Στο στερέωμα γλίστρησε ένας θεριστής
και το δρεπάνι πήγε πάνω από μουριά
το φεγγάρι δεν έπεσε κάτω.
Ορίστε η αυλή –
(Η γνώση; Φυρονεριά। Τ' άλλο είναι πλημμύρα.)
'Ερωτας των αφανών; Από τη μεσιανή μεριά – δεν παραθέλει ήλιο.
(Την αρμονία ετούτη έχουνε ξεδιαλέξει κι οι πηγές – την αφανή.)
Τα πλοία των Φαιάκων δεν είχαν δοιάκι
κυβερνημένα από μόνα τους
ταξίδευαν νύχτα μοναχά με γρηγοράδα θαυμαστή
πιστεύαν στον αγέρα
διάβαζαν τις σκέψεις των ανθρώπων
οι άνθρωποι είχαν τα ονόματα των πλοίων –
κουβέντες απείραχτες.
Σ' αυτή την αυλή ειπώθηκαν.
Μετά η αυλή γέμισε Φαίακες.
Φαίακες είναι οι φαιοί παναπεί οι μουντοί
οι πεθαμένοι.
Χειμώνας είναι ο κόσμος και μαύρο το πλοίο της γραφής μας
και θέρος είναι ο άλλος αιών
και μέσα στο κατάμαυρο πλοίο της
φάγαμε το χόρτο που δηλητηριάζει τη φρόνηση.
Νίκος Παναγιωτόπουλος, σύσσημον ή Τα Κεφάλαια (αφήγηση της άγονης γραμμής / ή ιστορία μιάς ψυχής και του πληρώματος / ενός στενού καιρού-), απόσπασμα από το κεφ. ΚΗ’ 6, σ.235 -της Ινδίκτου βιβλίο, τόμος να λέμε.