Γιατί άραγε τόση αισιοδοξία για την «ευπλοΐα» και τόση απαισιοδοξία για τούς συνεπιβάτες; Τόση αισιοδοξία για τη σχέση θάλασσας-πλοίου και τόση απαισιοδοξία για τις σχέσεις των επιβατών; Γιατί με την ίδια ευκολία που εξιδανίκευσε το ατμόπλοιο θα εξιδανικεύσει και τους επιβάτες, μόλις τού δοθεί η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα απαραίτητα σχήματα λόγου.
Και η ευκαιρία παρουσιάζεται σχεδόν διά μαγείας, με το όνομα «Μάσιγγα», η οποία τείνει «περιχαρής και ερασμία την δεξιάν» και προσφωνεί «-Καλή μέρα, Κανάτα!». Και όχι μόνον αυτό,
εκπλήσσει κιόλας, απαγγέλλοντας στίχους που ο αφηγητής υποτίθεται ότι θα ήθελε να μην ακουστούν.
Πρόκειται για μια νεαρή κοπέλα, παλιά γνωριμία, που επειδή ο αφηγητής έχει λησμονήσει το όνομά της την αποκαλεί «Mademoiselle...» και που αυτή αρνείται τον κοινωνικό του προσδιορισμό κι απαντάει «δεν είμαι η Mademoiselle ... είμαι η Μάσιγγα!».
Βέβαια ορισμένα ερωτηματικά υπάρχουν και όσον αφορά στην είσοδο του νέου προσώπου. Ο αφηγητής θυμάται ότι πριν επτά έτη [...].
Η Μάσιγγα είναι ο μόνος επώνυμος χαρακτήρας στο επώνυμο Rio Grande. Ο αφηγητής παραμένει ανώνυμος, πίσω από το πρώτο ενικό πρόσωπο και τον χαρακτηρισμό του ως ποιητή.
*
Ανώνυμος παραμένει και ο πατέρας της Μάσιγγας, ο «κ.Π.», το ένα από τα αρχικά γράμματα στα κιβώτια. Ανώνυμοι και οι λοιποί επιβάτες. Για το λόγο αυτό το όνομα της Μάσιγγας αποκτά πρόσθετη σημασία. Όχι ότι δεν σημαίνει αρκετά αφ' εαυτού. Το «Μάσιγγα» δεν είναι ελληνικό όνομα, δεν είναι κάν όνομα: πρόκειται για μερικό αναγραμματισμό του «μάγισσα».
Επειδή μάλιστα ο αναγραμματισμός γίνεται στη γραπτή μορφή της λέξης, δηλαδή το «γ» μεταφέρεται στη θέση των «σσ» και τα «σσ» στη θέση του «γ», παρατηρούμε μία μεταβολή στην αντιστοιχία φωνήματος-γραφήματος,
δηλαδή διαταράσσεται η σχέση της προφορικής και της γραπτής εκφοράς της λέξης. Έτσι καταργείται ο ήχος [γ] και αντικαθίσταται από τον ήχο [g], αποδεικνύοντας έτσι ότι η σχέση του προφορικού με τον γραπτό λόγο δεν είναι σταθερή και η οποιαδήποτε παρέμβαση φέρνει στην επιφάνεια τη διαφορικότητά της.
σημ. 6: Ο κ. Π. είναι ταυτόχρονα πατέρας και ποιητής. Δεν είναι ποτέ φαινομενικά παρών στους διαλόγους αφηγητή-Μάσιγγας, ορίζει όμως (ως όντως παρών) τις κινήσεις και των δύο, διότι αποφασίζει για τη ζωή της Μάσιγγας (ότι θα μείνει «οικόσιτος» στο Παρίσι, από την οποία ο αφηγητής εξαρτά τις κινήσεις του. Το Π., λοιπόν, δηλώνει τον πατέρα και τον ποιητή, Το Κ. χωρίς άλλο τον κύριο, όμως γιατί όχι και τον κακό; Ο κ. Π. είναι κακός ποιητής, οι στίχοι του είναι όπως ο προφορικός του λόγος, «καθ' όν το πρώτον ήμισυ πάσης επομένης προτάσεως ήτο το δεύτερο ήμισυ της προηγουμένης», είναι και κακός πατέρας, που νοιάζεται μόνο για τις κοινωνικές συμβάσεις κι όχι για την κόρη του.
*
[...] Το φάσμα των σημασιών της «μάγισσας» στα νέα ελληνικά, όπως φαίνεται από το λήμμα, εκτείνεται από την αστρονομία στην αγυρτεία, από τη μαγεία στη σαγήνη. Η μάγισσα είναι ελκυστική και επικίνδυνη.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 58, 59 & σημ. 6, 60).