Με το πρωτοβρόχι, λες και σημαίνει συναγερμός, ευθύς ανακλαδίζονται στις παραγκαιριές οι ναρκωμένοι από την κάψα του καλοκαιριού χουχουλιοί -χοχλιοί στα κρητικά- μαθές τα σαλιγκάρια της γής, ζούμπερα τού χωμάτου, οπού βγαίνουν όλα μαζί να βοσκήσουν και να πατρολογηθούν κι αυτά σαν όλα τα επιγής πλάσματα.
Τότε βρίσκει την ευκαιρία το άλλο, το πιο πονηρολοημένο πλάσμα τής φύσης, ο άνθρωπος, ίδια αλεπού, που τίποτε δεν τής ξεφεύγει κι όλα τα κυνηγά για τη γούλα και την καλοπέρασή της, να σκύψει να μαζέψει όσο περισσότερους χουχουλιούς μπορεί κι αφού πρώτα κάνει την απαραίτητη προεργασία, να τούς βάλει κι αυτούς μαζί με τ' άλλα ξεχωριστά καλούδια στο αποδοσίδι τού ξενιτεμένου.
Μετά τη συλλογή τους ακολουθεί ο κοπιώδης και σχολαστικός τριήμερος καθαρισμός τους, καθαρμός καλύτερα, από κάθε φυλλαράκι ή σκουπιδάκι, που έχουν καταναλώσει, για να καθαριστούν τα εσωτερικά τους από ούλα τα πάντα μαζί και το χώμα με τη νεα καθαρή θροφή, που είναι αλεύρι κουκκισμένο μέσα σε μια περίκλειστη καλαθούνα όπου τούς φυλακίζουν για να μη δραπετεύσουν και γεμίσουν τοίχους, δάπεδα και ταβάνια -άντε να τούς π'ρεμαζέψεις μετά!
Ύστερα από αυτόν τον «καθαρμό» προβράζονται για λίγην ώρα από νερού, μαθές μπαίνουν για ευνόητο λόγο εξαρχής στο κρύο νερό της κατσαρόλας, διότι αν τούς πετάξεις ξαφνικά σε καυτό νερό θα μαζευτούν βαθιά στο καβούκι τους από τον θερμικό κλονισμό κι άντε ύστερα να τούς ξετρυπώσεις, πάει χαμένος ο κόπος.
Μ' αυτόν τον τρόπο είναι τελειωμένη όλη η κοπιώδης χαμαλοδουλειά κι είναι πανέτοιμοι για το στυφάδο ή το γιαχνί, το ρυζάκι πιλάφι ή με τα χορταρικά, ώς και νερόβραστοι ακόμη, στραγγισμένοι και περιχυμένοι με ντόπιο μοσκοβολιστό ξιδάκι κι αλάτι θαλασσινό, εξαίρετος μεζές και προδόρπιο για τους μερακλήδες τού ούζου ή τής σούμας, εξ ού κι εκείνο το πετυχημένο μάντεμα για τον χουχουλιό, που τόνε βάνουν να μιλά και γαλίφικα να τραουδά στ' αφτί τού ζευγά:
Αν ήξερενε ο ζευγάς του κώλου μου τη γλύκα,
θ' άφηνε το αλέτρι του κι εμένα θ' ανεζήτα!
«Τού κώλου του η γλύκα» -μετά συγχωρήσεως δηλαδή- δεν είναι άλλη, κι ας μην πάει αλλού η σκέψη τού κάθε πονηρολοημένου, διότι αδίκως θα πάει και θα παρεξηγηθεί πως έχει τη μυία και γι' αυτό μυιάζεται: Ο κακομοίρης ο χουχουλιός στο παραπάνω κύκνειο δίστιχο τής αυτοθυσίας του που τρα'ουδεί για να πείσει τον ζευγά για τα λεγόμενά του -αυτό κι αν είναι προσφορά!- δεν εννοεί άλλο από το νόστιμο λίπος το αποθηκευμένο στην ουρίτσα του,
αυτό που δε λέγεται η νοστιμιά του μόλις το βάλεις στο πιάτο μαγειρεμένο, έτοιμο. Θρυλείται μάλιστα πως ούτε οι αγγέλοι στην παράδεισο μπορούν ν' αντισταθούν σ' αυτόν τον γευστικό πειρασμό, όσοι το έχουν δοκιμάσει -υπάρχουν και κάποιοι που δεν το τολμούν- βεβαιώνουν πως είναι σκέτος αγγελοπαραδωμός η γέψη του [...].
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φιορούλα (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2023, σσ. 46-48).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου