Η ερμηνεία των ονείρων (Die Traumdeutung, 1900) συνεισφέρει με δύο τρόπους στην ανατροπή κοινών τόπων που χαρακτήριζαν τον ευρωπαϊκό ορθολογικό τρόπο σκέψης:
πρώτον, τεκμηριώνει ότι το όνειρο είναι ένα ψυχικό φαινόμενο, έργο μιας πολύπλοκης διαδικασίας του ονειρευόμενου, που εκκινεί από την επιθυμία (Wunsch) και στόχο έχει την εκπλήρωσή (Erfüllung) της·
δεύτερον, διατυπώνει την πρώτη ολοκληρωμένη άποψη για την δομή του ψυχικού οργάνου διαχωρίζοντας μεταξύ της συνείδησης ή του συνειδητού (Bewusstsein, bewusst) αφενός και του ασυνειδήτου (das Unbewusste, unbewusst) αφετέρου και περιγράφοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας των δύο συστημάτων και τους τρόπους της μεταξύ τους επικοινωνίας.
Το όνειρο συγκεκριμένα αποτελεί τον πλέον καίριο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού.
*
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση στο όνειρο έχει [...] ένα κοινό στοιχείο με την προσέγγιση των αρχαίων ονειροκριτών: συνδέει και αυτή το όνειρο με το μέλλον, όχι βέβαια άμεσα, αλλά έμμεσα, επειδή υποστηρίζει ότι το όνειρο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εκπλήρωση μιας ανεκπλήρωτης -στο επίπεδο της πραγματικότητας- επιθυμίας.
[...] Ο Αριστοτέλης [...] επιχειρεί να προσδιορίσει τη θέση του ονείρου στο σύστημα της ψυχής, αν δηλαδή προσιδιάζει στην ικανότητα του νού ή σε αυτήν των αισθήσεων, και καταλήγει ότι ανήκει στην ικανότητα των αισθήσεων αλλά με τρόπο ιδιότυπο, ως κάτι φανταστικό, διατυπώνοντας τον ακόλουθο ορισμό του ονείρου: «Εκ δη τούτων απάντων δεί συλλογίσασθαι ότι έτσι το ενύπνιον φάντασμα μέν τι και εν ύπνω» (Περί ενυπνίων, 462a 16-17).
Σε αυτήν την διατύπωση, έστω και εμμέσως, στηρίζεται ο Φρόυντ για να υποστηρίξει ότι κατά τον Αριστοτέλη «το όνειρο ορίζεται ως ψυχική δραστηριότητα του κοιμωμένου κατά τη διάρκεια του ύπνου».
*
[...] ο θεμέλιος λίθος της φροϋδικής θεωρίας είναι ότι το «όνειρο είναι η (μεταμφιεσμένη) εκπλήρωση μιας (καταπιεσμένης, απωθημένης) επιθυμίας»
[...] Τα εργαλεία για τη μετάβαση από το έκδηλο στο λανθάνον είναι οι τέσσερις μηχανισμοί της εργασίας του ονείρου: η συμπύκνωση (Verdichtung), η μετάθεση (Verschiebung), η μέριμνα για την παραστασιμότητα ή ικανότητα προς απεικόνιση (Rücksicht auf Darstellbarkeit) και η δευτερογενής επεξεργασία (sekundäre Bearbeitung).
*
Κατά τον Φρόυντ, οι ασυνείδητες επιθυμίες παραμένουν πάντοτε ενεργές και οι ασυνείδητες διαδικασίες είναι ακατάλυτες: «Στο ασυνείδητο τίποτε δεν αποτελειώνεται, τίποτε δεν παρέρχεται ούτε λησμονείται. [...] Η προσβολή που δέχθηκε κανείς πριν από τριάντα έτη δρα επί τριάντα έτη σαν πρόσφατη, από τη στιγμή που έχει εξασφαλίσει την πρόσβαση στις ασυνείδητες πηγές των συναισθημάτων. Κάθε φορά που ανακαλείται στη μνήμη αναβιώνει... Εδώ ακριβώς πρέπει να επέμβει η ψυχοθεραπεία. Έργο της είναι να επιφέρει την εξαφάνιση και τη λήθη των ασυνείδητων διεργασιών».
Η λήθη για τον Φρόυντ δεν είναι μια αυτονόητη διαδικασία που οφείλεται στην επίδραση που έχει ο χρόνος πρωτογενώς στα μνημονικά ίχνη και στις συναισθηματικές εμπειρίες, αλλά πρόκειται για μια «επίπονη εργασία» που συντελείται στο επίπεδο του προσυνειδητού (das Vorbewusste, vorbewusst) και συνιστά δευτερογενή διαδικασία (Sekundärvorgang).
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 87, 90-91, 96, 96-97, 98-99).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου