[...] ο [Αριστοτέλης] «πρώτος ασχολείται συστηματικά και από φιλοσοφική άποψη με το θέμα της ουσίας και της προέλευσης των ονείρων». Πρώτον, λοιπόν, από πού προέρχονται τα όνειρα και, δεύτερον, τί σημαίνουν;
Στο Περί ενυπνίων δίδεται η απάντηση στο ερώτημα της προέλευσης και στο Περί της καθ' ύπνον μαντικής στο ερώτημα της σημασίας, ενώ εκτίθεται και ο προβληματισμός για τη θεϊκή, δαιμονική, ή ανθρώπινη φύση τους.
Στην πρώτη πραγματεία επιχειρείται να προσδιοριστεί η θέση του ονείρου στο σύστημα της ψυχής, αν δηλαδή προσιδιάζει στην ικανότητα του νού ή σε αυτήν των αισθήσεων: «τίνι των της ψυχής φαίνεται, και πότερον του νοητικού το πάθος εστι τούτο ή του αισθητικού» [Περί ενυπνίων, 458b 1-2]. Τα όνειρα είναι λοιπόν «κινήσεις φανταστικαί εν τοις αισθητηρίοις» και προσδιορίζονται ως το αποτέλεσμα ενός ερεθίσματος στο «κοινόν αισθητήριον», την καρδιά δηλαδή με σημερινούς όρους, καθώς επίσης και ως έδρα των εικόνων που δημιουργούνται από τις εντυπώσεις των αισθήσεων κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Το κείμενο καταλήγει ότι το όνειρο ανήκει στην ικανότητα των αισθήσεων αλλά με τρόπο ιδιότυπο, ως κάτι φανταστικό: «φανερόν ότι του αισθητικού μέν εστι το ενυπνιάζειν, τούτου δ' ή το φανταστικόν» [459a 21-23]. Οι εικόνες των ονείρων δηλαδή είναι εσωτερικές παρορμήσεις που στηρίζονται σε μια ενδόμυχη ιδιότητα της αντίληψης, τη φαντασία.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναγνωσθεί ο ορισμός του ονείρου που προτείνεται: «Εκ δη τούτων απάντων δεί συλλογίσασθαι ότι εστι το ενύπνιον φάντασμα μεν τι και εν ύπνω» [462a 16-17], ότι είναι δηλαδή το όνειρο μια μορφή, μια εικόνα, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τα όνειρα έχουν διαγνωστική αξία στον βαθμό που σχετίζονται με τη σωματική κατάσταση αυτού που ονειρεύεται· στον ύπνο ο άνθρωπος είναι πολύ ευαίσθητος στις μικρές «σιωπηλές» οργανικές ενοχλήσεις που κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης καλύπτονται από τις «θορυβώδεις» κινήσεις των αισθήσεων. Ένας καλός γιατρός μπορεί με βάση αυτά τα όνειρα να προβεί σε διάγνωση.
*
[...] η αναλογία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του σημειωτικού συστήματος των ονείρων που αποτελείται από τις ονειρικές εικόνες και από τις ονειρικές αφηγήσεις και του σημειωτικού συστήματος τής εν εγρηγόρσει ζωής που αποτελεί αντικείμενο αφήγησης, διά της ερμηνευτικής πρακτικής που αντιστοιχεί τις ονειρικές αφηγήσεις σε όσα αφηγείται κανείς ότι συνέβησαν ή θα συμβούν στην εν εγρηγόρσει ζωή.
*
«Μεταφορά δέ εστιν ονόματος αλλοτρίου επιφορά,
ή από του γένους επί είδος ή από του είδους επί γένος ή από του είδους επί είδος ή κατά το ανάλογον» (Περί Ποιητικής, 1457b 6-9).
[...] Η μεταφορά λοιπόν, όπως εξειδικεύεται κυρίως στο τέταρτο είδος [ενν. το κατά το ανάλογον], είναι το σχήμα του λόγου στο οποίο το νόημα παράγεται από τη συνύπαρξη και τη συλλειτουργία μιας απούσας και μιας παρούσας λέξης:
σχολιάζοντας ότι το «γήρας» έχει την ίδια σχέση προς τον «βίον» όπως η «εσπέρα» προς την «ημέραν», χαρακτηρίζεται ως «γήρας ημέρας» η «εσπέρα» και ως «εσπέρα βίου» ή «δυσμάς βίου» το «γήρας» (Περί Ποιητικής, 1457b 23-25).
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 82-83, 72, 76, 77).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου