Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

ασταθής η ψυχή


18.
Αυτό το ζ στη ζωή, όλο βουίζει.
Δεν σέβεται τη νεκρική μας ησυχία.*

16.

Ασταθής η ψυχή. Μετακινούμενη και πλάνης.
Μην πιστεύετε τα παραμύθια τους.
Δεν κατοικεί στην καρδιά. Το μυαλό έχει σπίτι της.
Φουσκώνει τις φλέβες στα μηνίγγια. Πνίγεται κλεισμένη εκεί.

Θυμωμένη η καταγωγή της. Φιμωμένη η φύση της
Βγαίνει στη βεράντα της Γλώσσας. Να πάρει αέρα.
Να βρεί ένα νόημα. Έναν ορίζοντα να δεί
Αν και όρασης στερείται.

Φτύνει με λέξεις τους περαστικούς να την προσέξουν
Κατουράει συναισθήματα στις ξερές γλάστρες
Να φυτρώσουν κυκλάμινα. Να κάνει κήπο την έρημο.

Φανερώνεται στο στόμα σαν δίψα. Στα μάτια σαν πείνα.
Στα χέρια σαν στέρηση. Στις διογκωμένες ρώγες, σαν κάβλα.
Φωλιάζει στα γενετήσια όργανα.
Έχω δεί πούτσες και μουνιά, πλήρη ψυχισμού.
Αν και ο άνθρωπος που τα φέρει, ούτε ψιχίο ψυχής.
Άψυχος.

Διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα: βλέπεις τον κορμό να τρέμει.
Τα πόδια λυγίζουν. Τα σωθικά να σπαρταράνε.
Υγρά να εκκρίνουν οι οπές της ζωής:
Σπέρμα. Δάκρια. Σάλια.
Προς εξάτμιση. Νέφη.

Ναι. Είναι μετακινούμενη η ψυχή.
Αεράκι, που το τρόμαξαν και έγινε άνεμος.
Φτηνός εργάτης στις ανεμογεννήτριες του Κόσμου.

Μπορεί και να λείπει. Να φεύγει και να είναι απούσα. Χρόνια.
Και να μην το ξέρεις καν. Πως σε εγκατέλειψε.

Τόσο ψυχρή η ψυχή. Ψύχος.
Στο καμίνι της.

*

38
.

Εκείνη τη μέρα 5 και 30 το πρωί
ξύπνησε από έναν δυνατό πόνο.

Είχε πρηστεί η ζωή του
και πίεζε η παιδική του ηλικία
σαν δόντι χαλασμένο
.

Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.

Την άλλη μέρα οι γείτονες
βρήκαν στο κρεβάτι του
ένα πεντάχρονο παιδί να κοιμάται ήσυχο.

Δίπλα του σαν παιδικά παιχνίδια
κομμένα μέλη της ενήλικης ζωής του.
Ο κάτοχός τους απών.

Το κεφάλι του ουδέποτε βρέθηκε.

*

39.

Ο θάνατος δεν είναι χαλάσματα.
Είναι οικοδομή.

Χτίζεται. Μέρα με τη μέρα.

Τί νόμιζες πως κουβαλούσαν τόσα χρόνια
χιλιάδες φορτηγά μέσα στη νύχτα.

Τα τούβλα του.

*

110.

Μην ανησυχείτε όσοι περιμένετε στις όχθες της ζωής.
Θα περάσει να σάς πάρει.
Το ποτάμι της.

Σύντομα.

*

147.

Δεν σού φταίει η θάλασσα που γεννήθηκες στεριά.

Τσιμάρας Τζανάτος, [αγνώστου] η βία του βίου. ποιήματα [2000-2021] (έκδ. Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 24-25, 54, 55, 144, 181). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 28).

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

όρκους και πόθων φωνήεντα


Μάς βρόχισε η χαρά
με λίγο φώς
και μάς κερνάει τη σάρκα της
δόσεις εφόδου
*

[...]
Σβήνει τα χείλη σου η πίκρα
Μαράθηκαν τα φύλλα σου
κι έγινες μάνα

*

Ετελειώθη ο ίμερος στη γλώσσα σου
κι έγινα το μικρούλι σου Α
!
Καβάλησα το αλεξανδρείο μου δαμάλι
κι όρμησα στις προθήκες
με τ' αγάλματα
και με τις δραμαμίνες
Σκάβω την πέτρα σου
και φεύγουνε κεράσια και πουλιά

Στήνω τα δόκανά μου
γυνηγός
ξαναπυκνώνεις πέτρα
Τότες είναι
που ο πάνθηρας τεχνάζει

*

[...]
Το σώμα μου αφουγκράζεται το σώμα μου
διακλαδίζεται
κι η σιωπή σας κορμός
Ξυλεύει ο χρόνος
γίνομαι σπίρτο
γίνομαι χαρτί
στου μυαλού τις μυλόπετρες
τη μνήμη στύβω, λάδι
Χορεύω
             και τα κάρβουνα
                                           μέσα μου

*

[...]
Τί λες λοιπόν;
Φράχτης τα δόντια
και στην έξοδο
φιλούν τα χείλη και μιλούνε
-και φώς ο τάφος

*

Στύση μουγκή
βουλιαγμένη στην ιλύ των φαντασμάτων
Η μοναξιά κατοικεί στους καθρέφτες
ρίμες θλιβερές και τελετές θανάτου
εμπορεύεται

Η μοναξιά ουρλιάζει στα σύρματα
και πετρώνουν οι λέξεις

Αξία του μόνη εσύ
αυτός
το ζεϊμπέκικο που δεν τόλμησε

*

Κάθε πρωί ταΐζω τον μέσα πάνθηρα με καθρεφτάκια και εικονίσματα, νά 'χει να πλέξει όνειρα νά 'χει να υφάνει δάκρυ. Και κάθε που σιγά ο ήλιος, ανατέλλω μέσα μου τις νύχτες που δεν τις ρυμουλκούν επίθετα, μιά μ' όνειρο μιά δάκρυ ζωπυρώντας των φρενών τ' ολοκαύτωμα. Και κάθε πού 'ρχεται η αφή μουσκεμένος κόσμο κερδίζω τη σπατάλη

Παντελής Μπουκάλας, Ο μέσα πάνθηρας (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1985 (ανατύπωση 2000), σσ. 17, 18, 19, 20, 21, 35). -Το motto δικό του (απ' την σ. 37) και τίτλος του παρόντος στίχος του ιδίου (ό.π., σ. 7).

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

ό,τι η φαντασία μου


10. [ ό,τι η φαντασία μου
αδυνατεί να φυλακίσει
κι επιθυμεί να περιέχει ]
31


31 Έναν βραχύ αναστεναγμό μιας βραζιλίας χώρας
Τρεις μόνους, δυο μαζί, μες στα κοπάδια των παλτών
στην τσιμισκή μιας μπόρας
Πέντε βουβάλια θαυμαστά στην ήπειρο προ αιώνων
και άτριχους γιδοβοσκούς αμαζονίων χρόνων

που πάει να πει

Τη λάμψη μίας αστραπής που βγαίνει απ' το στιλό μου
Τα βλέφαρά σου που πισωπατούν και φεύγουν πια, μωρό μου
Μα κι έναν βόθρο λουλουδιών κλεισμένο στο μυαλό μου

που

μοσχοβολά ανυπέρβλητα σαν ία ρόδα μύρα
μες σ' έναν κόσμο όπου στις μύτες μας ζέχνουν τ' αρώματα σαπίλα
γι' αυτό κι εγώ -ανυποχώρητος- μόνον αυτούς τους στίχους πήρα
πρώτα τη μύτη βούλωσα· τους ζούληξα ύστερα στο στόμα για πιπίλα

για

να έχω μέσα μου το αδύνατον - φυλακισμένο φάρο.
Να μένω πια σιωπηλός. Μα ναι, μα ναι, να εκπέμπω κι άλλο

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σ. 109).

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

χώμα ποίημα εσύ


15. [ εσύ 5: πάντα
καθρέφτης ]


α μονο εσύ
ύσε ονομ α

19. [ η ανικανοποίηση ]

Ω, ναι, συ
χνό φαι
νόμε
νο


*

01. [ ιερογλυφικά: το ποίημα-χώμα ]

[...]
........................................14


14 Έχω έρθει σε επαφή με χώμα μόνο δύο φορές

Η πρώτη, επτά ετών, στο χωριό του πατέρα μου
Το οποίο επισκέφθηκα μία φορά στη ζωή μου
Με τον πολύ μακρινό εξάδελφο Στάθη
Όταν ξυπόλυτοι κι οι δυο
Ξεριζώναμε κάτι ζουμπούλια άγρια
Κάτι μολόχες και σκυλάκια
Και τα ζουπούσαμε σ' ένα γουδί
Να βγάζουν χρώμα κι έβγαζαν

Απλές εποχές, ιδανικές
........................................
πατούσες χωρίς κράμπες
........................................

*

16. [ είσαι όχι εσύ ]

τώρα λέω σε άλλον
σε άλλον
λέω πια κάτι
σε άλλον

*

02. [ άνθρωποι χωρίζουμε ]

ω πόσοι
αν

και πώς οι
άν22


22 θρωποι χωρίζουμε;
ω πόσοι αν και πώς οι


*

11. [ επίκληση: αλλά τα χρόνια, α, ]

τα χρόνια που ήμαστε μαζί,
αλλά τα χρόνια
που είμαστε μαζί29


29 [ αύρα aurea ]

η παρουσία σου μόνο -
ούτε μνήμη ούτ' η ανάμνηση -
μού απάλυνε άλλοτε
εμένα τον

θντ

[...]


*

09. [ λείπεις, λέω
σε άλλον: ]


ξεκόλλα

ακού
μπη
σέ
με

δεν
έχουν
φύλο τα
χέρια

*

01. [ ... ανοίγει ο κύκλος και ]

κλείνει

ο

κύκλος

και ανοίγει

ο

κύκλος και

κλείνει

ο

01. [ κύκλος και ... ]


[ το σπίτι ]

διαμέρισμα 5 : η μητέρα μας εκεί, υπέροχα μόνος

Μια βελόνα σε σχήμα υπομονής.
Μια κλωστή σε σχήμα περιμέτρου σαντορίνης.
Ένα χέρι που κεντά σε σχήμα προσευχής.
Ένα κέντημα σε σχήμα ευαγγελίου.

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σσ. 26, 56, 47, 79, 88, 37, 100). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 114). Από το ίδιο και η κατακλείδα (ό.π., σ. 119).


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

αυρός σταυρός


15. [ μόνο ]

με λευκό γάντι τον φόνο.
Γιατί με λευκό διαπράττεται.

Ώστε να λάμψουν ολότελα
όλα τα ίχνη.

Στο μαύρο του φόνου
το γάντι να γράψει επάνω

λευκό και λευκό
τατο.

Με μαύρο οπότε ποτέ.
Αν θέλεις να έρθει

ο φόνος γάντι,
φόνευε πάντα με λευκό.

Και με ένα μόνο
γάντι μονό

*

12. [ α/θα/να/το:
το ελάχιστο εσύ ]


και όταν δεν
θα υπάρχει πια
μέσα σε μένα

ζωή

και η ζωή
θα υπάρχει
πια χωρίς

εμένα, α/

θα/να του
λάχιστον
να υπάρχεις

όλος
μέσα της
εσύ

*

14. [ σκο_ _νει ]


«Είμαι η καινούρια,
είσαι η προηγούμενη»

είπε η νέα σκόνη
ακουμπώντας
πάνω στην οαλιά.

Το σκρίνιο ούρλιαξε

*

09. [ άρρεν-θήλυ: debate ]

οι δικοί μας
ή οι δικοί τους

οι δικοί μας
και οι δικοί τους

τους και μας
και μας και τους και

τους μασ
τούς μας που

ά
δικοί μας που

ά
δικοί τους

*

18. [ αυρός σταυρός ]


μια οριζόντια
και μια κάθετη
θάλασσα ουδέ

ποτε τεμνόμενος

μα εμείς εκεί
καρφί
πάνω στη μη

τομή τους

*

18. [ ο έρωτας ]

ούτε μόνος του
ο εαυτός μου
δεν είναι τόσο
εαυτός του
όσο όταν είναι
μαζί σου

όσο όταν είμαι μαζί σου

*

09. [ και που ό,τι γράφτηκε ]

μέσα σου ποτέ δε θα τελειώσει

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σσ. 46, 89, 91, 108, 117, 12, 16).

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

να υψώνω το φώς στη θηριοστή του


(οι άντρες που στα σπλάχνα μου ξεσάλωσαν)*

Ενέδρα καθ' ομοίωσίν μας

Ι.

Σύρριζα η πνοή μου στο τίποτα
τι μαθηματικά που έμαθα
να υψώνω το φώς στη θηριοστή του
κι ύστερα
               μια
                   και δυό με τον μπαλτά
γιατί έχω κι εγώ τη Σαλώμη μου
και πώς να κρατηθώ λευκός
στο μέσα μου τετράδιο

Έμαθα τον όλεθρο
σε όλες του τις στάσεις
γονυκλινής στα μάτια σου
πρηνής στα νυχτικά σου

τι γολγοθάς στα μέτρα μου
τρεις πρόκες για το ποίημα
και τρεις για την καρδιά μου

ΙΙ.

Άμα μού φέρεις ξίδι και χολή
(και πάψεις να χαζογελάς)
θα σύρω στο Σταυρό τον ίσκιο μου
γιατί -είμαι πλέον βέβαιος-
είναι ο αντίρροπος που καίει
δεμάτι δεμάτι την τύχη μου

τα ντορεμί των φιλιών σου

Άλλα εσύ «Τί ντορεμί;» σκέφτεσαι.
«Εγώ φιλάω με τη γλώσσα
και τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα
το ταξίδι
να φτάσουμε στον τελικό τής άνθησης

Αλλά κι ένας οργασμός
μού κάνει εξίσου»

*

Κάτι με ρίγος πάντως

ένα οποιοδήποτε τέλος
    αλλά μέσα στο σώμα σου

Τι ανεπίδεκτος που είμαι

πάλι πήρα την Άνοιξη
στο κακό μονοπάτι
                               κι έσκουζε

                               αα αα αχα

                               Εφτάψυχο το κάλεσμα
                               και με βαθιά καρτέρια

                               Υπάρχει ένα κόκκινο
                               που πάντα θα φοβάμαι

                              Να ξεμυαλίζω την κραυγή
                              προτού με ξεμυαλίσει

                              αχα αα αχα

                              Πώς τρίζει εντός μου τ' όνειρο
                              κι όλα του τα κουκούτσια

                              Θεός
                                    Πνιγμός
                                                 και Ποίημα

                             με διαφορά ανάσας

                             αχα αχα ααα
                             αχαα αχααα αχααααα

Θέ μου πώς τελείωσε

τώρα θα μάς πνίξει στα χελιδόνια

*

Ασκήσεις αναπνοής

Γύρισα ανάποδα την ψυχή μου
κι είδα πώς μεγαλώνουν οι πέτρες

(με λίγο φώς)
σκληραίνει η τύχη και γίνεται

ν' ανεβαίνουν ψηλά τα πουλιά
κι έπειτα
τα ξεκουρδίζει ο ήλιος

[...]

*

Πληθαίνουν τα φαρμάκια

ΙΙ.

Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα
από την κορυφή τής λύπης μου

δεν είναι από συνήθεια
είναι γιατί
η αλήθεια, κύριοι,
προϋποθέτει ύψος

*

Το αγοράκι με τα σπίρτα

Τώρα περνάω
βελόνες στη μουσική

μέχρι το βράδυ θά 'μαι
ο καπνός του τσιγάρου μου

Ανάβω ένα σπίρτο
                       βλέπω την ομορφιά συθέμελα
Ανάβω δεύτερο
                       βλέπω τους πάνθηρες τριγύρω

Καλά τη λένε ζούγκλα την Αθήνα


Όπου υπάρχει φώς
μυρίζω το γκρεμό του**

                                                    Άμα πεινάει το θαύμα
                                                  λάμπουνε και τα ψέματα
***

Δεν έχει μπέσα το θαύμα.
Είναι λευκό
                 και φέρεται σαν κόκκινο
****

                                                     Γυμνά τα πράγματα
                                                                                  συμβαίνουν γρηγορότερα
                                                    Με το που κάνεις την αρχή
                                                                                  σ' οσμίζεται το τέλος*****

Γιάννης Στίγκας, Η όραση θ' αρχίσει ξανά (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006, σσ. 31-32, 33-34, 36, 53, 17). - Το αρχικό motto στίχος του από το ποίημα «Η Μήδεια και κάτι άλλες» (ό.π., σ. 27). Κι η πολλαπλή κατακλείδα στίχων εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 41: ενδιάμεσο της συλλογής motto, 45: από το ποίημα «Ποτέ μη βάζεις την άνοιξη σε παρένθεση», 9: motto όλης της συλλογής, 11: από το ποίημα «Αυτό κουρδίζει μόνο του»).

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα


Και πιο μεστά,
σα να μού αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Βούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα, κυπαρίσσια
!

*

μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρώ,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Αλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα
.

Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος (στιχ. 106-118, 159-169, αποσπάσματα από τον πολύτομο Λυρικό Βίο, τ. Α΄).

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

για τα στερνά του Σεφέρη


Ο Σεφέρης πέθανε προχτές στα υπόγεια του «Ευαγγελισμού» στο θάλαμο «εντατικής παρακολούθησης», αφού πάλεψε με το χάρο κοντά δυο μήνες. Πήγα αρκετές φορές εκεί. Στο «σαλόνι» του υπογείου κι απέξω υπήρχε συνήθως πολύς κόσμος, πολλοί «φίλοι». Ήτανε μια περίπου κοσμική συγκέντρωση. Κάποια μέρα τρύπωσα στο θάλαμο που τον είχαν κι όπου δεν έμπαινε κανείς. Μπήκα με την «ιδιότητά» μου, φόρεσα μάλιστα κι άσπρη μπλούζα. Αλλά σε λίγο οι γιατροί με πήρανε χαμπάρι και με διώξανε. Την ώρα εκείνη κοιτάζανε εμβριθώς κάτι ακτινογραφίες θώρακος, προφανώς του Σεφέρη. Ξαφνικά με είδανε και μούπανε να φύγω, θυμωμένοι. Ωστόσο μπόρεσα κι άρπαξα κάτι, μια εικόνα.

Τον είχαν ξαπλωμένο σ' ένα φορείο με ορούς, τ' άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ' τα πλυντήρια τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό, ένα μισοζώντανο πεθαμένο πτώμα.

Στο μνημόσυνο πήγαμε στο νεκροταφείο με τη Μαρία. Πλην των άλλων ήταν εκεί κάμποσοι της ασφάλειας με πολιτικά, μαζεμένοι στα γύρω δρομάκια, παρακολουθώντας την κίνηση, να «κόψουν» φάτσες. Φεύγοντας τελευταίοι, λέει στη Μαρία η κ. Μαρώ. «Εσύ είσαι πολύ καλή. Αυτός (έδειξε με το κεφάλι εμένα) δεν είναι».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 57-58).