη καθήμενο στον οντά, (style Buddha!), έργο του Κόντογλου. Το προσέφερα ως ενθύμιο.


Ο Stefan ήταν αδύνατος, εβραϊκής καταγωγής και σπούδαζε σχεδιαστής μόδας a Pari. Ανάμεσα στους συνειρμούς της νύχτας κι ενώ η Melani είχε γείρει ν’ αποκοιμηθεί, ανέφερε τον Τσβέ. Τρέχα γύρευε τώρα ποιός νά είναι τάχα αυτός ο «Τσβέ». Τελείως απίθανο μού φαινόταν για όνομα γερμανικό. (Είχαμε πιεί και τα κρασάκια μας –δεν είχα τότε τα γνωστά προβλήματα-, ο Στέφανος είχε φτιάξει πεντανόστιμο ριζότο στο μαγερείο, ακριβή συνταγή). Mάς έσωσε ο Μαγγελάνος. Για τον συνονόματό του, έλεγε, τον Zweig (Τσβάϊχ, σε μια παιδιαρίζουσα γαλλική ανάγνωση: Τσβέ), τον μεγάλο αυστριακόν συγγραφέα (εβραϊκής καταγωγής) του μεσοπολέμου. Μεγάλον, γιατί κατόρθωσε να διεισδύσει βαθιά στην ανθρώπινη ενδοχώρα και να φέρει στο φώς της δημοσιότητος μια σειρά από μικρά διαμαντάκια γραφής, γι' αυτήν ακριβώς την ενδοχώρα.

ΒΡΙΣΚΩ αντιστοιχίες (-συγγένειες, είτε πές: καταγωγές, με διαφορετική απόλυση, βέβαια) ανάμεσα στο φίλμ του βραβευμένου κορεάτη και το τελευταίο αριστούργημα του Τσβάϊχ, την ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ (SCHACHNOVELLE, 1942, έκδ. 'Αγρα 1991, ISBN 960-325-229-8). Αρχινώ από την αργόσυρτη, αλλά ευφυή τους δομή. Δομή μές στην σιγή (του αλλοτινού εγκλεισμού). Αντιγράφω, τώρα, από το οπισθόφυλλο του τόμου -και όποιος έχει δεί ήδη την ταινία, ας βγάλει μόνος του συμπεράσματα
:


«Ο συγγραφέας αναπτύσσει με μεγαλειώδη τρόπο το θέμα του πνευματικού εγκλεισμού που δεν μπορεί να βρεί διέξοδο παρά στην τρέλα. Ο δρ. Μπ., πριν ταξιδέψει, υπέστη από τους ναζί μια ιδιαίτερη φυλάκιση σ’ ένα εντελώς άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς τίποτα να μπορεί ν’ απασχολήσει ή να διασκεδάσει το μυαλό του, μέχρι που ανακάλυψε ένα εγχειρίδιο με παρτίδες σκακιού που άρχισε ν’ αποστηθίζει και να ξαναπαίζει από μνήμης.

'Εχοντας εξαντλήσει τις πηγές του βιβλίου, το μυαλό του τον οδήγησε σε παρτίδες με αντίπαλο τον εαυτό του κι έτσι άρχισε να υποβάλλεται σε μια σχιζοφρενική διάλυση που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.

Στο αφήγημα απεικονίζεται η πάλη του πνεύματος και της φαντασίας –χαρακτηριστικά του παλαιού κόσμου- ενάντια στον εσωτερικό δαίμονα και στην αδιάβλητη και πεισματική λογική της σύγχρονης βαρβαρότητας».

(Κι εσύ να διαβάσεις την νουβέλα. Αλλιώς δεν θα σε αγγίξουν αυτά που σημειώνω εδώ. Σαν τηνε διαβάσεις θα πλαντάξεις, η ίδια, από τον «εγκλεισμό». Μ’ ακούς;).


Ο ΤΟΝΟΣ του βιβλίου, με το πολύ δυνατό finis, είναι τρυφερά απαισιόδοξος. (Ο ίδιος, ο Τσβάϊχ, αμέσως μετά την συγγραφή αυτή και ήδη αυτοεξόριστος στη Βραζιλία, αυτοκτονεί, το 1943). Στην ταινία του Κι Ντούκ (2004), εμφανίζεται κάποια στιγμή ο ήρωας, έγκλειστος, να μελετά με τη διαίσθησή του (:τάϊ τσί) πώς να «εξαφανίζεται» (μές σε απόλυτο σιγή) από τον οπτικό ορίζοντα του αντιπάλου του. Παιχνίδι του νού κι αυτό, όμοιο εκείνου που γνώρισε ο έγκλειστος ασκούμενος στο chess. Μα με διάφορο, είπαμε, τέλος: κερδίζει, αυτός, τον έρωτα (σε mode πλήρους σιωπής) μένοντας με την ηρωΐδα ολομόναχοι μαζί. Σοφά ρύθμισε, ο σκηνοθέτης, και τα τρία χτυπήματα με τα μπαλάκια του γκόλφ. Εκδίκηση που δεν συμμερίζομαι.

(Γι’ αυτό μικρή μου thalassa, τέτοιες ταινίες βλέπω εγώ και πράσσειν άλογα σού λέω).


* Ρ3μπώ ξανά και να με συμπαθάτε.


Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2005

απογαλακτισμός


Αλληλογραφούσα μ' ένα παιδί στα κρυφά από διαδικτύου ήδη από τον ξεχασμένο Δεκέμβρη... 'Ετσι στα ξαφνικά (αφού με ευλόγησε όσο τού ήταν δυνατό) έπαψε ν' απαντά στις 8 τ' Απρίλη, μέρα των κατά κόσμο γενεθλίων μου, χωρίς να τα θυμηθεί. Τέτοιος απογαλακτισμός. Υπαινιγμός: Προς Θεού, όχι άλλους διθυράμβους. Ο ίδιος εγώ.


Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2005

τα παιδιά της πόλης

ΠΡΑΞΗ 3η - Το ταξείδι

»Αισθάνομαι πτώμα τούτη τη στιγμή που σού γράφω. Δεν ξέρω αν τα πόδια μου θα με βαστήξουν άλλο σήμερα, κι έτσι εδώ θα ξαποστάσω. Το ξέρω, δεν με ήθελες περισσότερο κοντά σου. 'Αλλωστε κι εγώ τό 'χα πολύ δύσκολο να περάσω κι άλλες τόσες στιγμές στο πλάϊ σου, άπραγος. Πίστεψέ με. Μόνο που, όπως στο είπα, με μπέρδεψες με την άκαιρή σου ερώτηση. Δεν άφησες να έρθει ήρεμα, φυσιολογικά. Κι έτσι έχασες την παραμυθία που σού επεφύλασσα. Εγώ με τη σειρά μου, όπως είδες, έχασα τη λαλιά μου. 'Οταν την επανέκτησα, δεν μού ήταν πλέον εύκολο να σού εξηγήσω. Δεν μού ήταν εύκολο να μιλήσω ξεκάθαρα, ανεπιτήδευτα, όπως ζητάς. Να σού περιγράψω τί ακριβώς στοχεύω. Να σού πώ για το ταξείδι μου αυτό και το τί σήμαινε για μένα... Είναι φανερό πως δεν συνεργούμε στο να συναντηθούμε. Είναι φανερό πως δεν εκβιάζουμε τα πράγματα και τις υποθέσεις τις ύστερες και πάντα πρώτες. Είναι φανερό πως δεν επιδιώκουμε άλλο, εξόν την επαφή, το πρώτο άγγιγμα... των ψυχών, αγλάϊσμα της δόξης της ψυχής φυγής, πνοής θερμότατης... το πεντζίκειο εκείνο ταξείδι – «περίπατος των ψυχών έξω από τις κάμαρες».

»'Ηρθα, το λοιπόν, στην πόλη ετούτη, 'Επαχτο, σήμερα 22 τ’Απρίλη. Πήρα ένα δωμάτιο στο ίδιο πάντα το ξενοδοχείο. 'Οπως και τότε... πριν από έξι τόσα χρόνια. 'Ιδια πάλι εποχή, όπως και τότε... που τριγυρνούσες ντυμένος στα λευκά. Βγήκα να συλλέξω τις απαραίτητες πληροφορίες. Είμαι, -ναί, το βλέπω πως είμαι τυχερός. Αύριο μόνον και το Σάββατο, ξανά, έχει λεωφορείο για τα απόμακρα εκείνα μέρη. Αύριο, στις δώδεκα το μεσημέρι, για Αμπελακιώτισσα. Θα περπατήσω κιόλας. Για τον γυρισμό δεν γνωρίζω τίποτα. Θα έχω σίγουρα πολλές δυσκολίες. Δεν ξέρω τί θα βρώ εκεί απάνω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να είμαι εδώ ξανά στο ραντεβού μας. Εσύ, φυσικά, θα έχεις ήδη περάσει και θα έχεις φύγει πίσω. Θα με βόλευε να γυρνούσα μαζί σου, τώρα μάλιστα που άλλος σού πληρώνει τα έξοδα για το ταξείδι... Μα και σύ τούτο τ’ απόγευμα, χωρίς δουλειά, θα τό 'ριξες στον ύπνο. 'Ετσι δεν είναι; Ναί, βέβαια, σού λείπει ο ύπνος από χθες το βράδυ... Θα το πώ. διακρίνω την ηθική σου σύσταση αυστηρά κλεισμένη στα πλέγματα του λογικού που αναθρέφεις...

»Προκρίνω, ωστόσο, πως κάτι θα ετοιμάζεις μόνος σου στο Μεσολόγγι. Κάποιον νέον ύμνο πάλι... κάτι θα γράφεις τούτη τη στιγμή για τον χαμό του Βύρωνα... 'Ετσι δεν είναι; 'Ενα ποίημα που θα μού διαβάσεις μεθαύριο, ίσως, γυρνώντας στην Αθήνα. Μην περιμένεις να σε πάρω τηλέφωνο... Με τρομάζει πολλές φορές το φέρσιμό σου. Το πώς έχεις δοθεί στην ζωή του κόσμου. Απόκοσμος εγώ. Σού 'χα πεί πως δεν πρόκειται ποτέ αυτόχειρας να γίνω. Να όμως που η μοίρα το προστάζει. Μοίρα να εννοήσεις την συμφορά μου με τον κόσμο, ταξείδι εγώ του πελαργού στον νότο».



(Αντλημένο από κάποιο τεύχος της ΟΔΟΥ του ΠΑΝτΟΣ. Κάτι μού πήγαινε καθώς το πρόβαρα βγάζοντας τις ναφθαλίνες από την ντουλάπα και το αντιγράφω στην ταξειδιάρικη ιστοσελίδα μου, την και: άωρον).


Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2005

στρατηγήματα

general, tu es negre… *

Από τις συλλογές του πορφυρού και μαύρου φίλου (τον Ναφτίλο, λέω, που από ΑΝεμος θέλει να γίνει φωτιά) μαθαίνω για το Παρίσι. Τηλεόραση δεν ανοίγω. Τους μήνες της Κομμούνας του 1871 αμφισβητείται αν το τρομερό παιδί τριγύρναγε στα Παρίσια. 'Ομως εμπνεύστηκε, κι εγώ επιλέγω κι αντιγράφω από το ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ (1873). Παρακολουθώ τον σκληρό κι ειρωνικό και προφητικό λόγο του παλαιού αλήτη. (Παίζαμε άλλοτε γύρω από τον ίδιο ποταμό). Λέγεται πως πέρασε και μέσα από τις γραμμές του εχθρού, σε πεδία μαχών κοιμήθηκε. Διαβάζω:

«Στρατηγέ, αν απόμεινε κανένα παλιό κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες σου, βομβάρδισέ μας με μπάλες ξερό χώμα... τις βιτρίνες των πανέμορφων μαγαζιών! Τα σαλόνια! Εξαφάνισε την πόλη...» *

Ο Πολύβιος Ευπατρίδης έγραψε δυό λέξεις παραπάνω. 'Ανοιξε μιάν συζήτηση. Δες εδωδά.

Και συνεχίζω:

Μέσα στους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς κατάλυμα, χωρίς ρούχα, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: «Τα παρατάς ή συνεχίζεις; Και νά που συνεχίζεις. Πηγαίνεις χωρίς να ξέρεις πού και γιατί, να χώνεσαι παντού, νά 'σαι μέσα σε όλα. 'Οταν είσαι πτώμα, δεν σε ξανασκοτώνουν». Το πρωΐ είχα βλέμμα τόσο χαμένο και η όψη μου έμοιαζε τόσο με νεκρού, που όσοι με συνάντησαν μάλλον δεν με είδαν. *

Παρακολουθώ τα δρώμενα. Θυμίζω πως τους προηγούμενους μήνες έπαιρναν φωτιά όλως τυχαίως τα δικά τους καταλύματα. Των μεταναστών. Πολυκατοικίες ολόκληρες καίγονταν. Είχαν νεκρούς σε κείνες τις φωτιές. Κάποιοι δεν τους ήθελαν. Ο Γεώργιος Χοιροβοσκός πέρα από ιστορικό άρθρο για τους αλήτες αυτής της πόλης, τους παρίες, σε μιά αποστροφή προχωρά στην διάκριση "του σημερινού Οικονομικού Πολιτισμού". Λέει: "δεν χρησιμοποιώ τον όρο Δυτικός πολιτισμός γιατί η απλούστευση και οι χωρισμοί εκ του πονηρού σε Ανατολικούς και Δυτικούς δεν χρησιμεύουν σε τίποτα απολύτως".

Ο θεός βοηθός! (bonne chance) φώναζα, αντικρίζοντας στον ουρανό μια θάλασσα φλόγες και καπνό. Κι από δεξιά κι αριστερά, όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν, λές κι έπεφταν χιλιάδες κεραυνοί. *

νύχτες μετράω. η ενδεκάτη.


* στίχοι του Αρθούρου Ρεμπώ, σε μτφρ. Χριστόφορου Λιοντάκη (έκδ. Γαβριηλίδη, 2004) που σώζει κάπως το δύσβατο στρατήγημα.


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2005

χρωματισμοί



Λίγα λουλούδια για τους Θεσσαλονικείς, παρακαλώ, που τα μπλογκοπίναν χθες βράδυ... και η φωνή τους απέκτησε χρώμα αναμεταξύ τους. Εύσημα στην πρωτοβουλία.


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2005

στούς ανθούς μιάς μουσμουλιάς


Είναι περασμένη η ώρα, ήδη απόγιομα, για να μιλήσει κανείς για το ξημέρωμά του, τούτο το πρώτο Σάββατο του Νοέμβρη. Πού 'ναι ζεστό. 'Ομως, δυό εκπομπές απανωτά με την Μαριάννα Κορομηλά δεν είναι και λίγο πράμα. Η ώρα μετάδοσης άλλαξε από το προηγούμενο Σάββατο, αλλά εγώ, ήδη περασμένος στην Τουρκιά, χαμένος στης Εφέσου την τρίτη όψη (εξ’ ου και η αναφορά στην πύλη του Αδριανού) δεν έλαβα γνώση. Στο εξής θα μεταδίδεται από το Β’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 9:00 με 10:00 το πρωΐ του Σαββάτου. Παραμένει ευτυχώς και η παλιά ώρα μετάδοσης 8:00 με 9:00, από το Α’ Πρόγραμμα (σήμερα: ΝΕΤ 105,8), με πολύτιμες επαναλήψεις αρχείου. Η κυρία είναι από τις τελευταίες αρχόντισσες της ελληνίδας φωνής. Το έργο της φροντισμένο μέχρι κεραίας μάς ξεναγεί στην ελλάδα (άσε με να το χαρώ με μικρό το ε), την ου-τόπος απλωμένη ολόγυρα σε τούτες τις θάλασσες. Κάποτε φουρτουνιασμένες, άλλοτε πάλι μπονάτσα.

Με την αίσθηση της βανίλιας π' αναδίνουν οι νέοι ανθοί της μουσμουλιάς κι αφού καθάρισα την ελιά κάτω στο πεζοδρόμιο και χαίρομαι κατάφωτα τα νεαρά της μπράτσα, κεράκια που θα φέρουν καρπόν, ευχαριστώ όλους όσους με θυμούνται και μού στέλνουν... ραβασάκια! Μην ξεχνάτε πως σάς αγαπώ. Μεταξύ αγνώστων, όπως έχουμε ήδη με άλλη ευκαιρία σημάνει, η αγάπη μου επιδεινώνεται. Θέμα ορμής, υποθέτω.


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2005

Anat0λu


Είπες: - θα ξενιτευθώ.

'Αδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο.
«Μόνον τ’ απαραίτητα» είπα.*


Την πύλη του Αδριανού θα πά' να ιδώ.
Κινάω.
Εκεί από κάτου θα γείρω ν' αποκοιμηθώ
μές στα χαλάσματα της πολυμάστου
της βυζάχτρας
κι αγρίμι πού 'ναι
Παρθένος. όπου
λέοντες, ταύροι, γρύπες,
πάνθηρες, αλάφια και βόδια
προσκυνούν σε

αναζητάω
τα χνάρια κάτω ανάγλυφα στο πλακόστρωτο πως
την μαρμάρινη οδό λοξεύουνε
για τα πορνεία. οττω τις εραται...**

'Αδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο.
«Μόνον τ’ απαραίτητα» είπα.*


---------------
* Γράφοντας κάπου, ο Ελύτης, για του καθενός τσ’ αγάπες
** πριν απ’ όλους της Ψάπφας


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2005

Χαβιάρι κανείς παιδιά;


'Εχω μείνει ακόμη να κοιτώ σε προηγούμενο post την ρήση του μακρυνού lazopolis με την επιστημοσύνη που τον διακρίνει: Η Θρησκεία είναι χόμπυ. Συμφώνησα. Καβάλησα το καλάμι, άνοιξε το σουσάμι και μού ‘δειξε σχετικό ντοκυμαντέρ με τους λαούς στο Καρακορούμ και τα Κουενλούνια εκ της πολλής χιόνος αποκλεισμένους να σώζουν την ώρα τους βυθισμένοι στο χόμπι τους. Είναι το μόνο που μπορεί να τους κρατήσει συντροφιά, αποκλεισμένοι στα υψίπεδα και τις χαράδρες. Αν δεν είχανε τη θρησκεία τους ο χειμώνας δεν θα έβγαινε. Από τη ρήση αυτή πιάστηκα που με εντυπωσίασε. Ασυναίσθητα ανέσυρα από τα βάθη της θλίψης μου κι έφερα μπροστά-μπροστά στα μάτια του ταξειδιάρη νού μου, τις δύο εκείνες συνεντεύξεις στο ΤΕΤΑΡΤΟ, ανάμεσα 1978 και 1984 -δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια πότε- με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: Ο Θεός είναι σαν το καλό χαβιάρι & Ο Θεός είναι σαν ηρωΐνη δωρεάν. Δυό δυνατές τζουρίτσες για όσους ζητούν ακόμη την νηφάλιο μέθη και την ησυχία στου Εξηκία τα πινάκια. (Ο άνθρωπος που πήρε αυτές τις δύο συνεντεύξεις είναι γνωστός και ακόμη έχει πέραση στις μέρες μας, μον’ το όνομά του δεν θα αποκαλύψω και θα ήθελα να μην τον αποκαλύψει κι όποιος τις θυμηθεί. 'Ε, ας μείνει κάτι να μάς συνέχει μυστικά...). Μα, αν κάποιος έχει πρόχειρα τα κείμενα αυτά ας μπεί στον κόπο να μού τα στείλει να τα ξανα-ματα-χαρώ. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: τα μακρυά μαλλιά είναι συναισθήματα, όχι τα γένεια... Χαβιάρι κανείς παιδιά;


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2005

σfιζοφρενείαs το ανάγνωσμα


τω losTromω με αgάπη



Η σχιζοφρένεια είναι η προσπάθεια της ύπαρξης προς την αυτοϋπέρβασή της, είναι η προσπάθεια υπέρβασης του θανάτου, η πάλη ενάντια στο Μηδέν...

Η σχιζοφρένεια γίνεται έτσι ο καθρέφτης όπου η ανθρώπινη ύπαρξη βλέπει τον ιδρώτα του Προσώπου της στην προσπάθειά της να προχωρήσει.

Το απροσωποποιημένο σχιζοφρενικό "είναι" πεθαίνοντας τη ζωή του, υπάρχοντας μέσα στην ανυπαρξία του Μηδενός, καθίσταται η προσωποποίηση της προσπάθειας της υπάρξης να επιβεβαιώσει την παρουσία της.


Η ΤΡΕΛΗ ΣΚΕΨΗ μέσω του μαρτυρίου της καθίσταται η μαρτυρία της ανθρώπινης ανάστασης που βίωσε οδυνηρά την πτώση της.

Η απροσωποποιημένη σχιζοφρενής ύπαρξη προσωποποιώντας

την ελευθερία της ανθρώπινης ιστορικότητας, ενσαρκώνει το λόγο της πεπερασμένης συνάμα και
αιώνιας

συνείδησης

σαν ένα ατελεύτητο ορόσημο στην απρόσωπη οδύνη του Είναι. Στην προσωπική μοναξιά του καθενός.

Σχιζοφρένεια είναι το σημαινόμενο της αγάπης.




ΦΩΤΗΣ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ, Η διαδικασία της απροσωποποίησης στη σχιζοφρένεια, 1988β.

Εγχειρίδιο που μελετούν οι σπουδαστές των ΤΕΙ Αθηνών. Αν κανείς διεισδύσει στο απροσπέλαστο της διατύπωσης θα βρεί ακριβώς σ’ αυτήν το ζητούμενο της αgάπης.Μιλώντας για την σχιζοφρένεια, τον καθρέφτη και την τρελή σκέψη...


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2005

ολόγιομο με δυό πουτάνες


τούτα τα ξημερώματα μεσούντος του Οκτωβρίου πάντα κι ερωτευμένο εγώ μές στην υγρασία τη πολλή και το κρυούτσικο που είναι το σκοτάδι κι είναι (θ’ αλλάξει η ώρα και θα δείς) να περπατώ μόνος πια απόκαμα της πόλεως τους δρόμους θέλω ξημερώματα και με πρωϊνό φεγγάρι νιώθω που βυθίζομαι μέσα σε νέφη της δροσιάς της πάχνης και μιάς υγρής αχνάδας που φτάνει ίσαμε ψηλά τα πενταόροφα και μού ξυπνά ο κρυούτσικος αέρας το κοιμισμένο απ’ την αγρύπνια το τρεχαλητό κυνήγι πρόσωπον της ηδονής χθες λές τό ‘δες ολόγιομο ήταν το φεγγάρι μα τέτοια πάντα εποχή θυμάσαι πού ‘σουν παιδί και ‘γώ να κάνω πιάτσα γωνία Βουκουρεστίου είπες κέντρο της Αθήνας πώς έτρεχα με το που έσκαγε το φώς και ρόδιζε πίσω ο Υμηττός τρελλός να βγώ απέναντι μή χάσω το ολόγιομο βασιλικό φεγγάρι τάληρ’ ολοστρόγγυλο μές στην Ερμού ως γέρνει δίσκος μεγέθης φυλακίζεται φράζει σού λέω απά να πιάνει της Καπνικαρέας την κεραμοσκεπή και ‘γώ να του πετάω πέτρες εκεί στα κεραμίδια ότι στάθηκε φεγγάρι αυτό πεσμένο εδώ στην περίκλειστη μες στις πολλωλογιώψηλες τις κατοικίες του Ερμού οδό να σημαδεύει το Αιγάλεω πέρα τις γρίζες τις πλαγιές κι είπες πως με είδες νταβατζή σε δυό πουτάνες


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2005

.ψ.


Σκοντάφτει κανείς σ' όλα όσα δεν καταλαβαίνει, ονομάζοντάς τα ψέμα. 'Οταν σκοντάψεις μιά και καλή, τότε ανταμώνεις το αρχικό Ψ στη λέξη Ψυχή, που ξεπερνά το ιδιωτικό σχήμα και τον κόσμο κατοικεί. * (Ν.Γ.Π. ξανά)


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2005

τα πειστήρια


για το θείο τραγί ...'κεί μέσα στον πύργο:


'Ωστε μιά νύχτα δε βάσταξα. έριξα γοργό βλέμμα στις λεύκες. το παράθυρο ήταν του μεσαίου πατώματος. τα δέντρα είχαν κλαδευτεί προς το μέρος του σε τρόπο που να μήν τού σφαλνάνε τη θέα. τα κομμένα μπράτσα τους όμως ακουμπούσαν απάνω του. Σαλτάρισα λοιπόν προς το ύψος καθώς μιά φορά στη Σουμάτρα όταν κυνηγούσα μαϊμούδες, και σε λιγάκι ήμουν δυό δυόμισυ μέτρα αλάργα της. Κάθονταν μπρός στο πιάνο της κ' έβλεπα το προφίλ της να λάμπει. έπαιζε μια σερενάτα του Σούμπερτ: λάιζε φλέχεν μάϊνε λίϊντερ ντούρχ ντί νάχτ τσού ντίρ ιν ντέν στίλλεν χάϊν χερνίϊντερ... "Τί σού είναι ο έρωτας - μούχε ειπωμένο ο επιστάτης. ξέρεις από τί την αγάπησε; απ' τα δάχτυλα. απ' τα δάχτυλά της τα ωραία. Καθώς το πιάνο της βούιζε, αυτά φτερακάγαν στα κόκκαλα. οι βούλες των κόμπων τους, των νυχιών η στιλπνότη, εκείνο τους το πικάντικο πέταγμα πάνω στα πλήχτρα του πιάνου τον ξετρελλάναν τον Κύριο".


Δρασκέλισα το ζωνάρι του τοίχου και πιάστηκα στην αχτινοσιδεροστιά του παράθυρου. Αυτή σιγοτραγουδούσε και τόπαιζε. σ' αυτό το δύσκολο έργο μου με σιγοντάριζε φίνα. το γλυκοκελαδητάκι του πιάνου της με κείνο το μουρμουρητό των χειλιών της, μούδιναν ένα τέμπο στις σκέψεις μου. σαν να μού διηγόσαν τα τρίστρατα -το γυρί-γυρί των κόσμων- τα ντίγκι ντίγκ της διάβαιναν. Κ' εγώ δεν είχα παρά να δρασκελίσω και νάμπω!


...Μόλις μέ είδε αναστέναξε. έκαμε σαν πεταλούδα πιασμένη. 'Αχ! και μού δείχνει το στήθος της. εκεί την πονούσε! 'Αχ, ξανάκαμε κ' έτρεμε. έλεγες πως μόνο τα άχ της κατοικούσαν στο σώμα της. Το βλέμμα της είχε τη λάμψη τής τρέλλας. Είχε στριφογυρίσει το κάθισμα με τις πλάτες στο πιάνο κ' ήταν έτσι -όπως έφρισσε- σάν 'να όμορφο ζώο στριμωγμένο στην κοίτη του.


-Μά τί διάολο της κάνω, δεν υπάρχουν μπαλτάδες δώ μέσα; Αυτή έχασκε σαν πετρωμένη στη θέση της. ήταν το βλέμμα της χαύνο. Σχεδόν άκουα της συνείδησής της τούς χτύπους!


-Δεν ακούς, της ξανακάνω εγώ. χάθκε μιά καραμπινιά με λυκόσκαγα; κοιταζόμαστε μόνο. σάς λέω, τίποτ' άλλο...


-'Αμποτες τής λέω να φώναζες. μα έλα που μ' έχει απαρνηθεί μένα ο διάολος και με διεκδικούν οι αγγέλοι; νάχα ριχτεί καμιάς δούλας σου, τώρα θάταν ο πύργος στο πόδι και δε σού λέω πολύ, το λιγότερο θα με κάνανε σάπιο. ενώ εδώ πάλι η τύχη μου σκάλωσε, με το να φοβάσαι το σκάνταλο, το κοτσομπολιό, τον αφέντη.


Της έριξα ένα βλέμμα τράγου και τα ρουθούνια μου μίληγαν. βαρβατίλας εβρώμαγα. ήμουν το θείο τραγί! μέεεε... Δέ μέ βρίζεις τουλάχιστο; Και μ' ένα τής μύτης μου φύσημα σβένω τη λάμπα. Τότε τήν έπιασα. Είχε κατιτίς το μοιραίο η σμίξη μας. ένιωθα να σπαράζει το σώμα της κ' εγώ στάθκα γοργός και χτηνώδης. Πέρασε μέσαθέ της ο πόθος μου σα σφοδρός άνεμος μές' σε θεοσκότεινη νύχτα. μόνο κάτι λυγμοί την ετίναζαν. όταν την άφησα -χάμω εκεί πά στο πάτωμα- ήταν βαριά σάν 'να πτώμα...




Το καταθέτω πλήρως ορθογραφημένο στου μαΐστορος τη δόξα, για να χωρέσει στις αράδες ετούτες όλη η μουσικότητα του κειμένου όπως ακριβώς τό έγραψε. ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ είναι. Κι εγώ κοντά του. Σκύλος.

(ο γερμανός στίχος λέει: Σιγανή ικεσία τα τραγούδια μου μέσ' από τη νύχτα φτάνουν στο σιωπηλό άλσος κάτω).


Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2005

έκτακτο παράρτημααααααααα


'Ερωτας από Διαδικτύου



Ο Χοιροβοσκός και το θείον Τραγί



τό... κάνανε!



'Οχι, θ' αφήνανε.



-----
Υ.Γ. Στο ζητούμενο εδωδά link http://xoirovoskos. blogspot.com/2005/10/blog-post_13.html, το οποίο σήμερα, 1 Ιουλίου 2010, δεν υφίσταται, είχε αναρτηθεί στις 13 Οκτωβρίου 2005 (και ώρα 00:12) το κάτωθι post συνοδευόμενο από τρία σχόλια, όπου και παρέπεμπα τότε. Το αντιγράφω σήμερα εδωδά για να γίνει κατανοητή η πρώτη μου αναφορά. Ο ίδιος.


To Θείο τραγί – Γιάννης Σκαρίμπας

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...


Ο Γιάννης Σκαρίμπας κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στα πνευματικά πράγματα το 1929, με τη συμμετοχή και βράβευσή του σε διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε το περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.

Το Θείο Τραγί εκδίδεται το 1932 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σκαρίμπα. Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της ανατροπής, της αντισυμβατικότητας και της αντιηρωικής διάθεσης. Έχει προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Καημοί στο Γριπονήσι, που εκδόθηκε το 1930. Ο ήρωας του μυθιστορήματος Το Θείο Τραγί ονομάζεται Γιάννης, όπως και ο συγγραφέας. Είναι ένας αστός που διάλεξε να είναι περιπλανώμενος αλήτης, έχοντας διακόψει κάθε δεσμό με το οικογενειακό του περιβάλλον. Αρνείται την κοινωνία και τους θεσμούς της, ενώ παράλληλα, έχει γνώση της ιδιαιτερότητάς του, με αποτέλεσμα να μην αποδέχεται τους άλλους αλλά ούτε και αυτοί εκείνον. Η μόνη λύση που του απομένει είναι η φυγή.

Κάποια στιγμή στη διάρκεια της περιπλάνησής του φτάνει σε ένα μύλο και τον φιλοξενεί ο μυλωνάς, ο οποίος τον ρωτάει διάφορα πράγματα για τη ζωή του, αλλά λαμβάνει αόριστες απαντήσεις από μέρους του. Φεύγοντας απ’ το μύλο και καθώς περιπλανιέται στην ανοιξιάτικη φύση, συναντά κάποιους χωρικούς, οι οποίοι τον ρωτούν αν ξέρει που βρίσκεται το τσιφλίκι του Μάλωση και εκείνος τους δίνει εσκεμμένα λανθασμένες πληροφορίες, για να χάσουν το δρόμο τους και να ταλαιπωρηθούν.

Καθώς πέφτει το σούρουπο, ο Γιάννης φτάνει στο σπίτι του Μάλωση, που έχει ιδιόρρυθμο σχέδιο και θυμίζει μεσαιωνικό πύργο. Εκεί συναντά έναν υπηρέτη, που προσφέρεται να τον φιλοξενήσει στην κάμαρά του. Ο υπηρέτης προσφέρει φαγητό στο Γιάννη και τον πληροφορεί σχετικά με τη ζωή των ιδιοκτητών του σπιτιού. Τού λέει ότι τα μοναδικά προβλήματα που τους απασχολούν είναι η διανομή της γης που ζητάει η κυβέρνηση, και το γεγονός ότι δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Παράλληλα, μαθαίνουμε ότι η γυναίκα του Μάλωση υπήρξε παλιά ερωμένη του Γιάννη.

Έπειτα, ο Μάλωσης προσλαμβάνει τον ήρωα ως ιπποκόμο του, κι αυτός αναλαμβάνει την περιποίηση των ζώων του στάβλου. Ανταποκρίνεται με συνέπεια και γνώση στα καθήκοντά του, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Ταυτόχρονα, συναντά τη γυναίκα του Μάλωση, καθώς έχει αναλάβει την φροντίδα του αλόγου, που εκείνη ιππεύει.
Κάποια μέρα ο Γιάννης επιχειρεί να βοηθήσει την Μάλωση να κατέβει απ’ το άλογό της, κι εκείνη τον αποδιώχνει και τού φέρεται με άσχημο τρόπο κρίνοντας τη στάση του προσβλητική γι’ αυτήν. Στη συνέχεια ο Μάλωσης καλεί τον ήρωα στο γραφείο του ζητώντας του εξηγήσεις σχετικά με το τι είχε συμβεί ανάμεσα σε κείνον και τη γυναίκα του. Λίγο αργότερα κυκλοφορούν φήμες στον «πύργο» ότι ο αφέντης κάνει έντονες σκηνές ζηλοτυπίας στη γυναίκα του. Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ένα βράδυ ο ήρωας ανεβαίνει απ’ το μπαλκόνι στο δωμάτιο της Μάλωση και συνευρίσκεται ερωτικά μαζί της.

Κείνες τις μέρες μια φοράδα του στάβλου γεννά ένα πουλάρι κι ο Γιάννης αφήνει να εννοηθεί ότι η πατρότητά του ανήκει στον Μάλωση, λόγω της εξωτερικής, όπως ισχυρίζεται, ομοιότητας του πουλαριού με τον αφέντη του «πύργου». Ταυτόχρονα, για να διασκεδάσει κάθε υποψία του αφεντικού του απέναντί του, αρχίζει να προσποιείται τον θεοσεβούμενο και ενάρετο άνθρωπο. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο Μάλωσης ότι έχει να κάνει με έναν άγιο άνθρωπο.

Προς το τέλος του μυθιστορήματος, η Μάλωση, που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, έχει μείνει έγκυος ενώ παράλληλα, η σχέση της με τον άντρα της ομαλοποιείται. Ο Γιάννης αισθανόμενος ότι έχει ολοκληρώσει το έργο του φεύγει απ’ τον «πύργο». Ως δικαιολογία προβάλλει το ότι πρέπει να κάνει κάποια εγχείρηση, γιατί έχει πρόβλημα στα γεννητικά του όργανα, πράγμα που τον εμποδίζει να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπάει. Ο Μάλωσης τον συμπονάει και συγκινημένος τον αφήνει να φύγει δίνοντάς του ένα χρηματικό ποσό για την εγχείρηση.

Ο Mario Vitti, μας πληροφορεί ότι «Το μυθιστόρημα Το Θείο Τραγί είναι γραμμένο πριν εφαρμοστούν στην Ελλάδα εκφραστικοί τρόποι που έχουν για στόχο την ανατροπή της παραδοσιακής διατύπωσης, και σ’ ένα διάστημα όπου ο υπερρεαλισμός δεν έχει παραγάγει τη συνειρμική σύνθεση του λόγου». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι «Ο ήρωας στο Θείο Τραγί είναι ένας «αρνητικός» ήρωας, με την έννοια ότι για να τον πλάσει ο Γιάννης Σκαρίμπας ανέτρεψε ορισμένα συμβατικά αστικά προσόντα».

Επιπλέον, στο Θείο Τραγί απαντάται παρωδιακή χρήση του εκκλησιαστικού λόγου. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να παρωδήσει τα χριστιανικά κείμενα, αφορά στο ιδεαλιστικό και πνευματικό τους περιεχόμενο, που τα τοποθετεί -όμοια όπως και το ρομαντισμό- στο χώρο του «υψηλού». Τη σχέση, άλλωστε, ανάμεσα στο χριστιανισμό και το ρομαντισμό επισημαίνουν αρκετοί από τους οπαδούς του ρομαντισμού.
Ειδικότερα, η παρωδία του εκκλησιαστικού λόγου εμφανίζεται κυρίως προς το τέλος του μυθιστορήματος, όταν ο Γιάννης αποφασίζει να προσποιηθεί τον θεοσεβούμενο. Έτσι, παρωδείται η εκκλησιαστική γλώσσα, καθώς και αποσπάσματα από εκκλησιαστικά κείμενα. Η ειρωνική χρήση του χριστιανικού λόγου από μέρους του ήρωα, καθώς και τα νέα συμφραζόμενα που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, συμβάλλουν στη σατιρική λειτουργία της παρωδίας στα σημεία αυτά.

Πιο συγκεκριμένα, στην αρχή του Ζ' κεφαλαίου παρωδείται ένα κείμενο των εξορκισμών. Ο ήρωας αποφασίζει να εξορκίσει το Σατανά από τη ζωή του με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ξόρκιζα με τον απήγανο, και σταύρωνα με το αλάτι, έλεγα: “εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας” και λιβάνιζα, “εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν” κ’ έφτυνα, “ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς αγγέλων θεού, Αδωνάι, Ελωί, έξελθε και αποχώρησον από του σταύλου μας τούτου” και τράβαγα τη μύξα μου απάνω του, “φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον” και γύριζα και τον έκλανα.»

Υ.Γ. Και αν με ρωτήσετε που το βρήκα θα σας απαντήσω ότι και ο Δ. Καμπούρογλου στον Κ.Θ. Δημαρά, «Πριτς Δημαρά», «έκανα τριάντα χρόνια για να το βρω. Να κάνεις κι εσύ άλλα τόσα». Είπαμε η σχέση είναι τέχνη...


3 Σχόλια :

το θείο τραγί 16:22
Εντάξει το ομολογώ: με λένε Γιάννη και έκλανα.

Το καλλιτεχνικό μου είναι milon mallon (κάτι σα να φέρνει του Μυλωνά).

Δεν με αποκαλύψατε τώρα, αλλά ήδη κατ' εκείνον τον καιρό όταν κάμνατε την καταχώρηση εκείνη ότι τάχατες είχατε τσακωθεί με την αδελφή σας. Βέβαια, το κοινό μας, ανίδεο, μάς παρακολουθεί από κάμποσα μίλια και μιλιά δε βγάζει. (Αφού παίρνουν φτυχία χωρίς να σπουδάζουν, εμείς φταίμε;)

Η επόμενή μου καταχώρηση (και αφού ερμήνευσα το λογοποιόν περί των λέξεων που συνυπογράφουν τα postάκια μου) θα ήταν το σχετικό χωρίο με την οικοδέσποινα στον πύργο... του αυθεντικού τράγου! (σήμερα από τις εκδόσεις Νεφέλη, επιμελεία Κ.Κώστιου, 1993, σσ. 81-83).

Το θείο τραγί, όπως και σείς το ζορίσατε το πράμα, εμπαίζει τον κόσμο δίκην σαλού (εκείνου που εορτάζει την 21η Ιουλίου εκάστου έτους, του Συμεώνος, λέω, παρέα με τον κολλητό του, τον Ιωάννη) του 4ου πάνω-κάτω μ.Χ. αιώνος.

Παίρνετε, ξέρετε, καλόν βαθμό αν και δεν προχωρήσατε στο να αποκαλύψετε στην έντρομη μπλογκαρία -που χέστηκε να μάς παρακολουθεί- ότι (-ναί, ναί-) εγώ είμαι και η Greek Gay Lolita. Αυτή που συνάπτει και πούτσους σπαργανωμένους. 'Oπως μόνον η/o thalassa είχε την ευρύτητα (πνεύματος) να συμπεράνει.

Φυσικά, για ευνόητους λόγους, το χειρισθήκατε εξαίσια το θέμα, αφού τρέπετε την μπλογκαρία σε ανοιχτή πίστη στο περί μετεμψυχώσεως μύθευμα, και όχι στο να δεί το πασίδηλον: ότι το θείον τραγί είστε εσείς ο ίδιος!!! (-ναί, ναί, βέβαια, εσείς ο ίδιος. Γιατί να το κρύβουμε, άλλωστε;-).

Η τιμωρία σας, (όπως και ο ανώνυμος, ο εσχάτως λαλήσας στο παρελθόν σας post, μάς προκατέλαβε, ορεγόμενος την αάπη... άνευ γού) θα είναι... να απαλείφω στο εξής το "αγαπητέ" πρό του "Γεώργιε". Τούδε και εις το εξής αγαπημένον μου σάς ονομάζω.

Ούουουουφ, εραστή γύρευα, εραστή βρήκα. Από διαδικτύου.

Σαν ανώμαλα ρήματα αιστάνομαν ν' αλλάζουν ύφος και όψες οι σκέψεις! (του ιδίου).

Υ.Γ. Ετοιμάζω ταξείδι για την ‘Εφεσο. Πάμε;

Πρόοοοσχωμεν! Σεβντάς και μαντζόρε...

Υ.Γ.2 Μού άρεσε το: νεανίας. Και αφού το ρομαντικός ερμηνεύσατε, ρωτώ: Για μένα το λέτε; Μάλλον για εσάς τον ίδιο.

Χοιροβοσκός 19:20
Θείε Τραγί, γνωρίζετε την συμπάθεια και την εκτίμηση την οποία
τρέφω προς το προσωπό σας, εξάλλου λίγη σαλότητα δεν βλάπτει την πραγματικά σαλεμένη κατάσταση (διότι αν όλα ήσαν καλώς λίαν, η σαλότητα θα λεγόταν φυσικότητα).

Κάνετε πάρα πολύ καλά που κλάνετε, τουλάχιστον σείς και κάποιοι άλλοι δεν αρνούμαστε τις σχέσεις μας με τις μεθυλομερκαπτάνες και τις μεθυλοσουλ - φόλες.

Για τα φτυχία δεν ξέρω τι να σας πώ, έχω γνωρίσει καθηγητή Πανεπιστημίου ο οποίος εμέμφετο το Βυζάντιο ως Ελληνικό μεσαίωνα και τα λοιπά γνωστά περί σκοταδισμού, ενώ έφερε το επίθετον Παπαδόπουλος ( το οποίον είναι ότι πιο Βυζαντινό διατηρούμε στην Ελληνική κοινωνία, εις δόξαν των Βυζαντινών, όπως και το Ξανθόπουλος και εν γένει τα είς -όπουλος, θυμάστε τους ησυχαστές αδελφούς και δη τον Κάλλιστο Ξανθόπουλο) συνεπώς δε γνωρίζω από πού θα έπρεπε να αρχίσουμε να πετάμε καρύδια και πέτρες στα καμπαναριά...ή στα κεφάλια.

Το λοιπόν τα ονόματα ασκούν μια γοητεία επάνω μου, το παραδέχομαι, και αν με κάτι θάπρεπε να τρομάζει η μπλογκαρία είναι τα ονόματα τα οποία φέρει, άντε τώρα να εξηγήσεις στον άλλονε, τι έγραψε η Ρόζα Ιμβριώτη για τους πορνοβοσκούς και την Θεοδώρα του Ιουστινιανού.

Το θείο τραγί είμαι εγώ, ελάτε τώρα ...θείο τραγί είναι προσδιορισμός πλήθους, το οποίο όμως διάγει κατά μόνας, γι’ αυτό και ο Προφήτης παρεπονείτο εις τον Κύριο ότι είναι μόνος, όταν του απεκαλύφθη ότι υπήρχαν επτά χιλιάδες σαν και του λόγου του.
(Σημειώστε δε ότι την εποχή εκείνη με τους υπολογισμούς του Μπρωντέλ περίπου 20 εκατομμύρια ήταν ο πληθυσμός της Μεσογείου και του γνωστού κόσμου, φανταστείτε λοιπόν τι γένται σήμερα).

Ταξείδι στην Έφεσο; δεν ξέρετε τι ξυπνάτε μέσα μου…Μποντρούμ, Μποζμπορούν, Κετσί Μποκού, Γεσίλοβα, Ντάτσα, σεκέρ παρέ, ντονέρ,…

Είστε και νεανίας και ρομαντικός ότι και να λένε οι άλλοι (βλ. ο/η thalassa), μεταξύ
μας τι μας κόφτει, διότι όπως λέει και η λαική παροιμία... αν δε σ’ ήξερα κυρά thalassa…

Σας ασπάζομαι καλογέρικα, Ευ -λογείτε (να μιλάτε καλά όπως πάντοτε κάνετε).

Γεώργιος Νοταροκοραής

το θείο τραγί 21:39
Ολομόναχοι μαζί... μία άσκηση στους κινηματογράφους.
Ιωάννης Κάπο ντ' 'Ιστρια διά Γεώργιον σαλός.

Με την αγάπη μου (μεταξύ μοναχών επιδεινώνεται).



Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2005

για τις λέξεις είπανε...


ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

'Αλλαξέ τους την πίστη

άρπαξ' τες απ' την ουρά

(ας στριγγλίζουν οι πουτάνες)

μαστίγωσέ τες,

βάλ' τους ζάχαρη στο στόμα

στις αχαλίνωτες,

φούσκωσέ τες σαν μπαλόνια, τρύπησέ τες,

ρούφηξέ τους αίμα και μεδούλι,

ξέρανέ τες (ευνούχισέ τες)

ποδοπάτησέ τες, πετεινέ δανδή,

στρίψ' τους το λαρύγγι, μάγειρα,

ξεπουπούλιασέ τες,

ξεκοίλιασέ τες, ταύρε,

βόδι, σύρε τες στο χώμα,

κάν' τες, ποιητή,

κάνε τες να καταπιούν

όλες τις λέξεις.



ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΖ, από την συλλογή Puerta condenada (1938-1946), σήμερα στον τόμο: Η πέτρα του ήλιου & άλλα ποιήματα, ('Ικαρος 1993, μτφρ. Τάσος Δενέγρης)


*

"Υπάρχουν ποιητές του ουσιαστικού, που η τέχνη τους είναι σοφή και στεγνή, και που αγγίζουν απλώς την ακρίβεια της χορδής του νοήματος. Και υπάρχουν ποιητές του επιθέτου, δηλαδή καλλιτέχνες που τούς ενδιαφέρει να δημιουργήσουν σπινθήρες, δίνοντας, σε μιάν έννοια, προσδιορισμούς που δεν της ανήκουν. Ο Πάζ είναι ποιητής του ρήματος. Εδώ, όλα κινούνται... 'Ολα βρίσκονται εν βρασμώ...

Χθόνιος όσο και λάτρης του ήλιου, στραμμένος στον πιο ερμητικό πυρήνα της έκφρασης και ταυτόχρονα πιστός των επιφανειακών εκπλήξεων και των παιγνιδιών της μορφής, με μιά τάση να καλλιεργεί τις απόκρυφες και τις ερωτογενείς ζώνες της λογοτεχνίας καθώς και μια τεχνική που έχει την αφετηρία της στο σουρεαλισμό, για να γίνει στη συνέχεια εντελώς προσωπική χωρίς να χάσει την ελαστικότητα του να χειρίζεται εντυπώσεις οραματικών διαστάσεων, ο Πάζ είναι μελωδός μιάς ζωής που κατακλύζει τα πάντα σαν παλιρροϊκό κύμα".

Ευγένιος Αρανίτσης


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2005

ευοί τραΐ, γιά τ'ρα ει ευάν ευοί


κάτι λίγο για κείνο το αναμαλλιασμένο παιδί με τα ρόδινα μάγουλα


Θάεο τον Βρομίου κεραόν τράγον, ως αγερώχως
όμμα κατά λασιάν γαύρον έχει γενύων,
κυδιόων ότι οι θάμ' εν oύρεσιν αμφί παρήδα
βόστρυχον εις ροδέαν Ναΐς έδεκτο χέρα.


Ξεφυλλίζοντας πριν από χρόνια μιά συλλογή (κυκλοφορούνε πιά πολλές) με αρχαία ελληνική ερωτική (που είναι συγχρόνως και θρησκευτική) ποίηση, μού είχε τραβήξει την προσοχή τούτο το λατρευτικό τετράστιχο που αινεί τον τράγο, σύμβολο του θεού Διονύσου, του και Βρομίου επονομαζομένου, αλλά και του Πάνα. Η βακχεία όλη στο περήφανο μάτι του και το δασύ του γένι. Κατάγεται από την ενδοχώρα που λάτρευσε ιδιαιτέρως τον τραγόμορφο θεό, τον Πάνα. Από την Αρκαδική Τεγέα, του 4ου π.Χ. αιώνα και είναι της Ανύτης (πατριωτάκι)...


Δές του Θεού Βρόμιου τον κερασφόρο τράγο, πόσο αγέρωχο
το περήφανο έχει μάτι του προς το δασύτριχο γένι του,
καμαρώνοντας που συχνά στα βουνά της παρειάς του
το βόστρυχο πιάνει η Ναΐδα στη ρόδινη απαλάμη της.

(εδώ, όπως εικονίζεται σε γραμματόσημο του 2003 από την γαλλική κτήση της Νέας Καληδονίας (μέγας ειρηνικός ωκεανός) ότε συνεορταζόταν και το έτος της κατσίκας για τους σινοτραφείς λαούς).


Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2005

είδησις


τη αυτή ημέρα ς' μηνός Οκτωβρίου

η αγία μάρτυς Ερωτηίς πυρί τελειούται.


Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
'Ερωτι Χριστού την προπυρπολουμένην.



(διακρίσει Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη...

Εγκώμιον σ' όσους μέθυσαν ποτέ με μία του σελίδα και γύρισαν σήμερα ξανά να γευθούν την ίδια μέθη).


Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2005

Οδός φιλερήμου αργολικής γαίης.


γλυκεία εις το κοίλον ήρωες και χορός θεοί και μάντεις από το τέλος αναζητούν την αρχή όταν εσύ την σήμερον ξανοίγης το ξένον και παράδοξον *

Η Επίδαυρος, ως χώρος, είναι οδός από μόνη της μυστική. Η γύρω αρχαιολογική σκαπάνη, η επίσκεψη και η μελέτη του, πριν την παράσταση, βοηθά να συναισθανθούμε τί πάνω-κάτω παίζεται εκεί από αιώνες ή, τί θα παιχτεί για μάς τώρα σε λιγάκι. Για μένα προσωπικά.

Είναι, ξέρετε μία θρησκεία, το αρχαίο θέατρο. Κι όπως χαρακτηριστικά το είπε και ο lazopolis σε πρόσφατο post του μιλώντας γενικά για τις θρησκείες:


Η θρησκεία είναι ένα χόμπυ.

...Συνέρχεται μία εκκλησία του λαού με θεραπευτικόν λόγο. Λόγος που παλεύει εντός μου μιάν θεραπεία.

Υπήρχε εκεί ολόκληρο σύστημα υποδοχής, εγκοιμήσεως, ασκήσεως μέχρι τελικής θεραπείας του ασθενούντος πληθυσμού. Εφόσον συναινούσε. Θυμηθείτε την Θόλο του Θεού με τα ιερά φιδάκια. 'Υστερα ήρθε το στάδιο για τους αγώνες. Και το κοίλον, στο βάθος, στην αγκαλιά του λόφου, που έμεινε μόνο του σήμερα να ιερουργεί, κρυφίως μέσα στη νύχτα, δίνοντας την αίσθηση, εν μέσω τριζονιών και των άστρων, της μετοχής δι' ελέου και φόβου στα δρώμενα.

γλυκεία ταξιδευτάδες την σήμερον και την αύριον με την ισοβύθιστον αργώ τη νύχτα μελετάμε τ’ άστρα και την ημέρα με πέτρες βαριές βουτάμε να μαζέψωμε το γιούσουρι *

Οι 'Ελληνες έδωσαν ρυθμό στον λόγο τους για να επιβληθούν μέχρι και σε αυτούς τους θεούς. Να τούς καλέσουν εν ρυθμώ και να τούς υποχρεώσουν εν χορώ να εισακούσουν τα κρίματά τους. Να τα δεχτούν σα νά ‘τανε δικά τους, για να λυτρωθούν, οι καψεροί, από το δαιμόνιο που ταλαιπωρούσε και ταλαιπωρεί τη ζωή τους. Δεν είναι και λίγο να στήνεις στα 10 μέτρα τους θεούς σου και να τούς τα... ψάλλεις! Ιδίως όταν με τα ίδια σου τα χέρια έχεις σφάξει την μάνα σου, τον πατέρα σου.

γλυκεία κινάμε τον ανάπλουν των χρόνων από τα μελλούμενα όταν από βαθύσκιες χαράδρες αντικρύζωμε στις κορυφές των ηλιακτίδων το φθάσιμον *

Το όλο σύστημα εγκατεστημένο στο βαθύ αργολικό δάσος, μακρυά από το άστυ, συμβάλλει στην θεραπευτική λειτουργία του. Είναι η έξοδος στην έρημο της υγρής αργολικής γής, έχοντας κατά πρόσωπον το αραχναίο, υψηλόν φράχτη και τέμπλον, να σού γνέφει, να σέ καλεί. Μάρτυς σου τ΄ άστρα, που πάνωθέ σου συνεχίζουν την αέναον κίνηση. Είναι τα ίδια. Τα ξέρεις πια.

γλυκεία θύμηση των χειρών και των οφθαλμών μας αποκτούν αιώνες ισόδενδροι της πρωτοσποράς ως είπες είναι της φιλερήμου τρυγόνος το φως *

Η έξοδος τούτη στην έρημο της λυτρώσεως, δεν διαφέρει πολύ από την κίνηση που παρατηρείται και σήμερα όταν γιορτάζει κάποιο ερημικό -τον υπόλοιπο χρόνο- ξωκλήσι. Σύσσωμο νεύει το χωριό. Με λουκουμάκι και άρτο.

& Να γιατί επιμένω -στο προηγούμενο post- στην επιστροφή εκείνη, μέσα στη νύχτα, αμέσως μετά την παράσταση... Επιστροφή μέσα από μιά μακρά οδό ώσπου να εκβάλλεις από την υγρή ερημιά της αργολικής γης στον ισθμό της κορινθίας. Επιστροφή κατα την οποία ο νούς συνεχίζει την δική του αέναον κίνηση εν μέσω άστρων στα νάματα του αρχαίου συμβάντος, που έρχεται να φωτίσει τον ίδιον. Αν δεν έχει στο νού του το φαγί(ν) της σαρκός. Μπόρεσε όμως η σύγχρονη παράσταση να σε χορτάσει
;


* Οι στίχοι εκ του Β.Ν. Μπόνου, ανάπλους.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2005

'Oμως θα πρέπει να εκπαιδευθεί και το κοινό...


'Οταν θαρθεί το καλοκαίρι
το φως κι ο αφρός
θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη
που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια
το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί-μου.

(Το τραυματισμένο φώς, Σταύρος Βαβούρης).



* Πάνε, λοιπόν, φύγαν οι βροχές; Τι ωραίος ο φετινός Σεπτέμβρης! Τόσο –απλά- φθινοπωρινός! Και λίγο κρύος ο Οκτώβρης τώρα. Κι ένα γύρω, διάφανα τα βουνά. Πότε, θυμάμαι, είχα να δώ την βροχή να πέφτει έτσι τόση πολλή, σα να μη μπορεί να κρατηθεί από πουθενά. Να πέφτει. Απλά να πέφτει. Για μέρες πολλές, μέρες σεπτεμβριανές...

Κοιτώ στο παράθυρο. Δεν βλέπω τίποτα. Είναι καθαρός ο ορίζοντας. 'Οσο να κάνω, όμως, να κατεβώ, να βγώ έξω στο δρόμο, η βροχή είναι εδώ. Πέφτει ξανά. Από το πουθενά.

* Ο ποιητής μές στη βροχή αναλογίζεται το καλοκαίρι, που θα ΄ρθεί. Εμείς, μόλις το αποχαιρετίσαμε. Κι εγώ ρίχνω μια τελευταία ματιά στις εφημερίδες του (καλοκαιριού) πριν πάρουν το δρόμο για την δική τους ανακύκλωση.

Επιλέγω ένα κείμενο – κριτική από τον Σπύρο Παγιατάκη, για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, που θέλω να το κρατήσω λίγο ακόμη κοντά μου... Φέρει τον τίτλο: Μόνο ο πόνος, όχι η πνευματικότητα... Μιλάει για την έλλειψη «ιερής τρέλλας». Βρίσκω εκεί και λόγια του Αλέξη Μινωτή και τον πόνο του:


— «Θα σου πώ κάτι τολμηρό. Ο θεατής, μού είναι κάτι το τελείως δευτερεύον. Αν θέλεις μάλιστα, ο θεατής θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον δυο γενιές για να καταλάβει... Εμένα μού την παραγγέλνει τη τραγωδία ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος κανένας άλλος!».

— Δεν πρέπει όμως να υπάρχει κι αυτή η περίφημη επικοινωνία με τα κοινό;

— «Ποιός είπε όχι; 'Oμως θα πρέπει να εκπαιδευθεί και το κοινό. Να συνεισφέρει και αυτό. Να μάθει. Δεν μπορεί το κοινό να συνεννοηθεί έτσι στα εύκολα με τον Σοφοκλή ! (οργισμένα): Από πού κι ως πού δηλαδή;...».

— «Το κοινό μπορεί να εκπαιδευθεί. 'Ηδη κάτι τέτοιο άρχισε. Στην αρχή ξέρεις τι γινόταν όταν πρωτανοίξαμε εδώ (Αναφέρεται κάπου στο ’55) την Επίδαυρο; 'Ερχονταν χιλιάδες άνθρωποι για να κάνουν κυρίως την εκδρομή τους και να φάνε τα κεφτεδάκια τους κάτω από τα δέντρα. Μάλιστα όλοι τους κουβαλούσαν μέσα στο θέατρο κι από ένα τρανζίστορ. Οι παραστάσεις ήταν τις Κυριακές μαζί με το ματς. Κι ενώ εμείς παριστάναμε την Εκάβη και τον Οιδίποδα αυτοί άκουγαν τα γκολ!

'Oμως μέσα στην τελευταία 25ετία (σ.σ. η μανητοταινία είναι του 1979) οι άνθρωποι έχουν αλλάξει κι έρχονται πλέον για να συμμετάσχουν σε μια μυσταγωγία. Για ν’ ακούσουν τραγωδία. Εκπαιδεύτηκαν. Κι αυτό αποτελεί τη μεγάλη επιτυχία...

Αν η Επίδαυρος πέτυχε, αυτό γίνεται λόγω της δύναμης που έχουν τα κείμενα. Η δύναμή τους είναι ότι δεν ερμηνεύουν αλλά ζούνε. Αν ερμήνευαν τη ζωή... δεν θα μπορούσαν να γίνουν καταληπτά. 'Oμως αυτά παραμένουν εξίσου επίκαιρα όσο και τα φυσικά φαινόμενα...».

('Ολο το κείμενο εδώ)



* Το ξεχωρίζω (το πλήρες κείμενο, έχει πολλές αναφορές) από άλλες κριτικές των καλοκαιρινών εφημερίδων, γιατί πατά γερά σε δύο πόδια: το παρελθόν (γιατί το παρελθόν διδάσκει) και το τώρα. Μόνο που έχω να σημειώσω και τούτο, για το 2005: Δεν νομίζω πως είναι εκπαιδευμένο σήμερα το κοινό. Δεν νομίζω πως αφήνεται στην μυσταγωγία των κειμένων (όπως τονίζει ο Μινωτής για το έτος 1979), αφού κυνηγά το εξεζητημένο ενός π.χ. Κιμούλη και όχι την άσκηση της ...παραίτησης από τον ίδιον εαυτό (π.χ. το κινητό μου τηλέφωνο το παίρνω μαζί. Να το κάνω τί;). Δεν νομίζω πως εισέρχεται στον ιερό χώρο του αρχαίου θεάτρου με την αίσθηση της απλότητας. Σκηνοθέτης και κοινό μαζί. Το θέατρο γεμίζει από θεατές που ...ξεροβήχουν, για παράδειγμα. (Τόση απόσταση, σήμερα).

* Αυτά, γιατί όταν θα ξαναρθεί το καλοκαίρι θα ξανατρέξουμε στη μυσταγωγία της Επιδαύρου, και αυτή θα μάς ξαναπληγώσει με παραστάσεις δίχως πνευματικότητα. (Ποιά χρονιά ήταν που χρειάστηκε να κατεβώ πέντε φορές μέχρι ν΄ αναστηθεί, επιτέλους, η ψυχή μου με τον Τσακίρογλου απλόν κι απέριττον, υποδυόμενον τον Φιλοκτήτη. Κι ήταν άριστος).

* Τι μάς σώζει κάθε φορά, αν όχι η άλλη πάλι μυσταγωγία, εκείνη της επιστροφής μέσα από το τόπους-τόπους δάσος της νυχτερινής... και μακράς οδού. Με ό,τι φέρει μαζί του ο νούς. 'Ο,τι κατάφερε να υφαρπάσει από μιάν λειψή παράσταση. (Με την προϋπόθεση πως δεν κατευθυνόμαστε στου... Λεωνίδα, φυσικά).


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2005

Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας μάρτυρος


«περιπλανώμενοι αιμάσσoντες και διψασμένοι...», όπως γράφει και ο B. N. Μπόνος (δες εδωδά) αντίκρυσα έναν ευχάριστο ήχο που μού κρατάει συντροφιά κάμποσες μέρες τώρα. Αναφέρομαι σε κείνο το:

Nερό κελαρύζει σε ορεινό ρυάκι.

Από εδωδά είναι παρμένο. Οπου συναντώ και το:

Γάτα γουργουρίζει.

που πολύ μού άρεσε. Σα να ξαναάκουσα τον χαμένον πια Γουργουράκο, τον ξανθό γιό της Νέλλης, της πονήρως. Να πεδικλώνεται στα πόδια μου, ανάμεσα σε ένα γου και σ' ένα ρο.

Διαλέγω και το υπέροχο:

Τρίποντο χλατσώνεται ασάλιωτο σε ωραίο διχτάκι.

Είναι παιχνιδιάρικο πολύ. Κορυφαίο κείνο το χλατσώνεται... Δυναμίτης που εκρηγνύεται... Ασάλιωτο.

Ανάμεσα σε
11 ευχάριστους ήχους, από τον Lefty.


Το αιμάσσοντες αναλογεί σε μιά προσωπική περιπέτεια, τον τελευταίο καιρό.

'Οτι Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας μάρτυρος σήμερα. Και είναι σα να ξεφεύγει ο στίχος από τις καλένδες και να γίνεται σύνθημα στους τοίχους. Καλημέρα μας.


Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2005

'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;


-Γειά σου, αγόρι μου. 'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;
-Εσύ 'σαι, γλύκα μου;
-Αριθμός δέκα. Πές το κι έγινε.
-Γειά σου, παίδαρε. Είσαι για ένα γρήγορο;

Η εξίσωση στη σελίδα του τετραδίου του άρχισε να απλώνει μια ουρά, με μάτια και άστρα σαν του παγονιού. Κι όταν τα μάτια και τα άστρα των εκθετών αφαιρέθηκαν, άρχισε αργά να μαζεύει. Οι εκθέτες, που έμπαιναν και έβγαιναν, ήσαν μάτια που άνοιγαν και έκλειναν. Τα μάτια, που άνοιγαν και έκλειναν, ήσαν άστρα που γεννιόνταν και έσβηναν...

Το μουντό φώς έπεσε ακόμη πιο αδύναμο στη σελίδα, όπου μιά άλλη εξίσωση άρχισε να ξετυλίγεται αργά και ν’ απλώνει την ουρά της. 'Ηταν η ψυχή του που ανοιγόταν στην εμπειρία, που ξετυλιγόταν, αμαρτία την αμαρτία, ανάβοντας πυρές διάπυρων άστρων, και διπλωνόταν ξανά, σβήνοντας τα φωτά και τις φωτιές της. 'Εσβησαν. Και το ψυχρό σκοτάδι γέμισε το χάος.

Μιά ψυχρή διαυγής αδιαφορία βασίλευε στην ψυχή του. Στην πρώτη του φλογερή αμαρτία είχε νιώσει ένα κύμα ζωτικότητας να φεύγει από μέσα του και είχε φοβηθεί ότι η υπερβολή θα σακάτευε το σώμα του ή την ψυχή του. Αλλά το ζωτικό κύμα τον πήρε στον κόρφο του και τον έβγαλε έξω από τον εαυτό του και μετά, όταν υποχώρησε, τον έφερε ξανά πίσω. Και κανένα μέρος του σώματος ή της ψυχής του δεν έπαθε τίποτα, μόνο μιά σκοτεινή γαλήνη απλώθηκε ανάμεσά τους. Το χάος στο οποίο έσβησε η φλόγα του ήταν μιά ψυχρή, αδιάφορη αυτοσυνειδησία.

Είχε αμαρτήσει θανάσιμα όχι μιά αλλά πολλές φορές και ήξερε ότι, μολονότι η πρώτη μόνο αμαρτία αρκούσε για την αιώνιο καταδίκη του, οι διαδοχικές πολλαπλασιάζαν την ενοχή και την τιμωρία του. Οι σκέψεις του και οι πράξεις του δεν τον εξιλέωναν, οι πηγές της θείας χάριτος δεν δρόσιζαν πια την ψυχή του. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελεήσει ένα ζητιάνο και να φύγει γρήγορα, χωρίς να περιμένει ευχαριστώ, ελπίζοντας με κρύα καρδιά ότι θα λάβει για ανταπόδοση κάποια ψιχία χάριτος. Η ευσέβεια είχε χαθεί. Ποιό το όφελος να προσεύχεται όταν ήξερε ότι αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του ήταν η απώλεια; 'Επαρση και δέος δεν τον άφηναν να προσφέρει στο Θεό ούτε μιά...



James Joyce, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία (εισαγ. μτφρ. Αρης Μπερλής, εκδ. Πατάκης, Σεπτ. 2001, σσ.182-184).

Το ανεβάζω εδώ αποκλειστικά για την/τον thalassa που μου την μπαίνει χυνέχεια.


Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2005

Mικρή Αγγελία


Mικρή Αγγελία ανάμεικτη με δροσερά μπουμπουνητά και χοντρές στάλες φθινοπωρινής βροχής. Ατίθασες.

Ζητείται εραστής από διαδικτύου. Κατά προτίμηση φοιτητής/τρια εξωτερικού. Π.χ. Ελβετία, Ιταλία, Σουηδία κυρίως, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι τόποι. Νησιά ανατολικού Αιγαίου πελάγους (το αρχιπέλαγος, λέω). Σε κάθε περίπτωση δεν ζητώ της σάρκας εραστή. Αλλά του υπολοίπου, που βαριαναστενάζει. Με διάθεση για πειράγματα και ερωτικά παιχνίδια. Θα απαντήσω μόνο σε σοβαρές προτάσεις.

'Οσοι το επιθυμούν μπορούν να αποστείλουν CV στο ιδιαίτερο γραμματοκιβώτιό μου. Δεν θα απαντήσω σε δημόσιο σχολιασμό που ενδεχομένως προκύψει. Μιλάω σοβαρά. Και το εννοώ. Θέλω να γνωρίσω φοιτητές/τριες εξωτερικού. Θέλω να μάθω τί σπουδάζουν και πόση όρεξη έχουν γι' αυτό που σπουδάζουν. 'Εχω λόγους να θέλω να γνωρίσω τί καλό μπορεί προσεχώς να μάς βρεί, σα λαό. 'Οχι σα πρόσωπα, μεμονωμένα. Δεν με ενδιαφέρει το πραγματικό όνομα...


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2005

ΑΝΟΗΣΙΕΣ ή, σκόρπια λογάκια κολλημένα στον τοίχο με λίγη μαστίχα.


Ουσιαστικά πρόκειται για μίαν εξομολόγηση. Δέχτηκα ξάφνου τις προάλλες μίαν επίσκεψη. 'Ηταν αναπάντεχο. Μεις, που μόνοι αλωνίζουμε στις θίνες τα στάχυα, πάλι και πάλι τα ίδια από τον περασμένο Ιούνη, και κεί που έκλαψε το μωρό, ξάφνου γευθήκαμε την χαρά. Σχετικοί ύμνοι εγράφησαν κάτι παραπάνω από χίλια χρόνια τώρα. 'Αρα υπάρχουν. Μπορεί κανείς να αναζητήσει και να δεί και μόνος του. Μα πρώτα θα γευθεί και μετά θα δεί. 'Ετσι γίνεται, αλλιώς δεν καταλαβαίνεις τίποτα. 'Ηρθε έτσι ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά έφυγε και δεν γύρισε πίσω. Με πυγμή έπηξα το δικράνι στη γή. Σκόρπισα. 'Ενιωσα την ψυχή που χυμούσε απάνω μου. Είχ’ αρπάξει φωτιά. Η ψυχή χυμούσε απάνω μου. Με τράνταζε έτσι όπως χυμούσε στα κάγκελα. Και λυγμούς άκουσα. Γρύλιζε. Χτυπιόταν όπως ο σκύλος, μανικά, όταν γυρνά όλο γυρνά ουρλιάζοντας γύρω από το σώμα του και –επιμένω- χτυπιέται στα κάγκελα της οξώπορτας. Σάλια του μού ήρθαν κατά πρόσωπον. Λίγη μόνο και παράξενη ζεστασιά ένιωσα. 'Υστερα τίποτα. Πάει καιρός πιά. Γύρισα κι αναπαύθηκα στην ερημιά.



(σιτεμένο είναι καί λίγο μοσχοκάρφι βάνω. 'Ηταν να το δημοσιεύσω την 31η τ’ Αυγούστου, όταν τό 'γραψα δηλαδή. ΄Ομως, τ’ άφησα. Σήμερα ταιριάζει καλύτερα –με όσα έχουν προηγηθεί. Απαράλλαχτο. Πρόσθεσα μόνο κείνο το: στον τοίχο ανάμεσα στις λέξεις του τίτλου. Σωρεύει κάποιαν επιπλέον ποσότητα άγχους. Διαβάστε το και με την προσθήκη αυτή και χωρίς αυτήν και πάρτε το όπως σάς αρέσει).


Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2005

Χαμένοι στο νόημα...


ο Οξ'αποδώς

Πνιγμένοι τελικά ή, χαμένοι στο νόημα;
Πού βρίσκεται το νόημα του κόσμου;
Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξ' από 'δώ.


Βρίσκεται εκεί που χωρίς να το ξέρουμε -σταθερά- κοιτάζουμε. (Και σύ κοίταζες. Δεν σφάλω, έ;).

Το θέμα εδώ, σήμερα, (όπως και το προηγούμενο, παραπλήσιο), δεν είναι η φτώχεια. Διέρχομαι κι αυτήν για να εκβάλω όμως αλλού. Πού; Εκεί που το βλέμμα χάθηκε να κοιτάζει. Να κοιτάζει, ολοστρόγγυλο όμως. (Κι ας πεινώ). Πού κοιτάζω με το βλέμμα στρόγγυλο από το δέος της απορίας; Στην κοίτη του ποταμού. Εκεί που, μια στιγμή, καρφώθηκε και πάγωσε αυτόματα να... κοιτάζει... Στην κοίτη του ποταμού. Κοίτασμα βρήκα, έ; Καταλαβαίνετε...
(Πόσους γαϊδαράκους, αλήθεια, ν' αντίκρυσε στη ζωή του -που φθίνει- τούτο το βρέφος που μειλίχια απορεί;)


(Τούτα τα δυό post, γεννήθηκαν κάπου αλλού. Ομως δεν μπορείς να παραπέμπεις συνέχεια με links. Θα νομίσει κανείς πως εμπαίζω. Εγώ δεν κοροϊδεύω κανέναν. Αντιθέτως, ετόνισα εν καιρώ πόσο τον εκτιμώ, για την γραφή του φυσικά, τί άλλο; Αφού κατά κόσμον μού είναι άγνωστος, όπως όλοι εδώ. Και είμαστε τόσοι λίγοι... Παλεύω μόνον, ως όφειλα. Τα ελαττώματά μου, νομίζω, αποκαλύπτονται λίγο-λίγο από μόνα τους. Χαμένος είμαι κι εγώ, μή νομίζετε...

Και έτερόν τι: Τα σχόλια πάντα θα παραμένουν ανοικτά σ' όποιον θέλει να γράψει. Δεν πρόκειται να τα 'σφαλίσω που νόημα να βρεθεί! Σάς ευχαριστώ όλους όσους γράφετε μιάν αράδα. Πλουταίνει ο προβληματισμός. Νομίζω και σείς το χαίρεστε έτσι. Εκτιμώ κι αυτούς που διέρχονται τούτο το blog χωρίς να βγάλουν άχνα. Δεν ξέρω τί άλλο πρέπει να πώ
).


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2005

Πνιγμένοι στο νόημα...


Πού βρίσκεται το νόημα του κόσμου;

Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο.

Βρίσκετ' εκεί που σταθερά κοιτάζουμε, όταν κοιτάζουμε, χωρίς όμως να το καταλαβαίνουμε...

Βρίσκεται πάνω στα πράγματα του κόσμου... μέρος του κόσμου είμαστε, και τα κοιτάζουμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, όμως.

Η Νέα Ορλεάνη, βέβαια, μάς τράβηξε την προσοχή. Οπως και κάθε φυσική καταστροφή. 'Ε, καλά. 'Ανθρωποι είμαστε. Μηδαμινοί ακόμη, τόσο πολύ, μπροστά π.χ. στου εγκέλαδου τη βουή, στης θάλασσας την φονική κάποτε-κάποτε παλίντροπη κίνηση. Στων ανέμων την κύκλια ορμή... Στο πλεύρισμα με κάθε τρόπο του θανάτου, πού 'ναι ζωής ακκισμός. Και μάς κυκλώνει από παντού. Ετσι ξαφνικά. Κι ας το ξέρουμε πως θα 'ρθεί.

Ναί, η Νέα Ορλεάνη μάς τράβηξε την προσοχή. Λές και δεν ξέραμε. Παραβλέπουμε, όμως, πως ό,τι συνέβη εκεί -κι ας μάς τρόμαξε, κι ας μάς συνέτριψε, κι ας συνεχίσαμε να φουμάρουμε τον ίδιο καπνό-
δεν είναι τίποτ' άλλο απ' αυτό που παίζεται αν' ημέραν μέσα μας. Στου καθενός μας την πνιγηρή ενδοχώρα... Ιδια τρικυμία. Ιδιος τάραχος. Ιδιος κατακλυσμός. Ιδιος πνιγμός.

Νέα ζΟυρλεάνη λέω την ψυχή. Χώρα ανύπαρκτη. Κι όμως, μάς τρομάζουν οι εκδηλώσεις της πιό πολύ. Τα φανερώματά της. Οι ξαφνικές απειλές. Ενα πέταγμα στο γκρεμό. Κι ας κάνουμε τα στραβά μάτια.

Είτε Νέα Ορλεάνη, είτε παληά, το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Γι αυτό και τ' αποζητούμε τόσο πολύ. Γι αυτό και μάς ενδιαφέρει τόσο πολύ... Να το βρούμε... Αλλά δε μάς χαρίζεται έτσι εύκολα, φυσικά!

Δοκιμασίες... θα μού πεις.


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2005

Παρένθετο... δια την Τάξιν ...(του Λόγου)!


Θα μ’ άρεσε να μπορώ να ξεγλιστράω εύκολα, τόσο στη σημερινή αγόρευση, όσο και σ΄αυτές που θ΄ακολουθήσουν, ίσως για χρόνια. Θα προτιμούσα, αντί να παιρνώ το λόγο, να βρίσκομαι μέσα στη ροή του και να ‘ναι αυτός που θα μ’ οδηγεί πέρα από κάθε αρχίνισμά του. Θα ‘θελα τη στιγμή που μιλάω να ‘χω την αίσθηση, ότι μια ανώνυμη φωνή μ’ έχει προλάβει σ’ όσα θα είχα να πώ: θα μού αρκούσε λοιπόν να υποδουλώσω τη φράση, να την κυνηγήσω, να εγκατασταθώ, χωρίς να γίνω αντιληπτός, μέσα στα διαστήματά της, σαν αυτή η ίδια να μού ‘χε κάνει ένα νεύμα σε μια στιγμή εκκρεμότητας. Ετσι λοιπόν, δε θα υπήρχε αρχή και αντί νά ‘μαι εγώ αυτός που κάνει την αγόρευση θα αφηνόμουνα στο τυχαίο του ξετυλίγματός της, ένα μικρό χάσμα, το σημείο της δυνατής εξάλειψής της.

Θα μ’ άρεσε να υπάρχει πίσω μου μιά φωνή (που θά ‘χε πάρει εδώ και κάμποση ώρα τον λόγο και που θά ‘χε μιλήσει ήδη για όσα πρόκειται να πώ) μιά φωνή που θά ‘λεγε: «Πρέπει να συνεχίζει κανείς... δε μπορώ να συνεχίζω... πρέπει να συνεχίζει κανείς... πρέπει να λέει κανείς λέξεις τόσες, όσες υπάρχουν, πρέπει να τις λέει μέχρις ότου μέ βρούν, μέχρις ότου μού πούν – παράξενη καταδίκη, παράξενο λάθος, πρέπει να συνεχίζει κανείς... Μπορεί ήδη νά ‘χει γίνει, μπορεί ήδη να μού το ‘χουν πεί, ίσως νά μ’ έχουν φέρει μέχρι το κατώφλι της ιστορίας μου, μπροστά στην πόρτα που ανοίγεται στην ιστορία μου, θα με παραξένευε αν ανοιγόταν».

Νομίζω ότι σε πολλούς υπάρχει μια παρόμοια επιθυμία να μήν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν μια αρχή, μιά παρόμοια επιθυμία, να βρεθούν δηλαδή μονομιάς, απ’ την άλλη πλευρά της αγόρευσης, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να εκτιμήσουν, εκ των έξω, αυτή τους την πράξη σαν παράδοξη, φοβερή ή ακόμη και κακοποιά. Σ’ αυτήν την πολύ κοινή ευχή, ο θεσμός απαντά ειρωνικά, εφόσον απαιτεί μια επισημότητα σε κάθε αρχή, εφόσον την περιβάλλει μ’ ένα κύκλο προσοχής και σιωπής και της επιβάλλει, σα νά ‘θελε να την κάνει από μακριά ευδιάκριτη, τελετουργικές μορφές.

Η επιθυμία λέει: «Δε θά ‘θελα νά ‘μαι υποχρεωμένη να μπώ από μόνη μου μέσα σ’ αυτή την ριψοκίνδυνη τάξη της αγόρευσης. Δε θά ‘θελα νά ‘χω σχέση με οτιδήποτε το ριψοκίνδυνο και αποφασιστικό έχει αυτή. Θά ‘θελα να με περιβάλλει σα μιά ήρεμη, βαθιά, απεριόριστη ανοικτή διαφάνεια, όπου οι άλλοι θ’ ανταποκρίνονταν στην αναμονή μου κι απ’ όπου οι αλήθειες μια-μια θ’ αναβλύζαν. Δε θα είχα παρά να αφεθώ να με οδηγήσει μέσα της σαν ευτυχισμένο ναυάγιο». Και ο θεσμός απαντά: «Δέν πρέπει να φοβάσαι ν’ αρχίσεις. Είμαστε όλοι εδώ για να σού δείξουμε ότι η αγόρευση ανήκει στην τάξη των νόμων. ΄Οτι από πάντα επαγρυπνούμε στην εμφάνισή της. ΄Οτι τής έχει δοθεί μιά θέση που την τιμά μα και την αφοπλίζει. Κι ότι άν συμβαίνει νά ‘χει κάποια εξουσία δεν είναι παρά χάρη σε μάς και σε μάς μόνο που την κρατάει».

Αλλά ενδεχόμενα αυτός ο θεσμός κι αυτή η επιθυμία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά δυό απαντήσεις στην ίδια ανησυχία: σχετική μ’ αυτό που είναι η αγόρευση μέσα στην υλική της πραγματικότητα, σαν γραπτό ή ρητό πράγμα. Ανησυχία, σχετική μ’ αυτή την μεταβατική ύπαρξη, που αναμφίβολα πρόκειται να σβηστεί μέσα σε μιά διάρκεια που δε μάς ανήκει. Ανησυχία, στην αντίληψη εξουσιών και κινδύνων που δύσκολα φαντάζεται κανείς, κάτω απ’ αυτή τη δραστηριότητα την ωστόσο γκρίζα και καθημερινή. Ανησυχία σαν υποψιάζεται κανείς αγώνες, νίκες, λαβωματιές, κυριαρχίες, υποδουλώσεις, μέσα από τόσες λέξεις που η χρήση τους εδώ και τόσον καιρό έχει απαλύνει τις τραχύτητες.

Μα τί το επικίνδυνο λοιπόν υπάρχει στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλάνε κι ότι ο λόγος τους καρποφορεί ασταμάτητα; Πού βρίσκεται ο κίνδυνος;




Ετσι αρχινά μία του παράδοση ο Μ. Φουκώ, στο College de France, το 1970, ζητώντας την Τάξη του Λόγου (L’ ordre du discourse). (Το λαμβάνω από την έκδ. Ηριδανού, σε μτφρ. Μηνά Χρηστίδη).
Το κείμενο είναι τόσο παραστατικό που μιλά από μόνο του. Κι είναι απολαυστικό συνάμα. Ως εκ τούτου δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην εδώ και τώρα προβολή του.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2005

εγκαύματα 17, 3


δοξαστικό

Ταξιδευτές στις σειρήνες

οι δυό μας

ωσάν του Οδυσσέως
το σκήνωμα

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2005

εγκαύματα 10, 2


ΑΤiTΛOΝ

γλείφουσα, γλύφουσα
καί
σμιλεύουσα

οδεύ' η ψυχή


Σάββατο 27 Αυγούστου 2005

ειλητός ...φίλω



Ειλειθυiας Ωδή

Αναλογίζουμαι πώς γεννά ο ωκεανός
τα ψάρια.

Θαυμάζω πώς γίνουνται από γυνή
τ’ αγόρια, φύονται
και θάλασσες.

Μεστώνει σε γυναίκα
κορίτσι και βότρυες
σταφυλών
κρέμουν μαστοί
άρτι μανούλας.-



(Σ’ ένα φίλο που γεννάει τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Ξέρει αυτός. Με την ευχή της.)


Τετάρτη 24 Αυγούστου 2005

κριτήριο είναι η συντροφιά....


Για δές:

(...) Ανάσκελα στο μαύρο σκοτάδι θυμάσαι (...)
και

(...) Η φωνή μόνη της είναι συντροφιά, όχι όμως αρκετή (...)


Γνωρίσαμε τόσα χρόνια επί της γής την συγκίνηση, να ραγίζει εις βάθος την καρδιά, να σπάει στα δύο το ρόδι, συντρίμμια να πέφτουν, να χύνουνται από δώ κι από κεί, το σώμα να χάνει κάτω απ’ τα πόδια το στήριγμα, να ίπταται, μάλλον να μένει μετέωρο, κρεμασμένο, να στροβιλίζεται σε κυκλοτερή σάμπως δερβίσικο χορό, στην δύνη τού απώτερου, απ’ όπου επιστρέφοντας συνθέτει τους όρους μιάς ειρήνης μοιραίας, μιάς ειρήνης νικίειου, σαν την από την άνοιξη του τέσσερα δύο και ένα προ Χριστού. Το ξέρω. Ούτε κι αυτή θα κρατήσει για πολύ. Ακόμη κι αν ορίσουμε να διαρκέσει για πενήντα τόσα χρόνια. Ακόμη κι αν ορίσουμε τις διαφορές που κάποτε-κάποτε θα παρουσιάζονται να λύνουμε με κοινές συζητήσεις και συμφωνίες ξυνές.


(...) Γιατί λίγο-λίγο, εκεί που κείτεται, ο καημός για συντροφιά ξαναγεννιέται (...)

(...) Πάντως μια κάποια διανοητική δραστηριότητα οσοδήποτε ισχνή είναι για την συντροφιά συμπλήρωμα αναγκαίο (...)

(...) Κριτήριο είναι η συντροφιά. Ποιό από τα δύο σκοτάδια είναι προτιμότερο για συντροφιά (...)

(...) Και το να κάνει κανείς σύγχυση κι αυτό συντροφιά είναι. ‘Ως ένα σημείο. Κάλλιο μια ελπίδα αγύρτισσα παρά τίποτα (...)


Μια συγκίνηση έστω ίχνη.
Τίποτα σημάδια απελπισίας.

Κάποιο αίσθημα χρεοκοπίας.
Χωρίς να βγεί από τον τύπο του.

Δύσκολο εγχείρημα.



(Από την ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ , ίνα το μήλον της έριδος γίνει αρνάκι, όπως και πρώτα. Την ραχοκοκκαλιά απετέλεσαν επτά χωρία ανάκατα παρμένα από το κείμενο περί ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ (1980) του ιρλανδού φάντη Σαμουήλου Beckett, (1906-1990), έκδ. Γαβριηλίδη 1995).