Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

τ' αγρίμια


Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου κι
έρχονται κρυφά τ' αγρίμια για να ξεδιψάσουνε και να
πλυθούνε.

Υπάρχει απόψε μια χαραματιά.

Κι αν τύχει και γυρίσεις άξαφνα, πέφτει μακρυά μια
ντουφεκιά και σού φωτίζει όλο το πρόσωπο
.

Ακούγεται η φωνή του κυνηγού.

Τ' αγρίμια από τη νύχτα φεύγουν.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Πέτρες» [1972], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 45).

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ο τροχός


Ποιό στεναγμό, ποιά δύναμη νάχει το νικημένο στήθος;

Ένα πουλί τινάζεται απ' τα σύρματα, μεμιάς εγίνηκε ταξίδι.

Τοπίο του τίποτα. Τα πιο κρυφά ποτάμια του έρωτα πότιζαν κάποτε τα χείλη σου.

Ο χρόνος όλα τάχει καρπωθεί. Τώρα δεμένος στον τροχό κι εσύ με την ουράνια λάμψη,

δεν έχεις ίσκιο, καθώς τ' όνειρο φλογίζοντας απ' το πρωί το σώμα.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Πέτρες» [1972], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 49).

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ο σπαραγμός του τεχνίτη


Η θλίψη, ο σπαραγμός του τεχνίτη μπροστά στα παλιότερα έργα του, για τα οποία περηφανευόταν κάποτε. Εκείνα που τον ονόμασαν ποιητή. Τώρα τα βλέπει φορτωμένα, ωραίες εικόνες, κραυγαλέοι στίχοι, άσκοπα παραγεμίσματα, λίγο-πολύ αδέξιες κατασκευές. Και ποίηση αληθινή – ελάχιστα πράγματα, σακούλια του φτωχού, του διακονιάρη.

Αυτά τα ποιήματα θα ήθελα να τα ξαναγράψω τώρα, μού λέει, αν είναι δυνατόν σήμερα κιόλας, από την αρχή. Πώς θα μπορέσω όμως να ξαναβρώ εκείνο το μεθύσι, τα αβυσσαλέα οράματα, το κολασμένο πάθος εκείνων των παλιών ημερών; Όλα αυτά τα ποιήματα, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, πρέπει να τα πετάξω, λέει πιο αποφασιστικά.

Εμείς οι άλλοι έχουμε διαφορετική γνώμη, του λέω.
Εσείς, οι άλλοι, δεν υπάρχετε, μού αποκρίνεται.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 87-88).

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

μού μιλούσε σα βήχας


Μού μιλούσε σα βήχας.*

Αν ο ήχος του Κάππα και του Ρο ταιριάζει με τον
ήχο του Λάμδα, πιο πέρα του Δέλτα και του Σίγμα
και του Μι, αν το Έψιλον το Άλφα και το Όμικρον,
τοποθετημένα στις επίδοξες θέσεις, κάνουν σωστά τη
δουλειά τους, αν αφήσουν πίσω από τις λέξεις, ν' ακου-
στεί ο αντίλαλος από τις άλλες λέξεις
, τότε ίσως μπο-
ρέσει να φανεί εκείνη η καταπαχτή που ανοίχτηκε
μπροστά στο Φίλιππο ή εκείνη η κίνηση, το τσάκισμα
θέλω να ειπώ, όταν τού γύρισαν ανάποδα το δάχτυλο
κι ακούστηκε άξαφνα ένα κρακ.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Ο Χάρτης» [1977], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 208). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 205).

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

μια νέα θρησκεία χλοερής δύναμης


Το σώμα μου γυμνό μονάχα τα μαλλιά
μαυρίζανε πάνω στο στήθος.*

Εδώ δεν έχεις τόπο ν' αφήσεις μήτε τον ίσκιο σου **

αν είχαμε κάψει τα χέρια μας προτού κάψουμε τούτο το δέντρο ***


5.

Ένας στρογγυλός ουρανός
τόσο πολύτιμος κι ανένδοτος
μια νέα ερωτική ζύμη ερωτική
δάση της άνοιξης
όταν ο νούς μεταμορφώνεται σε χώρα απέραντη
όπου αρμενίζουνε δέντρα πουλιά και σώματα.


6.

Ο νέος μου οφθαλμός
διαυγής και πάμφωτος μες στους ευδαίμονες
λόφους που βρέχονται από τη σιωπή
τόξα ζωής
μια νέα θρησκεία χλοερής δύναμης
η γή που αναμιμνήσκεται τη θάλασσα
κι εσύ μη λησμονάς το σώμα σου
ένας θεός μετατοπίζοντας
το απέραντο με την ανάσα του
πυρακτωμένο μεσημέρι.


10.

Τα ζοφερά βιβλία όπου αρμενίζει η βλάστηση
των μαύρων αισθημάτων
δάση στοχαστικής πυκνότητας
ολάκερα βουνά
ώ σκόνη κι έρημος του νού.

Έλα
το δίκαιο δόντι το αυστηρό μαχαίρι
υγεία τσουχτερή
τρομαχτικά τοπία γέννας.

Και τότε να ποίηση θερμή πατρίδα αφανισμένη.

κι ανεβαίνω
συνεχώς
προς το άπειρο.****


Τάκης Σινόπουλος, τρία ποιήματα από την σμικρά ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1952 της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχονται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 203, 204, 208).

-----
* Το πρώτο motto από το ποίημα ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΟ ΦΩΣ της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959] (ό.π., 163).
Το δεύτερο από το ποίημα ΑΓΡΥΠΝΙΑ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 178).
Το τρίτο από το ποίημα Ο ΕΠΙΖΩΝ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 191).
Το τέταρτο από το ποίημα ΜΕΘΗ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 174).

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

μια εικόνα διψασμένο φώς


Μονάχος τώρα
με τη συλλογή στο μελανό σημείο
όπου κινείται μια εικόνα διψασμένο φώς.*

[σ. 315:] Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θάναι τότε όλος ο χρόνος.

Αν ζεί αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.

*

[σ. 316:] Καμιά φορά μέσα στ' όνειρο οι λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φώς αλλάζουνε ρυθμό και σημασία ανοίγουν σα λουλούδια σκοτεινά γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

*

Πίσω απ' το ποίημα υπάρχουν διάδρομοι υπάρχουν αξεδιάλυτοι χώροι σιωπής κι εκεί οι λέξεις είναι μαύρες σαλεύουν πέρα δώθε κρατώντας με τα χέρια τον κομμένο τους λαιμό.

*

[σ. 318:] Φίλε ποιητή μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει την κάμαρη με χώματα. Λοιπόν θ' ανοίξω το παράθυρο για νάμπουν τα νερά και τα ψάρια.

*

[σ. 321:] Το ποίημα σε λίγο τέλειωνε. Όλα ήτανε καθαρά με το ρυθμό που ταίριαζε και με την τάξη τους. Μονάχα εκεί σε μια στροφή σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι των έξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα στέκεται στα πόδια του.

*

[σ. 323:] Να βάλω εδώ το δέντρο και τη θέα τ' ουρανού. Πιο κάτω τον αέρα το πουλί τα χαμηλά σπίτια της πολιτείας. Στο μεταξύ να μην παραμελήσω κάτι από τη μνήμη τη φωτιά τον κίντυνο. Τέλος να βάλω μια κραυγή σα να γκρεμίζουν κάποιον απ' το πέμπτο πάτωμα. Για να σταθεί το ποίημα ανάμεσα σε τόσα θεάματα τόσες εικόνες.

Τέλειωσε κουρασμένος μα το ποίημα τού φαινότανε βαρύ γεμάτο πέτρες. Βεβαίως υπήρχε λίγο φώς λίγο απ' τη ρέμβη τ' ουρανού φωνές της θάλασσας ένα παράξενο άνθος. Όμως οι πέτρες τον δυσκόλευαν. Περσότερο από τις παγίδες τις καταπαχτές που είχε σκορπίσει εδώ κι εκεί για τους υποκριτές και τους ανύποπτους.

Τάκης Σινόπουλος, αποσπάσματα από το ποίημα Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, κατακλείδα της συγκεντρωτικής έκδοσης Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 313-324).- Το motto από το ποίημα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ της συλλογής «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» [1961] (ό.π., σ. 306).

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις


Σε τούτο το έργο, αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή
η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες
ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχανι-
σμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επι-
πολής στοιχεία, λέξεις δεσίματα κι αναφορές, στιβά-
δες, στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χω-
νεύει ο μύθος
. Μην προσπαθείς να τον βγάλεις από
τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο, ογκώ-
δες και κακό, δε θέλει φώς, δαγκώνει τη σιωπή του.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Ο Χάρτης» [1977], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 193).

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

εσύ και το ποίημα


Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί γεμάτο
με ησυχία και μηδέν.*

Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ' αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο.
Σού λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σού πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες.
Σού πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σού χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει
για σένα.

Τάκης Σινόπουλος, ποίημα από την συλλογή «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 237). Το motto από το ποίημα ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 225).

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

οι ναρκωμένοι χουχουλιοί


Με το πρωτοβρόχι, λες και σημαίνει συναγερμός, ευθύς ανακλαδίζονται στις παραγκαιριές οι ναρκωμένοι από την κάψα του καλοκαιριού χουχουλιοί -χοχλιοί στα κρητικά- μαθές τα σαλιγκάρια της γής, ζούμπερα τού χωμάτου, οπού βγαίνουν όλα μαζί να βοσκήσουν και να πατρολογηθούν κι αυτά σαν όλα τα επιγής πλάσματα.

Τότε βρίσκει την ευκαιρία το άλλο, το πιο πονηρολοημένο πλάσμα τής φύσης, ο άνθρωπος, ίδια αλεπού, που τίποτε δεν τής ξεφεύγει κι όλα τα κυνηγά για τη γούλα και την καλοπέρασή της, να σκύψει να μαζέψει όσο περισσότερους χουχουλιούς μπορεί κι αφού πρώτα κάνει την απαραίτητη προεργασία, να τούς βάλει κι αυτούς μαζί με τ' άλλα ξεχωριστά καλούδια στο αποδοσίδι τού ξενιτεμένου.

Μετά τη συλλογή τους ακολουθεί ο κοπιώδης και σχολαστικός τριήμερος καθαρισμός τους, καθαρμός καλύτερα, από κάθε φυλλαράκι ή σκουπιδάκι, που έχουν καταναλώσει, για να καθαριστούν τα εσωτερικά τους από ούλα τα πάντα μαζί και το χώμα με τη νεα καθαρή θροφή, που είναι αλεύρι κουκκισμένο μέσα σε μια περίκλειστη καλαθούνα όπου τούς φυλακίζουν για να μη δραπετεύσουν και γεμίσουν τοίχους, δάπεδα και ταβάνια -άντε να τούς π'ρεμαζέψεις μετά!

Ύστερα από αυτόν τον «καθαρμό» προβράζονται για λίγην ώρα από νερού, μαθές μπαίνουν για ευνόητο λόγο εξαρχής στο κρύο νερό της κατσαρόλας, διότι αν τούς πετάξεις ξαφνικά σε καυτό νερό θα μαζευτούν βαθιά στο καβούκι τους από τον θερμικό κλονισμό κι άντε ύστερα να τούς ξετρυπώσεις, πάει χαμένος ο κόπος.

Μ' αυτόν τον τρόπο είναι τελειωμένη όλη η κοπιώδης χαμαλοδουλειά κι είναι πανέτοιμοι για το στυφάδο ή το γιαχνί, το ρυζάκι πιλάφι ή με τα χορταρικά, ώς και νερόβραστοι ακόμη, στραγγισμένοι και περιχυμένοι με ντόπιο μοσκοβολιστό ξιδάκι κι αλάτι θαλασσινό, εξαίρετος μεζές και προδόρπιο για τους μερακλήδες τού ούζου ή τής σούμας, εξ ού κι εκείνο το πετυχημένο μάντεμα για τον χουχουλιό, που τόνε βάνουν να μιλά και γαλίφικα να τραουδά στ' αφτί τού ζευγά:

Αν ήξερενε ο ζευγάς του κώλου μου τη γλύκα,
θ' άφηνε το αλέτρι του κι εμένα θ' ανεζήτα!

«Τού κώλου του η γλύκα» -μετά συγχωρήσεως δηλαδή- δεν είναι άλλη, κι ας μην πάει αλλού η σκέψη τού κάθε πονηρολοημένου, διότι αδίκως θα πάει και θα παρεξηγηθεί πως έχει τη μυία και γι' αυτό μυιάζεται: Ο κακομοίρης ο χουχουλιός στο παραπάνω κύκνειο δίστιχο τής αυτοθυσίας του που τρα'ουδεί για να πείσει τον ζευγά για τα λεγόμενά του -αυτό κι αν είναι προσφορά!- δεν εννοεί άλλο από το νόστιμο λίπος το αποθηκευμένο στην ουρίτσα του,

αυτό που δε λέγεται η νοστιμιά του μόλις το βάλεις στο πιάτο μαγειρεμένο, έτοιμο. Θρυλείται μάλιστα πως ούτε οι αγγέλοι στην παράδεισο μπορούν ν' αντισταθούν σ' αυτόν τον γευστικό πειρασμό, όσοι το έχουν δοκιμάσει -υπάρχουν και κάποιοι που δεν το τολμούν- βεβαιώνουν πως είναι σκέτος αγγελοπαραδωμός η γέψη του [...].

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φιορούλα (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2023, σσ. 46-48).

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

το πρόβλημα της θείας δικαιοσύνης


Ότι οι Θράκες συνήθιζαν την ιερατική δερματοστιξία
ήταν γνωστό στους Έλληνες αγγειογράφους:
μαινάδες της Θράκης με τατουάζ ένα ελαφάκι
φαίνονται σε πολλά αγγεία […]
μερικές έχουν φίδι για τατουάζ.*

Από ηθική άποψη η μετενσάρκωση προσέφερε μια πιο ικανοποιητική λύση στο υστερο-αρχαϊκό πρόβλημα της θείας δικαιοσύνης από όσο η κληρονομική ενοχή ή η μεταθανάτια τιμωρία στον άλλο κόσμο. Με την προϊούσα χειραφέτηση του ανθρώπου από την παλαιά οικογενειακή αλληλεγγύη, όπως αυξάνονταν τα δικαιώματα που είχε ως αυτόνομο «άτομο», η ιδέα πως κάποιος πρέπει να πληρώσει για τα σφάλματα ενός άλλου άρχισε να φαίνεται απαράδεκτη. Όταν μια φορά ο ανθρώπινος νόμος αναγνωρίζει πως κάποιος είναι υπεύθυνος μόνο για τις δικές του πράξεις, ο θείος νόμος πρέπει, αργά ή γρήγορα, να κάνει το ίδιο.

Όσο για τη μεταθανάτια τιμωρία, αυτή εξηγούσε πολύ καλά για ποιο λόγο οι θεοί εμφανίζονταν να ανέχονται την κοσμική επιτυχία των φαύλων, και οι νέες διδασκαλίες στην πραγματικότητα την εκμεταλλεύονταν εντελώς, καθώς χρησιμοποιούσαν το επινόημα του «ταξιδιού στον κάτω κόσμο» για να κάμουν τη φρίκη της κόλασης πραγματική και ζωντανή στην φαντασία.

Αλλά η μεταθανάτια τιμωρία δεν εξηγούσε για ποιο λόγο οι θεοί ανέχονταν τόσο πολύ τα ανθρώπινα βάσανα, και συγκεκριμένα τα αδικαιολόγητα βάσανα των αθώων. Η μετενσάρκωση το εξηγούσε αυτό. Σύμφωνα λοιπόν με τούτη τη θεωρία, καμιά ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθώα: όλοι πληρώνουν, σε διαφορετικό βαθμό, για τα εγκλήματα και τις πολλές αγριότητες που διαπράχθηκαν σε προηγούμενες ζωές.

Όλη αυτή η αφθονία βασάνων, σε τούτον ή σε έναν άλλο κόσμο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος της μακράς εκπαίδευσης της ψυχής – μιας εκπαίδευσης που θα καταλήξει τελικά στην απελευθέρωση της ψυχής από τον κύκλο της γέννησης και στην επιστροφή στην θεϊκή της αρχή. Μόνο με τούτο τον τρόπο, και σύμφωνα με την κοσμική κλίμακα του χρόνου, μπορούσε η δικαιοσύνη στην πλήρη αρχαϊκή της έννοια -η δικαιοσύνη του νόμου πως ο «φταίχτης θα υποφέρει»- να εκπληρωθεί εντελώς για κάθε ψυχή.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 108-109). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 255, σημ. 44).