.....'Ω, φάτσα του γαϊδάρου, μάθε επιτέλους το πλατύ θεϊκό γέλιο!
Πωλ Κλωντέλ, Πέντε μεγάλες ωδές και ένας 'Υμνος για να χαιρετίσουμε τον καινούργιο αιώνα (
μτφρ. Μ. Ζουμπούλη – Ε. Μόσχος, έκδ. 'Ικαρος, Αθήνα 2000, σ. 132). Από την 4
η ωδή.
-----Για το γέλιο του Θεού μιλάει σε μιαν αποστροφή του και ο Μισέλ Φάις, δες εδωδά, από τα αυτόγραφά του το δεύτερο κατά σειράν, απόσπασμα από το βιβλίο του για τον Τζούλιο Καΐμη, "Το μέλι και η στάχτη του Θεού", ένα βιβλίο όπου στο motto δηλώνεται: "στη μνήμη του πατέρα μου Αβραάμ που κοιμήθηκε στις 23 Σεβάτ 5762"!
Αναγκάστηκα να γυρέψω τέταρτο αφέντη, κι αυτός βρέθηκε να είναι καλόγερος της Θείας Ευχαριστίας, όπου με πήγαν οι γυναικούλες που σάς είπα, και που τον έλεγαν συγγενή τους, και ήταν ο ευλογημένος άσπονδος εχθρός της καλογερικής. 'Ολο έξω έτρεχε και ήταν φίλος, φίλτατος της κοσμικής ζωής και των επισκέψεων, τόσο που φαντάζομαι πως αυτός έλειωνε τα περισσότερα παπούτσια απ' όλους όσους κατοικούσαν στο μοναστήρι εκείνο. Αυτός μού έδωσε τα πρώτα παπούτσια που φόρεσα στη ζωή μου και δε μού φτούρησαν παραπάνω από οχτώ μέρες, μα ούτε κι εγώ άντεξα περισσότερο στις τρεχάλες που έκανε αυτός ο καλόγερος. Γι' αυτό, καθώς και για κάτι άλλα, ας τα πούμε μικροπράγματα, και που προτιμώ να μην τ' αναφέρω, έφυγα κι απ' αυτόν.
Ανωνύμου, Ο Λαζαρίλιος ντε Τόρμες [Επεισόδιο τέταρτο] (μτφρ. Ιουλία Ιατρίδη, έκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1971, σ. 83). -----Εδώ, στο τέταρτο επεισόδιο, περιγράφεται με απολαυστική συντομία η περιπέτεια του αφελή ήρωα με την "καλογερική" τέχνη. Γνώρισε κι άλλες τέχνες κι από όλες έφευγε στο τέλος δαρμένος, ώσπου τού δόσανε μια πουτάνα νά 'χει για γυναίκα. Την πουτάνα του χωριού σα να λέμε. Ο ίδιος.
Ο κόσμος του «κρέατος» είναι αυτός όπου ο πατέρας εγκαταλείπει το γιο του ή τον υποδουλώνει, κι όπου ο γιος σπρώχνεται στην πατροκτονία. Ο κόσμος της συνειδήσεως είναι αυτός όπου ο πατέρας «μορφώνει» το γιο στην κυριολεξία κι ο γιος σέβεται τον πατέρα γιατί δέχεται απ' αυτόν μια δημιουργική πιστότητα. Ο κόσμος του «κρέατος» γνωρίζει μόνο τη νεότητα και την απομίμηση της νεότητας γιατί δεν έχει άλλον κανόνα από την ένταση της ζωϊκής ορμής. Ο κόσμος της συνειδήσεως είναι εκείνος όπου η βιολογική παρακμή κάνει δυνατή τη διαφάνεια σ' ένα άλλο φως, όπου ο ηλικιωμένος άνθρωπος γίνεται κάποτε μάρτυς σοφίας.
Στην πνευματική παράδοση της χριστιανικής ανατολής ο μοναχός ονομάζεται «καλόγερος», γέροντας ωραίος από το φωτεινό κάλλος που πηγάζει απ' την καρδιά στο τέλος μιας μακριάς ζωής περισυλλογής και υπηρεσίας. Είναι ο στάρετς για τον οποίο η «σωτηρία» δεν είναι πίστη αλλά γιατρειά. Δεν είναι σύμπτωση πως στα έργα του Σολζενίτσυν, στο Περίπτερο Καρκινοπαθών όπως και στον Πρώτο Κύκλο, οι φωτεινοί αυτοί γέροντες είναι γιατροί για τον άνθρωπο ολόκληρο, ψυχή και σώμα.
Olivier Clement, Το πνεύμα του Σολζενίτσυν (μτφρ. Ελ. Δαλαμπίρα, έκδ. Εστία, Αθήνα χ.χ., σσ. 58-59).
[...]
