Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2005

Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας μάρτυρος


«περιπλανώμενοι αιμάσσoντες και διψασμένοι...», όπως γράφει και ο B. N. Μπόνος (δες εδωδά) αντίκρυσα έναν ευχάριστο ήχο που μού κρατάει συντροφιά κάμποσες μέρες τώρα. Αναφέρομαι σε κείνο το:

Nερό κελαρύζει σε ορεινό ρυάκι.

Από εδωδά είναι παρμένο. Οπου συναντώ και το:

Γάτα γουργουρίζει.

που πολύ μού άρεσε. Σα να ξαναάκουσα τον χαμένον πια Γουργουράκο, τον ξανθό γιό της Νέλλης, της πονήρως. Να πεδικλώνεται στα πόδια μου, ανάμεσα σε ένα γου και σ' ένα ρο.

Διαλέγω και το υπέροχο:

Τρίποντο χλατσώνεται ασάλιωτο σε ωραίο διχτάκι.

Είναι παιχνιδιάρικο πολύ. Κορυφαίο κείνο το χλατσώνεται... Δυναμίτης που εκρηγνύεται... Ασάλιωτο.

Ανάμεσα σε
11 ευχάριστους ήχους, από τον Lefty.


Το αιμάσσοντες αναλογεί σε μιά προσωπική περιπέτεια, τον τελευταίο καιρό.

'Οτι Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας μάρτυρος σήμερα. Και είναι σα να ξεφεύγει ο στίχος από τις καλένδες και να γίνεται σύνθημα στους τοίχους. Καλημέρα μας.


Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2005

'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;


-Γειά σου, αγόρι μου. 'Εχεις καμμιά καλή ιδέα;
-Εσύ 'σαι, γλύκα μου;
-Αριθμός δέκα. Πές το κι έγινε.
-Γειά σου, παίδαρε. Είσαι για ένα γρήγορο;

Η εξίσωση στη σελίδα του τετραδίου του άρχισε να απλώνει μια ουρά, με μάτια και άστρα σαν του παγονιού. Κι όταν τα μάτια και τα άστρα των εκθετών αφαιρέθηκαν, άρχισε αργά να μαζεύει. Οι εκθέτες, που έμπαιναν και έβγαιναν, ήσαν μάτια που άνοιγαν και έκλειναν. Τα μάτια, που άνοιγαν και έκλειναν, ήσαν άστρα που γεννιόνταν και έσβηναν...

Το μουντό φώς έπεσε ακόμη πιο αδύναμο στη σελίδα, όπου μιά άλλη εξίσωση άρχισε να ξετυλίγεται αργά και ν’ απλώνει την ουρά της. 'Ηταν η ψυχή του που ανοιγόταν στην εμπειρία, που ξετυλιγόταν, αμαρτία την αμαρτία, ανάβοντας πυρές διάπυρων άστρων, και διπλωνόταν ξανά, σβήνοντας τα φωτά και τις φωτιές της. 'Εσβησαν. Και το ψυχρό σκοτάδι γέμισε το χάος.

Μιά ψυχρή διαυγής αδιαφορία βασίλευε στην ψυχή του. Στην πρώτη του φλογερή αμαρτία είχε νιώσει ένα κύμα ζωτικότητας να φεύγει από μέσα του και είχε φοβηθεί ότι η υπερβολή θα σακάτευε το σώμα του ή την ψυχή του. Αλλά το ζωτικό κύμα τον πήρε στον κόρφο του και τον έβγαλε έξω από τον εαυτό του και μετά, όταν υποχώρησε, τον έφερε ξανά πίσω. Και κανένα μέρος του σώματος ή της ψυχής του δεν έπαθε τίποτα, μόνο μιά σκοτεινή γαλήνη απλώθηκε ανάμεσά τους. Το χάος στο οποίο έσβησε η φλόγα του ήταν μιά ψυχρή, αδιάφορη αυτοσυνειδησία.

Είχε αμαρτήσει θανάσιμα όχι μιά αλλά πολλές φορές και ήξερε ότι, μολονότι η πρώτη μόνο αμαρτία αρκούσε για την αιώνιο καταδίκη του, οι διαδοχικές πολλαπλασιάζαν την ενοχή και την τιμωρία του. Οι σκέψεις του και οι πράξεις του δεν τον εξιλέωναν, οι πηγές της θείας χάριτος δεν δρόσιζαν πια την ψυχή του. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελεήσει ένα ζητιάνο και να φύγει γρήγορα, χωρίς να περιμένει ευχαριστώ, ελπίζοντας με κρύα καρδιά ότι θα λάβει για ανταπόδοση κάποια ψιχία χάριτος. Η ευσέβεια είχε χαθεί. Ποιό το όφελος να προσεύχεται όταν ήξερε ότι αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του ήταν η απώλεια; 'Επαρση και δέος δεν τον άφηναν να προσφέρει στο Θεό ούτε μιά...



James Joyce, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία (εισαγ. μτφρ. Αρης Μπερλής, εκδ. Πατάκης, Σεπτ. 2001, σσ.182-184).

Το ανεβάζω εδώ αποκλειστικά για την/τον thalassa που μου την μπαίνει χυνέχεια.


Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2005

Mικρή Αγγελία


Mικρή Αγγελία ανάμεικτη με δροσερά μπουμπουνητά και χοντρές στάλες φθινοπωρινής βροχής. Ατίθασες.

Ζητείται εραστής από διαδικτύου. Κατά προτίμηση φοιτητής/τρια εξωτερικού. Π.χ. Ελβετία, Ιταλία, Σουηδία κυρίως, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι τόποι. Νησιά ανατολικού Αιγαίου πελάγους (το αρχιπέλαγος, λέω). Σε κάθε περίπτωση δεν ζητώ της σάρκας εραστή. Αλλά του υπολοίπου, που βαριαναστενάζει. Με διάθεση για πειράγματα και ερωτικά παιχνίδια. Θα απαντήσω μόνο σε σοβαρές προτάσεις.

'Οσοι το επιθυμούν μπορούν να αποστείλουν CV στο ιδιαίτερο γραμματοκιβώτιό μου. Δεν θα απαντήσω σε δημόσιο σχολιασμό που ενδεχομένως προκύψει. Μιλάω σοβαρά. Και το εννοώ. Θέλω να γνωρίσω φοιτητές/τριες εξωτερικού. Θέλω να μάθω τί σπουδάζουν και πόση όρεξη έχουν γι' αυτό που σπουδάζουν. 'Εχω λόγους να θέλω να γνωρίσω τί καλό μπορεί προσεχώς να μάς βρεί, σα λαό. 'Οχι σα πρόσωπα, μεμονωμένα. Δεν με ενδιαφέρει το πραγματικό όνομα...


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2005

ΑΝΟΗΣΙΕΣ ή, σκόρπια λογάκια κολλημένα στον τοίχο με λίγη μαστίχα.


Ουσιαστικά πρόκειται για μίαν εξομολόγηση. Δέχτηκα ξάφνου τις προάλλες μίαν επίσκεψη. 'Ηταν αναπάντεχο. Μεις, που μόνοι αλωνίζουμε στις θίνες τα στάχυα, πάλι και πάλι τα ίδια από τον περασμένο Ιούνη, και κεί που έκλαψε το μωρό, ξάφνου γευθήκαμε την χαρά. Σχετικοί ύμνοι εγράφησαν κάτι παραπάνω από χίλια χρόνια τώρα. 'Αρα υπάρχουν. Μπορεί κανείς να αναζητήσει και να δεί και μόνος του. Μα πρώτα θα γευθεί και μετά θα δεί. 'Ετσι γίνεται, αλλιώς δεν καταλαβαίνεις τίποτα. 'Ηρθε έτσι ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά έφυγε και δεν γύρισε πίσω. Με πυγμή έπηξα το δικράνι στη γή. Σκόρπισα. 'Ενιωσα την ψυχή που χυμούσε απάνω μου. Είχ’ αρπάξει φωτιά. Η ψυχή χυμούσε απάνω μου. Με τράνταζε έτσι όπως χυμούσε στα κάγκελα. Και λυγμούς άκουσα. Γρύλιζε. Χτυπιόταν όπως ο σκύλος, μανικά, όταν γυρνά όλο γυρνά ουρλιάζοντας γύρω από το σώμα του και –επιμένω- χτυπιέται στα κάγκελα της οξώπορτας. Σάλια του μού ήρθαν κατά πρόσωπον. Λίγη μόνο και παράξενη ζεστασιά ένιωσα. 'Υστερα τίποτα. Πάει καιρός πιά. Γύρισα κι αναπαύθηκα στην ερημιά.



(σιτεμένο είναι καί λίγο μοσχοκάρφι βάνω. 'Ηταν να το δημοσιεύσω την 31η τ’ Αυγούστου, όταν τό 'γραψα δηλαδή. ΄Ομως, τ’ άφησα. Σήμερα ταιριάζει καλύτερα –με όσα έχουν προηγηθεί. Απαράλλαχτο. Πρόσθεσα μόνο κείνο το: στον τοίχο ανάμεσα στις λέξεις του τίτλου. Σωρεύει κάποιαν επιπλέον ποσότητα άγχους. Διαβάστε το και με την προσθήκη αυτή και χωρίς αυτήν και πάρτε το όπως σάς αρέσει).


Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2005

Χαμένοι στο νόημα...


ο Οξ'αποδώς

Πνιγμένοι τελικά ή, χαμένοι στο νόημα;
Πού βρίσκεται το νόημα του κόσμου;
Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξ' από 'δώ.


Βρίσκεται εκεί που χωρίς να το ξέρουμε -σταθερά- κοιτάζουμε. (Και σύ κοίταζες. Δεν σφάλω, έ;).

Το θέμα εδώ, σήμερα, (όπως και το προηγούμενο, παραπλήσιο), δεν είναι η φτώχεια. Διέρχομαι κι αυτήν για να εκβάλω όμως αλλού. Πού; Εκεί που το βλέμμα χάθηκε να κοιτάζει. Να κοιτάζει, ολοστρόγγυλο όμως. (Κι ας πεινώ). Πού κοιτάζω με το βλέμμα στρόγγυλο από το δέος της απορίας; Στην κοίτη του ποταμού. Εκεί που, μια στιγμή, καρφώθηκε και πάγωσε αυτόματα να... κοιτάζει... Στην κοίτη του ποταμού. Κοίτασμα βρήκα, έ; Καταλαβαίνετε...
(Πόσους γαϊδαράκους, αλήθεια, ν' αντίκρυσε στη ζωή του -που φθίνει- τούτο το βρέφος που μειλίχια απορεί;)


(Τούτα τα δυό post, γεννήθηκαν κάπου αλλού. Ομως δεν μπορείς να παραπέμπεις συνέχεια με links. Θα νομίσει κανείς πως εμπαίζω. Εγώ δεν κοροϊδεύω κανέναν. Αντιθέτως, ετόνισα εν καιρώ πόσο τον εκτιμώ, για την γραφή του φυσικά, τί άλλο; Αφού κατά κόσμον μού είναι άγνωστος, όπως όλοι εδώ. Και είμαστε τόσοι λίγοι... Παλεύω μόνον, ως όφειλα. Τα ελαττώματά μου, νομίζω, αποκαλύπτονται λίγο-λίγο από μόνα τους. Χαμένος είμαι κι εγώ, μή νομίζετε...

Και έτερόν τι: Τα σχόλια πάντα θα παραμένουν ανοικτά σ' όποιον θέλει να γράψει. Δεν πρόκειται να τα 'σφαλίσω που νόημα να βρεθεί! Σάς ευχαριστώ όλους όσους γράφετε μιάν αράδα. Πλουταίνει ο προβληματισμός. Νομίζω και σείς το χαίρεστε έτσι. Εκτιμώ κι αυτούς που διέρχονται τούτο το blog χωρίς να βγάλουν άχνα. Δεν ξέρω τί άλλο πρέπει να πώ
).


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2005

Πνιγμένοι στο νόημα...


Πού βρίσκεται το νόημα του κόσμου;

Το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο.

Βρίσκετ' εκεί που σταθερά κοιτάζουμε, όταν κοιτάζουμε, χωρίς όμως να το καταλαβαίνουμε...

Βρίσκεται πάνω στα πράγματα του κόσμου... μέρος του κόσμου είμαστε, και τα κοιτάζουμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, όμως.

Η Νέα Ορλεάνη, βέβαια, μάς τράβηξε την προσοχή. Οπως και κάθε φυσική καταστροφή. 'Ε, καλά. 'Ανθρωποι είμαστε. Μηδαμινοί ακόμη, τόσο πολύ, μπροστά π.χ. στου εγκέλαδου τη βουή, στης θάλασσας την φονική κάποτε-κάποτε παλίντροπη κίνηση. Στων ανέμων την κύκλια ορμή... Στο πλεύρισμα με κάθε τρόπο του θανάτου, πού 'ναι ζωής ακκισμός. Και μάς κυκλώνει από παντού. Ετσι ξαφνικά. Κι ας το ξέρουμε πως θα 'ρθεί.

Ναί, η Νέα Ορλεάνη μάς τράβηξε την προσοχή. Λές και δεν ξέραμε. Παραβλέπουμε, όμως, πως ό,τι συνέβη εκεί -κι ας μάς τρόμαξε, κι ας μάς συνέτριψε, κι ας συνεχίσαμε να φουμάρουμε τον ίδιο καπνό-
δεν είναι τίποτ' άλλο απ' αυτό που παίζεται αν' ημέραν μέσα μας. Στου καθενός μας την πνιγηρή ενδοχώρα... Ιδια τρικυμία. Ιδιος τάραχος. Ιδιος κατακλυσμός. Ιδιος πνιγμός.

Νέα ζΟυρλεάνη λέω την ψυχή. Χώρα ανύπαρκτη. Κι όμως, μάς τρομάζουν οι εκδηλώσεις της πιό πολύ. Τα φανερώματά της. Οι ξαφνικές απειλές. Ενα πέταγμα στο γκρεμό. Κι ας κάνουμε τα στραβά μάτια.

Είτε Νέα Ορλεάνη, είτε παληά, το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Γι αυτό και τ' αποζητούμε τόσο πολύ. Γι αυτό και μάς ενδιαφέρει τόσο πολύ... Να το βρούμε... Αλλά δε μάς χαρίζεται έτσι εύκολα, φυσικά!

Δοκιμασίες... θα μού πεις.


Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2005

Παρένθετο... δια την Τάξιν ...(του Λόγου)!


Θα μ’ άρεσε να μπορώ να ξεγλιστράω εύκολα, τόσο στη σημερινή αγόρευση, όσο και σ΄αυτές που θ΄ακολουθήσουν, ίσως για χρόνια. Θα προτιμούσα, αντί να παιρνώ το λόγο, να βρίσκομαι μέσα στη ροή του και να ‘ναι αυτός που θα μ’ οδηγεί πέρα από κάθε αρχίνισμά του. Θα ‘θελα τη στιγμή που μιλάω να ‘χω την αίσθηση, ότι μια ανώνυμη φωνή μ’ έχει προλάβει σ’ όσα θα είχα να πώ: θα μού αρκούσε λοιπόν να υποδουλώσω τη φράση, να την κυνηγήσω, να εγκατασταθώ, χωρίς να γίνω αντιληπτός, μέσα στα διαστήματά της, σαν αυτή η ίδια να μού ‘χε κάνει ένα νεύμα σε μια στιγμή εκκρεμότητας. Ετσι λοιπόν, δε θα υπήρχε αρχή και αντί νά ‘μαι εγώ αυτός που κάνει την αγόρευση θα αφηνόμουνα στο τυχαίο του ξετυλίγματός της, ένα μικρό χάσμα, το σημείο της δυνατής εξάλειψής της.

Θα μ’ άρεσε να υπάρχει πίσω μου μιά φωνή (που θά ‘χε πάρει εδώ και κάμποση ώρα τον λόγο και που θά ‘χε μιλήσει ήδη για όσα πρόκειται να πώ) μιά φωνή που θά ‘λεγε: «Πρέπει να συνεχίζει κανείς... δε μπορώ να συνεχίζω... πρέπει να συνεχίζει κανείς... πρέπει να λέει κανείς λέξεις τόσες, όσες υπάρχουν, πρέπει να τις λέει μέχρις ότου μέ βρούν, μέχρις ότου μού πούν – παράξενη καταδίκη, παράξενο λάθος, πρέπει να συνεχίζει κανείς... Μπορεί ήδη νά ‘χει γίνει, μπορεί ήδη να μού το ‘χουν πεί, ίσως νά μ’ έχουν φέρει μέχρι το κατώφλι της ιστορίας μου, μπροστά στην πόρτα που ανοίγεται στην ιστορία μου, θα με παραξένευε αν ανοιγόταν».

Νομίζω ότι σε πολλούς υπάρχει μια παρόμοια επιθυμία να μήν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν μια αρχή, μιά παρόμοια επιθυμία, να βρεθούν δηλαδή μονομιάς, απ’ την άλλη πλευρά της αγόρευσης, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να εκτιμήσουν, εκ των έξω, αυτή τους την πράξη σαν παράδοξη, φοβερή ή ακόμη και κακοποιά. Σ’ αυτήν την πολύ κοινή ευχή, ο θεσμός απαντά ειρωνικά, εφόσον απαιτεί μια επισημότητα σε κάθε αρχή, εφόσον την περιβάλλει μ’ ένα κύκλο προσοχής και σιωπής και της επιβάλλει, σα νά ‘θελε να την κάνει από μακριά ευδιάκριτη, τελετουργικές μορφές.

Η επιθυμία λέει: «Δε θά ‘θελα νά ‘μαι υποχρεωμένη να μπώ από μόνη μου μέσα σ’ αυτή την ριψοκίνδυνη τάξη της αγόρευσης. Δε θά ‘θελα νά ‘χω σχέση με οτιδήποτε το ριψοκίνδυνο και αποφασιστικό έχει αυτή. Θά ‘θελα να με περιβάλλει σα μιά ήρεμη, βαθιά, απεριόριστη ανοικτή διαφάνεια, όπου οι άλλοι θ’ ανταποκρίνονταν στην αναμονή μου κι απ’ όπου οι αλήθειες μια-μια θ’ αναβλύζαν. Δε θα είχα παρά να αφεθώ να με οδηγήσει μέσα της σαν ευτυχισμένο ναυάγιο». Και ο θεσμός απαντά: «Δέν πρέπει να φοβάσαι ν’ αρχίσεις. Είμαστε όλοι εδώ για να σού δείξουμε ότι η αγόρευση ανήκει στην τάξη των νόμων. ΄Οτι από πάντα επαγρυπνούμε στην εμφάνισή της. ΄Οτι τής έχει δοθεί μιά θέση που την τιμά μα και την αφοπλίζει. Κι ότι άν συμβαίνει νά ‘χει κάποια εξουσία δεν είναι παρά χάρη σε μάς και σε μάς μόνο που την κρατάει».

Αλλά ενδεχόμενα αυτός ο θεσμός κι αυτή η επιθυμία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά δυό απαντήσεις στην ίδια ανησυχία: σχετική μ’ αυτό που είναι η αγόρευση μέσα στην υλική της πραγματικότητα, σαν γραπτό ή ρητό πράγμα. Ανησυχία, σχετική μ’ αυτή την μεταβατική ύπαρξη, που αναμφίβολα πρόκειται να σβηστεί μέσα σε μιά διάρκεια που δε μάς ανήκει. Ανησυχία, στην αντίληψη εξουσιών και κινδύνων που δύσκολα φαντάζεται κανείς, κάτω απ’ αυτή τη δραστηριότητα την ωστόσο γκρίζα και καθημερινή. Ανησυχία σαν υποψιάζεται κανείς αγώνες, νίκες, λαβωματιές, κυριαρχίες, υποδουλώσεις, μέσα από τόσες λέξεις που η χρήση τους εδώ και τόσον καιρό έχει απαλύνει τις τραχύτητες.

Μα τί το επικίνδυνο λοιπόν υπάρχει στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλάνε κι ότι ο λόγος τους καρποφορεί ασταμάτητα; Πού βρίσκεται ο κίνδυνος;




Ετσι αρχινά μία του παράδοση ο Μ. Φουκώ, στο College de France, το 1970, ζητώντας την Τάξη του Λόγου (L’ ordre du discourse). (Το λαμβάνω από την έκδ. Ηριδανού, σε μτφρ. Μηνά Χρηστίδη).
Το κείμενο είναι τόσο παραστατικό που μιλά από μόνο του. Κι είναι απολαυστικό συνάμα. Ως εκ τούτου δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην εδώ και τώρα προβολή του.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2005

εγκαύματα 17, 3


δοξαστικό

Ταξιδευτές στις σειρήνες

οι δυό μας

ωσάν του Οδυσσέως
το σκήνωμα