στα δύο σκίστηκα για να γεννήσω τα παιδιά
στα δυό για να γεννήσω τον άντρα που έγινες
μέσα μου μπήκες και μού ρίζωσες και βλάστησες
ήσουνα πιο παιδί μου απ' τα παιδιά μας
μες στο κορμί μου ζήσατε όλοι σας, πώς να μη μού γεράσει;
μέσα του όμως
έχω κι εγώ
ακόμα λίγο αίμα από γυναίκα *
στα δυό για να γεννήσω τον άντρα που έγινες
μέσα μου μπήκες και μού ρίζωσες και βλάστησες
ήσουνα πιο παιδί μου απ' τα παιδιά μας
μες στο κορμί μου ζήσατε όλοι σας, πώς να μη μού γεράσει;
μέσα του όμως
έχω κι εγώ
ακόμα λίγο αίμα από γυναίκα *
ένα ντροπαλό γυναικείο τίναγμα αφήνω ό,τι με κρατάει κάποιος έρχεται ζεύοντας την πολλαπλότητα στο τέθριππο άρμα του κι ανεμίζω σα θνητό ιππάριο κοντά του ενώ η χαίτη μου δεν ορίζεται πια από τον ενθουσιασμό της και διαστέλλεται πέρα από κάθε προσδοκία στο βρόντο.
*
μέσ' από την αγάπη σου
τον βραχίονά σου αγάπησα
και νεκρό
αρωματίζονται οι συριστικοί ήχοι
και γερνάω κάτω απ' το κόκκινο
πώς σε βρήκα σε κείνη την απόσταση
όταν το συμπαγές αφυπνιζόταν
σ' όλους τους ορόφους μου μέσα μου
και ηχούσε
ερωτικό τραγούδι παντού
του μάντιδος γάτου στην άσφαλτο
και σ' ένα νι αφημένο
ένα διάνυσμα το χέρι σου
μού φώναζε με τη φωνή πέντε αστέρων
(που ήταν άλλο εν τέλει)
νύχτα ώρα όταν κλείνεις στα νύχια μου
πώς περνάν τα είκοσι λεπτά
κι ακόμα να μη μπορώ να δηλώσω
τη στιλπνότητα των τριχοφόρων αγγείων
τη στρογγυλάδα του μάρμαρου που
παραλίγο να υποστώ την επιθυμία του
δίλοβα τόξα μιάς ομήγυρης προσκεκλημένων·
μ' αυτόν ανάμεσά μας στην αιώνια στάση
να τανύζεται στο παρελθόν
με την απόχη του μέλλοντος
*
ο μέγας απών: το σώμα
τα λόγια το σκάσανε μαινάδες σαλαμάντρες πάνε σ' άλλην έρημο να λιαστούν φάνηκε μια στιγμή πως οι πόρτες τ' ουρανού θ' ανοίγανε μα βροντήξανε απότομα οι αμπάρες μείναν έξω. γιατί οι γοερές θείες καμπάνες της Ιθάκης με το χαλινάρι στο στόμα σφιχτό να μένουν παράλυτες και βουβές μπρος σε κλειστές πόρτες οι δυό αιώνιοι ερωτευμένοι που δε φτάνουνε σε καράβι που πουθενά δε φτάνει σε ποτάμι στείρο δίχως νερό φύγαν οι λέξεις και τα λεγόμενα και σαν πουλιά τσουρουφλίζονται σ' έρημες χώρες. χαμένες οι πιο ψηλές κερκίδες του έρωτα παράλυτα τα πρησμένα ποδάρια της σέρνονται δώ και κεί στη γή που σα μάνα κυοφορούσε τα έγκατά της μισότυφλη γελάει μόνη της από ευδαιμονία για το έμβρυο και τα μυστικά πού 'χει μέσα της πλεγμένα ανέγγιχτα τρομερά πάλλονται από το πύρ το αείζωο το ίδιο το πύρ που κατακαίει τις σάρκες τον Μινώταυρο της ψυχής της
*
διερράγη
η προσφιλής αδιαφορία των σελίδων
όταν κανηφόρος απηνής
βάδισες προς το μέρος μου
διασκελίζοντας
την αμνάδα ψυχή μου
*
(αν συμπέσει ένας οργασμός με το πιο θεϊκό σημείο στις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi π.χ. ίσως καταφέρει το σώμα να σταματήσει ζωντανό την κάθοδο στον Άδη)
Μαρία Τσάτσου, Τα σημεία (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1985, σσ. 19, 20-21, 27, 44, 47). - Από την ίδια και ο στίχος ως και τίτλος του παρόντος (ό.π., σ. 46).
-----
* Το motto εκ της Αλεξάνδρας Κ*, γάλα, αίμα (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα2021, σ. 59), όπου μιλάει η Ξένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου