Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

και δυο μανταρίνια...


Ξέπνοα τα κορμιά των τριών - σε δυστύχημα αυτοκινητιστικό-
σκοτωμένων, στο δάπεδο παραπλήσιου καφενείου.
Τού ενός το χέρι κρεμασμένο από ένα κάγκελο
τού άλλου ακουμπισμένο πάνω στο στήθος,
ενώ τού τρίτου το ένα παπούτσι πεταμένο,
και η κάλτσα τρύπια στο μεγάλο νύχι τού ποδιού του.
Κλειδιά σκόρπια απ' τις τσέπες, κέρματα, και δυο μανταρίνια.

Γιώργος Μαρκόπουλος, στίχοι δημοσιευμένοι στο περιοδ. Η λέξη (τ. 205, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2010).


*

[το μέγαρον του Αισωνίου]

Το σπουδαιότερο εύρημα από το χώρο του ίδιου κτηρίου [ενν. το καλύτερα σωζόμενο νοτιοδυτικό κτήριο σε άνδηρο βορείως της Δυτικής Πύλης εντός της μυκηναϊκής ακρόπολης της Μιδέας] είναι ένα πήλινο πρισματικό σφράγισμα [του 14ου αι. π.Χ.] με παράσταση λιονταριού που επιτίθεται σε ταύρο.

Στις τρείς όψεις του φέρει επιγραφή της Γραμμικής Β γραφής όπου αναφέρονται η λέξη «μέγαρον» (me-ka-ro-de) και το όνομα «Αισώνιος» (a3-so-ni-jo).

Η επιγραφή αυτή είναι σημαντική, επειδή η λέξη «μέγαρον» εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά στη Μυκηναϊκή γραφή.


Καίτη Δημακοπούλου & Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, Η μυκηναϊκή ακρόπολης της Μιδέας (έκδ. ΤΑΠ, Αθήνα 2010, σσ. 20-21, 24 εικ. 24).

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

παραμονή των


Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου,
όπου τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν
πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα...*

Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον εις το νησάκι εκείνο. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς· όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.

*

- Όχι, καημένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα Ελαιοτριβεία.
- Πώς; είπον έκθαμβος.
- Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ. Ο παπά-Στουπής, φίλε μου, μόλις τού πάνε την διαταγήν τού Μητροπολίτου, «Τί έκαμε, λέει;», εφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα Ελαιοτριβεία, και άρχισεν από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τί έκαμε, λέει;», επανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα με θυμόν. Σήμερον τά 'μαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί.
- Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης.
- Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει.
Και εξηκολούθησεν:
- Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρην της πόλεως. Είναι μιά ήσυχη γειτονιά, σαν χωριουδάκι. Και η εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ-Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είναι γάτος εις μερικά πράγματα. Τούς έβαλε ανάγνωσιν από τον «Θησαυρόν» του Δαμασκηνού, όπου υπάρχει περίληψις λαμπρά, εις απλήν γλώσσαν, από τον περίφημον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται, δοξάσατε!». Και ευχαριστήθησαν όλοι, ιδίως «οι ταλιαγρήται», οι εργάται των ελαιοτριβείων. Τούς έψαλε και τον πολυέλεον κατόπιν καλογερικά, φίλε μου. Και εις το τέλος οι ταλιαγρήται είχον τηγανίτες με το καλύτερο λάδι, και τσίπουρο ντόπιο, και μη ρωτάς. Μόνον ένα λάθος έκαμε, κουρασθείς πλέον. Εις το «Χριστός γεννάται» κατά το έθος, έπρεπε να κινήση σταυροειδώς τον πολυέλαιον, εις ένδειξιν χαράς, αλλ' ελησμόνησαν να τόν ανάψουν εγκαίρως, ο δε κυρ-Χριστόφιλος, νομίζων ότι είναι αναμμένος, τόν εκίνησε σβησμένον. Δεν πειράζει όμως. Πάν ό,τι γίνεται με καλήν καρδιά, είναι καλόν.
Και είπον πάλιν μετά θλίψεως:
- Να μη το μάθουμε και ημείς!
- Έ! το βράδυ, θα ψάλλωμεν όλον τον «Κανόνα», με παρηγόρησεν ο φίλος μου. Θα έλθω να σε πάρω.
[...]

Αλ. Μωραϊτίδης, «Χριστούγεννα στον ύπνο μου», στον τόμο: Χρυσός και Χρυσομηλιγγάτος. Δέκα αφηγήματα για τον Αλ. Παπαδιαμάντη (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σσ. 94, 78-79). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 83).

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

η μεταφορά και η τραγωδία


[...] η μεταφορά δεν είναι ποτέ ένα αθώο σχήμα. Το να λέμε ότι ο χρόνος είναι «ευμετάβλητος» ή το βουνό «μεγαλειώδες», το να μιλούμε για την «καρδιά» του δάσους, για έναν ήλιο «ανελέητο», για ένα χωριό «κουρνιασμένο» στον μυχό της κοιλάδας, σημαίνει, ώς ένα βαθμό, ότι παρέχουμε ενδείξεις για τα ίδια τα πράγματα: μορφή, διαστάσεις, κατάσταση, κ.τ.λ.

Η επιλογή όμως ενός αναλογικού, και ωστόσο απλού λεξιλογίου, κάνει κιόλας κάτι άλλο από το να δίνει λογαριασμό για αμιγώς φυσικά δεδομένα, και επιπλέον αυτό που βρίσκεται εκεί δεν μπορεί να πιστωθεί διόλου στη φιλολογία και μόνο.

Το ύψος του βουνού προσλαμβάνει, είτε το θέλουμε είτε όχι, ηθική αξία· η θερμότητα του ήλιου γίνεται το επακόλουθο μιας βούλησης...

Στο σύνολο σχεδόν της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, αυτές οι ανθρωπομορφικές αναλογίες επαναλαμβάνονται με υπερβολική επιμονή, υπερβολική συνοχή, για να μην αποκαλυφθεί ένα ολόκληρο μεταφυσικό σύστημα.

Για τους συγγραφείς που, λίγο ώς πολύ συνειδητά, κάνουν χρήση παρόμοιας ορολογίας, το ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι η εδραίωση μιας διαρκούς σχέσης ανάμεσα στο σύμπαν και στο ον που το κατοικεί. Έτσι, τα συναισθήματα του ανθρώπου θα μοιάζουν εκ περιτροπής να γεννιούνται από τις επαφές του με τον κόσμο και να βρίσκουν σ' αυτόν τη φυσική τους ανταπόκριση, αν όχι την άνθισή τους.

Η μεταφορά, που θεωρείται ότι δεν εκφράζει παρά μια ανυστερόβουλη παρομοίωση, εισάγει στην πραγματικότητα μια υπόγεια επικοινωνία, μία κίνηση συμπάθειας (ή αντιπάθειας) που είναι ο αληθινός λόγος ύπαρξής της. Διότι, ως παρομοίωση, είναι σχεδόν πάντοτε μια άχρηστη παρομοίωση, που δεν προσφέρει τίποτε το νέο στην περιγραφή. Τί θα έχανε το χωριό αν είχε απλώς «τοποθετηθεί» στον μυχό της κοιλάδας;

Η λέξη «κουρνιασμένο» δεν μάς δίνει καμία συμπληρωματική πληροφορία. Απεναντίας, μεταφέρει τον αναγνώστη (ακολουθώντας κατά πόδας τον συγγραφέα) στην υποτιθέμενη ψυχή του χωριού· εάν δεχθώ τη λέξη «κουρνιασμένο», δεν είμαι πλέον πέρα για πέρα θεατής· γίνομαι εγώ ο ίδιος το χωριό, κατά τη διάρκεια μιας φράσης, και ο μυχός της κοιλάδας λειτουργεί όπως μια κοιλότητα όπου επιθυμώ να εξαφανιστώ.

Βασιζόμενοι σε αυτή την πιθανή σύμβαση, οι υποστηρικτές της μεταφοράς θα απαντήσουν ότι κατ' αυτόν τον τρόπο, διαθέτει ένα πλεονέκτημα: να καθιστά αισθητό ένα στοιχείο που πριν δεν ήταν.
[...] Πρέπει μάλιστα να προσθέσουμε ότι το περίσσευμα περιγραφικής αξίας δεν είναι εδώ παρά ένα άλλοθι: οι αληθινοί λάτρεις της μεταφοράς δεν στοχεύουν παρά στο να επιβάλλουν την ιδέα της επικοινωνίας. [...]

*

[..] ο αναγνώστης παρόμοιων εικόνων θα βγεί από το σύμπαν των μορφών και θα βυθιστεί σε ένα σύμπαν σημασιών. Ανάμεσα στο κύμα και στο άλογο, θα κληθεί να συλλάβει ένα ιδιαίτερο βάθος: μανία, υπερηφάνεια, ισχύ, αγριότητα... Η ιδέα της φύσης, οδηγεί αλάνθαστα στην ιδέα μιας φύσης κοινής σε όλα τα πράγματα, δηλαδή ανώτερης. Η ιδέα της εσωτερικότητας οδηγεί πάντοτε σε εκείνη της υπέρβασης.

Και η κηλίδα απλώνεται όλο και περισσότερο: από το τόξο στο άλογο, από το άλογο στο κύμα και από τη θάλασσα στον έρωτα. Η κοινή φύση, για μία ακόμη φορά, δεν θα μπορεί παρά να είναι η αιώνια απάντηση στη μόνη ερώτηση του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού μας·

η Σφίγγα είναι εμπρός μου, με ρωτάει, δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσω να εννοήσω τους όρους του αινίγματος που μού απευθύνει, δεν υπάρχει παρά μία δυνατή απάντηση, μία και μόνο απάντηση σε όλα: ο άνθρωπος. [...]

*

Η τραγωδία μπορεί να ορισθεί, εδώ, ως απόπειρα επανάκτησης της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στα πράγματα, με την έννοια της νέας αξίας· αυτό θα ήταν εντέλει μια δοκιμασία, όπου η νίκη θα συνίστατο στο να έχεις ηττηθεί.

Η τραγωδία εμφανίζεται λοιπόν ως η τελευταία επινόηση του ανθρωπισμού για να μην αφήσει τίποτε να διαφύγει: εφόσον η ομοφροσύνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τα πράγματα έχει τελικώς καταγγελθεί, ο ανθρωπισμός διασώζει την επιβολή του, εγκαθιδρύοντας πάραυτα μια νέα μορφή αλληλεγγύης, αφού το ίδιο το διαζύγιο κατέστη η βασιλική οδός για τη σωτηρία.

Αλαίν Ρομπ-Γριγιέ, Φύση, Ανθρωπισμός, Τραγωδία (μτφρ. Δημ. Δημητριάδης, έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2012, σσ. 13-15, 16, 20-21, 23).

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας


Ο Γκανάς είναι ο πιο επώνυμος
δημοτικός ποιητής μας.*

Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά.

*

Δεν μπορούμε να μιλάμε για έτοιμο έργο πριν ο συγγραφέας αισθανθεί λαθραναγνώστης του.

*

Συχνά με αναζητώ σ' εκείνο το αριστούργημα που χάθηκε αύτανδρο στ' ανοιχτά μιας πολύκροτης ελληνικής δεκαετίας: ...από το στόμα της παλιάς Remington... του Γιάννη Πάνου (1983).

*

«Αυτό δεν είναι μια πίπα», ή: Το μέγα μάθημα-σφαλιάρα του Ρενέ Μαγκρίτ: μη διαβάζετε τις λεζάντες.

Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας (έκδ. Κίχλη. Αθήνα 2015, σσ. 13, 7, 37, 40). - Το motto εκ του ιδίου, (ό.π., σ. 32).

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

θεογονίας στιχάκια και σχόλια εν φιλότητι


στ. 82: διοτρεφέων βασιλήων. Ο τύπος διοτρεφέες βασιλήες (αναθρεμμένοι από το Δία βασιλιάδες) είναι συχνότατος στα ομηρικά έπη και εκφράζει την ελέω θεού εξουσία του βασιλιά, του «ποιμένος λαών». Την αντίληψη αυτήν είχαν και άλλοι λαοί, αρχαιότεροι των Ελλήνων –Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι– αλλά εξαφανίζεται στους κλασσικούς χρόνους, για να ξαναφανεί με τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και να περάσει, με τον Χριστιανισμό, στο Βυζάντιο όπου ο αυτοκράτωρ ήταν ελέω θεού πιστός εν Χριστώ βασιλεύς. Στην Δύση εμφανίζεται πάλι ο τίτλος αυτός με τον Καρλομάγνο, τον 9ο αι.

στ. 131-132: ή δε και ατρύγετον πέλαγος τέκεν, οίδματι θυίον, / Πόντον, άτερ φιλότητος εφιμέρου. (= Και γέννησε [η Γη], χωρίς έρωτα τρυφερό, το ατρύγητο πέλαγος που φουσκοθαλασσώνει, τον Πόντο).

στ. 337-345: Τηθύς δ' Ωκεανώ Ποταμούς τέκε δινήεντας,
Νείλόν τ' Αλφειόν τε και Ηριδανόν βαθυδίνην
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε και Ίστρον καλλιρέεθρον
Φάσίν τε Ρήσόν τ' Αχελώιόν τ' αργυροδίνην
Νέσσον τε Ροδίον θ' Αλιάκμονά θ' Επτάπορόν τε
Γρήνικόν τε [=Γρανικόν] και Αίσηπον θείόν τε Σιμούντα
Πηνειόν τε και Έρμον ευρρείτην τε Κάικον
Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε
Εύηνόν τε και Άρδησκον θείόν τε Σκάμανδρον
.

Πολλά από τα ποτάμια αυτά είναι της Ιωνίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ησίοδος δεν αναφέρει κανέναν από τους ποταμούς της Βοιωτίας όπως τον Κηφισσό ή τον Ασωπό.

στ. 371-374: Θεία δ' Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
Ηώ θ', ή πάντεσσιν επιχθονίοισι φαείνει
αθανάτοις τε θεοίσι, τοί ουρανόν ευρύν έχουσι,
γείναθ' υποδμηθείσ' Υπερίονος εν φιλότητι
.

(= Σαν έσμιξε ερωτικά η Θεία με τον Υπερίονα, γέννησε τον μέγα Ήλιο και την λαμπρή Σελήνη και την Αυγή φέγγει για όλους...)

στ. 404-406: Φοίβη δ’ αυ Κοίου πολυήρατον ήλθεν ες ευνήν·
κυσαμένη δη έπειτα θεά θεού εν φιλότητι
Λητώ κυανόπεπλον εγείνατο, μείλιχον αιεί,
μειλίχιον εξ αρχής
...

(= Η Φοίβη θεά από έρωτα θεού, του γοητευτικού Κοίου, γέννησε παιδί, την γαλαζόπεπλη Λητώ πάντα γλυκειά, γλυκειά από την πρώτη ώρα...).

στ. 482-484: κρύψεν δε [η Γαία τον νεογνό της Ρέας Δία] ε χερσί λαβούσα
άντρω εν ηλιβάτω, ζαθέης υπό κεύθεσι γαίης,
Αιγαίω εν όρει πεπυκασμένω υλήεντι
.

(= και με τα χέρια της τον έκρυψε σε μια βαθειά σπηλιά, στα έγκατα της πάνσεπτης γής, στο όρος Αιγαίο το πυκνά δασωμένο).

στ. 497-500: πρώτον δ' εξείμεσσε λίθον, πύματον καταπίνων·
τόν μεν Ζευς στήριξε κατά χθονός ευρυοδείης
Πυθοί εν ηγαθέη γυάλοις ύπο Παρνησοίο
σήμ' έμεν εξοπίσω, θαύμα θνητοίσι βροτοίσιν
.

(= Πρώτον εξέμεσε τον λίθο που είχε, τελευταίον καταπιεί. Αυτόν ο Δίας τον έστησε στην ευρύχωρη Πυθώ [τους Δελφούς] στα ριζά του Παρνασσού να μένει μνημείο στα υστερότερα χρόνια, θαύμα για τους θνητούς ανθρώπους).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 54-55, 58-59, 70-71, 70-73, 78-79).

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

απόστιχα επ' έρωτος


ώ κτενός *

Θερμαίνει μ' ο καλός Κορνήλιος· αλλά φοβούμαι
τούτο το φώς, ήδη πύρ μέγα γιγνόμενον
. Μαικίου
ερωτομανές και γέμον ασεβείας

ερωτομανές και γεμάτο ασέβεια
Με ανάβει ο ωραίος Κορνήλιος· αλλά το φοβάμαι
αυτό το φώς, γίνεται κιόλας μεγάλη φωτιά.

*

[...] ου γαρ ο παις ήπιος ουδ' άκακος,
αλλά μέλων πολλοίσι και ουκ αδίδακτος ερώτων.
την φλόγα ριπίζειν δείδιθι, δαιμόνιε
. Διοδώρου
επ' έρωτι παραινέσεις

συμβουλές περί έρωτος
Όχι εσύ, του ενδόξου Μεγιστοκλέους γιε,
ακόμα κι αν σού φαίνεται πολύ ανώτερος
κι από τα δυο σου μάτια,
κι αν λάμπει από τις Χάριτες λουσμένος, μην
τον τριγυρνάς
τον καλλονό· γιατί ο νεαρός δεν είναι πράος ούτε άδολος,
αλλά τη σκέψη απασχολεί πολλών κι άμαθος
από έρωτες δεν είναι.
Τη φλόγα να φυσάς απόφυγε, κακότυχε.


και τεκέων εύσταχυν ανθοσύνην **

Αγαθή Δημητρούκα, Τα ηδονικά - 18 τραγούδια βασισμένα σε ερωτικά επιγράμματα ( έκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σσ. 26, 55).

-----
* τί αιδοίο, Φιλοδήμου (ό.π, σσ. 24, 54).
** και τέκνων άνθος καρπερό, Αγαθίου Σχολαστικού (ό.π., σσ. 42, 61).

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

εις πόρνας δύο


[36] Φιλονικούσαν μεταξύ τους [ήρισαν αλλήλαις] η Ροδόπη,
η Μελίτη κι η Ροδόκλεια,
για το ποια έχει από τις τρείς καλύτερο μουνί,
[των τρισσών τίς έχει κρείσσονα μηριόνην]
και μ' έβαλαν κριτή· και σαν θεές περίοπτες
σταθήκανε γυμνές το νέκταρ κάνοντας να ρεύσει.
[έστησαν γυμναί, νέκταρι λειβόμεναι.]
Και της Ροδόπης έλαμπε πολύτιμο ανάμεσα στα μπούτια της
ίδιος ροδώνας που τον σκίζει απαλά ο ζέφυρος.
[έλαμπε μέσος μηρών πολύτιμος / οία ροδών πολιώ σχιζόμενος ζεφύρω.]
Της δε Ροδόκλειας υγρό στην όψη σαν γυαλί
ίδιο με φρεσκοσμιλεμένο άγαλμα μες σε ναό.
Αλλά, γνωρίζοντας καλά τι έπαθε για την απόφασή του ο Πάρις,
αμέσως και τις τρείς αθάνατες ισότιμα στεφάνωσα.

*

[35] Ο ίδιος έκρινα πυγές τριών· αυτές με επέλεξαν
γυμνή τη λάμψη των μελών τους δείχνοντάς μου.
[Πυγάς αυτός έκρινα τριών· είλοντο γαρ αυταί
δείξασαι γυμνήν αστεροπήν μελέων
.]
Η πρώτη σφραγιζόταν από στρογγυλά λακκάκια
ανθίζοντας απ' τους γλουτούς με πάλλευκη απαλότητα·
της άλλης η χιονάτη σάρκα εκεί που χώριζε
πιο βαθυκόκκινη γινόταν κι από ρόδο πορφυρό·
[πορφυρέοιο ρόδου μάλλον ερυθροτέρη]
γαληνεμένη η τρίτη την αυλάκωνε το κύμα το βουβό,
και σειόταν από μόνη της με τ' απαλό της δέρμα.
Αν ο κριτής εκείνος των θεών έβλεπε τούτες τις πυγές,
δε θά 'θελε ούτε να κοιτάξει πια τις προηγούμενες.
[ει ταύτας ο κριτής ο θεών εθεήσατο πυγάς,
ουκέτ' αν ουδ' εσιδείν ήθελε τας προτέρας
.]

του Ρουφίνου, εις πόρνας, αναίσχυντον
και σαπρόν και όλον γέμον αναίδειαν, κι όμοιον, αναίσχυντον και σαπρότατον

Αγαθή Δημητρούκα, Τα ηδονικά - 18 τραγούδια βασισμένα σε ερωτικά επιγράμματα ( έκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σσ. 30-31, 57-58).

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

παρθένω αιδοίη ίκελον


στ. 535-572: και γαρ ότ' εκρίνοντο θεοί θνητοί τ' άνθρωποι
Μηκώνη, τότ' έπειτα μέγαν βούν πρόφρονι θυμώ
δασσάμενος προέθηκε
, Διός νόον εξαπαφίσκων.
τοις μεν γαρ σάρκας τε και έγκατα πίονα δημώ
εν ρινώ κατέθηκε καλύψας γαστρί βοείη
,
τω δ' αύτ' οστέα λευκά βοός δολίη επί τέχνη
ευθετίσας κατέθηκε καλύψας αργέτι δημώ
.
δη τότε μιν προσέειπε πατήρ ανδρών τε θεών τε·
Ιαπετιονίδη, πάντων αριδείκετ' ανάκτων,
ώ πέπον, ως ετεροζήλως διεδάσσαο μοίρας.
ώς φάτο κερτομέων Ζευς άφθιτα μήδεα ειδώς.
τόν δ' αύτε προσέειπε Προμηθεύς αγκυλομήτης
ήκ' επιμειδήσας, δολίης δ' ου λήθετο τέχνης·
Ζευ κύδιστε μέγιστε θεών αιειγενετάων,
των δ' έλε', οπποτέρην σε ένι φρεσί θυμός ανώγει.
φη ρα δολοφρονέων· Ζευς δ' άφθιτα μήδεα ειδώς
γνώ ρ' ουδ' ηγνοίησε δόλον· κακά δ’ όσσετο θυμώ
θνητοίς ανθρώποισι, τα και τελέεσθαι έμελλεν.
χερσί δ' ό γ' αμφοτέρησιν ανείλετο λευκόν άλειφαρ.
χώσατο δε φρένας αμφί, χόλος δε μιν ίκετο θυμόν,
ως ίδεν οστέα λευκά βοός δολίη επί τέχνη.
εκ του δ' αθανάτοισιν επί χθονί φύλ' ανθρώπων
καίουσ' οστέα λευκά θυηέντων επί βωμών.
τον δε μέγ' οχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζευς·
Ιαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα ειδώς,
ώ πέπον, ουκ άρα πω δολίης επιλήθεο τέχνης.
ώς φάτο χωόμενος Ζευς άφθιτα μήδεα ειδώς·
εκ τούτου δη έπειτα δόλου μεμνημένος αιεί
ουκ εδίδου μελίησι πυρός μένος ακαμάτοιο
θνητοίς ανθρώποις, οί επί χθονί ναιετάουσιν.
αλλά μιν εξαπάτησεν είς πάις Ιαπετοίο
κλέψας ακαμάτοιο πυρός τηλέσκοπον αυγήν.
αυτίκα δ' αντί πυρός τεύξεν κακόν ανθρώποισιν·
γαίης γαρ σύμπλασσε περικλυτός Αμφιγυήεις
παρθένω αιδοίη ίκελον Κρονιδέω διά βουλάς
.

(= [535] Τον καιρό που κρίνονταν, στην Μακώνη [Σικυών] θεοί και άνθρωποι θνητοί τότε ο Προμηθέας μοίρασε ένα μεγάλο βόδι και πρόθυμα, ύστερα, το πρόσφερε με σκοπό να ξεγελάσει τον Δία. Στην μια μερίδα έβαλε τις σάρκες και τα παχιά εντόσθια, σκεπασμένα με της κοιλιάς το δέρμα. [540] Στην άλλη έσιαξε, με τέχνη δολερή, τα γυμνά κόκκαλα του βοδιού και τα σκέπασε με άσπρο λίπος. Τού φώναξε, τότε, ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ιαπετονίδη! υπέροχε ανάμεσα στους αρχόντους, φίλε… πολύ μεροληπτικά έφτιαξες τις μερίδες!» [545] Έτσι είπε πειράζοντάς τον ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη και τότε ο πανούργος Προμηθέας τού αποκρίθηκε χαμογελώντας μη ξεχνώντας την δολερή του τέχνη: «Ένδοξε Δία, άρχοντα των θεών των αιωνίων, διάλεξε όποιαν από τις δύο τραβάει η καρδιά σου». [550] Το είπε πονηρά, κι ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη, ένοιωσε, δεν τού ξέφυγε ο δόλος, και μέσα του μελετούσε την καταστροφή των θνητών ανθρώπων όπως κι έμελλε να το κάνει*. Με τα δυο του χέρια σήκωσε το άσπρο λίπος, κι οργίστηκε κι η χολή του φούσκωσε μέσα του [555] καθώς είδε τ' άσπρα κόκκαλα της δολερής παγίδας. Αυτός είν' ο λόγος που στη γή η γενιά των ανθρώπων καίνε, για τους αθανάτους κόκκαλα επάνω σε βωμούς που καπνίζουν. Γεμάτος αγανάκτηση ο νεφεληγερέτης Δίας τού φώναξε: «Ιαπετονίδη, σύ που τα ξέρεις όλα, φίλε [560] δεν την ξέχασες την δολερή σου τέχνη!» Έτσι τού είπε θυμωμένος ο Δίας με την αλάθευτη σκέψη. Τον λόγο αυτόν δεν τον ξεχνούσε και δεν έστελνε επάνω στις μελιές [φτελιές· ο κεραυνός βάζει φωτιά στο δέντρο και την παίρνουν οι άνθρωποι] την ορμή της ακάματης φωτιάς για χάρη των θνητών ανθρώπων που κατοικούν στη γή. [565] Τον εξαπάτησε όμως ο άφοβος γιος του Ιαπετού κι έκλεψε την ανταύγεια της ακάματης φωτιάς μέσα σε κούφιο καλάμι. Βαθιά την δάγκωσε ο θυμός την καρδιά του Δία που βροντάει ψηλά, σαν είδε, ανάμεσα στους ανθρώπους την ανταύγεια της φωτιάς. [570] Ευθύς, αντίρροπο της φωτιάς, κατασκεύασε ένα κακό για τους ανθρώπους. Ο ξακουστός Κουτσοπόδης [Ήφαιστος] έπλασε με χώμα, του Κρονίδη παραγγελία, ένα πλάσμα ίδιο παρθένα σεμνή...).

* Η ιστόρηση αυτή είναι συγκεχυμένη. Η τιμωρία του Προμηθέα αναφέρεται πριν από την πανουργία του και πριν από την κλοπή της φωτιάς. Ο Δίας ξέρει την πονηριά και θυμώνει όχι γι' αυτήν την ίδια αλλά γιατί τον ξεγελούν. Η απόφαση τιμωρίας των ανθρώπων παίρνεται πριν επωφεληθούν της κλοπής και πριν απ' την κλοπή.

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 80-83).

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

και ανήκεστον κακόν


στ. 585-590: αυτάρ επεί δη τεύξε καλόν κακόν αντ' αγαθοίο,
εξάγαγ', ένθα περ άλλοι έσαν θεοί ηδ' άνθρωποι,
κόσμω αγαλλομένην γλαυκώπιδος οβριμοπάτρης.
θαύμα δ' έχ' αθανάτους τε θεούς θνητούς τ' ανθρώπους,
ως έιδον δόλον αιπύν, αμήχανον ανθρώποισιν
.

(= Κι όταν, αντί του καλού έφτιαξε το όμορφο αυτό κακό, την πήγε στολισμένη από την γαλανομάτα κόρη του πανίσχυρου, εκεί που ήσαν μαζεμένοι θεοί και άνθρωποι και θαύμασαν και οι αθάνατοι θεοί και οι ανθρώποι οι θνητοί καθώς είδαν την στημένη αυτήν αναπόφευκτη για τους ανθρώπους παγίδα).

στ. 600-612: ώς δ' αύτως άνδρεσσι κακόν θνητοίσι γυναίκας
Ζευς υψιβρεμέτης θήκεν, ξυνήοντας έργων
αργαλέων· έτερον δε πόρεν κακόν αντ' αγαθοίο·
ός κε γάμον φεύγων και μέρμερα έργα γυναικών
μη γήμαι εθέλη, ολοόν δ' επί γήρας ίκοιτο
χήτεϊ γηροκομοίο· ό γ' ου βιότου επιδευής
ζώει, αποφθιμένου δε διά κτήσιν δατέονται
χηρωσταί· ώ δ' αύτε γάμου μετά μοίρα γένηται,
κεδνήν δ' έσχεν άκοιτιν αρηρυίαν πραπίδεσσι,
τω δε τ' απ' αιώνος κακόν εσθλώ αντιφερίζει
εμμενές· ός δε κε τέμνη αταρτηροίο γενέθλης,
ζώει ενί στήθεσσιν έχων αλίαστον ανίην
θυμώ και κραδίη, και ανήκεστον κακόν εστιν
.

(= Έτσι ο Δίας που βροντάει ψηλά, έβαλε, ανάμεσα στους άντρες, για το κακό τους, τις γυναίκες, συντρόφισσες συφοράς κι αντί για καλό τούς πόρισε κακό. Όποιος, αποφεύγοντας τον γάμο και τις έγνοιες που φέρνει η γυναίκα δεν θελήσει να παντρευτεί, σαν φτάσουν τα καταραμένα γεράματα στερημένος γηροκόμο [ενν. τον γιο που εύχεται στον καθένα -πρβλ. Έργα και Ημέραι, στ. 378] δεν τού λείπει το ψωμί όσο ζεί, μα σαν πεθάνει την περιουσία του μοιράζονται μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι τού έταξε το ριζικό του τον γάμο, μπορεί να πάρει σύντροφο φρόνιμη και με μυαλό, μα πάλι στον αιώνα θα βλέπει το κακό ν’ αντισταθμίζει το καλό. Αλλ' όποιον τού έλαχε καμιά συφοριασμένη θα ζεί έχοντας μέσ' τα στήθια του, στην καρδιά και στο νού, ένα αβάσταχτο βάσανο, κακό που δεν έχει άλλο).

*

στ. 624-626: αλλά σφεας Κρονίδης τε και αθάνατοι θεοί άλλοι,
ούς τέκεν ηύκομος Ρείη Κρόνου εν φιλότητι,
Γαίης φραδμοσύνησιν ανήγαγον ες φάος αύτις
.

(= Ο Κρονίδης όμως και οι άλλοι αθάνατοι θεοί, που τούς είχε γεννήσει απ' τον έρωτα του Κρόνου η Ρέα με τα πλούσια μαλλιά, άκουσαν την συμβουλή της Γής και τούς ξανάφεραν στο φώς).

στ. 651-653: μνησάμενοι φιλότητος ενηέος, όσσα παθόντες
ες φάος αψ αφίκεσθε δυσηλεγέος υπό δεσμού
ημετέρας διά βουλάς υπό ζόφου ηερόεντος
.

(= [Μιλάει ο Δίας στους Γίγαντες:] θυμηθείτε με κάποια ευγνωμοσύνη πως υποφέρατε ανυπόφορα δεσμά, στον σκοτεινό κάτω τον ζόφο...).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 82-85, 86-87).