ΧΧVΙI. Τις τρεις [...] έννοιες που καθορίζουν τον ύψιστο δρόμο τού Έρωτος -τις έννοιες του ανδρόγυνου, της ενώσεως πνεύματος και σαρκός και της θεανθρωπότητος- τίς βρίσκουμε και στον Πλάτωνα, μόνο που έχουν μία πολύ συγκεχυμένη μορφή.
Την πρώτη στον μύθο που διηγείται ο Αριστοφάνης (Συμπόσιον), την δεύτερη στον ορισμό του κάλλους (Φαίδρος), και την τρίτη στην ίδια την έννοια τού Έρωτος, ως μεσιτευούσης δυνάμεως ανάμεσα στην θεότητα και την θνητή φύση (ομιλία της Διοτίμας στο Συμπόσιον).
Στον Πλάτωνα όμως και οι τρείς αυτές έννοιες εμφανίζονται ως επί μέρους προσεγγίσεις. Δεν τίς συνδέει μεταξύ τους και δεν τίς θέτει ως αρχή του υψίστου δρόμου της ζωής, γι' αυτό και το τέλος αυτού τού δρόμου -η ανάσταση της νεκρής φύσεως προς μία ζωή αιώνιο- παραμένει κρυμμένο απ' αυτόν, έστω και αν το τέλος αυτό λογικά θα απέρρεε από τις σκέψεις του.
Προσεγγίζει θεωρητικώς το δημιουργικό έργο τού Έρωτος, το κατανοεί ως ζωτικό καθήκον -«γέννηση στο κάλλος»- αλλά δεν προσδιορίζει το τελικό περιεχόμενο αυτού τού καθήκοντος, για να μην αναφερθούμε βέβαια στην εκπλήρωσή του.
Έτσι, ο Έρωτας κατά Πλάτωνα -η φύση και η γενική αποστολή τού οποίου τόσο θαυμάσια περιεγράφησαν από τον φιλόσοφο-ποιητή- δεν ολοκλήρωσε την αποστολή του, δεν ένωσε τον ουρανό με την γή και τον Άδη, δεν οικοδόμησε ανάμεσά τους καμμιά πραγματική γέφυρα και βυθίστηκε άκαρπος στον κόσμο των ιδανικών θεωρήσεων.
Και ο φιλόσοφος, όμως, παρέμεινε στην γή -άκαρπος κι αυτός- σε μια γή ανόητη, όπου δεν ζή η αλήθεια.
ΧΧVIΙΙ. Ο Πλάτων δεν κατενόησε την άπειρη δύναμη του Έρωτος προς όφελος μιας πραγματικής αναγεννήσεως, τόσο δικής του όσο και της υπολοίπου φύσεως. Όλα έμειναν όπως πριν, και δεν βλέπουμε τον ίδιο τον Πλάτωνα να πλησιάζη έστω και λίγο τα θεία, ή έστω την αγγελική τάξη.
*
[...] Ο κόσμος εν γένει και ειδικώτερα η ανθρώπινη κοινωνία γίνεται για τον Πλάτωνα αντικείμενο όχι αρνήσεως και απομονώσεως αλλά ζωντανού ενδιαφέροντος. Η αντίθεση μεταξύ της πραγματικότητος και των ιδανικών απαιτήσεων εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά ο Πλάτων την εξετάζει υπό άλλο πρίσμα. Δεν θέλει να αποφύγη το κακό καταφεύγοντας στην ενατένιση, αλλά να τού αντιπαρατεθή πρακτικώς, να διορθώση τις αδικίες τού κόσμου, να βοηθήση τις ανθρώπινες δυστυχίες.
Και εφόσον η πραγματική, ουσιαστική επανόρθωση και ολόπλευρη βοήθεια -μέσω της αναγεννήσεως της ανθρωπίνης φύσεως- απεδείχθησαν αδύνατες γι' αυτόν, αναλαμβάνει ένα πιο επιφανειακό, αλλά γι' αυτόν πιο προσιτό, καθήκον: την μεταμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων.
Βλαδίμηρος Σαλαβιώφ, Το προσωπικό δράμα του Πλάτωνος (μτφρ. Δημ. Β. Τριανταφυλλίδης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σσ. 100-101, 102).