μια ξύλινη γαβάθα που βρέθηκε στον δρόμο τους,
καθώς έφευγαν, αντήχησε για ώρα πολλή πάνω στις πλάκες,
σαν μια σβούρα, σαν ένα επίμονο στόμα που λέει τα ίδια ονόματα,
την ίδια αργόστροφη σκέψη, κουραστικά επαναλαμβανόμενη σαν ρητό,
όλο και πιο αδύναμα, μέχρι να έρθει ο ύπνος *
Από την πρώτη κιόλας μέρα κάθησα κοντά του στο μαρμάρινο πεζουλάκι· και, καθώς αγνάντευα κι εγώ τα καράβια, μιλήσαμε, όπως ήταν φυσικό, για ναυσιπλοΐα, για φίλους ναυτικούς και για πλεούμενα μαύρα, για ναυσιπλοΐα και ποίηση ελλληνική:
γιατί η μία δεν μπορεί να ειπωθεί δίχως την άλλη, σε σημείο που δεν ξέρει κανείς ποιά είναι το κείμενο της άλλης κι αν στην αρχή ρίχτηκαν εύθραυστες ξυλοδεσιές, κατραμωμένες ή μέτρα ορθά συνταγμένα στο καθαρά τυχαίο της θάλασσας ή των γλωσσών.
'Οσο γι' αυτόν, θεωρούσε ότι το ποίημα προηγείται του καραβιού, καθώς ο Πατήρ είναι πρότερος του Υιού· θυμήθηκα ότι μού είχε αναφέρει πως ήταν αρειανός.
Κοιτάζοντάς τον, είπα με νόημα πως στην θάλασσα και τις γλώσσες θα προσέθετα τα πλήθη και στο καράβι και το ποίημα, τους εξαιρετικούς ανθρώπους· οι ισχυροί που τα ονόματά τους ηχούν σαν στίχοι, είναι από μακριά ορατοί σαν τα πανιά.
Δεν απάντησε. Το σημαδεμένο χέρι του έπαιζε αργά με τα γένια του.
Pierre Michon, Ο αυτοκράτορας της Δύσης (μτφρ. Ξ. Κομνηνός, έκδ 'Ινδικτος, Αθήνα 2003, σσ. 10-11).
-----
* Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 52). Κρίμα να βρίθει η έκδοση τόσων τυπογραφικών αβλεψημάτων που καθιστούν την ανάγνωση δύσβατη.