[...] η μεταφορά δεν είναι ποτέ ένα αθώο σχήμα. Το να λέμε ότι ο χρόνος είναι «ευμετάβλητος» ή το βουνό «μεγαλειώδες», το να μιλούμε για την «καρδιά» του δάσους, για έναν ήλιο «ανελέητο», για ένα χωριό «κουρνιασμένο» στον μυχό της κοιλάδας, σημαίνει, ώς ένα βαθμό, ότι παρέχουμε ενδείξεις για τα ίδια τα πράγματα: μορφή, διαστάσεις, κατάσταση, κ.τ.λ.
Η επιλογή όμως ενός αναλογικού, και ωστόσο απλού λεξιλογίου, κάνει κιόλας κάτι άλλο από το να δίνει λογαριασμό για αμιγώς φυσικά δεδομένα, και επιπλέον αυτό που βρίσκεται εκεί δεν μπορεί να πιστωθεί διόλου στη φιλολογία και μόνο.
Το ύψος του βουνού προσλαμβάνει, είτε το θέλουμε είτε όχι, ηθική αξία· η θερμότητα του ήλιου γίνεται το επακόλουθο μιας βούλησης...
Στο σύνολο σχεδόν της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, αυτές οι ανθρωπομορφικές αναλογίες επαναλαμβάνονται με υπερβολική επιμονή, υπερβολική συνοχή, για να μην αποκαλυφθεί ένα ολόκληρο μεταφυσικό σύστημα.
Για τους συγγραφείς που, λίγο ώς πολύ συνειδητά, κάνουν χρήση παρόμοιας ορολογίας, το ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι η εδραίωση μιας διαρκούς σχέσης ανάμεσα στο σύμπαν και στο ον που το κατοικεί. Έτσι, τα συναισθήματα του ανθρώπου θα μοιάζουν εκ περιτροπής να γεννιούνται από τις επαφές του με τον κόσμο και να βρίσκουν σ' αυτόν τη φυσική τους ανταπόκριση, αν όχι την άνθισή τους.
Η μεταφορά, που θεωρείται ότι δεν εκφράζει παρά μια ανυστερόβουλη παρομοίωση, εισάγει στην πραγματικότητα μια υπόγεια επικοινωνία, μία κίνηση συμπάθειας (ή αντιπάθειας) που είναι ο αληθινός λόγος ύπαρξής της. Διότι, ως παρομοίωση, είναι σχεδόν πάντοτε μια άχρηστη παρομοίωση, που δεν προσφέρει τίποτε το νέο στην περιγραφή. Τί θα έχανε το χωριό αν είχε απλώς «τοποθετηθεί» στον μυχό της κοιλάδας;
Η λέξη «κουρνιασμένο» δεν μάς δίνει καμία συμπληρωματική πληροφορία. Απεναντίας, μεταφέρει τον αναγνώστη (ακολουθώντας κατά πόδας τον συγγραφέα) στην υποτιθέμενη ψυχή του χωριού· εάν δεχθώ τη λέξη «κουρνιασμένο», δεν είμαι πλέον πέρα για πέρα θεατής· γίνομαι εγώ ο ίδιος το χωριό, κατά τη διάρκεια μιας φράσης, και ο μυχός της κοιλάδας λειτουργεί όπως μια κοιλότητα όπου επιθυμώ να εξαφανιστώ.
Βασιζόμενοι σε αυτή την πιθανή σύμβαση, οι υποστηρικτές της μεταφοράς θα απαντήσουν ότι κατ' αυτόν τον τρόπο, διαθέτει ένα πλεονέκτημα: να καθιστά αισθητό ένα στοιχείο που πριν δεν ήταν.
[...] Πρέπει μάλιστα να προσθέσουμε ότι το περίσσευμα περιγραφικής αξίας δεν είναι εδώ παρά ένα άλλοθι: οι αληθινοί λάτρεις της μεταφοράς δεν στοχεύουν παρά στο να επιβάλλουν την ιδέα της επικοινωνίας. [...]
*
[..] ο αναγνώστης παρόμοιων εικόνων θα βγεί από το σύμπαν των μορφών και θα βυθιστεί σε ένα σύμπαν σημασιών. Ανάμεσα στο κύμα και στο άλογο, θα κληθεί να συλλάβει ένα ιδιαίτερο βάθος: μανία, υπερηφάνεια, ισχύ, αγριότητα... Η ιδέα της φύσης, οδηγεί αλάνθαστα στην ιδέα μιας φύσης κοινής σε όλα τα πράγματα, δηλαδή ανώτερης. Η ιδέα της εσωτερικότητας οδηγεί πάντοτε σε εκείνη της υπέρβασης.
Και η κηλίδα απλώνεται όλο και περισσότερο: από το τόξο στο άλογο, από το άλογο στο κύμα και από τη θάλασσα στον έρωτα. Η κοινή φύση, για μία ακόμη φορά, δεν θα μπορεί παρά να είναι η αιώνια απάντηση στη μόνη ερώτηση του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού μας·
η Σφίγγα είναι εμπρός μου, με ρωτάει, δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσω να εννοήσω τους όρους του αινίγματος που μού απευθύνει, δεν υπάρχει παρά μία δυνατή απάντηση, μία και μόνο απάντηση σε όλα: ο άνθρωπος. [...]
Η τραγωδία μπορεί να ορισθεί, εδώ, ως απόπειρα επανάκτησης της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στα πράγματα, με την έννοια της νέας αξίας· αυτό θα ήταν εντέλει μια δοκιμασία, όπου η νίκη θα συνίστατο στο να έχεις ηττηθεί.
Η τραγωδία εμφανίζεται λοιπόν ως η τελευταία επινόηση του ανθρωπισμού για να μην αφήσει τίποτε να διαφύγει: εφόσον η ομοφροσύνη ανάμεσα στον άνθρωπο και τα πράγματα έχει τελικώς καταγγελθεί, ο ανθρωπισμός διασώζει την επιβολή του, εγκαθιδρύοντας πάραυτα μια νέα μορφή αλληλεγγύης, αφού το ίδιο το διαζύγιο κατέστη η βασιλική οδός για τη σωτηρία.
Αλαίν Ρομπ-Γριγιέ, Φύση, Ανθρωπισμός, Τραγωδία (μτφρ. Δημ. Δημητριάδης, έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2012, σσ. 13-15, 16, 20-21, 23).