Σάς λέω αυτά που είπαμε – σάς επανέλαβα τις φράσεις που ανταλλάξαμε – αλλά τί οφελεί; 'Ηταν απλά συνηθισμένα λόγια – οι γνωστοί αόριστοι ήχοι που προφέρουμε απ’ την ώρα που ξυπνάμε ώς την ώρα που κοιμόμαστε. Αλλά τί μ' αυτό; Για μένα έκρυβαν μέσα τους την τρομερή υποβλητικότητα των λέξεων που ακούμε στα όνειρά μας, των φράσεων που ειπώθηκαν σε εφιάλτες. Ψυχή! Αν ποτέ άνθρωπος πάλεψε με ψυχή, αυτός είμαι εγώ. Και δεν είχα να κάνω με τρελό.
Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το μυαλό του ήταν διαυγέστατο – συγκεντρωμένο μεν στον εαυτό του με μια ένταση τρομακτική, αλλά διαυγέστατο. Κι αυτό ήταν και η μόνη μου ελπίδα – εκτός φυσικά αν τον σκότωνα επιτόπου, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν καλή ιδέα, αφού θα έκανε θόρυβο. Η ψυχή του όμως ναι – ήταν τρελή. 'Εχοντας μείνει μόνη της στην άγρια ερημιά, είχε κοιτάξει μέσα της και – μα το Θεό! στο λόγο μου, είχε παραφρονήσει.
'Επρεπε – για τις αμαρτίες μου, καταπώς φαίνεται – να υποστώ τη δοκιμασία τού να την κοιτάξω κι εγώ. Ούτε η πειστικότερη ευγλωττία δε θα τίναζε τόσο απόλυτα την πίστη στην ανθρωπότητα όσο το τελικό του ξέσπασμα ειλικρινείας. Και πάλευε με τον εαυτό του – το είδα – το άκουσα. Είδα το ασύλληπτο μυστήριο μιας ψυχής που δεν γνώριζε φραγμό, καμία πίστη και κανένα φόβο, κι ωστόσο πάλευε μανιασμένα με τον εαυτό της.
Τα έβγαλα πέρα, δε μού 'στριψε. 'Οταν όμως τον ξάπλωσα επιτέλους στο ντιβάνι, σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου, ενώ τα πόδια μου έτρεμαν λες και είχα κατέβει εκείνον το λόφο κουβαλώντας μισό τόνο στην πλάτη μου∙ και τον είχα φέρει απλώς στηρίζοντάς τον, με το κοκαλιάρικο χέρι του περασμένο στο λαιμό μου – κι όλος μαζί δε ζύγιζε παραπάνω από ένα παιδί.
Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους (μτφρ. Αλ. Παπασταθοπούλου, έκδ. Πατάκης, Αθήνα 1998, σ. 112).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου