Η συμπύκνωση λειτουργεί ως πρόσκομμα στην αντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων του έκδηλου και αυτών του λανθάνοντος ονείρου. [...]
Η μετάθεση -ή ενίοτε και μεταβίβαση- [...] σημαίνει την επανενεργοποίηση και επικαιροποίηση των ασυνείδητων επιθυμιών [...]. Το αποτέλεσμα είναι η παραμόρφωση του ονείρου με άξονα τη μετατροπή του ασήμαντου σε σημαντικό και του σημαντικού σε ασήμαντο.
Η μέριμνα για την παραστασιμότητα συνίσταται στο ότι οι ονειρικές σκέψεις οφείλουν να υποβάλλονται σε μια διαδικασία επιλογής και μετατροπής σε εικόνες. Στην ουσία οι αφηρημένες ονειρικές εικόνες υποκαθίστανται από συγκεκριμένες εικονικές. [...]
Τέλος, η δευτερογενής επεξεργασία (ή επεξεργασία) συνίσταται στην αναδιάταξη του ονείρου, ώστε αυτό να αποκτήσει τη μορφή ενός σχετικά λογικού και κατανοητού σεναρίου. [...] Η δευτερογενής επεξεργασία αποτελεί την πρώτη ερμηνεία του ονείρου από τον ίδιο τον ονειρευόμενο, αφού αυτή μετατρέπει το εικονικό περιεχόμενό του σε αφήγηση και στόχο έχει να προσδώσει κάποια συνοχή στα στοιχεία στα οποία κατέληξε η εργασία του ονείρου.
*
[...] Η επιθυμία που εκφράζεται στο όνειρο είναι πάντοτε απωθημένη και κατά κανόνα παιδική και ερωτική, ενώ το υλικό του ονείρου έχει διαφορετικές πηγές: πρόσφατα και αδιάφορα γεγονότα (δηλαδή τα ημερήσια κατάλοιπα), παιδικές εμπειρίες, σωματικές ανάγκες.
Τρία λοιπόν είναι τα στάδια για να φτάσουμε στο έκδηλο όνειρο: πρώτον, η επίμονη απωθημένη επιθυμία συνιστά το κίνητρο του ονείρου· δεύτερον, κατά τη διάρκεια της ημέρας η επιθυμία αυτή συναρτάται σε κάποια σκέψη· τρίτον, η σκέψη διατηρεί την ενέργειά της και αναζωογονείται κατά τη διάρκεια του ύπνου ως το ισοδύναμο της απωθημένης επιθυμίας. Η διαδικασία αυτή συντελείται με δεδομένη τη θεωρία περί μνήμης, την οποία χαρακτηρίζει η συστημικότητα και το ανεξίτηλο των εγγραφών στο ασυνείδητο.
Εκτός όμως από την κίνηση από τις λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις προς το έκδηλο όνειρο, υπάρχει και η αντίθετη. Ξεκινώντας από το έκδηλο όνειρο, κατασκευάζονται οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις διά της ερμηνείας των συνειρμών στην αναλυτική διαδικασία· κατασκευάζονται, δεν ανασυντίθενται.
*
Τονίζει χαρακτηριστικά ο Φρόυντ: «Οι συγγραφείς [...] γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα μεταξύ ουρανού και γής, που τα αγνοεί παντελώς η σχολαστική παιδεία μας».
Η καθημερινότητα, η κατασκευαστικότητα και η αχρονικότητα τού ονείρου αποτελούν τούς τρεις βασικούς λόγους για να εξετάσουμε τις απόψεις τού Φρόυντ για την καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, προκειμένου να συνδυάσουμε τις απόψεις του αυτές με τη θεωρία του για το όνειρο και την ερμηνεία του.
*
Και μια καταληκτική παρατήρηση: στα κείμενα τού Φρόυντ το όνειρο, το παιδικό παιχνίδι, και η λογοτεχνία (ή η τέχνη) συνδέονται όχι μόνο γιατί εκπληρώνουν επιθυμίες, αλλά και γιατί συνιστούν στρατηγικές ή στρατηγήματα που στόχο έχουν την υπέρβαση των αντιστάσεων. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με την φαντασίωση ούτε με το παραλήρημα, έννοιες προς τις οποίες ο Φρόυντ αντιπαραβάλλει το λογοτεχνικό κείμενο και το όνειρο.
Η έννοια τής στρατηγικής ή τού στρατηγήματος εμπεριέχει προσθετικότητα ή βούληση: όχι κατ' ανάγκη συνειδητοποιημένη, ούτε καν υποχρεωτικά συνειδητή [...]
[...] Νομίζω ότι πρόκειται για τη σχέση εκείνη των ονείρων με το μέλλον, η οποία θα καταστεί ορατή μόνο από την οπτική ενός μεταγενέστερου μέλλοντος· ή για τη σχέση εκείνη τής λογοτεχνίας με την πραγματικότητα των άλλων, η οποία θα διαφανεί μόνο αν και εφόσον η πραγματικότητα αυτή αναδιαμορφωθεί χάρη στην παρέμβαση τής λογοτεχνίας·
ή, τέλος, για τη σχέση τού παιδικού παιχνιδιού με την πραγματικότητα των μεγάλων, στην οποία θα μπορέσει να αναφερθεί το παιδί μόνο αφού θα έχει πρώτα γίνει μεγάλος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 103, 108, 109, 110, 110-111, 111, 115-116, 137-138, 148-149, 149).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου