Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

κάτι απ’ τη ζωή


όλοι κουνήσαμε το κεφάλι πάνω απ' το στιλπνό τραπέζι,
που καθρέφτιζε, σαν σκοτεινό ακίνητο νερό, τα ρυτιδωμένα μας πρόσωπα,
με τα σημάδια του μόχθου, της χίμαιρας, της επιτυχίας, του πάθους
- τα κουρασμένα μας μάτια, που γυρεύουν ακόμη, γυρεύουν πάντα,
ανήσυχα, κάτι απ' τη ζωή - κι ενώ το περιμένουν, αυτό έχει ήδη πετάξει
- χάθηκε - σαν σπίθα – μαζί με τα νιάτα, τη δύναμη,
και τις ρομαντικές ψευδαισθήσεις.-*

Ήταν κάτι άλλο, κάτι μέσα τους, κάτι αδιόρατο και άφθαρτο. [...] Υπήρχε μια πληρότητα σε αυτό που έκαναν, κάτι στέρεο σαν ηθική αρχή και κυρίαρχο σαν ένστικτο - η αποκάλυψη κάτι καλά κρυμμένου – εκείνο το κρυμμένο κάτι, εκείνο το χάρισμα, καλό ή κακό, που κάνει τη φυλετική διαφορά, διαμορφώνει τη μοίρα των εθνών.


*

Η φωτιά μαινόταν κι η ανταύγεια μάς είχε θαμπώσει. Ήξερα πια πως την Ανατολἠ θα την έβλεπα για πρώτη φορά ως κυβερνήτης μιας μικρής βάρκας. Αυτό ήταν ωραίο. Όπως ωραία ήταν και η αφοσίωση στο παλιό μας πλοίο. Θα μέναμε να δούμε το τέλος του. Ά τα νιάτα! - η φλόγα τους,
λαμπρότερη από τις φλόγες που έκαιγαν το πλοίο, ρίχνει ένα μαγικό φώς στην πλατιά γή, ορμά παράτολμα στον ουρανό, για να σβηστεί γρήγορα από τον χρόνο, που είναι σκληρός, ανελέητος και πιο πικρός από τη θάλασσα - και σαν τις φλόγες του καραβιού τα περιζώνει η αδιαπέραστη νύχτα.


*

Γύρισα πίσω, έδεσα ξανά τη βάρκα στην προβλήτα, κι έπεσα να κοιμηθώ, επιτέλους. Είχα την πρώτη μου γνωριμία με τη σιγή της Ανατολής. Άκουσα και κάτι λίγο από τη γλώσσα της. Αλλά όταν άνοιξα ξανά τα μάτια, η σιγή ήταν τόσο απόλυτη σαν να μην είχε ποτέ διακοπεί. Ήμουν ξαπλωμένος σε πλημμύρα φωτός κι ο ουρανός ποτέ δεν μού είχε φανεί τόσο μεγάλος, τόσο μακρινός. Άνοιξα τα μάτια μου κι έμεινα ακίνητος.

Κι ύστερα είδα τους ανθρώπους της Ανατολής - που με κοίταζαν. Η προβλήτα ήταν γεμάτη ανθρώπους σε όλο της το μάκρος. Είδα μελαψά, μπρούντζινα, κίτρινα πρόσωπα, τα μαύρα μάτια, τη γυαλάδα, το χρώμα ενός πλήθους της Ανατολής. Κι όλα αυτά τα πλάσματα κοίταζαν άφωνα, χωρίς να σαλεύουν. Κοίταζαν κάτω τις βάρκες, τους άντρες που κοιμούνταν, αυτούς που ήρθαν τη νύχτα από τη θάλασσα. Τίποτα δεν κουνιόταν. Τα φύλλα των φοινίκων στέκονταν ακίνητα με φόντο τον ουρανό. Κλαδί δεν σάλευε, και οι καφετιές στέγες των σπιτιών ξεμύτιζαν πίσω απ’ το πράσινο φύλλωμα, μέσα από τα μεγάλα φύλλα που κρέμονταν ακίνητα, λαμπερά, σαν μεταλλικά. Αυτή ήταν η Ανατολή των παλιών θαλασσοπόρων, πανάρχαιη, μυστηριώδης, λαμπερή και ζοφερή, ζώσα και αμετάβλητη, γεμάτη κινδύνους και υποσχέσεις. Αυτοί ήταν οι άνθρωποί της. Ανασηκώθηκα ξαφνικά. Ένα κύμα διαπέρασε το πλήθος από τη μιά άκρη ώς την άλλη, δόνησε τα κεφάλια, τα σώματα, σάρωσε την προβλήτα σε όλο της το μήκος, σαν ανατρίχιασμα της θάλασσας, σαν πνοή ανέμου σ' ένα λιβάδι. Ύστερα όλα έμειναν ξανά ακίνητα. Σαν να τα βλέπω -

Joseph Conrad, Τα νιάτα (μτφρ. Άρης Μπερλής, έκδ. Άγρα, Αθήνα 1999, σσ. 57-58, 60-61, 82-84). - Το motto η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 86-87).

Δεν υπάρχουν σχόλια: