Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ' αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ' αυτούς, ώς τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μού 'λεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μού μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φθάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο [ενν. από την Σμύρνη, όπου μπάρκαραν οι ζεϊμπέκηδες] για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα. Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης που δεν ήταν γνωστό σε ποιόν απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί με πολλή σεμνότητα ένα θεό για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης στο μαγικό ρυθμό 9/8.
Αληθινή θυσία αινέσεως, ανδρεία και μαζί πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον. Έρωτας και αντρειοσύνη και μαζί κάτι σαν αίσθηση του θανάτου.
Είναι αξιοθαύμαστο πώς χαμήλωνε τα μάτια του με γλυκιά υποταγή σε αντίθεση με τη μεγάλη δύναμη, αλλά συγχρόνως με τα πόδια του, που τα χτυπούσε στο έδαφος, φοβέριζε κάτι το αόρατο που σερνόταν καταγής. Έμοιαζε με κάποιο άγαλμα ενός πολεμιστή που άλλοτε βαστούσε σπάθα και ασπίδα και πολεμούσε ένα δράκοντα και τώρα είχε μείνει χωρίς αυτά τα τρία συμπληρώματα -την ασπίδα, τη σπάθα και το δράκοντα- που είχαν χαθεί, όπως συμβαίνει σε πολλά παλιά αγάλματα.
Ενώ φαινόταν να μάχεται και να πολεμά αυτόν το δράκοντα, συγχρόνως είχες την εντύπωση ότι συνουσιαζόταν με πάθος μαζί του, όχι πια με το αόρατο σπαθί του αλλά με το ίδιο το αόρατο πέος του.
Το πρόσωπό του, όπως συμβαίνει στα πρόσωπα και πολλών Ελλήνων, είχε μια έκφραση παντοκράτορος υπεροπτικού και την ταπεινοσύνη ενός μισθοφόρου. Ένας πολεμιστής που τόν είχε υποτάξει ο λυσιμελής έρως.
Αυτό το άγνωστο ζεϊμπεκάκι που δεν το ξαναείδα ποτέ ούτε ξέρω τί γίνηκε έκτοτε, χάρη σ' αυτό το χορό το θεϊκό είχε τη δυνατότητα να ζεί αληθινά για μερικές στιγμές, να ζεί μια καλύτερη μοίρα του ανθρώπου, πράγμα πολύ ανώτερο από κάθε άλλο ανώτερο επίπεδο ζωής.
*
[...] Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή· αντρικές καλλονές που θα ζήλευε η Ολυμπία και τα Ίσθμια και θα υμνούσε προθύμως ο Πίνδαρος εχόρευαν με εκείνη τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τον Έλληνα όταν δεν έχει αμφιβολίες για την αξία του. [...]
*
[...] Βέβαια, το ζεϊμπέκικο είχε χάσει τη δύναμή του πλέον. Από αριστοκρατικός χορός είχε γίνει ένας χορός λαϊκός και χωριάτικος. Τόν ήξεραν από πρώτο χέρι μόνο οι Μικρασιάτες· φαίνεται πως τα χοροδιδασκαλεία τους στη Μικρά Ασία ήταν οι φυλακές.
Χορευτές του τσάμικου, του υπέροχου τσάμικου, δεν χορεύουν καλά το ζεϊμπέκικο και τανάπαλιν, πράγμα που δεν αποκλείει θριαμβευτικές διασταυρώσεις ιδίως όσον αφορά το ζεϊμπέκικο, γιατί αν ο ζεϊμπέκικος φαίνεται ερμητικός και απρόσιτος, είναι συγχρόνως και πανανθρώπινος για όποιον μπορεί να τον πλησιάσει.
*
[...] το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ' αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος.
Τσαρούχης, Ζεϊμπέκικα και μερικά άλλα (κατάλογος ομώνυμης Έκθεσης στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα Μάιος 1982, σσ. 11-12, 13, 14, 14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου