'Οταν περπατούσα εκεί [στο Καπάνι], γινότανε χαμός, καρντάση. Και μάγκικα μιλούσανε, και τούρκικα μιλούσανε. [...] Πονηρά. Ακούγονταν σφυρίγματα από μακριά. Από κοντά, «ίσα, μωρό μου», «γειά σου τσολιά μου», «αχ, καϊνάρα μου», «θα μάς πεθάνεις εσύ», «άσε να σε ακουμπήσω ρε παίδαρε», «θα σε φάω ολόκληρη, θα σε φάω». Δεν έπεφτα σε τέτοια κολλήματα. Προπαντός σιχαινόμουνα τα βρομόλογα. Μια φορά ένα γκαρσόνι, ωραίο παιδί, με σταμάτησε και με είπε στα ίσια: -Μωρή μουνάρα, νά 'γλειφα τον πούτσο που σε γαμεί! Ακούς καρντάση; Προσπέρασα κι εγώ χαμογελώντας. 'Ε, τέτοιο κοπλιμέντο!
Θωμάς Κοροβίνης, Ο γύρος του θανάτου (έκδ. 'Αγρα, Αθήνα 2010, σ. 188, από το κεφ. «10. Η αμαρτία έχει χρώμα λαϊκό. Μια [νταρντάνα σαλονικιά] τραγουδίστρια [εξομολογείται] για την γνωριμία της με τον Αρίστο [Παγκρατίδη]»).