Στο θέμα του Μωυσή όμως ο Φρόυντ επέμεινε στην ιστορική, εμπειρική πραγματικότητα του φόνου. Αλλά μια πιο προσεκτική ανάγνωση της εβραϊκής ιστορίας οδηγεί σε μιαν άλλη άποψη: ότι τραυματικά γεγονότα υπήρξαν η Έξοδος από την Αίγυπτο, η πρώτη και η δεύτερη καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, καθώς και οι καταστροφές των τελευταίων 2.000 χρόνων, όπως τα πογκρόμ και οι διωγμοί από τον 12ο μέχρι τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη και κατόπιν από τα τέλη του 19ου αιώνα και τον σύγχρονο αντισημιτισμό μέχρι την Shouah, το «Ολοκαύτωμα» του 1942-45.
Βέβαια αυτές τις εμπειρίες ο Φρόυντ τίς εγγράφει ήδη μέσα στην πρωταρχική εμπειρία του φόνου του Μωυσή. Στη συνέχεια κατανόησε ορθά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίον οι Εβραίοι αντέδρασαν κάθε φορά σε αυτές· δεν απαρνήθηκαν τον θεό, αλλά ανέπτυξαν ένα αυξανόμενο αίσθημα ενοχής και υπευθυνότητας, δηλαδή ένα αυστηρό Υπερεγώ, που τούς οδηγούσε πρώτους απ' όλους τους λαούς να μπορούν να είναι αυτοκριτικοί και όχι να ρίχνουν το φταίξιμο μόνο στον «άλλον».
Αυτό εννοεί ο Φρόυντ με την «πρόοδο στην πνευματικότητα». Εξίσου καταστροφική υπήρξε και η εμπειρία των προφητών, οι οποίοι επανειλημμένα έγιναν αντικείμενο εσωτερικής καταδίωξης, εφόσον υπήρξαν οι φορείς της αναπτυγμένης ηθικής συνείδησης, που ήταν δυσβάστακτη για τους πολλούς.
Ο Φρόυντ θεωρεί ως ιστορικά παραδείγματα επιστροφής του απωθημένου την τελική διαμόρφωση των ομηρικών επών, πέντε αιώνες μετά την καταστροφή της Τροίας, και από την άλλη τις αντιστάσεις που συνάντησε η επικράτηση και η διάδοση της θεωρίας του Δαρβίνου.
*
Θεωρεί ότι η επικράτηση του πατριαρχικού στοιχείου στην ιστορία σήμανε μια πρόοδο στην πνευματικότητα, γιατί η «πατρότητα» δεν είναι ποτέ «σίγουρη» και «οφθαλμοφανής», έτσι ώστε απαιτεί μια ορθολογική σκέψη και μια απόφαση προκειμένου σε έναν άνδρα να αναγνωρισθεί (από τη μητέρα) το όνομα, ο τίτλος του πατέρα. […]
Γιατί ο Φρόυντ δεν συνέχισε αυτή τη σκέψη; Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ίσως συνδέεται με την απώθηση εκ μέρους του τού ιστορικού πατέρα των Εβραίων, του Αβραάμ. Ίσως διότι θεώρησε ότι μόνον το έργο και η μοίρα του Μωυσή αποτέλεσαν το πραγματικό κατόρθωμα των Εβραίων με καθολική σημασία για ολόκληρη την ανθρωπότητα, εφόσον ο θεός του Αβραάμ δεν αποκλείει ακόμη την ύπαρξη άλλων θεών. […]
Ωστόσο η απώθηση του πατέρα Αβραάμ είχε θεωρητικές συνέπειες. Διότι η «θυσία» του Ισαάκ ενέχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τον φόνο του Μωυσή.
*
Πάντως πέραν αυτού του προβληματισμού, ο Φρόυντ ορθώς συνέλαβε τη σημασία της συμβολικής λειτουργίας του πατέρα για τον αναπτυγμένο πολιτισμό. Στο Τοτέμ και ταμπού η απαγόρευση του φόνου, μετά την (μυθική) πατροκτονία, αποτελεί την συμβολική (πνευματική) επαναφορά και πραγματοποίηση της θέλησης του συμβολικού πατέρα.
Ο συμβολικός πατέρας «είναι» η τριπλή απαγόρευση της αιμομειξίας, του φόνου και του (τελετουργικού) καννιβαλισμού, έξω από τα οποία δεν «υπάρχει». Ο Φρόυντ το σημείο αυτό δεν το τονίζει επαρκώς· ότι δηλαδή παραδόξως μετά την πατροκτονία, οι γιοί απαγόρευσαν στον εαυτό τους την σεξουαλική σχέση με τις μητέρες και τις αδελφές τους, πράγμα που στη σύγχρονη εθνολογία θεωρείται η θεμελιακή απαρχή κάθε πολιτισμού· γιατί έτσι αναγκάζονται οι φυλές να «ανοίγονται» στην επικοινωνία και την ανταλλαγή αγαθών, ανθρώπων και ιδεών με άλλες φυλές.
Θάνος Λίποβατς, «Η προβληματική κατασκευή του έργου και η επιθυμία του Φρόιντ», εν Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 25-26, 37-38, 39).