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: [...] (Γυρίζει στην Κόρη). Πέστε μου, αν η μικρή τώρα τον έβλεπε [τον μικρό] να κοιτάει κι έτρεχε κοντά του, θα τής έλεγε καμιά λέξη, ε;
ΚΟΡΗ: (Πετάγεται όρθια). Μην ελπίζετε να τον κάνετε να μιλήσει, όσο είναι αυτός εδώ. (Δείχνει το Γιο). Θά ‘πρεπε πρώτα να τον διώξετε.
ΓΙΟΣ: (Προχωρεί προς την έξοδο αποφασιστικά). Φεύγω! Φεύγω! Αυτό ακριβώς ήθελα!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: 'Οχι, πού πάτε; Σταθείτε! (Τον κρατάει).
...... (Η μητέρα σηκώνεται τρομαγμένη, γεμάτη αγωνία πως θα τής φύγει για καλά, και από ένστικτο απλώνει τα μπράτσα χωρίς να κουνηθεί απ' τη θέση της).
ΓΙΟΣ: (Φτάνει στη ράμπα). Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά εδωπέρα! Αφήστε με να φύγω, παρακαλώ, αφήστε με να φύγω!
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: Πώς δεν έχετε καμιά δουλειά;
ΚΟΡΗ: (Ειρωνικά). Μα μην τον κρατάτε! Δε θα φύγει!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρέπει να παίξει την τρομερή σκηνή του κήπου με τη μητέρα του.
ΓΙΟΣ: (Ξαφνικά, σταθερά και μ' αποφασιστικότητα). Δε θα παίξω τίποτα! Σάς το δήλωσα μιας εξαρχής! (Στον Θιασάρχη). Αφήστε με να φύγω!
ΚΟΡΗ: (Ορμάει προς τον Θιασάρχη). Επιτρέπετε, κύριε; (Τού κατεβάζει το μπράτσο). Αφήστε τον. (Στο Γιο). 'Αντε λοιπόν, φεύγα! (Ο Γιος μένει γυρισμένος προς την σκάλα, μα σαν συγκρατημένος από μια κρυφή δύναμη δεν μπορεί να κατέβει τα σκαλιά. Προχωρεί προς την άλλη σκάλα, μα και κει σταματάει. Η Κόρη σκάει στα γέλια). Δεν μπορεί, βλέπετε; Δεν μπορεί. Είναι αναγκασμένος να μείνει εδώ, διά της βίας, δεμένος στην αλυσίδα, αιώνια κι αδυσώπητα. [...]
Λουίτζι Πιραντέλλο, 'Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα [1921] (μτφρ. Α. Σολομός, έκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986, σσ. 60-61). Εδώ, ένα ξεμοναχιασμένο απόσπασμα από την Τρίτη και τελευταία πράξη. Ο ίδιος.
Ο πλάτανος δεν ποτίζεται με δάκρυα
εξάλλου τα περισσότερα οι άνθρωποι τα καταπίνουν.
Νικήτας Φλέσσας, αποστροφή στο υπό στοιχείον Κ' ποίημά του από την άρτι εκδοθείσα συλλογή Ο Χρησμός του 'Ηλιου (έκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2010, σ. 63). -----Από την ιερά αγρυπνία του προφήτου Ελισσαίου. Για τα δάκρυα όμως δες και το έγκαυμά μου εδωδά, δημοσιευμένο μεταξύ άλλων προ ετών στην Οδό Πανός. Ο ίδιος.
'Ολο το δωμάτιο [τραπεζαρία ιδιόρρυθμου μοναστηριού] ήταν φωταγωγημένο με λαμπάδες και καντήλια. Παρατήρησα πως οι συνδαιτημόνες είχαν καθήσει σύμφωνα με μια τάξη αυστηρά καθορισμένη. Στη μια άκρη, ακριβώς πλάι στην αψίδα, σε δυο τραπέζια το ένα απέναντι στο άλλο ήταν θρονιασμένοι ο ηγούμενος και οι επιστάτες. 'Ερχονταν κατόπιν οι μοναχοί της Λαύρας, κι έπειτα, στα πλαϊνά τραπέζια, οι ερημίτες κι όσοι μόναζαν σε σκήτες που υπάγονται στη Λαύρα. Τέλος, κοντά στην είσοδο, οι εργάτες που δούλευαν εδώ, οι περαστικοί λαϊκοί και οι ξένοι μουσαφίρηδες. Από τη θέση που καθόμουν, είδα ότι το φως των λαμπάδων και των καντηλιών αναδείκνυε παράξενα τα πρόσωπα των αγίων, καθώς έπεφτε πάνω στις τοιχογραφίες. Το χρυσό τους φωτοστέφανο, η μαύρη χαρακιά που όριζε τα μάτια και τα μάγουλά τους, η μακριά άσπρη γενειάδα τους εξείχαν από το σκούρο φόντο των τοίχων. Καθώς είναι πάντα ζωγραφισμένοι κατά πρόσωπο, στοιχημένοι σ' ένα είδος ιερής παραβολής, κάτω απ' αυτό το φωτισμό, είχαν την όψη άγρυπνων μαρτύρων, προγόνων που συμμετείχαν κι αυτοί στο επίσημο γεύμα. Εκεί ανακάλυψα μια πλευρά της βυζαντινής τέχνης που σπάνια περνάει απ' το μυαλό. Είναι ολοφάνερο πως αυτές οι μορφές δε βρίσκονταν εκεί για να διακοσμήσουν, αλλά για ν' αποδείξουν την ύπαρξη υποδειγματικών προγόνων, για να καταργήσουν την επίπλαστη διάρκεια των αιώνων χάρη στην έμμονη διαχρονική παρουσία τους. Και ξεπρόβαλαν ξαφνικά ανάμεσά μας, σαν στην άκρη αιωνόβιου δάσους, ανάδυση φεγγοβόλων μαρτύρων. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή η παρέλαση άγρυπνων μαρτύρων, φερμένων απ' τα σκοτάδια του παρελθόντος, διέλυε το μύθο που θέλει τη βυζαντινή τέχνη στερεότυπη, τέχνη της ακινησίας.
Jacques Lacarriere, Το ελληνικό καλοκαίρι. Μια καθημερινή Ελλάδα 4000 ετών (μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, έκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980, σ. 69).
Αποτελεί ιδιαιτέρας σημασίας γεγονός, ότι η εκκλησιαστική μας παράδοση, για την οποία η μετοχή των πιστών στο κάλλος του Θεού, είναι επίτευξη μιας στάσεως ή ενός τρόπου ζωής και όχι κατόρθωμα μιας επιστημονικής ή αισθητικής γνώσεως, γέννησε αυτό που ονομάστηκε «Φιλοκαλία», για την οποία θα μιλήσουμε στα επόμενα, η οποία φαίνεται ήδη να ερημώνεται στην επικρατούσα λαίλαπα του ευσεβισμού. Η Φιλοκαλία πάντως είναι το πνευματικό κίνημα, που δια της ασκήσεως εν χάριτι, μεταμορφώνει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη και διαμορφώνει ένα έτερο τρόπο ζωής και πολιτείας, δια της διαρκούς θεωρίας του φωτός, του αεί αποκαλυπτομένου κάλλους της αείφωτης τριαδικής Θεότητας. Υπάρχουμε –και ο άνθρωπος και ο κόσμος- γιατί πρώτα είμαστε οι αγαπημένοι του Θεού, οι αγαπώντες την επιφάνεια της ομορφιάς και της δόξας του προσώπου Του, στην κοινωνία της τριαδικής και ωραίας αγάπης. Στο φως αυτής της αγάπης, η θεωρία δια των οφθαλμών της πίστεως γίνεται μέθεξη ερωτική, μια οντολογική τρυφερότητα και ευαισθησία, όπου ο θείος έρωτας αφανίζει το σκότος και το θάνατο, την αγωνία και τις μέριμνες, αλλά και τις τύψεις και τις ενοχές μας, όταν η αγαπώσα καρδία είναι μεγαλύτερη από τις πράξεις μας και ο αγαπών Θεός μεγαλύτερος από την οδύνη της καρδιάς μας.
π. Μιχαήλ Καρδαμάκης, Μαθητεία στην ομορφιά. Φιλοκαλικές δοκιμές (έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σ. 60).
.....'Ω Θεέ μου, θυμάμαι κείνα τα σκοτάδια που τα ζήσαμε οι δυό μας, ο ένας αντικρύ στον άλλον, κείνα τα σκοτεινά χειμωνιάτικα απογέματα μέσα στο Ναό της Παναγίας,
.....Εγώ ολομόναχος, μπροστά-μπροστά, καθώς φωτίζονταν το πρόσωπο του μεγάλου μπρούντζινου Χριστού, μ' ένα εικοσιπεντάλεπτο κεράκι.
.....Τότε όλοι οι άνθρωποι ήταν εναντίον μας, η επιστήμη, το λογικό, κι εγώ τίποτα δεν αποκρινόμουν.
.....Η πίστη μονάχα κρυβότανε μέσα μου, κι εγώ σε παρατηρούσα σιωπηλά σαν κάποιον που καταφεύγει στο φίλο του.
.....Κατέβηκα μέσα στον τάφο σου, με σένα μαζί.
Πωλ Κλωντέλ, Πέντε μεγάλες ωδές και ένας 'Υμνος για να χαιρετίσουμε τον καινούργιο αιώνα (μτφρ. Μ. Ζουμπούλη – Ε. Μόσχος, έκδ. 'Ικαρος, Αθήνα 2000, σσ. 162-163, 5η Ωδή).