Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

το κατακόκκινο, άγριο παιχνίδι της φωτιάς


Τότε κατάλαβα πόσο καλός είμαι. Θυμάμαι τα αποθαρρημένα πρόσωπα,
τα αποκαμωμένα σώματα των δύο ανδρών, και θυμάμαι τα νιάτα μου
και την αίσθηση που ποτέ πια δεν θα ξανάρθει – την αίσθηση ότι
μπορούσα να ζήσω για πάντα, περισσότερο απ' τη θάλασσα, τη γή, και
όλους τους ανθρώπους· την απατηλή εκείνη αίσθηση που μάς παρασύρει
σε χαρές και κινδύνους, στον έρωτα, στον μάταιο αγώνα – στον θάνατο·
τη θριαμβική πεποίθηση της δύναμης, τη ζέση της ζωής σε μια χούφτα χώμα,
τη φλόγα της καρδιάς που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρή,
και στο τέλος σβήνει –γρήγορα, πολύ γρήγορα– πριν από τη ζωή την ίδια.*

Έ, λοιπόν, ξέρετε τί σκεφτόμουν; Σκεφτόμουν να τούς παρατήσω τους άλλους με την πρώτη ευκαιρία. Την πρώτη μου πλοιαρχία ήθελα να την έχω ολοδική μου! Δεν ήθελα ν' αρμενίσω σε ναυτική μοίρα, εφόσον μπορούσα να πλεύσω μόνος μου. Ήθελα να δώ τη στεριά πρώτος, να νικήσω τις άλλες βάρκες. Ά τα νιάτα, τα νιάτα! Τ' ανόητα, τα τρελά, τα όμορφα νιάτα!

Αλλά δεν ξεκινήσαμε αμέσως. Έπρεπε να δούμε το τέλος του καραβιού. Κι έτσι οι βάρκες τραβέρσωναν στη φουσκοθαλασσιά κι άντρες λαγοκοιμόνταν, ξυπνούσαν, στέναζαν, γόγγυζαν. Κοιτούσα το πλοίο που καιγόταν.

Καιγόταν ανάμεσα στο σκοτάδι της γής και τ' ουρανού, πάνω σ' ένα δίσκο πορφυρής θάλασσας που σχημάτιζε το κατακόκκινο, άγριο παιχνίδι της φωτιάς· πάνω σ' έναν αστραφτερό, καταχθόνιο δίσκο νερού. Μια ψηλή, καθαρή φλόγα, μια τεράστια, μοναχική φλόγα ανέβαινε απ' τον ωκεανό, και απ' την κορυφή της ο μαύρος καπνός ολοένα χυνόταν στον ουρανό. Η Ιουδαία καιγόταν, πένθιμη και επιβλητική, σαν νεκρική πυρά μέσα στη νύχτα, με τη θάλασσα γύρω και τ' αστέρια πάνω να κοιτούν.

Ένας μεγαλόπρεπος θάνατος ήρθε σαν δώρο, σαν χάρη, ανταμοιβή στο γέρικο καράβι, στο τέλος μιας άξιας ζωής. Παρέδιδε το κουρασμένο της πνεύμα στην αγρυπνία των άστρων και της θάλασσας – συγκλονιστικό θέαμα, είχε τη λαμπρότητα του θριάμβου. Τα κατάρτια πέσανε λίγο πριν φέξει και προς στιγμήν δημιουργήθηκε μια αναταραχή, ένα νέφος από σπίθες που φλόγιζαν τη νύχτα, την άγρυπνη και υπομονετική νύχτα, τη μεγάλη νύχτα που ανέπνεε σιωπηλή πάνω στη θάλασσα. Όταν ξημέρωσε, είχε απομείνει ένα καψαλισμένο κουφάρι – επέπλεε ακόμη κάτω από 'να σύννεφο καπνού, μ' έναν διάπυρο όγκο κάρβουνου μέσα του.

Joseph Conrad, Τα νιάτα (μτφρ. Άρης Μπερλής, έκδ. Άγρα, Αθήνα 1999, σσ. 70-72). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 75).

Δεν υπάρχουν σχόλια: