Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

ο βίος της αρετής


πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται,
και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας,
και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού

(Ησαΐας και Λουκ. γ΄5-6) *

Οδός καλή και ένδοξη είναι ο βίος της αρετής μέσα στον οποίο, σαν μέσα σε δρόμο, ο Λόγος πραγματοποιεί στον καθένα την πορεία της σωτηρίας, ενοικώντας και περιπατώντας με την πίστη σύμφωνα με τους διαφόρους θεσμούς και τα διάφορα δόγματα της αρετής και της γνώσεως. Τρίβοι, δηλαδή μονοπάτια του Λόγου, είναι οι διάφοροι τρόποι των αρετών, δηλαδή οι σύμφωνες με τον Θεό πράξεις μας.

Τα μονοπάτια αυτά τα βαδίζουν ίσια όσοι δεν φροντίζουν να ασκήσουν την αρετή ή να ασχοληθούν με την μελέτη των θείων λόγων ούτε για δόξα ούτε για υποκρυπτόμενη πλεονεξία ούτε για χάρη κολακείας και ανθρωπαρέσκειας και επιδείξεως, αλλά κάνουν τα πάντα και λένε και σκέφτονται για τον Θεό.

Γιατί σε δρόμους όχι ίσιους, από τη φύση του δεν αρέσκεται να βαδίζη ο Λόγος, ακόμη και αν βρή σε κάποιους έτοιμη την πορεία. Εννοώ το εξής: Νηστεύει κάποιος και απέχει από τη δίαιτα που εξάπτει τα πάθη και κάνει όλα τα άλλα όσα μπορούν να συμβάλλουν στην απαλλαγή από την κακία· αυτός ετοίμασε την οδό.

Όποιος όμως ασκήσει τους τρόπους αυτούς από κενοδοξία ή πλεονεξία ή κολακεία ή ανθρωπαρέσκεια ή για κάποια άλλη αιτία, εκτός από τη θεία ευαρέστηση, αυτός δεν βάδισε ίσια τους δρόμους του Θεού, και ενώ έχει υπομείνη τον κόπο της ετοιμασίας της οδού δεν είχε όμως τον Θεό να περπατά στους δρόμους του. Οδός λοιπόν είναι η αρετή και ίσιος δρόμος είναι ο ορθός και άδολος τρόπος της αρετής.

*

[...] ο Άγιος Μάξιμος ως φαράγγι θεωρεί τη σάρκα του καθενός που χαραδρώθηκε τελείως από το πληθωρικό ρεύμα των παθών και διακόπηκε η πνευματική συνέχεια και συνάφειά της με την ψυχήν ως προς το νόμο του Θεού που τίς συνέδεσε.

Είναι όμως δυνατόν και η ψυχή να θεωρηθή ως φαράγγι που βαθούλωσε από την βαριά χειμωνιά της άγνοιας και με την κακία έχασε την ομορφιά της καλής πνευματικής ομαλότητος. Κάθε φαράγγι λοιπόν, κάθε σάρκα και ψυχή όσων ετοίμασαν την οδόν Κυρίου και βάδισαν ίσια στους δρόμους του, θα γεμίση με την αποβολή των παθών που προκαλούν σαν φαράγγια την ανωμαλία σ' αυτές και με την επαναφορά των αρετών αποκτώντας την φυσική του επιφάνεια εξομαλισμένη από το Πνεύμα.

Όρος είναι κάθε ύψωμα που υψώνεται εναντίον της γνώσεως του Θεού, ενώ βουνός είναι κάθε κακία που επαναστατεί κατά της αρετής. Αν λοιπόν όρη είναι τα πνεύματα που προκαλούν την αγνωσία και βουνά όσα προκαλούν την κακία, είναι ολοφάνερο ότι κάθε φαράγγι, δηλαδή σάρκα ή ψυχή εκείνων που, όπως είπα, ετοίμασαν την οδόν του Κυρίου και βάδισαν ίσια τους δρόμους του με την παρούσια του θειού Λόγου που περπατούσε σ' αυτούς με την εκτέλεση των εντολών, όταν γεμίση από γνώση και αρετή, όλα τα πνεύματα της ψευδωνύμου γνώσεως και κακίας ταπεινώνονται καθώς τα πατεί και τα υποτάσσει ο Λόγος και καταβάλλει το πονηρό κράτος που ξεσηκώνεται κατά της ανθρωπίνης φύσεως, κατασκάπτοντας κατά κάποιο τρόπο το μέγεθος και το ύψος των ορέων και των βουνών και οδηγώντας στην αναπλήρωση των φαραγγιών.

Στόχος του ανθρώπου είναι το «αναλύσαι και συν Θεώ είναι».
Η λεγομένη σωτήρια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απαλλαγή
της ανθρωπίνης φύσεως από την φθορά που η κτιστότης της δημιουργεί
και από την επαναφορά εις το μη είναι.
Από το «μη είναι» στο «είναι» ο Θεός έφερε τον άνθρωπο χωρίς να τον ρωτήση.
Από το «είναι» όμως στο «ευ είναι» ζητά την συνεργασία του ανθρώπου.**

αρχιμ. Μάξιμος Κυρίτσης καθ. Ι. Μονής Αγ. Διονυσίου του εν Ολύμπω, εν Ελθέτω η Βασιλεία σου. Η Ορθοδοξία μέσα στον κόσμο (έκδ. Ορθ. Πνευμ. Κέντρο Αγ. Γεωγρίου Μακρή, Λάρνακα 1993, σσ. 42-43, 43-44). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 42). Ομοίως και η κατακλείδα (ό.π., σσ. 47-48).

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

περί των μυστηρίων


Τα Ελευσίνια από την εποχή που καθιερώθηκαν από τους Αθηναίους ως λατρεία πανελλήνια (πιθανόν στους χρόνους του Πεισίστρατου) γίνονταν δύο φορές το χρόνο. Την άνοιξη, το μήνα Ανθεστηριώνα (Μάρτιο), στην Άγρα - προάστιο των Αθηνών κοντά στον Ιλισό - τελούνταν τα Μικρά Μυστήρια που αποτελούσαν το πρώτο στάδιο της μύησης.

Κατά τη διάρκειά τους οι ιερείς των μυστηρίων, που προέρχονταν από τα ιερατικά γένη της Ελευσίνας, των Ευμολπιδών και των Κηρύκων, προετοίμαζαν τους πιστούς για να δεχτούν τη μύηση στα Μεγάλα Μυστήρια.

Το φθινόπωρο, το μήνα Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριο) γιορτάζονταν στην Ελευσίνα τα Μεγάλα, που διαρκούσαν εννιά μέρες, όσες δηλαδή είχε διαρκέσει και η περιπλάνηση της Δήμητρας. Την πρώτη μέρα των Ελευσινίων, 14 Βοηδρομιώνος, οι πιστοί θυσίαζαν στους βωμούς των θεαινών και στην εσχάρα, στην αυλή του ιερού. Έπειτα σχηματιζόταν πομπή με επικεφαλής την ιέρεια της θεάς που κρατούσε μέσα σε μια κίστη (κιβώτιο) τα ιερά σύμβολα και τα μετέφερε, ακολουθώντας την Ιερά Οδό, στο Ελευσίνιο το «εν άστει», στην αρχαία αγορά, κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών.

Στις 15 του μηνός, στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής Αγοράς ο ιεροκήρυκας κάνει την «πρόρρηση», την επίσημη δηλαδή κήρυξη της έναρξης της γιορτής. Αποκλείονταν απ' αυτήν οι ένοχοι φόνου, οι ιερόσυλοι και εκείνοι που δε μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.

Στις 16 του μηνός, γινόταν η τελετή του καθαρμού των πιστών στη θάλασσα του Φαλήρου και θυσία χοιριδίων, ενώ στις 17 θυσία στο Ελευσίνιο το «εν άστει». Μεγάλες προσωπικότητες της εποχής μπορούσαν ν' αρχίσουν τη μύηση στα μυστήρια στις18 του μηνός, σ' ανάμνηση του Ασκληπιού που έφτασε καθυστερημένος στα Ελευσίνια.

Στις 19 του μηνός, η πομπή των πιστών, ο Ίακχος, όπως λεγόταν από το άρμα του θεού Ιάκχου που προηγείτο, διά της Ιεράς Οδού επανέφερε τα ιερά στην Ελευσίνα. Σε ορισμένα σημεία της οδού, όπου υπάρχουν βωμοί και ιερά, οι πεζοπόροι προσέφεραν θυσίες και έψαλλαν ύμνους. Η πομπή κατέληγε στη μεγάλη εξωτερική αυλή του ιερού, όπου οι ιερείς την υποδέχονταν και όπου ετελούντο ολονύχτιοι χοροί προς τιμήν της θεάς.

Ακολουθούσε, στις 20 και 21 του μηνός στο Τελεστήριο το δεύτερο στάδιο της μύησης. Το περιεχόμενο της τελετής της μύησης παραμένει άγνωστο. Γνωρίζουμε μόνο ότι μέσα στο Τελεστήριο γινόταν κάποια αναπαράσταση, «τα δρώμενα» (υποθέτουμε ότι ήταν αναπαράσταση της αρπαγής της Κόρης), ακούγονταν μυστικές φράσεις, «τα λεγόμενα», και αποκαλύπτονταν τα ιερά, «τα δεικνύμενα».

Στις 21 τέλος του μηνός ετελείτο η εποπτεία, το τρίτο και ανώτερο στάδιο της μύησης. Σ' αυτό μπορούσαν να φτάσουν εκείνοι από τους πιστούς που είχαν ήδη μυηθεί πριν ένα χρόνο στα μυστήρια. Κατά την εποπτεία ο ιεροφάντης έδειχνε στους μύστες ως το μεγαλύτερο μυστήριο «στάχυν εν σιωπή τεθερισμένον» (στάχυ θερισμένο αμίλητα).

Στις 22 οι μύστες έκαναν σπονδές στους νεκρούς με ειδικά αγγεία, τις πλημοχόες, που περιείχαν υγρό για τις προσφορές, και στις 23 γύριζαν στους τόπους τους βελτιωμένοι ηθικά, ευτυχισμένοι, με μειωμένο φόβο για το θάνατο και με αυξημένη ελπίδα για καλύτερη ζωή.

Καλλιόπη Πρέκα - Αλεξανδρή, Ελευσίς (έκδ. ΤΑΠ, Αθήνα 2007 4η (1991 1η), σσ. 19-21).

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

αναστοχασμός της νεωτερικότητας


Δεν είναι να παραπονιέμαι αφού ακόμα θυμάμαι τον κόρφο σου
που μύριζε λάδι και βασιλικό
τους αργοπορεμένους χειμωνιάτικους διαβάτες ανίδεους
και εμάς γεμάτους γνώση *

Από την στιγμή που ο Χέγκελ στα Εισαγωγικά μαθήματα στην Αισθητική, εισάγει την ιδέα του θανάτου της αυθύπαρκτης τέχνης και αντικαθιστά την απόλαυση που προκαλεί το έργο τέχνης με τη διαμεσολάβησή της μέσω της ιστορίας της, γεννιέται ένα καινούργιο είδος καλλιτέχνη που πατά πάνω στις νέες πολιτικοοικονομικές συνθήκες του 19ου αιώνα και που οι ρομαντικοί τον ονόμασαν είρωνα.

Τί είναι λοιπόν η ειρωνεία; «Ειρωνεία ονομάζουμε το αντίθετο του καλλιτεχνικού ενθουσιασμού, οπόταν ο καλλιτέχνης υπ' ουδενός νόμου ή κανόνος δεσμευόμενος υπερίπταται παίζων υπέρ την ιδίαν ύλην». Αυτό το «τέρας», που είναι ο μοχλός της δημιουργίας του μοντερνισμού, ζώντας μέσα στις καλλιτεχνικές μητροπόλεις ξεκινά (με αυτή του τη στάση) έναν πόλεμο με την παράδοση.

Είναι διαποτισμένος με την αλαζονεία της παντοδυναμίας του. Είναι η εποχή, ας μού επιτραπεί η αναγωγή, η νέα εποχή των σοφιστών. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», όπως το διατύπωσε ο Πρωταγόρας.

Αυτό το είδος μεταρομαντικού καλλιτέχνη δεν υπήρξε πρωτογενώς στη νεώτερη Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα δεν συμμετείχε στη δημιουργία του μοντέρνου κόσμου, για λόγους καθαρά ιστορικών και πολιτικοοικονομικών δομών. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο υπάρχει τόσο μεγάλη συζήτηση για το πού ακριβώς ανήκουμε. Ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή; Είμαστε μητροπολιτική χώρα ή χώρα της περιφέρειας; Έχουμε ή δεν έχουμε κράτος; Αποτελεί το παροικιακό φαινόμενο, η μετανάστευση, τον τρόπο συγκρότησής μας σε έθνος-κράτος και τη δημιουργική μας δύναμη;

Όλα αυτά, θέτουν τους όρους διαμόρφωσης του παράδοξου της ελληνικής εικαστικής περιπέτειας. Ο Έλληνας καλλιτέχνης, με γυρισμένη την πλάτη του στον Μοντερνισμό και χωρίς ποτέ να αναπτύξει κριτική στάση απέναντι στην παράδοση -κριτική στάση που είναι η ουσία του Μοντερνισμού-, εντάσσεται σε ένα, ή μάλλον καλύτερα συντάσσεται με ένα μεταμοντερνιστικό εικαστικό ιδίωμα.

Δεν μπαίνει καν στον κόπο να κριτικάρει τη συμβολική μορφή που είναι η προοπτική, η οποία μάς «εισάγει» στους νεώτερους χρόνους. Δεν είχε βιώσει την τέχνη αυτή ως πολιτισμική αναγκαιότητα ούτε είχε συμβάλει στη δημιουργία της. Έτσι, χωρίς να αμφισβητήσει αυτήν την οργάνωση της επιφάνειας του πίνακα ή του χώρου, ζωγραφίζει ή διατάσσει τα στοιχεία του έργου του σαν να ζεί στη Νέα Υόρκη ή σε κάποιαν άλλη από τις μεταμοντέρνες μεγαλουπόλεις.

Αυτό που λείπει επομένως είναι το οξύ της ειρωνείας. Η ακύρωση του κριτικού λόγου είναι το ουσιαστικό στοιχείο του μεταμοντερνισμού. Γιατί ο μεταμοντερνισμός είναι μια «νοσταλγική» επιστροφή στην παράδοση. Είναι ο νέος αλεξανδρισμός, που διαδέχεται την εποχή των σοφίστων. Είναι μια παρωδία.

Η ειρωνεία ανακυκλώνει την ιστορία όπως η παρωδία, αλλά δεν θεωρεί ποτέ την ιστορία δεδομένη, δεν την μυθοποιεί, δεν αναλαμβάνει το παρελθόν κατά σύμβαση. Η καυστική δράση της ειρωνείας είναι το ξανάνοιγμα της ιστορίας ως τόπου ετεροδοξίας. Αυτό που αντιπαρατάσσει η ειρωνεία στην παρωδία (και τη συνενοχή) είναι ακριβώς ότι οι συμβάσεις έχουν θρυμματιστεί, τα κριτήρια είναι ανασφαλή και οι κρίσεις ανοιχτές.


110. Y. MISHIMA
Παραμονεύεις από την κλειδαρότρυπα
η μητέρα σου στα χέρια του εραστή της
λεύκα που τρεμοπαίζουν τα ασημένια φύλλα της
βρίσκεις τον ρυθμό και λικνίζεσαι κυπαρίσσι.

138.
έχεις δίκιο
όταν αγαπιέσαι αναφλέγεσαι φεύγεις
όταν αγαπάς φωτίζεις διαρκείς
**


Νίκη Παπασπύρου - Κύριλλος Σαρρής, Οδηγίες χρήσης - ως στοιχείο της έκθεσης του δεύτερου Οι αναγνώστες του Finnegans Wake στο Ινστ. Συγχρ. Ελλ. Τέχνης (έκδ. alloglotta, Αθήνα 2011, σσ. 16-18).

-----
* Στο motto στίχοι του Παναγιώτη Κουσαθανά, από την συλλογή «Συρραφή Ονείρων», και δη και το ποίημα 'Τοπίο σχεδόν, 7.' (1976), περιεχόμενο στον τόμο Τα Ποιήματα και τέσσερεις αναπλάσεις (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2011, σ. 36).

** Αλλά και το καταληκτικό mottο είναι του ιδίου από την συλλογή τ' «Ακαριαία» (1985) και δη και την ολόγιομη υποσυλλογή 'Δ΄. Ρήνεια: Ακαριαία επιτύμβια και σχόλια' και την επόμενη 'Ε΄. Λογοκλοπές προς Μάλτε', στον ίδιο τόμο (ό.π., σσ. 107, 117).

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

το άκρως ανθρώπινο ιερό


Η τέχνη, ως βασική λειτουργία του ανθρώπου,
έχει ανάγκη την ιδέα του ιερού;
Έχει η ανθρωπότητα ανάγκη την ιδέα του ιερού;
Μήπως, αντιθέτως, θα πρέπει να στρέψει τα νώτα της
οριστικά και αμετάκλητα σε αυτές τις ιδέες;
[...]
Νομίζω λοιπόν πως η θεοποίηση της τέχνης,
όπως παρουσιάζεται στο Απρόσβατο,
μπορεί να θεωρηθεί ως ανασταλτικός ή επιβλαβής παράγοντας
για το προαναφερθέν εγχείρημα. Πέραν τούτου,
το αίσθημα του δέους -που τροφοδοτείται από το ιερό και ανατροφοδοτεί το ιερό-
δεν κάνει τίποτα άλλο απ' το να παρεμποδίζει την ουσιαστική προσέγγιση,
την κατανόηση, των έργων τέχνης συμβάλλοντας, συν τοις άλλοις,
στην περαιτέρω απομόνωση, αν όχι στον απόλυτο διαχωρισμό,
της τέχνης από τον καθημερινό βίο.*

Αυτό το ιερό δεν έχει, πιστεύω, καμία απολύτως σχέση με τις κατά καιρούς θεσμοποιημένες μορφές του -θρησκείες, εκκλησίες, δόγματα, σέκτες- τις οποίες απεχθάνομαι και ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να ενταχθώ ή να ακολουθήσω κάποια απ' αυτές, ποτέ. Αυτό το ιερό είναι ταυτόσημο με τη ζωή, γι' αυτό έκανα την αναφορά στον έρωτα, είναι μία ζωτική ανάγκη, πράγμα που σημαίνει ότι η διακοπή του ή η αγνόησή του ή η υποτίμησή του διακόπτουν τη ζωή ως φυσική λειτουργία, δημιουργούν μία έλλειψη που δεν αφήνει τη ζωή να ενεργεί ως πληρότητα.

Θα μού πείς, και η τέχνη ως τέχνη τι σχέση έχει με τη φυσική λειτουργία της ζωής. Έχει, ως μία από τις εκφράσεις της, διότι και η τέχνη είναι, με τον τρόπο της, μία φυσική λειτουργία, μόνο που εκεί χρειάζεται ένας παράγων που σε άλλους είναι ανεπτυγμένος και σε άλλους κρυμμένους ή και υποτονικός, ακόμη και μειωμένος στο ελάχιστο.

*

Όσο για τον έρωτα, την ερωτική επιθυμία, ναι, το Απρόσβατο είναι για μένα το αντίστοιχο του απρόσιτου και αδιάθετου ερωμένου, είναι η αρνητική αλλά εντέλει θετική πλευρά της απόρριψης και του ανέφικτου, είναι η εμφάνιση της απόστασης με τη μορφή του Άλλου που είναι εκεί αλλά δεν προσφέρεται, άρα προκαλεί την ίδια την επιθυμία να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη εκείνου από το οποίο τη χωρίζει η άρνησή του να προσφερθεί, να καταργήσει τη απόσταση και να δοθεί, κι έτσι ο Άλλος γίνεται μία εσωτερική διάσταση, γίνεται η βασική διάσταση της επιθυμίας ως δικής μου ανάγκης, επομένως επιθυμώ τον Άλλο σημαίνει επιθυμώ κάτι που ήδη έχω μέσα μου αλλά δεν μού είναι προσιτό, έχω ωστόσο το μηχανισμό για να επιχειρήσω προς τα μέσα την προσέγγισή του, και ενώ τον έχω χαμένο έξω από εμένα, τον αναζητώ και επιδιώκω την ένωσή μου μαζί του μέσα μου.

Εντέλει, ο έρωτας είναι το Είναι, και η Τέχνη άλλο δεν κάνει, για μένα τουλάχιστον, παρά να προσπαθεί ξανά και ξανά να κερδίζει κάθε φορά κάτι, έστω μηδαμινό, απ' το εράσμιο μέσα σώμα του Άλλου.
Η Διοτίμα είναι το σώμα μας.
Καλή επανάσταση.
Δ.

*

[...] με τη φράση του Νίτσε «Έχουμε την τέχνη για να μην καταστραφούμε από την αλήθεια» [...]

Αναφέρομαι, και πάλι στον Νίτσε, όχι μόνο επειδή έχει επίσης γράψει: «Η φιλοσοφία μου ένας αντεστραμμένος πλατωνισμός», αλλά και επειδή έχει θέσει κατά κάποιον τρόπο, μέσω ολόκληρης της πορείας του, την προοπτική του Απρόσβατου, εφόσον αποτελεί ο ίδιος και το τέλος της δυτικής μεταφυσικής αλλά και την αρχή μιας εξόδου, αν γίνεται, από αυτήν πέραν του τέλους της.

Πρόκειται για το σημείο που επανέρχομαι μονίμως στα γραπτά μου, και που παίρνει διάφορα ονόματα, πάντως είναι στραμμένο στο «μετά», σ' ένα «μετά» όπου και ο άνθρωπος και η τραγωδία (ή τέχνη) χρειάζονται την πρόσβαση διότι, όπως ακριβώς το λές, και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, η μεταφορά στη φύση των ανθρώπινων ιδιοτήτων όπως το κάνει ο Πονζ δεν σημαίνει τίποτα αφού απλώς μετακινεί το ήδη γνωστό από ένα ον σ' ένα άλλο - χαμένος κόπος ο οποίος όμως μπορεί να αποβεί και καταστροφικός διότι το ανθρώπινο παραμένει πάντα ανθρώπινο [...]

και δύο είναι οι εκφράσεις αυτού του άκρως ανθρώπινου ιερού,
ο έρωτας και η τέχνη.**

Δημήτρης Δημητριάδης, Το απρόσβατο (έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2013, σσ. 66, 82-83, 122). -Το motto ερώτημα του συνομιλητή Θανάση (ό.π., σσ. 60, 61). Η κατακλείδα εκ του Δ.Δ. (ό.π., σ. 67). Πρβλ. σσ. 138-139 με απόσπασμα από τον Κάσπαρ του Πέτερ Χάντκε, απ' αφορμή το χιόνι και την λευκότητά του ή μη!


Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

η αδιάσπαστη συνύπαρξη Καλού και Κακού


Ανθρωπισμός, λοιπόν, ίσον ο εν μέρει Άνθρωπος.*

Η ευρύτερη όμως δυνατή έννοια/πραγματικότητα του «Ανθρωπισμού» είναι, θα το πώ χονδροειδώς, η αδιάσπαστη συνύπαρξη Καλού και Κακού, και στο μεν Καλό δίνω τη σημασία του κοινώς αποδεκτού, του αναγνωρισμένου και γνωστού, εντέλει του ανώδυνου και του κολακευτικού, αν όχι, εν πολλοίς, παραπλανητικού (που το συνοψίζει η φράση «Ο άνθρωπος γεννιέται καλός»), στο δε Κακό αποδίδω τη σημασία όχι μόνο του αρνητικού και του ζημιογόνου όπως αυτά έχουν επιβληθεί, αλλά προπάντων του απαράδεκτου, και κατ' επέκταση του αφανούς, του άγνωστου, του εκ των προτέρων καταδικασμένου.

Άρα, η ευρύτερη έννοια/πραγματικότητα του «Ανθρωπισμού» είναι ό,τι δέχεται ο νυν επικρατών Ανθρωπισμός ΚΑΙ ό,τι δεν δέχεται και στο οποίο δίνει χαρακτηρισμούς του είδους «σατανικό», «αφύσικο», «ανήθικο», «απάνθρωπο» κ.τ.λ.

Έτσι όπως όρισα το Κακό, με όλες τις παράλληλες συνισταμένες του, οι οποίες λειτουργούν τόσο σε ηθικό όσο και σε πολιτικό, κοινωνικό, ψυχολογικό, ερωτικό, καλλιτεχνικό επίπεδο, αυτό δεν είναι άλλο από το Απρόσβατο.

Τί συμβαίνει όμως;

Αποκλείοντας πρωθύστερα το Κακό ως Κακό, άρα ως μη αποδεκτό, νομίζουμε ότι περιορίζουμε τον αποκλεισμό αυτόν μόνον στο αφανές Κακό όπως κοινώς το εννοούμε και που πιστεύουμε ότι υπάρχει στην περιοχή του Απρόσβατου, κάνοντάς το όμως αυτό καταδικάζουμε και το Καλό που δεν μπορεί παρά να εμπεριέχεται στην περιοχή αυτή, άρα, στο όνομα του καλού ή του Κακού, [...] διαγράφουμε μία ολόκληρη αφανή ήπειρο, όπως είναι το Απρόσβατο, και με τη διαγραφή αυτήν απαγορεύουμε την εμφάνιση ΚΑΙ εκείνου που θεωρούμε Κακό ΚΑΙ εκείνου που είναι όντως Καλό, διότι και τα δύο αυτά συνυπάρχουν αδιαχώριστα στην περιοχή του Απρόσβατου,

ο φόβος μας όμως -περί φόβου πρόκειται- ότι θα εμφανιστεί κάτι που δεν συνάδει με την παγιωμένη εικόνα μας περί Ανθρωπισμού, δεν μάς αφήνει να δώσουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναζητήσει και να διερευνήσει το Απρόσβατο

επειδή το έχουμε εξαρχής κατατάξει στην αρνητική πλευρά του Ανθρώπου [...]

Δημήτρης Δημητριάδης, Το απρόσβατο (έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2013, σσ. 155-157). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 154).

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

αυτός ο ίδιος ο ψυχισμός να τέμνεται καθέτως


[...] αυτός ο ίδιος ο ψυχισμός να τέμνεται καθέτως ούτως ώστε η μία πλευρά του να είναι άξια αποδοχής και να ονομάζεται ανθρώπινη, ενώ η άλλη πλευρά του να απορρίπτεται και να ονομάζεται «απάνθρωπη»;

Θα αναπτύξω εν συντομία το εξής:
Μαζί με την απόρριψη και καταδίκη της μίας πλευράς του ανθρώπου, αποδόθηκε στον άνθρωπο και η πλευρά του θείου, της θεϊκής διάστασης, και αυτό συνέβη κυρίως ξεκινώντας από τη θέση ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Εκείνου. Η θέση αυτή, του ανθρώπου ως δημιουργήματος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού και συνεπώς ως κατόχου μίας θεϊκής διάστασης, έρχεται να συνδράμει την απόρριψη της άλλης πλευράς, της μη θεϊκής, της απάνθρωπης, έρχεται να τη συγκαλύψει και να δημιουργήσει μία εικόνα όπου ο άνθρωπος είναι κατά βάσιν καλός και εκ φύσεως φορέας εκείνου του στοιχείου που τον καθιστά μέτοχο του θείου, οπότε έτσι το θεϊκό και το ανθρώπινο συνενώνονται και ισχυροποιούνται πλάθοντας το θεανθρώπινο, και αντιπαρατάσσονται στο μη ανθρώπινο, στο απάνθρωπο.

Έχω να πώ συνοπτικώς τούτο: αν υποθέσουμε ότι όντως υπάρχει στον άνθρωπο το θεϊκό στοιχείο, αυτό, πιστεύω, δεν είναι ίδιον γενικώς της ανθρώπινης φύσης αλλά κάποιων ολιγάριθμων εξαιρέσεων και μόνο, και εδώ, το στοιχείο αυτό ταυτίζεται, για μένα, στην καλλιτεχνική πλευρά του ανθρώπου, η οποία δεν απαντάται στο σύνολο των ανθρώπων αλλά σε ελάχιστους, και περιορίζεται στην περίπτωση των υψηλών καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, τα οποία είναι και αυτά μετρημένα στα δάχτυλα.

Η θεϊκή πλευρά του ανθρώπου, αν υπάρχει, δεν είναι, λοιπόν, άλλη από την καλλιτεχνική, εκείνην που δημιουργεί έργα τέχνης, η ποιητική πλευρά, και σ' αυτήν περιλαμβάνω και τα έργα του στοχασμού, και πάντα εκείνα που αποτελούν κορυφώσεις της ανθρώπινης διανοίας.

Έτσι, υπαρκτή μεν η θεϊκή πλευρά του ανθρώπου αλλά άκρως περιορισμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμφανίζεται και ανήκει αποκλειστικά σε επώνυμα πρόσωπα, μπορεί να ενυπάρχει και σε περιπτώσεις άγνωστες, αφανείς, που ίσως δεν δίνουν ποτέ, γιατί δεν έχουν την ευκαιρία να δώσουν, δείγματα αυτής της πλευράς και έτσι χάνονται στην τρέχουσα ανωνυμία, αποδεικνύοντας όμως μ' αυτόν τον τρόπο και την κάθε άλλο παρά γενική και την ούτως ή άλλως ενυπάρχουσα σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως πλευρά του θεϊκού / καλλιτεχνικού δώρου.

Με την έννοια αυτή, είναι μόνο κατ' εξαίρεσιν γνώρισμα του ανθρώπου το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού, κι εδώ να επιμείνουμε στην επισήμανση ότι, του Θεού μη όντος αλλά πλατυσμένου ποικιλοτρόπως από τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του ανθρώπου, Θεός δεν μπορεί να είναι παρά μόνον η ίδια η Τέχνη στην πιο υψηλή και στοχαστική της διάσταση, ο Θεός δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνον ως Ποίηση.

Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι ένα ον που εκπροσωπείται από ελάχιστους ως φορέας του Θεού με την έννοια της υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Οι πολλοί είναι άμοιροι αυτού του στοιχείου, και οι περισσότεροι απ' αυτούς είτε είναι εντελώς αδαείς τού εν λόγω στοιχείου είτε ευθαρσώς εχθρικοί, θεωρώντας το ένδειξη παρακμής, εκφυλισμού, διαστροφής·

αντιθέτως, όχι μόνον οι πολλοί αλλά άπαντες χωρίς καμία εξαίρεση είναι φορείς του άλλου στοιχείου, του απορριγμένου και καταδικασμένου, εκείνου που τού αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του «απάνθρωπου» και που, ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση, όχι μόνο δεν είναι ίδιον μιας μειοψηφίας, αλλά αποτελεί απεναντίας και τη βασική, θεμελιώδη, αναφαίρετη, την εκ γενετής συνιστώσα της ανθρώπινης φύσης, εκείνη τη συνιστώσα η οποία δεν λείπει από κανένα ανθρώπινο ον και που, με την παραγνώρισή της, με την υποτίμησή της και εντέλει με την αγνόησή της, συμβάλλει στην ατελή κατανόηση του ανθρώπου.

Αυτές, λοιπόν, οι δύο διαστάσεις της ανθρώπινης φύσης, εκείνη που θεωρήθηκε έμφυτη και γενικώς ισχύουσα συνιστώσα του ανθρώπου, ενώ δεν είναι παρά κατ' εξαίρεσιν, δηλαδή η θεϊκή, και εκείνη που, ενώ δεν είναι παρά έμφυτη και γενικώς ισχύουσα αλλά απορρίφθηκε και καταδικάστηκε ανέκαθεν ως μη υπάρχουσα, δηλαδή η απάνθρωπη, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως αυτό που πράγματι είναι, προκειμένου ο άνθρωπος να βρεί την πλήρη και αληθινή εικόνα του, πέρα από οποιαδήποτε εξιδανίκευση και ωραιοποίησή του οι οποίες συγκαλύπτουν, από φόβο, από δειλία, από ντροπή, την αληθινή φύση του και τον κάνουν να εξακολουθεί να δρά σύμφωνα με το απάνθρωπο, μια και δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να το αποφύγει, αλλά και συγχρόνως να το αρνείται σαν να μην ανήκει αυτό στην ίδια του τη φύση, αποβάλλοντάς το από αυτήν ως ξένο προς αυτήν, ως ανήκον σε άλλο είδος, ως μη ανήκον σ' αυτόν τον ίδιο, ενώ από την άλλη διεκδικεί ως δικό του και μάλιστα σε βαθμό απόλυτο, προφανή και αυτονόητο, το άλλο, το θείο, το οποίο αποτελεί ένα ελάχιστο και κατ' εξαίρεσιν τμήμα της σύστασής του και που εκφράζεται μόνον από εκείνους, τους ολίγιστους, οι οποίοι το διαθέτουν και το ενεργοποιούν, χωρίς το τμήμα αυτό να αποτελεί κλήρο και κτήμα του συνόλου των ανθρώπων. [...].

Το Τραγικό συνίσταται, κατά την γνώμη μου, στην απόρριψη
από τον άνθρωπο της ίδιας του της πραγματικότητας [...] *

Δημήτρης Δημητριάδης, Το απρόσβατο (έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2013, σσ. 18-22). -Η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σ. 23).

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

αγόραζαν τακτικά προϊόντα για την καθαριότητα


Αναρωτιέμαι αν χτυπάει
τα πουλιά ο κεραυνός
*

Σπίτι στη θάλασσα

Έβαλαν το κρεβάτι σε θέση
φενγκ σούι
ώστε το κεφάλι
να μην το πιάνει ο βοριάς
τα βράδια έκλειναν ερμητικά
και κοιμόντουσαν στη σιωπή

ούτε που κατάλαβαν
πώς μπήκε μέσα η θάλασσα

*

Συν-ύπαρξη

Σημαντικό ν' αργοπορείς
μαζί με κάποιον
αργώ σημαίνει καθυστερώ
μένω πίσω
Άλογα ανηφορίζουν τους λόφους
καθυστερώ να τ' ακούσω
αργώ να τα δώ
Μένω πίσω από τους λόφους
μαζί με κάποιον
Συχνά
ο ουρανός χαμηλώνει

*

Αναπαράσταση

Δεν ήταν πόλεμος
τον υποδύθηκε
έμοιαζε αλλά δεν ήταν
έζησαν οδυνηρότερα
αφότου έληξε

Στο μεταξύ
αγόραζαν τακτικά
προϊόντα για την καθαριότητα
του σπιτιού διατηρώντας την εμμονή τους
στο λευκό

*

Γράφω
για να γίνω άλλη
δεν με αφορούν
οι λεπτομέρειες
ούτε μού αρέσει να εξηγώ
Τραβάω ευθείες
στα σανίδα του αρχιτέκτονα
με την ευχή
να σπάσει το παράλληλο

*

Μαντάμ

Ζητάς να σού δανείσω
την Μποβαρύ

την Έμμα
που εγκαταλείπει
δυο ζωές

την Μποβαρύ
αν θέλεις
την τολμάς
δεν τη δανείζεσαι

*

Μέχρι πρότινος τα βύθιζαν

Στείλτε μου ένα καράβι
να το βάλω τοίχο
η άνοιξη
είν' εποχή γι' ανασκαφές
θα χρειαστώ στηρίγματα
Κρανία και τα υπόλοιπα
θα βγούν στην επιφάνεια
απολιθώματα
σε απόκρημνα φαράγγια
με τη βοήθειά σας
όπως οι αρχαίοι
θ' αποδειχτώ μανούλα
στις μεταφορές

Μάνια Μεζίτη από την τελευταία της συλλογή με τίτλο, στόμα (έκδ. Κοκκίδα 2021, σσ. 29, 30, 31, 41, 17, 27). -Το motto εκ της ιδίας (ό.π., σ. 43).

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

η Ελθούσα μοι


[...] Τότε δ' ιδού! Εν τω μέσω αυτών όλων των Ζωδίων η Γυναίκα των αστέρων. Η πάλαι ούσά μου. Εκείνη όπου έλεγα πριν τότε και άλλοτε. [Σ.τ.μ: Άδηλον το σημείο της σχετικής αναφοράς]. Η Ελθούσα μοι. Η Ούσα η ποτέ, η Ήν η ποτέ και η Ουδέποτε. Και μού ήρχετο τότες εκείνη και με εκατέβαινε εσα[..]ω τε[....]ως <***> (desunt fortasse tria verba). Ήχοι δ' ήχοι αρμ[....]δεις (;) με επεριέβαλλον {με}.

Τα δ[ε] της νυκτός τα φωτία ηχούντα άπαντα ως κάνει η σάλπιγξ η χαλκόφωνος. Άνω πολύ σαλπίζοντας. Και εκεί ως εκοίταζεν των αστέρων τα άστρα ο γήινος Νόος μου, το είδα ιδόντας πάνω εκεί εις τα Ύψη το μετέωρον σώμα Εκείνης. Ως μού εκατέβαινε. Απαλά απαλά. Φωτοειδώς. Χάρις δ' αυτής τοσαύτη ήτο χυμένη ολούθε. Γλυκεία οδμή. Ήχος λιγυρός πολύς. Λείος ως ο πόθος της σαρκώδους ουσίας αυτής και του ε[....]υ αφ[..]ς (;).

Εξάφνου δ' όμως ιδού! Φωνήματα γλώσσης θηλ[είων] (;) εσήμαναν μέσα εις την άνυδρον νύχτα μου τόσον ώστε πάσα η νυξ υγράθη πολύ. Κάτω μου. Ότι σμήνος ολούθε υγρών συμ[φώνων] τε και φωνηέντων ηδέων μι (;) αφροδι[σιακ]ών (;). Πλην χύδην ως να εχύνοντο χάμαι αθρόως τε άμα και (sic) χύμα όλα. Τα τε φωνήεντα και τα σύμφωνα και τα ημίφωνα. Ως φωνή κλειτοριάζουσα [σημ. Κλειτοριάζειν: Το ακολάστως άπτεσθαι του γυναικείου αιδοίου. Σούδα s.v.] ήσανε όλα. Και ιδού Τότε! Ευθύς μ' επεριέλουσαν τα ηχούντα τα ρεύματα των θηλυκών φωνημάτων της γής. Ήκουον δε καθάρϊά τε και ολοκάθαρα ένα «Χύύύύύ! Χούούούού! Χιούχιούχιού!». [...]

*

[...] Και ως εκαθήμεθα {οντες} ημείς εις το Ιερόν μέσα, ήλθεν η ώρα της ιερωσύνης αυτής. Και εγώ αφήσαντας τα όμματά μου ανοιχτά, είδα την Φλέγα έμπροσθέν της καθήμενος. Την είδα δε καλά. Πάνυ καλά. Διά των οφθαλμών του εν εμοί ανδρικού όντος είδον αυτήν και ενείδόν την. Εντός του ναού των μελανών (;) ανδρών. Τετιλ[μένη] ούσα. Λεπτότατος ο χνους αυτής και ευοσμικός. Και την εγνώρισα βλέποντάς την καταγεγυμνωμένην πλήρως. Μες εις την πλήρη γυμνωσύνην αυτής. Όλην και άπασαν όλην. Έτσι την έβλεπα. Όλως αιδούμενος. Και ως με είδεν εκείνη εντροπιασμένον από την ένδον αιδώ την μητρικήν, είπέ με θηλυκώς: «Γυμνώσου, άρρεν, ίνα σε ιερεύσω, ίνα και γαρ θ[...]δρών (;). Γυμνώσου δε έως οστέων». Και εγώ είπά της ετότες «Ώ! Ώωω! Πλην!» Έπραξα δ' όμως. Γεγυμνωμένα οστέα αι δε σάρκες μου α[...]νες (;).

Έκειτο δ' ουν δ' αύτη εκεί ηνεωγμένη εμπροστά μου, κατάχαμα {εις την γήν}. Και ως δ' αύτη ήτο εκεί, έλαβεν εις το αριστερόν της την λαμ[πάδ]α την εμήν και την επίεσε. Και εθρόμβωσε το αίμα το στέαρ και με έστυσεν. Και ιδούσα ταύτα έθεσε την δεξιάν την χείρά της επί της οάσεως αυτής ώστε ο δείκτης και ο παράμενος να κρούουν τα χείλεα της οάσεως αυτής, του δε ευ]ν[ί]ου τον αύλακα να κρούη ο μέσος δάκτυλος. Και ήνοιξαν τότε τα επτά χείλεά της και ήλαμψαν ωσάν τα πτεράκϊα της ψυχής πεταλούδας που ορχουμένη εν τω ανέμω χορ[εύ]ει ανυπόδητη.

Ερόδισαν και τα πτερύγϊα αυτής και ελειάνθησαν όπως τα ερυθρά χείλη των κοχύλων εις τα κείμενα των ποιητών. Και καθώς εμεγάλωναν και ηύξαναν τα πτερουγάκϊά της, εχτυπούσανε τα τρία δαχτύλϊά της την όασην πάσαν. «Εγείρου» «Εγείρου» «Εγείρου» είπε λέγοντας τρις και έθλιβε την λαμπάδα την εμήν. Ήτις και έσ[τυζ]ε δ' άγα[ν].

Τότε ήκουσα {τοτες} εις το αρσενικόν το βάθος μου τα σπέρματα του πατρός ομού και τα σπέρματα του πάππου ομού και τες σπορές του προπάππου και είπα, «Φλέγα, φλέεγα, φλεεέγα». [...]

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο συγγραφέας του Ζαά. Δεκαοκτώ άγνωστα κείμενα των ελληνιστικών χρόνων (έκδ. Άγρα, Αθήνα 2019, σσ. 50-51, 45-46).