Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

μελαγχολίας πέρι




«Με συγχωρείτε, αδελφοί, γιατί απουσιάζω. 
Μη με περιμένετε. 
Υπάγω ίνα ημερεύσω και έπειτα 
γυρίζω στον ζωολογικό μου κήπο» *


"αλλ' ότε πλέον και εκείνος [ο Βελλεροφόντης] έγεινε μισητός εις όλους τους θεούς, ούτος βέβαια μόνος περιεπλανάτο εις την πεδιάδα Αλήιον, τρώγων την καρδίαν του, αποφεύγων οδόν των ανθρώπων". (Ζ 200-202)


Ως άνω δυό λόγια ήδη ομηρικά, περιγραφικότατα βέβαια, μεταξύ εχθρών αλλά και φίλων! Μιλάει ο βασιλιάς των Λυκίων, Γλαύκος, ο εγγονός του Βελλεροφόντη, στον Διομήδη, τον γιο του Τυδέα, ένα των Αχαιών. Με τις ως άνω λέξεις περιγράφεται ο ήρωας παππούς του Γλαύκου, ο και κορινθιακής βέβαια καταγωγής, ως εγγονός του Σισύφου, εξόριστος Βελλεροφόντης. Ο Γλαύκος γεννήθηκε στην Μικρά Ασία (και δη την Λυκία) όπου έγινε άλλοτε δεκτός και ο παππούς του με το φτερωτό εκείνο άλογο, τον Πήγασο. Γι' αυτό και πολεμάει τώρα στο πλευρό των Τρώων, εναντίον των Αχαιών. Στον πόλεμο τον έστειλε ο πατέρας του, ο Ιππόλοχος, ο και θείος του θεϊκού εκείνου Σαρπηδόνα, ξαδέλφου βέβαια του Γλαύκου. Σημασία, όμως, έχει η περιγραφή και η αιτία, εδώ, της μελαγχολίας (του ήρωα, αλλά και κάθε άλλου ανθρώπου). 



[στο πρωτότυπο το ομηρικό κείμενο έχει ως εξής:]


"αλλ' ότε δη και κείνος απήχθετο πάσι θεοίσιν,
η τοι ό καπ πεδίον το Αλήιον οίος αλάτο
ον θυμόν κατέδων, πάτον ανθρώπων αλεείνων·".


καπ πεδίον = κατά πεδίον 

Αλήιον = ή εκ του στερητικού α και του λήιον, και σημαίνει: πεδιάς άσπαρτος έρημος, ή είναι εξ ης το αλάομαι ρίζης, πεδιάς περιπλανήσεως. Καθ' Ηρόδοτον ήτο εν Κιλικία VI 95,1. 

ον θυμόν κατέδων = τρώγων την καρδίαν του μελαγχολών· δηλ. αυτός εαυτού ήτο ασθένεια. Επί τοιαύτης σημασίας ημείς λέγομεν τρώγομαι. Εκ της μελαγχολίας εικάζεται η απέχθεια των θεών. Και εν ι 411 η φρενοβλάβεια λέγεται: «νούσος Διός μεγάλου». η δε μελαγχολία προήλθεν εκ του προώρου θανάτου δύο τέκνων. Πρβλ. την φράση της Τζούλιας Κρίστεβα στο Μαύρος ήλιος. Κατάθλιψη και μελαγχολία, έκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 43: «Ο καταθλιπτικός είναι ένας ριζοσπαστικός και κατηφής άθεος». 

πάτος ανθρώπων = πεπατημένη οδός, τ. ε. ανθρώπων συγκοινωνία



(απόδοση, υπό Α.Ξ. Καραπαναγιώτου (1893), έκδοση βασισμένη στην Ιλιάδα του J. La Roche.) 


'Αλλο απόσπασμα από το ίδιο έργο εδωδά.


-----
* Στο motto λογίον γεγραμμένο με κιμωλία πάνω σε μια μεγάλη πέτρα έξω από το κελλί του γέροντος Παϊσίου, σύμφωνα με την δημοσιευθείσα στο περ. «Εφημέριος» (1991, σ. 192) μαρτυρία Ανωνύμου σχολιαστού. Κατόπιν στο π. Διονυσίου Τάτση, Υπαίθριο αρχονταρίκι. Καταγραφή διδαχών του π. Παϊσίου (ιδία έκδ., Κόνιτσα 1994, σ.14).


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

εξαίρετος χαρακτήρας



Τριζόνι 
έρως εν νυκτί 
μέχρι πόνου *


Για ν' ανακαλύψεις τα εξαιρετικά χαρίσματα του χαρακτήρα κάποιου ανθρώπου, πρέπει να έχεις την καλή τύχη να παρατηρείς τη δράση του για πολλά χρόνια.

Αν αυτή η δράση στερείται εγωισμού,
αν κίνητρό της είναι μια απαράμιλλη γενναιοδωρία,
αν είναι απολύτως σίγουρο ότι δεν κρύβει καμιά υστεροβουλία
και, επιπλέον,
έχει αφήσει ορατά σημάδια επάνω στη γη,

τότε χωρίς αμφιβολία βρισκόμαστε μπροστά σε έναν
εξαίρετο χαρακτήρα.




Ο βοσκός ήταν λιγομίλητος. 'Ετσι είναι συνήθως οι άνθρωποι που ζούνε μόνοι, όμως έδινε φανερά και την αίσθηση ότι ήταν σίγουρος για τον εαυτό του και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Κάτι απρόσμενο σ' αυτά τα άγονα μέρη. [...] Ο σκύλος του, σιωπηλός σαν τον ίδιο, ήταν φιλικός χωρίς να είναι δουλοπρεπής.

[...]
Η συναναστροφή μ' αυτό τον άνθρωπο μού έφερνε γαλήνη. Την επόμενη τον ρώτησα αν θα μπορούσα να ξεκουραστώ εκεί ακόμα μια μέρα. Το βρήκε τελείως φυσικό ή, για να είμαι πιο ακριβής, μού έδωσε την εντύπωση ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τον ταράξει.

Ζαν Ζιονό, Ο 'Ανθρωπος που φύτευε δένδρα (μτφρ. Σ. Σεφεριάδης, έκδ. Κοάν, Αθήνα 2012, σσ. 15, 20, 21, 24).


----- 
 * Στο motto και πάλι ολίγος Συμεών, ιερομοναχός, εκ του βιβλίου του Συμεών μνήμα (έκδ. 'Αγρα, Αθήνα 1993.-Εδώ εγγραφή της 30ης Σεπτεμβρίου 1991).


Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

νόστος επί μέσης Μακεδονίας


κι άδειο το χέρι ποιητή 
να γράφει ό,τι ο καφές ορίζει *


Φεύγοντας, λοιπόν, από τον Βερτίσκο (το ορεινό χωριό όπου συναντηθήκαμε -θυμάσαι;) κι ανεβαίνοντας από την δημοσιά απάνω από την κατασκήνωση, μέσ' στον παγερό εκείνον αέρα, νά τι κοίταξα και είδα:

Αντίκρυ, κατ' ανατολάς, τας Σέρρας, την πόλη και όλα εκείνα στην σειρά τα χωριά κατά μήκος του Στρυμώνα, κι' ήταν αυτά ακριβώς στην σειρά που σήμαιναν και 'άναψαν' με το σούρουπο τον φωτεινό (κρυμμένο πριν) ποταμό ενώπιόν μας. Νά 'τονε, μπροστά στα μάτια μας.

Πίσω τους, τα υψώματα 'Αγγιστρον και 'Ορβηλος, η Βροντού και το Μενοίκιον όρος (με τα 1.963 μέτρα του).

Πιο νότια κρεμόταν ασφαλώς το Παγγαίον όρος (1.965 μέτρα ετούτο) που μ' έκρυβε την Θάσο πέρα και την πόλη της Καβάλας κι είναι αυτά με τον Νέστο ποταμό τα ανατολικά όρια της Μακεδονίας χώρας.

Στον βορρά, σάμπως ξαπλωμένο οχυρό ιδού το όρος της Κερκίνης - Μπέλλες το επονομαζόμενο από τους ντόπιους, το λευκό δηλαδή βουνό που φέρει κατιτίς στην όψη απ' τον δικό μας Τρελλό εδώ, τον Υμηττό, αν και διπλό στο ύψος (2.031 μέτρα εκείνο, 1.027 μέτρα το δικό μας) και όλο μα όλο δασωμένο, όπως, άλλωστε, κι όλα τα βουνά της Μακεδονίας.

Απ' το μικρό 'φινιστρίνι' που προβάλλει ανάμεσα σ' αυτό το όρος και τ' 'Αγκιστρο, δεξιά του, διακρινόταν το έμπα του Στρυμώνα στη θέση Κλειδί των Βυζαντινών Ρωμαίων (το Ρούπελ των νεωτέρων) και φαίνονταν πίσω του και τά 'βλεπες τα βουλγαρικά πεδία λίγο. Κι είναι απ' εδώ που ακολουθώντας κανείς ευθεία τον ποταμό απάνω φτάνει ίσαμε την Σόφια πόλη της του Θεού Σοφίας.

Ανάμεσα τώρα στον Βερτίσκο και το Μπέλλες είδα τα Κρούσια όρη, φυσικό όριο των Νομών Κιλκισίου και Σερρών. Εδωνά!

Μα γυρνώντας απ' την άλλη, κατά τον νοτιά, εύχαρις διέκρινα ολοκάθαρα τον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και, με την φαντασία μου, 'είδα' την Μητέρα εκείνη, την Θεσσαλονίκη, την λευκή, την πρωτεύουσα της επιχώρας πόλη.
Λίγο πιο αριστερά, φάνταζε με τις κεραίες του ο Χορτιάτης, εκειδά προς την Χαλκιδική,

ενώ, απ' την άλλη μεριά, δεξιά και πίσω μακρυά, θεόρατος υψωνόταν κι ολοκάθαρος ο όγκος του Ολύμπου (: ο και
«διά το ολολαμπής είναι τοις άστροις», κατά το Etymologicon Magnum, του 1848, ετυμολογούμενος) που είναι, άλλωστε, και το νοτιότερο σύνορο της Μακεδονίας. Τον έβλεπα μ' ένα συννεφάκι επάνω, ψηλά εκεί γύρω απ' την κορυφή, τον Μύτικα (στα 2.917 μέτρα).

Στην βάση του, όμως, στην βόρεια βάση του Ολύμπου όρους, εμάντευα το αρχαίον Δίον, το αρχαίο ιερό κέντρο και πόλη των Μακεδνών και την κατοπινή Μονή του Οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω!

Ενώ, στων επομένων προς βορράν υψωμάτων, των Πιερίων δηλαδή τους πρόποδες, εμάντευα την αρχαία πρωτεύουσα (προ του 400 π.Χ.) πόλη, τα νύν Βεργίνα, τότε Αιγές! Εκεί εγύρισε να θαφτεί κι ο Φίλιππος, στα πάτρια της τουρκιστί 'Φιλιπέ-βιλαετή'* Μακεδονίας κι είναι εκεί σήμερα ανασκαμμένοι οι τάφοι του... Τα κόκαλά του θα τα ιδείς, ως λένε, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, μ' όλα του τα χρυσαφικά μαζί εκτεθειμένα!

Του βλέμματος ο κύκλος έκλεινε βορειοδυτικά με το Πάϊκον όρος (1.650 μ.) πέρα από τον Αξιό τον ποταμό. Το βουνό αυτό χωρίζει τον Νομό Πέλλας από το Κιλκίς,

ενώ, στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας που απλωνόταν μεταξύ Πάϊκου (στον βορρά), Πιερίων (στον νότο) και Θεσσαλονίκης - Χορτιάτη (ανατολικά) εμάντευα την Πέλλα εκείνη, την όλως και όντως λευκή, αλλοτινή πρωτεύουσα του Φιλίππου, αλλά και του Αλεξάνδρου, την μέση-μέση πρωτεύουσα των Μακεδνών, δηλαδή των 'Υψηλών' κατοίκων.

Να σού πώ ακόμη πως ήταν γι' αυτόν, τον σήμερα μπαμπακιασμένο, κάμπο που γράφτηκαν τα «μυστικά του βάλτου» ποτε, των αρχών του αιώνα μας [ενν. του εικοστού] και της γιαγιάς της διάπλασης των παίδων Πηνελόπης Δέλτα.

Το ταξείδι αυτό, ως έδειξεν η μοίρα, με ανέσυρέ τε και ανέδειξε εις... Θεόν... του Ολύμπου, ο οποίος
θεάται αφ' υψηλού τα πάντα μέρη!
Ο Βερτίσκος, αν και χθαμαλό βουνό (μόλις 1.103 μ.), λόγω της θέσεώς του όμως στο κέντρο της Μακεδονίας, ελάλησεν πλουσίως!

Την δυτική Μακεδονία δεν ανέφερα διόλου στο πέρασμά μου αυτό, του βλέμματος, διότι πέραν της κοίλης γραμμής και τόξου: Πάϊκο-Βέρμιο-Πιέρια-'Ολυμπος εμπλέκονται στην ματιά και προσβάλλουν την όρασή σου οι ορεινοί όγκοι της άφατης Πίνδου.

Μοναδικό φώς εκεί μέσα, ανάμεσα σ' εκείνα τα υψώματα, προβάλλει ο θεός ποτε Αλιάκμων, ο οποίος κατέρχεται (να σε μαγεύει) από Καστοριά σε Γρεβενά, για να σε βγάλει, μέσω Σερβίων στην... Βεργίνα, την προμνημονευθείσα, πριν να χυθείς τε και χαθείς κι εσύ στον κόλπο τον Θερμαϊκό και το Αιγαίον πέλαγος, το γαλανό, που σ' αναμένει.-


στην Θεσσαλονίκη την λευκή, 
την βασίλισσα Πέλλα των 
Πελαργών [σου] * 


(περινόστευά τε και έγραφα στα 1996, τον Σεπτέμβρη θυμάμαι
και πάνε τόσα χρόνια από τότε...). 

-----
* Στο motto ολίγος Γλαύκος Κουμίδης, από το ποίημά του «Του αοράτου», περιεχόμενο στην συλλογή Foreign Titles (Works in Progress No.9) - (έκδ. Πουπούξιος, Κολωνία 1996, σ. 25). Και 'Φιλιπέ-βιλαετή' τουρκιστί, κατά μία παραφθορά του κυρίου ονόματος, η Μακεδονία (ίδε Ν.Μακρή, Εγχειρίδιον Ελληνοτουρκικών λέξεων και φράσεων, Εν Αθήναις 1891 [επανέκδοση Δ.Ν. Καραββία], σ.87). - Στο δεύτερο motto όμως, σπάραγμα εκ των λοιπών εγκαυμάτων (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2011, σ.72).

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

στις πρώτες στάλες της βροχής




ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ



Χύθηκε η νύχτα απ' τα μαλλιά κι απλώθηκε
στα δίχτυα
στα χίλια ψάρια του βυθού που βράζουνε στον ήλιο.
Κι είχε ο Θεός λίγο απ' τα γαλανά σου μάτια
πριν ξεχαστεί λαθραία πριν κοιμηθεί σε κάποια
βάρκα-
στην τελευταία λιτανεία προσκυνητής
σ’ ένα μετέωρο φιλί
και το απέραντο μπροστά να πλέει-
κι αδειάζει η ψυχή κι αρχίζει να κρυώνει
στις ξέρες εκεί στ' ανοιχτά θα κρυφτεί και θα σωπάσει.
'Oσα μας χωρίζουν δεν αλλάζουν κι άδικα ψάχνεις
το καλοκαίρι-
με τα πουλιά τα τελευταία έφυγε κι αν δεν το είδες
σε κάποιο πρωινό μες στο χειμώνα ριζωμένη.
Και στη γραμμή του ορίζοντα και στη σελήνη
και σ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού η προδοσία
και γύρισε ο πόνος προς τα μέσα πάλι και γνέφει
την καρδιά
κι είπες θ' ανταμώσουμε∙ κάπου στον άνεμο
καθώς τα φύλλα χάμω ρίχνει
κάπου στις πρώτες στάλες της βροχής
που πέφτουν στο περβάζι.

Φαίδρα Μαγκριώτη, Τα σαλιγκάρια πεθαίνουν το καλοκαίρι (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2013, σ. 43).

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

λογισμούς καθαιρούντες


ΕΝ ΘΑΛΑΣΣΗ 

Επί βράχου 
υπό σταυρόν και οίνοπα πόντον 
ιππόκαμπος τετρωμένος *


Αυτός δε εγώ
Παύλος
παρακαλώ υμάς διά της πραότητος και επιεικείας του Χριστού,
ός κατά πρόσωπον μεν ταπεινός εν υμίν, απών δε θαρρώ εις υμάς∙
δέομαι δε το μη παρών θαρρήσαι τη πεποιθήσει η[ενν. την οποία] λογίζομαι τολμήσαι επί τινας τους λογιζομένους ημάς ως κατά σάρκα περιπατούντας.

Εν σαρκί γαρ περιπατούντες ου κατά σάρκα στρατευόμεθα
τα γαρ όπλα της στρατείας ημών ου σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων

λογισμούς καθαιρούντες και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού,
και αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού,
και εν ετοίμω έχοντες εκδικήσαι πάσαν παρακοήν,
όταν πληρωθή υμών η υπακοή.

Τα κατά πρόσωπον βλέπετε!
εί τις πέποιθεν εαυτώ Χριστού είναι, τούτο λογιζέσθω πάλιν αφ' εαυτού,
ότι καθώς αυτός Χριστού, ούτω και ημείς Χριστού.


Εκ της δευτέρας του επιστολής προς Κορινθίους (ι' 1-6). Ο αυτός.



----- 
* Στο motto και πάλι ολίγος Συμεών, ιερομοναχός, εκ του βιβλίου του Συμεών μνήμα (έκδ. 'Αγρα, Αθήνα 1993.-Εδώ εγγραφή της 20ης Ιουνίου 1990).