α) Ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ συγχρονίας και διαχρονίας δεν λαμβάνει υπ' όψη του περιπτώσεις όρων που, ενώ είναι διαδοχικοί, συνυπάρχουν παράλληλα στο πλαίσιο ενός και του αυτού συστήματος (πρβλ. την φρ. «θα θέλη να πάη;», όπου το προερχόμενο φανερά από το «θέλω να» μόριο «θα» συνυπάρχει με τον μακρινό πρόγονό του).
*
γ) Απ' την στιγμή που ενδέχεται οι πρωτογενείς τύποι να συνυπάρχουν με τους παραγόμενους, είναι καθ' όλα δυνατό και αναμενόμενο να σώζωνται εν συγχρονία τύποι που ανάγουν την καταγωγή τους στο απώτατο παρελθόν της γλωσσικής διαχρονίας (πρβλ. «ν».ε. μεσημεριάζω > α.ε. μεσημβριάζω, όπου το δεύτερο φανερά προκύπτει με συγκοπή και τροπή μ > μβ από το πρώτο, το οποίο, αν και «νέο»ελληνικό, συντηρεί παραδόξως απαράφθαρτη την αφετηριακή, πρωτογενή σημασία «μέσον της ημέρας».
Το ίδιο και με το ν.ε. φουσκάλα, φουσκαλίδα > α.ε. φυσ(σ)αλίς, όπου η σχέση με τα α.ε. φύσκη, ν.ε. φούσκα αποδεικνύει το πρωτογενές των νεοελληνικών τύπων).
δ) Επειδή τα φαινόμενα τόσο της συντήρησης όσο και της μεταβολής κάνουν την εμφάνισή τους στο εσωτερικό μιας και της αυτής γλώσσας, έπεται ότι εκεί, στο εσωτερικό των γλωσσών, πρέπει να εστιασθή η γλωσσική έρευνα, εγκαινιαζομένης μιας μεθοδολογίας που θα μπορούσε να χαρακτηρισθή ενδοσυγκριτική.
ε) Το γεγονός της διατήρησης παμπάλαιων, πρωτογενών τύπων στις σύγχρονες γλώσσες συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι το τεκμήριο της πρώτης χρονικά εμφάνισης στον γραπτό λόγο δεν μπορεί να είναι ούτε απόλυτο ούτε αδιαμφισβήτητο κριτήριο παλαιότητας. Αντίθετα, οι αρχαίες γραπτές μαρτυρίες είναι ανάγκη να συνδυάζωνται προς τις νεώτερες με κριτήρια εσωτερικής λογικής των πραγμάτων (όπως π.χ. στην περίπτωση των μεσημεριάζω > μεσημβριάζω) και βάσει της αξιωματικής παραδοχής ότι οι ηχομιμητικές ρίζες διεκδικούν την προτεραιότητα στην διαδικασία της γλωσσικής οντογένεσης.
στ) Η αντίληψη για την προτεραιότητα των ηχομιμητικών ριζών έρχεται σε αντίθεση με την άποψη της σύγχρονης δομικής γλωσσολογίας για το αυθαίρετο του σημείου, η οποία, προκειμένου περί ονοματοποιών, αποφαίνεται ότι αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδείξουν το μη αυθαίρετο του σημείου, λόγω του ότι αφ' ενός είναι ολιγάριθμες και αφ' ετέρου έχουν συμβατικό χαρακτήρα.
Το βασικό αντεπιχείρημα συνίσταται στην άποψη ότι οι ηχομιμητικές ρίζες μπορεί να είναι συμβατικές αλλά δεν είναι αυθαίρετες (η μόνη περίπτωση να μιμηθούμε μη συμβατικά τον ήχο του νερού θα ήταν να ήμαστε νερό).
ζ) Επί πλέον, είναι λογικό, και επιβεβαιώνεται και από τα πράγματα, οι ηχομιμητικές ρίζες να εβάσισαν το ελάχιστο της παραστατικής τους δύναμης σε αναδιπλασιασμό (ή και ανατριπλασιασμό) του ριζικού μορίου: η κοιλιά δεν *γουρίζει αλλά γουργουρίζει, οι κώττες δεν *καρίζουν αλλά κα(ρ)καρίζουν, κ.ο.κ.
Αν επομένως η αφετηρία της γλωσσικής οντογένεσης είναι αναδιπλασιασμένες (ή και ανατριπλασιασμένες) ρίζες, έπεται ότι το βασικώτερο αξίωμα της ενδοσυγκριτικής μεθοδολογίας συνίσταται στην παραδοχή ότι, στην περίπτωση των ηχομιμητικών ριζών -που ενδέχεται να αποτελούν το αποκλειστικό θεμελιώδες υπόβαθρο της γλωσσικής οντογένεσης-, δεν υπάρχει αναδιπλασιασμός (ή ανατριπλασιασμός) μιας απλής αλλά αντιθέτως σταδιακή απλοποίηση μιας αναδιπλασιασμένης (ή ανατριπλασιασμένης) ρίζας [...]
[...] Ενώ προφανώς η απλοποίηση της αναδιπλασιασμένης ρίζας λαμβάνει χώραν τόσο στην αρχαία όσο και στην νέα ελληνική, είναι χαρακτηριστικό της ιδιάζουσας σχέσης νέας - αρχαίας ότι στην νέα κυριαρχεί ο αναδιπλασιασμός, στην δε αρχαία ο απλοποιημένος τύπος [...].
*
η) Η «ενδοσυγκριτική» διερεύνηση της αρχαίας ελληνικής φέρνει στην επιφάνεια «περίεργες» φωνολογικές συσχετίσεις και εναλλαγές του τύπου β/γ, γ/δ κ.λ.π., που αποδίδονται κατά κανόνα στην λεγόμενη «προελληνική» και που παραδόξως απαντούν επίσης -πολύ συχνά στις ίδιες λέξεις- στην νεοελληνική [...] πράγμα που προϊδεάζει για μια πιθανώς πλήρη ταύτιση της φωνητικής συμπεριφοράς «προελληνικής» και νεοελληνικής.
Το φαινόμενο της ιδιάζουσας φωνητικής ποικιλίας σε αρχαία και νέα ελληνική δεν θεωρείται ότι οφείλεται σε κάποια φανταστική «προελληνική» γλώσσα αλλ' αντίθετα ότι είναι απότοκο αφ' ενός της πολυδιάσπασης ηχομιμητικών ριζών και αφ' ετέρου της ύπαρξης από παλιά στην καθ' όλου ελληνική ηχηρών και αήχων τριβομένων β, γ, δ - φ, χ, θ, που, όπως δείχνει το παράδειγμα της νέας ελληνικής, εναλλάσσονται με εκπληκτική ευκολία [...].
*
θ) Η νέα ελληνική, λόγω του ότι είναι η μοναδική ζωντανή γλώσσα που διαθέτει απτές, ευρείες και πολυποίκιλες σχέσεις, φωνολογικές και λεξιλογικές, με την λεγόμενη «προελληνική» -και βέβαια μια οργανική επαφή με τα υπέργεια και υπόγεια ρεύματα της αχανούς ελληνικής γραμματειακής παράδοσης-, φαίνεται να αποτελή το βασικώτερο εργαλείο για την διερεύνηση της φύσης και των καταβολών της λεγόμενης «προελληνικής», αφού μας βοηθάει σε πολλές περιπτώσεις να ετυμολογήσουμε τις «προελληνικές» λέξεις, διαπιστώνοντας έκπληκτοι ότι ανήκουν σ' ένα παλαιότατο πρωτοελληνικό υπόστρωμα [...].
*
ι) Η ενδοσυγκριτική διερεύνηση της νέας ελληνικής συνδυαζόμενη με τα πορίσματα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νέα ελληνική μοιάζει να συνοψίζη στο εσωτερικό της, στο πλαίσιο μιας ευρύτατης πολυδιάσπασης και πολυτυπίας, το σύνολο σχεδόν των επί μέρους εξελίξεων που παρατηρούνται σε άλλες γλώσσες [...].
Χρίστος Δάλκος, ενδοσυγκριτικά (εξαμηνιαίο βιβλιοπεριοδικό γλωσσικής, εθνικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας - τεύχος 1, 2021, έκδ. Δίαυλος, σσ. 9, 9-11, 12, 12-13, 13, 13-14), όπου και τα σχετικά παραδείγματα.