Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

αχειροποίητες και θαυματουργές εικόνες


Η σωτηριολογική διάσταση του χριστιανισμού, με επιστέγασμα την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, έκανε τον κάθε χριστιανό, ανάλογα με τη ζωή που διάλεγε, υπεύθυνο -με τις πράξεις του- της σωτηρίας της ψυχής του, πράγμα που αποτελούσε το μόνο στόχο ενός επάξιου χριστιανικού βίου.

*

Η εικόνα, λοιπόν, για τον Βυζαντινό δεν έχει κάτι το φανταστικό· δεν είναι η εικόνα του ανύπαρκτου, αλλά εικόνα μιας χειροπιαστής ιστορικής προσωπικότητας και πραγματικότητας, που αποτελεί αναφορά στη σωτηριολογική πορεία του, λόγω της αγιότητάς της. [...]

Οι αχειροποίητες εικόνες είναι θαυματουργικής δημιουργίας αλλά χειροπιαστής πραγματικότητας· οι θαυματουργές εικόνες είναι υλικής υφής αλλά υπερφυσικής δύναμης («επεί ει Θεός βούλεται, ανατρέπεται φύσεως τάξις»).

Η σύγκλιση του Θείου με το ανθρώπινο γίνεται μέσω της εικόνας (αχειροποίητης ή θαυματουργής), η λατρεία μέσω της εικόνας αποτείνεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο: από σεβάσμιο και παραδειγματικό γίνεται ιερό. Έχει έτσι εκπληρωθεί η μετάβαση σε άλλο είδος (από την πραγματικότητα περνάμε, δηλαδή, στην αγιότητα), πίστη που καθόρισε τη στάση των εικονολατρών κατά την εικονοκλαστική περίοδο,

τότε δηλαδή που οι εικονομάχοι αρνούνταν αυτή τη μετάβαση και κατηγορούσαν τους εικονόδουλους ως σανιδόπιστους (ότι, δηλαδή, λάτρευαν σανίδες). Οι εικονόδουλοι κατηγορούσαν, με τη σειρά τους, τους εικονομάχους ως ιουδαιόφρονες και σαρακηνόφρονες, με το σκεπτικό ότι ιουδαϊσμός και ισλάμ ήταν θρησκείες ανεικονικές, με απόλυτη μάλιστα απαγόρευση της αναπαράστασης του Θείου.

Να σημειώσω, χαρακτηριστικά, ότι έτσι εξηγείται και το γιατί ήταν εικονολατρικές εστίες και καταφύγια για τους καταδιωκόμενους τότε εικονόδουλους μοναχούς οι ελληρωμαϊκές περιοχές της αυτοκρατορίας (Ελλάδα και Ιταλία), των οποίων οι πληθυσμοί, ως πρώην, ως παλιοί ειδωλολάτρες, ήταν συνηθισμένοι στην αναπαράσταση των θεών, και συνακόλουθα φάνηκαν προσηλωμένοι στη λατρεία των εικόνων. Αντίθετα, οι κάτοικοι των ανατολικών επαρχιών ήταν ακραιφνείς εικονομάχοι, έχοντας συγχρωτιστεί με τους γειτονικούς τους λαούς, κυρίως τους Άραβες μουσουλμάνους.

*

Το γεγονός ότι αυτοκράτορας, και όχι πατριάρχης ή ιερωμένος, προκάλεσε λατρευτική θρησκευτική αναστάτωση, την Εικονομαχία δηλαδή, δείχνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η κίνηση είχε πολιτική και όχι θρησκευτική, λειτουργική χροιά. Οι μορφές, άλλωστε, των αγίων και οι υπόλοιπες απεικονίσεις αντικαταστάθηκαν στις εκκλησίες με θριαμβικούς υπερυψωμένους σταυρούς, καθ' όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Σταυροί κοσμούν και τα νομίσματα των εικονομάχων αυτοκρατόρων.

Δεν είναι της ώρας να επαναλάβω εδώ αυτό που έγραψα αλλού, δηλαδή ότι οι ανατολικής καταγωγής Ίσαυροι αυτοκράτορες (στην πραγματικότητα κατάγονταν από τη Γερμανίκεια, το σημερινό Καρς) προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον αραβικό κυρίως κίνδυνο κινητοποιώντας ενάντια στην απειλή του τους ανατολικούς πληθυσμούς τους, που ήταν, όπως είπα, εθισμένοι στην ανεικονική λατρεία. Επέβαλαν λοιπόν, με την Εικονομαχία, μορφή λατρευτική οικεία στους πληθυσμούς αυτούς.

Αντίθετα, οι εικονολάτρες αυτοκράτορες, όπως π.χ. η Ειρήνη η Αθηναία, επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στην άμυνα των Βαλκανίων, των ευρωπαϊκών περιοχών του Βυζαντίου, που απειλούσαν οι Βούλγαροι· ήταν λογικό, λοιπόν, να υποστηρίξουν τη λατρεία των εικόνων, υπακούοντας στην εικονοφιλία του πληθυσμού των περιοχών αυτών.

Οπωσδήποτε, η εικονοκλαστική διαμάχη έδωσε, επίσης ευκαιρία στους μεν και στους δε να αναπτύξουν φιλοσοφικά επιχειρήματα για τη θέση της εικόνας στη χριστιανική λατρεία, επιχειρήματα που μαρτυρούν τη φιλοσοφική, τη σχεδόν αριστοτελική, θα έλεγα, αντιπαράθεση των αντιμαχομένων. Δυστυχώς, δεν έφτασαν ώς εμάς παρά μόνο τα γραπτά των νικητών, των εικονολατρών δηλαδή, των οποίων εξάρχοντες στάθηκαν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο πατριάρχης Νικηφόρος. […].

Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο
(έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 119, 121-122, 123-124).

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

επιβιώσεις και βυζαντινά κατάλοιπα


Μένει από το Βυζάντιο, ώς τα σήμερα, το σύνολο, θα έλεγα, των λεπτομερειών του καθημερινού ιδιωτικού βίου: τα χριστιανικά βαφτιστικά ονόματα, η Κυριακή αργία, το ημερολόγιο με τις γιορτές, τα πανηγύρια […]. Μένουν τα πιρούνια που μια Βυζαντινή πριγκίπισσα έφερε στη Βενετία, τον 11ο κιόλας αιώνα. Μένουν λαϊκές ρήσεις, όπως π.χ. «έφαγα τον περίδρομο» (ώς τον περίγυρο, δηλαδή, του γεμισμένου πιάτου), ή «το παίζω στα δάχτυλα», έκφραση των παιδιών που ήξεραν καλά το μάθημα της δωδεκαδικής τότε αριθμητικής.

Μένουν φράσεις, όπως οι πολυχρόνιες ευχές, οι κατά βαρβάρων νίκες, το «Αέρας», σαν σύνθημα εφόδου του στρατού, όπως ήταν το «Αήρ» των βυζαντινών στρατευμάτων.

*

Η εξαΰλωση που χαρακτηρίζει τις μορφές στη βυζαντινή εικόνα (ακόμη και στην ψηφιδωτή) αποβλέπει στη μέθεξη με το Θείο, με το υπερπέραν, το χώρο που θέλει, δηλαδή, να κατακτήσει ανοδικά ο χριστιανός με τον ενάρετο βίο του, για τη σωτηρία της ψυχής. […] Πασιφανής είναι η διαπίστωση αυτής της αλλαγής στην απεικόνιση των μορφών και των σχημάτων, που δηλώνουν ένα νέο τώρα τρόπο ζωής, την πανανθρώπινη αλληλεγγύη, όπως τη θέλει η σωστή πίστη, η ορθή δόξα, η ορθοδοξία δηλαδή.

Η διαπίστωση αυτή δηλώνει τη θέση (την υποδεέστερη τώρα θέση) που κατέχει το ανθρώπινο σώμα στη νέα θρησκεία, εν σχέσει με το πνεύμα και με την ψυχή. Να θυμηθούμε ότι, για το χριστιανισμό, η παρθενία, ακόμη και των ανδρών, είναι δείγμα αρετής· και θα πώ εδώ, χαρακτηριστικά, ότι ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη ονομάζει «αμώμους» τους «μη μειγέντας γυναιξί». Ιδού, νομίζω, μια από τις ρίζες του μοναχισμού, που εκφράζει την προσήλωση στον Θείον Έρωτα, και που ήταν μια νέα στάση ζωής και κοσμοθεωρίας.

*

Είναι γνωστό ότι όλοι σχεδόν οι αγιογράφοι του Βυζαντίου προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών, και ότι θα πρέπει να περιμένουμε τη Φραγκοκρατία για να συναντήσουμε εικονογράφους περιφερόμενους από τόπο σε τόπο για την εκτέλεση των παραγγελιών που λαμβάνουν (όπως π.χ. ο Φράγκος Κατελάνος στη Θεσσαλία και την Ήπειρο – το όνομά του δείχνει την καταγωγή του). Μεταξύ τους είναι ίσως και κάποιοι λαϊκοί, μέλη του εργαστηρίου που είχαν οργανώσει οι εκάστοτε δάσκαλοι, οι maîtres, στη Μακεδονία κυρίως, αλλά και στη βενετοκρατούμενη Κρήτη.

Βρισκόμαστε, όμως, σε μια εποχή (των Παλαιολόγων) κατά την οποία είναι αισθητή η δυτική επίδραση στην Ανατολή. Οπωσδήποτε, ο δρόμος που γρήγορα χάραξαν οι καθολικοί, Δυτικοί αγιογράφοι, προσανατολίζεται προς πρότυπα εκκοσμικευμένα, τα οποία οδήγησαν αργότερα στην τέχνη της Αναγέννησης.

Να θυμίσω ότι η Αναγέννηση, με τη σειρά της, ανακάλυψε (στα αχνάρια, βέβαια, της αρχαιότητας) τη σαρκική υλική πραγματικότητα, τη σωματική, θα έλεγα, διάσταση του μεσαιωνικού, του αναγεννησιακού όμως τώρα, ανθρώπου, αυτού που δε γνώρισε ο βυζαντινός κόσμος, γιατί έμεινε προσηλωμένος στην υπερβατική διάσταση της αγιογραφικής τέχνης.

Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 106-107, 114-115, 115-116).

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

υαλί χρωματιστό, υπέρπυρα, κεράτια και μιλλένιουμ


[…] ο Ιωάννης Καντακουζηνός, την ίδια περίπου εποχή [τον 14ο αιώνα], στέφεται αυτοκράτορας στις Βλαχέρνες, με στέμμα κοσμημένο με ένα σωρό κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, λόγω «της πτωχείας του ταλαιπώρου κράτους μας», όπως γράφει ο Καβάφης στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό».

*

Το βυζαντινό υπέρπυρο, το κωνσταντινάτο λεγόμενο κοινώς, καθώς είναι δημιούργημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το πρώτο στον κόσμο που ήταν βασισμένο στη ρήτρα χρυσού -κέρμα από ατόφιο χρυσό, στέρεο «aureum solidum», εξού και το όνομα σόλιδος ή απλώς νόμισμα-, ζύγιζε, πριν από τις υποτιμήσεις και νοθεύσεις που τού επέβαλλε κάθε τόσο η οικονομική δυσπραγία, γύρω στα 4.50 γραμμάρια, δηλαδή 24 κεράτια.

Η λέξη «κεράτιο» σημαίνει το κουκούτσι του ξυλοκέρατου (του χαρουπιού), όρος αυτός που προέρχεται από το αραβικό «kharubah» (ξυλοκέρατο). Όσο για το βυζαντινό κεράτιο βρίσκεται στη ρίζα του σημερινού καρατίου, που μετρά παντού την καθαρότητα του χρυσού και των διαμαντιών.

Το ένα [χρυσό] νόμισμα αντιστοιχούσε σε 12 αργυρά κέρματα, τα μιλλιαρίσια ή δικέρατα (δύο κεράτια χρυσού το καθένα). Το μιλλιαρέσιο άξιζε 24 φολλερά. Τα φολλερά, που ήταν χάλκινα κέρματα, κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με τα χρυσά νομίσματα, ενώ τα αργυρά κέρματα, τα μιλλιαρέσια, προστέθηκαν αργότερα.

Η νομισματική κωνσταντίνειος μεταρρύθμιση, που βασίζεται στον χρυσό, ακολουθεί το δωδεκαδικό σύστημα, αυτό που ρυθμίζει και τη βυζαντινή φορολογία. Να προσθέσω ότι 72 νομίσματα ισοδυναμούν με μία λίτρα χρυσού, και ότι οι πληρωμές του κράτους (διπλωματικές και άλλες) γίνονται με κεντηνάρια, δηλαδή με ενότητες των 100 λιτρών η καθεμιά. Με κεντηνάρια, λοιπόν, οι υποχρεώσεις του κράτους προς τρίτους, κυρίως προς τους ξένους ηγέτες, ή προς τα μισθοφορικά στρατεύματα.

*

[…] η πίστη πως το τέλος του κόσμου θα επέλθει στα χίλια χρόνια από τη γέννηση του Χριστού, είχε οδηγήσει σε παροξυσμό δεισιδαιμονίας και τρόμου τους πληθυσμούς της μη βυζαντινής, της καθολικής Ευρώπης. Είχε για όλους γίνει πεποίθηση ότι ο Αντίχριστος θα κατέλυε τη Χριστιανοσύνη και θα κυριαρχούσε στους Αγίους Τόπους, αν οι πιστοί δεν ξεσηκώνονταν εναντίον του. [...]

[…] το βυζαντινό ημερολόγιο δε μετρούσε τα χρόνια από τη γέννηση του Χριστού, όπως οι καθολικοί, αλλά κατά την ιουδαϊκή συνήθεια, δηλαδή από κτίσεως κόσμου. Κατανοητό, λοιπόν, το γιατί οι Βυζαντινοί έμειναν ξένοι και καχύποπτοι μπρος στις σταυροφορικές επιχειρήσεις των Δυτικών. [...] Δε γνώρισαν, λοιπόν, οι Βυζαντινοί χριστιανική χιλιετία,ούτε μπόρεσαν να καταλάβουν το σταυροφορικό κίνημα, αφού το Βυζάντιο δνε έπαψε ποτέ να αγωνίζεται εναντίον των απίστων για τους Αγίους Τόπους.

[…] κατά το βυζαντινό ημερολόγιο, που άρχιζε το χρόνο από την 1η Σεπτεμβρίου, με την ημέρα της ινδίκτου, ο Χριστός είχε γεννηθεί το έτος 5508 της κτίσεως κόσμου, πράγμα που έκανε το έτος 6509 να είναι το «φοβερό» πρώτο Μιλλένιουμ. Εύκολα μπορεί κανείς, χάρη στην πληροφορία αυτή, να φανταστεί ότι οι Βυζαντινοί αγνόησαν το χιλιαστικό δέος.

Εύκολα μπορεί και να μετατρέψει τη χρονολογία των βυζαντινών εγγράφων (χρυσοβούλλων, προσταγμάτων και ορισμών με ινδικτιώνα, απλών νοταριακών εγγράφων ή επιστολών) στη χριστιανική σημερινή χρονολόγηση, η οποία, θα πώ παρενθετικά, κατέκτησε τον κόσμο, ασχέτως άλλων τοπικών συστημάτων χρονολόγησης, όπως έδειξαν οι πρόσφατες παγκόσμιες γιορτές για την είσοδο στο νέο Μιλλένιουμ.

Ο πανικός της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας σημαδεύει όλο το κλίμα του δυτικού Μεσαίωνα, εποχή που, βέβαια, δε γνώρισε το Βυζάντιο. Να τονίσω, με την ευκαιρία αυτή, ότι τα χρόνια του Βυζαντίου δεν μπορούν να θεωρηθούν μεσαιωνικά. […] Ο Μεσαίωνας του Βυζαντίου, του ελληνισμού δηλαδή, θα αρχίσει αιώνες αργότερα, με την οθωμανική κατάκτηση, και όταν η Δύση θα εγκαινιάζει τη λαμπρή της Αναγέννηση.

Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 90, 90-91, 97, 98, 99-100).

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

όταν το Βυζάντιο γνώρισε την άκρα ταπείνωση


η Κοίμηση της Θεοτόκου, λόγω της εκεί παρουσίας του Χριστού,
που κρατά στην αγκαλιά του ένα βρέφος,
δηλαδή την ψυχή της Παναγίας.
[…]
Η ψυχή της Παναγίας φτάνει μόνη στα ουράνια,
με την επέμβαση, ακριβώς, του Χριστού.*

[…] δε νομίζω ότι είναι τυχαίο πως, όταν το Βυζάντιο γνώρισε την άκρα ταπείνωση από τους πολυώνυμους εχθρούς του, και οι Βυζαντινοί έζησαν την ιστορική ενοχή, λόγω των ιδίων αμαρτημάτων («κρίμασιν οίς οίδεν Κύριος») γράφουν τα κείμενα της εποχής), εμφανίζεται το θέμα της Άκρας Ταπεινώσεως, με όλη την τρομακτική μεγαλοπρέπειά του, το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας.

Γνωρίζει, μάλιστα, ιδιαίτερη άνθηση και δέχεται πολύμορφες παραλλαγές κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, όπως μάς δείχνουν τα έργα ιδιαίτερα της λεγόμενης Κρητικής Σχολής, όταν, βέβαια, υπακούει αυτή όχι στους κανόνες της maniera latina αλλά της maniera greca.

Θα σημειώσω ότι η διάδοση του θέματος της Δευτέρας Παρουσίας δεν είναι ίσως άμοιρη της βαθιάς -στα λαϊκά στρώματα κυρίως- ριζωμένης δοξασίας ότι, αργά ή γρήγορα, το τέλος της χριστιανικής αυτοκρατορίας σημαίνει το τέλος της Ιστορίας. Για τους τότε πιστούς, οι προφητείες για το τέλος του κόσμου ήταν συνδεδεμένες με την πτώση της Πόλης, της Δεύτερης, της Νέας δηλαδή Ρώμης.

Η εμφάνιση της Μόσχας, ως Τρίτης Ρώμης, ανακούφισε ίσως, και απομάκρυνε το φόβο της τελικής καταστροφής, με την ελπίδα ότι η νέα αυτή χριστιανική Ρώμη θα ελευθέρωνε κάποτε την προκάτοχό της από το ζυγό των απίστων.

Άλλωστε, στην Οδησσό ένας τεράστιος σταυρός περίμενε το πλοίο που θα τον πήγαινε στην Αγια-Σοφιά, μαζί με τα χριστιανική στρατεύματα. Αυτό ώς τα 1917.

Σήμερα μένουν σχεδόν ανέπαφες στις εκκλησίες της Μολδαβίας -στο Voronet και στο Humor- οι παραστάσεις του παρσίματος της Πόλης από τους Τούρκους. Είναι ίσως αυτό ο καθαγιασμός της Κωνσταντινούπολης. Και έτσι έχουμε την τελευταία χριστιανική εικόνα που εξεπόνησε το Βυζάντιο, μέσα στην αμηχανία των χρόνων της άκρας ταπείνωσής του.

Τότε που οι αυτοκράτορες, επαίτες, περιφέρονταν στη Δύση (έφτασαν ώς το Παρίσι και το Λονδίνο, από Ουγγαρία, Βενετία και Μιλάνο), για να ζητήσουν, μάταια βέβαια, βοήθεια κατά των Τούρκων. […]

*

Οι Βυζαντινοί υπογράμμισαν ότι το είδωλο απεικονίζει κάτι το ανύπαρκτο, ενώ η λατρευτική εικόνα εκφράζει το υπήρξαν και το αενάως υπάρχον.

Για τη βυζαντινή εικόνα, θα πώ γενικά -και άσχετα από τη λατρευτική χρήση της- ότι το υπέρλογο και αντιφυσιοκρατικό κλίμα που τη χαρακτηρίζει, καθώς και ο ανορθολογισμός που εκπέμπει, την καθιστούν πρόδρομο σχεδόν της υπερρεαλιστικής, ονειρικής ζωγραφικής τοποθέτησης ενός, ας πούμε, Εγγονόπουλου ή ενός Βακαλό (για να μη μιλήσω για το έργο του De Chirico ή του πάντα απρόβλεπτου Dali).

Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι, συγκρινόμενος με την ευρωπαϊκή εικονογραφία, ο ευρωπαϊκός υπερρεαλισμός δεν αποτελεί ρήξη αλλά έκφραση της καλλιτεχνικής συνέχειας μιας υπερβατικής αισθητικής, που δημιουργήθηκε μετά την εφεύρεση της φωτογραφίας.

Σημειώνω ότι ίσως έπρεπε να εξοικειωθεί η Ευρώπη με το πνεύμα της υπερρεαλιστικής ζωγραφικής, για να εκτιμήσει σωστά, ως καλλιτέχνημα τώρα, και τη βυζαντινή εικόνα. [...]

Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 125-127, 127-128). - Το motto εκ της ιδίας (ό.π., σ. 117).

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

για τους δούλους, την αδικία προς την χήρα και το σχοινίον περί το...


Η συμμετοχή του Βυζαντινού στις φορολογικές; πολυποίκιλες υποχρεώσεις του είναι η χειροπιαστή απόδειξη της βυζαντινής του ιδιότητας, γι' αυτό ο όρος «συντελεστής» έφτασε να σημαίνει τον τέλειο Βυζαντινό πολίτη, ασχέτως αν πολλοί αληθινοί Βυζαντινοί αποκλείονται από αυτή την ιδιότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι και το Βυζάντιο γνώρισε και εφάρμοσε τη δουλεία, μολονότι πρώτο αυτό στον κόσμο την κατάργησε επισήμως τον 12 αιώνα.

Αξίζει ίσως να παραθέσω το γράμμα που ο Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης απηύθυνε στον Μανουήλ Κομνήνο, και που θεωρείται ως προτροπή για την κατάργηση της δουλείας που θέσπισε ο αυτοκράτορας αυτός: «Έστι μεν δουλεία φύσει μεν αγνοούμενον, πλεονεξία δε ανθρώπων παρευρεθέν. Θητεία γάρ τις έσται πολυχρόνιος και άμισθος»·

και αλλού: «Θεός ο φύσει δεσπότης, τους δούλους ημάς ανάγει προς αδελφότητα και καλείν αδελφούς ουκ επαξιεί. Ημείς δε τους αδελφούς εκ της ισότητας ύψους, εις δουλείας βάραθρον κατάγειν εθέλομεν».

Θεωρώ το κείμενο αυτό ως μια μικρή απόδειξη του ανθρωπισμού που ανέπτυξε το πάντοτε παραγνωρισμένο Βυζάντιο.

*

Είναι γεγονός ότι η παρουσία του αυτοκράτορα στο κάθισμα του Ιπποδρόμου (το βασιλικό θεωρείο, που συγκοινωνούσε με το παλάτι) ήταν έναυσμα για το λαό, προκειμένου όχι μόνο να εκφράσει τις «επευφημίες» (τα «ζήτω», δηλαδή, στον αυτοκράτορα), αλλά και να καταγγείλει τα έκτροπα αξιωματούχων, αυλικών, καθώς και συγγενικών με τον αυτοκράτορα προσώπων.

Έτσι, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (η Αγία της Ορθοδοξίας, που αναστήλωσε τις εικόνες, και όχι η πρώτη, κάποτε ελαφρών ηθών, γυναίκα του Ιουστινιανού) αδίκησε, με την αγορά μιας κουμπαρέας (μεγάλου εμπορικού πλοίου), την πωλήτρια, που ήταν χήρα, δύο μίμοι στον Ιππόδρομο, και μπρος στον αυτοκράτορα Θεόφιλο, το σύζυγο της Θεοδώρας, κατάγγειλαν το παράπτωμα με τρόπο παιγνιώδη, που αξίζει να αναφέρω εδώ.

Σέρνοντας ένα βαρκάκι στην αρένα, προστάζει ο ένας μίμος τον άλλο: «κατάπιε το λεμβίδιον». «Ου δύναμαι», «δεν μπορώ», απάντησε αυτός. Κι ο άλλος, οργισμένος, φώναξε: «Πώς δεν μπορείς να καταπιείς εσύ ένα βαρκάκι, όταν η αυτοκράτειρα κατάπιε ολόκληρη κουμπαρέα;» (κάτι σαν ένα υπερωκεάνιο σιταγωγό, θα λέγαμε εμείς).

Έπαιζε, λοιπόν, ο Ιππόδρομος στο Βυζάντιο το ρόλο κάπως της παλιάς αρχαιοελληνικής αγοράς. Εκεί οι επευφημίες αλλά εκεί και οι διαπομπεύσεις. Η αποδοκιμασία, δηλαδή, προσώπων που με τη διαγωγή τους ή την πολιτική τους έβλαπταν τους θεσμούς, τον αυτοκράτορα, την Εκκλησία, την πολιτεία γενικότερα. [...]

*

Ωστόσο, η θεοσέβεια που διακατείχε τη βυζαντινή κοινωνία δεν εμπόδισε τους Βυζαντινούς από το να έχουν ομάδες συμπατριωτών τους παραδομένες σε έναν έκλυτο βίο. Ο Ιππόδρομος, τα λιμάνια και τα καπηλειά, καταγώγια και χαμαιτυπεία, καθώς και οι κακόφημοι οίκοι, είχαν θαμώνες απ' όλα τα στρώματα της κοινωνίας, και όχι μόνο στην πρωτεύουσα.

Να θυμίσω, παρενθετικά, ότι σ' αυτό το περιβάλλον γνώρισε τη Θεοδώρα, τη γυναίκα του, ο Μεγάλος Ιουστινιανός. Όμορφη αυτή, ήταν κόρη αρκουδιάρη του τσίρκου, και φαίνεται ότι άσκησε το πανάρχαιο γυναικείο επάγγελμα ώς τη μακρινή Συρία. Συνήθιζε να φορά, όπως μάς λέει κακόβουλα ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα, μόνο ένα «σχοινίον περί το αιδοίον», κάτι δηλαδή σαν string, θα λέγαμε σήμερα… [...]

Τα επίθετα [ενν. για τον υπόκοσμο του Βυζαντίου], υβριστικά όλα βέβαια, που τούς χαρακτηρίζουν, δηλώνουν το είδος της έκλυτης διαγωγής τους, αλλά, θα προσθέσω, και τον λεξικό πλούτο των κατηγόρων τους. Αναφέρω μόνο μερικά από αυτά, που θα άξιζε, νομίζω, να συμπεριληφθούν στα σχετικά λεξικά της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας. […] «ανθρωποχοιροτροφεία και μοιχείας καταγώγας», όπως λέει ο Τζέτζης, συγγραφέας του 12ου αιώνα, που δε διστάζει να ονομάσει έτσι ώς και τις Εγκλείστρες (είδος μοναστηριών) της Κωνσταντινούπολης, ζητώντας μάλιστα από τη Μεγάλη Εκκλησία (το Πατριαρχείο δηλαδή) να τίς απαγορεύσει.

Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 22-23, 45-46, 69, 70).

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

η λαβίδα της μεταλήψεως


Φαίνεται, λοιπόν, ότι η λαβίδα επικράτησε κατά τον 10ο αιώνα, διότι η Πενθέκτη Σύνοδος, το 692 μ.Χ., με τον 101ο Κανόνα, καταδικάζει την περίπτωση της λαβίδος, τονίζοντας ότι οι πιστοί πρέπει να κοινωνούν με τα χέρια τους.

Όταν κατόπιν καθιερώθηκε το κοχλιάριο, το κουταλάκι -διότι πρώτα γινόταν η μετάδοση της μερίδος με λαβίδα, που θα πεί τσιμπίδα- με το οποίο κοινωνούμε και τα δύο είδη ταυτόχρονα, και Σώμα και Αίμα Χριστού, παρέμεινε η ονομασία της λαβίδος και στο κουταλάκι. Και έτσι σήμερα το κοχλιάριον, το κουταλάκι, το λέμε λαβίδα.

Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αιώνας) θεωρεί πλέον τη μετάδοση της Θείας Κοινωνίας με λαβίδα σαν κάτι που επικράτησε στην Εκκλησία. Πάντως, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η εξέλιξη αυτή δεν έγινε για λόγους μολυσματικούς, αφού εξάλλου ήταν κοινή η λαβίδα, που ανά πάσα στιγμή βαπτίζεται μέσα στο άγιο Ποτήριο, αλλά για λόγους ασφαλείας από τεχνικής πλευράς, και μόνον από τεχνικής πλευράς.

[…] ο τρόπος μεταδόσεως, μέχρι τον 10ο αιώνα τουλάχιστον, ήταν ο τρόπος που ο Κύριος παρέδωσε το Μυστήριο στην Εκκλησία. Και έτσι, λόγοι τεχνικοί επέβαλαν τη χρήση της λαβίδος, και όχι λόγοι μολυσματικοί.

π. Αθαν. Μυτιληναίου, Περί του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας (έκδ Ορθ. Κυψέλη, Θεσ/νίκη χ.χ., σσ. 61,62).

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

και το φόρεσε σε ένα γουρούνι


Ένα «διήγημα» που εξέδωσε ο F. Nau, σε παράρτημα της έκδοσής του των Ψυχωφελών και στηρικτικών διηγημάτων του Αναστασίου μοναχού, κάνει λόγο για τον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Αμώς, άνδρα ανάξιο του αγγελικού σχήματος και μισομόναχο. Αυτός, όταν κάποιος μοναχός έπεσε σε πειρασμό, τού έβγαλε το ένδυμα το μοναχικό και το φόρεσε σε ένα γουρούνι, που το άφησε να τριγυρίζει στην πόλη.

Την νύχτα θα εμφανιστεί απειλητικά στον ύπνο του ο Ιωάννης ο Πρόδρομος να τού λέει: «Τί ούτως εποίησας ατιμάσας το σχήμα μου, ώ άνθρωπε; μέλλω δίκην ποιείν μετά σού τη ημέρα της κρίσεως». Και όχι με την μία εκκλησία που τού έχτισε τρομοκρατημένος μετά, αλλά ούτε με άλλες πέντε και μεγαλύτερες δεν συγχωριόταν αυτή η αμαρτία του, τού είπε ο άγιος Γιάννης, σε δεύτερη νυχτερινή εμφάνισή του.

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως Άγγελος. Οι θεολογικές προϋποθέσεις της φτερωτής απεικόνισής του (έκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σσ. 55-56).

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

η κάρα του


να μάς εύρητε έως μίαν ή μίαν και ημίσειαν οκάν ξηρόν οχταπόδι,
αν υπάρχη τοιούτον εκλεκτόν, και να μάς το στείλετε,
διότι ο καλός πάτερ Γεράσιμος, νηστεύων, στενοχωρείται πολύ
εις αυτόν τον τόπον την σαρακοστήν.*

και χαμπαρτζήν προθυμώτατον **

[…] όταν ο Παπαδιαμάντης βρισκόταν στα τελευταία του, ο τότε βασιλεύς του απένειμε το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος. Το γεγονός το πληροφορήθηκε πρώτος από το τηλεγραφείο ο παπα-Γρηγόρης κι έσπευσε αμέσως να το απαγγείλει στο θείο του. Και ο Παπαδιαμάντης λέγεται, ότι τού απάντησε: «Και το όντι χαμπαρτζής», επικυρώνοντας το σατιρικό ιδιόμελο που είχε γράψει γι' αυτόν.

*

[…] η κάρα του, με το τετράστιχο του Μαλακάση, που τον υψώνει σε δημιουργό:

«Ο κάθε στοχασμός σου – ασμάτων άσμα
στον κόσμο τον δικό σου – κόσμος το κάθε πλάσμα
»

φυλάσσεται στο νάρθηκα του Ι. Ναού του Γενεθλίου της Θεοτόκου.

*

[…] προερχόταν από τον πατέρα του από την παλιά οικογένεια ΜΟΣΧΟΒΑΚΗ, που δεν ήταν ντόπια Σκιαθίτικη οικογένεια, αλλ' είχε μεταναστεύσει, μετά τα Ορλωφικά, τέλη του ιη΄ αιώνα, κι εγκατασταθεί στο Κάστρο της Σκιάθου από τον Μυστρά του Μοριά, όπου είχε καταφύγει εκεί από την Κρήτη.

[…] Και από τη μητέρα του κρατούσε από την έγκριτη οικογένεια των Μωραϊταίων, που εγκαταστάθηκε και αυτή επίσης στη Σκίαθο από το Μυστρά -μετά τα Ορλωφικά- όπως ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αναφέρει στο διήγημά του «Το Χατζόπουλο».

Ιω. Φραγκούλας, Ανεξερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (έκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2002 (β΄), σσ. 62, 212, 13).


-----
* Το πρώτο motto εκ της Αλληλογραφίας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, (έκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 29), γραμμένη από την Αθήνα (Εν Αθήναις, τη 21 Νοεμβρίου 1873).

** Στο δεύτερο motto ο στίχος εκ του σατιρικού ιδιόμελου για τον νεώτερό του και ανεψιό παπα-Γρηγόρη Καλοειδή (Ιω. Φραγκούλας, ό.π., 62).