'Ολοι του λέγανε Παύλο
μην είσαι κακός με τους ανθρώπους
μη διώχνεις φίλους
μην κλείνεις πόρτες μην καις γέφυρες
θα μείνεις μόνος κάποια μέρα
μα ο Παύλος ανένδοτος
τσακωνόταν έβριζε έσπερνε έριδες
έριχνε κατάρες και φθονούσε
λες και ήτανε φαρμακωμένο το αίμα του
όπως ήταν επόμενο
ο Παύλος πέθανε ολομόναχος
δίχως καν σκύλο
ούτε σκύλος δεν τον άντεχε
και κανείς δεν πήρε μυρωδιά
την πρώτη μέρα δηλαδή
γιατί μετά
το πτώμα του άρχισε να πρήζεται
άσπρισε πρασίνισε έλιωσε το μούτρο
κι απ' την αποφορά τον βρήκαν οι γειτόνοι
οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών
που ήρθαν να τον πάρουν βλαστημήσανε
του ρίξανε το τελευταίο σκατοψύχι
γιατί απ' την αποσύνθεση
κάθε κόχη ζεστή στο ψοφίμι
είχε τσαμπιά τσαμπιά τα σκουληκάκια
τα λευκά
μα όταν τα κάνουν πέρα με το χέρι
και πήρανε το λέσι κι έφυγαν
τα σκουληκάκια τα λευκά
τον θρήνησαν γοερά
ήταν καλός ο Παύλος από μέσα
Αύγ. Κορτώ, Ο ταξιτζής των ουρανών (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σσ. 34-35).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου