Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα


Και πιο μεστά,
σα να μού αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Βούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα, κυπαρίσσια
!

*

μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρώ,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Αλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα
.

Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος (στιχ. 106-118, 159-169, αποσπάσματα από τον πολύτομο Λυρικό Βίο, τ. Α΄).

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

για τα στερνά του Σεφέρη


Ο Σεφέρης πέθανε προχτές στα υπόγεια του «Ευαγγελισμού» στο θάλαμο «εντατικής παρακολούθησης», αφού πάλεψε με το χάρο κοντά δυο μήνες. Πήγα αρκετές φορές εκεί. Στο «σαλόνι» του υπογείου κι απέξω υπήρχε συνήθως πολύς κόσμος, πολλοί «φίλοι». Ήτανε μια περίπου κοσμική συγκέντρωση. Κάποια μέρα τρύπωσα στο θάλαμο που τον είχαν κι όπου δεν έμπαινε κανείς. Μπήκα με την «ιδιότητά» μου, φόρεσα μάλιστα κι άσπρη μπλούζα. Αλλά σε λίγο οι γιατροί με πήρανε χαμπάρι και με διώξανε. Την ώρα εκείνη κοιτάζανε εμβριθώς κάτι ακτινογραφίες θώρακος, προφανώς του Σεφέρη. Ξαφνικά με είδανε και μούπανε να φύγω, θυμωμένοι. Ωστόσο μπόρεσα κι άρπαξα κάτι, μια εικόνα.

Τον είχαν ξαπλωμένο σ' ένα φορείο με ορούς, τ' άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ' τα πλυντήρια τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό, ένα μισοζώντανο πεθαμένο πτώμα.

Στο μνημόσυνο πήγαμε στο νεκροταφείο με τη Μαρία. Πλην των άλλων ήταν εκεί κάμποσοι της ασφάλειας με πολιτικά, μαζεμένοι στα γύρω δρομάκια, παρακολουθώντας την κίνηση, να «κόψουν» φάτσες. Φεύγοντας τελευταίοι, λέει στη Μαρία η κ. Μαρώ. «Εσύ είσαι πολύ καλή. Αυτός (έδειξε με το κεφάλι εμένα) δεν είναι».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 57-58).

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

και υπερρεαλιστές


Με την ευκαιρία που ξανακοιτάζω από προχτές και διορθώνω τη μετάφραση μερικών ποιημάτων του Antonin Artaud, για το περιοδικό «Χνάρι».

Σκέψη: Artaud και υπερρεαλιστές. Μεγαλείο και αθλιότητα. Τι πήραμε και τι απωθήσαμε. Γαλλικός (ευρύς) υπερρεαλισμός και Ελληνικός (φτενός). Οι επιμιξίες που γίνηκαν στην Ελλάδα. Πάντως εκείνο που σε εξοργίζει, κυρίως με τους Έλληνες υπερρεαλιστές, είναι η αυτοϊκανοποίηση και η πόζα. Και η «ταξική» τους υπεροχή που τους έκανε «κάστα».

Ωστόσο κανείς από δαύτους –το «δαύτους» με την πιο περιφρονητική σημασία της λέξης- κανείς δε δοκίμασε ποτέ αυτή τη φρίκη της υποστασιακής μοναξιάς, όπως ο Artaud. Όπου και να διαβάσεις είναι η αληθινή γλώσσα ενός ανθρώπου που υποφέρει κι από τη σκέψη του κι από το κορμί του.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 33-34).

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

του ποιητή Γιάννη Δάλλα


Σ' αυτό τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια, την ψυχή -καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Νερά χαριτωμένα, ευλύγιστα μέσα στις πέτρες, καθαρή ομορφιά.

Ο Ερύμανθος (=Ντουάνα) στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παππούλης μου ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιό νάναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω από την Άρτα, ιδιοκτησία, νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 82-83).

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

για τον Χειμωνά


Όπως ένας κοίλος καθρέφτης και το φώς συγκεντρώνεται σε μία εστία, τεράστια κόκκινη μάζα, ονομάζεται καρκίνος, κάποτε δεν ονομάζεται. Υπάρχει σε κάμποσα σπίτια, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν, υπάρχει κυρίως στα νοσοκομεία, όπου ταυτόχρονα γιατροί και νοσοκόμες δηλαδή που μαζί με τους γιατρούς κανονίζουν να πάνε εκδρομή. Μπορεί και μαζί με τους αρρώστους -δεν έχει σημασία. Η εκδρομή ματαιώνεται ή μάλλον γίνεται προς τα «μέσα». Όχι προς τα έξω, όπου δέντρα και νερά και καθαρός αέρας.

Στο μεταξύ ο Χειμωνάς, όχι να περιγράψει, αλλά να «συλλάβει» το θάνατο στην ακαριαία του έλευση, τη στιγμή -στο γκρίζο φώς- που αυτός πραγματοποιείται.

Έτσι η «Εκδρομή» καθόλου χαρά και ξεκούραση ανθρώπων, αντίθετα η προπαρασκευή για τη «σύλληψη» (γνώση και αποκάλυψη) του γεγονότος του θανάτου. Αλλά θάνατος με την έννοια του εν χρόνω σαφώς καθηλωμένου γεγονότος δεν υπάρχει. Ο θάνατος μόνο σαν διαδοχικές φάσεις, μια συνεχής μετάβαση από -> προς.

Στο τέλος ο Χειμωνάς χάνεται μέσα στο πλήθος, δεν έχει συντελεστεί η εκδρομή. Η αποτυχία στο βάθος συναρτάται με τη σύγχρονη γραφή, την υπάρχουσα γραμματική και σύνταξη που ο Χειμωνάς αγωνίζεται να ξεπεράσει. Δεν τελειώνει π.χ. τις προτάσεις του, υπονομεύει τη «μεταφορά» ταυτολογώντας, κόβει τις φράσεις όπως κόβουμε ένα δάχτυλο, ύστερα κλωτσάμε το δάχτυλο στο πάτωμα, κ.λ.π. Η αλήθεια είναι πως μάς λείπουν πολλές λέξεις. Κανείς δε φτιάχνει καινούργιες. Υπάρχουν κενά, εκεί μέσα ρίχνοντας όλοι άχυρα-έννοιες, σκουπίδια-εικόνες. Μιλάμε πολύ, γράφουμε πολύ, οι αγωγοί αποχετεύσεως κάτω από τη γλώσσα έχουνε βουλώσει. Έτσι στον Χειμωνά κάθε πρόταση είναι μια κατάσταση-επιθυμία που δεν εκπληρώνεται. Μια «εκδρομή».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 59-61).

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

την άνοιξη...


[...]

Ύστερα ακούσαμε το χτύπο καθώς κάρφωναν
τις θύρες τα παράθυρα του Πύργου. Αναθυμόμουν
εκείνη την αλλοτινή φωτιά που εξαφανίζει
την πράξη ή την απήχηση της πράξης που είναι βρωμερή
και την αισθάνεσαι πιο βρωμερή όταν άξαφνα
μες στο βαθύ και ναρκωμένο σου αίμα ακούσεις
πρωτόγονη μια βουή και ταραγμένη να σαλεύει
και να γυρεύει το χαμό.
                                                               Την άνοιξη είναι διάφανα
τα έργα κι οι στοχασμοί. Την άνοιξη είδα μες στα κρύσταλλα
γυμνό το σώμα σου. Τριγύρα ήταν πυράκανθοι
κι ανήσυχα κλαδιά ο άνεμος τ' αναμέριζε δειλά.
Δεν ήταν νύχτα μήτε μέρα είδα το σώμα σου
γυμνό. Πρόσωπα από χαλκό με κόκκινο αντιφέγγισμα
γυρίζανε κι εχάνονταν. Και σ' άγγιξα
και μ' άγγιξες κι άναψαν όλα τα νερά
μ' αίγλη απαράμμιλη τριαντάφυλλο άσπρο δροσερό βαθύ.

[...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το ποίημα ΑΣΜΑ Ι (Ο νεκρός Βασιλιάς), από τη συλλογή «Άσματα Ι-ΧΙ» [1953], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 43-44).