Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

γυναικών Αλκμήνη


[…] Ο Δίας όμως, ο πατέρας θεών κι ανθρώπων, έκλωθε
άλλη σκέψη με το νού του· το πώς θα σπείρει,
για θεούς κι ανθρώπους, όσους τούς τρέφει το ψωμί,
εκείνον που τον όλεθρό τους θα αποτρέψει.
Κατέβηκε λοιπόν τον Όλυμπο, συνεπαρμένος από δόλο
σκοτεινό
, από τον πόθο φλογισμένος της καλλίζωνης γυναίκας,
μέσα στη νύχτα· έφτασε γρήγορα πρώτα στο Τυφαόνιο όρος,
πέρασε από κεί μετά στου Φίκιου την ψηλή κορφή,
βαθύβουλος ο Ζευς.
Όπου και κάθισε, να στοχαστεί ο νούς του
έργα παράξενα και θαυμαστά
·
ευθύς, μέσα στη νύχτα, ανέβηκε στην κλίνη
και την κοιμήθηκεν αβρή
την κόρη του Ηλεκτρίοωνα [Αλκμήνη] -
έτσι εκπληρώνοντας τον πόθο του.
Αλλά την ίδια νύχτα ο Αμφιτρύων, ήρωας λαμπρός
και στρατηλάτης, με τελειωμένο το μεγάλο του κατόρθωμα,
φτάνει στο σπίτι του.
Δεν έτρεξε να πάει σε δούλους, βοσκούς που ζούσαν
στους αγρούς· πιο πριν ανέβηκε κι αυτός στην κλίνη
της γυναίκας του
- τόσος ο έρωτας που κυβερνούσε την καρδιά
ενός γενναίου πολεμιστή.
Πόσο και πώς αγαλλιά κάποιος που γλίτωσε από κακό μεγάλο,
φριχτήν αρρώστια ή και δεσμά ακατάλυτα,
έτσι κι ο Αμφιτρύων, έχοντας συντελέσει έργο βαρύ,
γέμισε αγάπη κι αγαλλίαση, μπαίνοντας στο δικό του σπίτι.
Όλην τη νύχτα αγκαλιασμένος το ακριβό του ταίρι,
δόθηκε στην απόλαυση των δώρων που χαρίζει
η χρυσή Αφροδίτη
.
Εκείνη τότε, δυό φορές παραδομένη, και σε θεό
και σε θνητό αντρείο, στη Θήβα την επτάπυλη
γέννησε δίδυμα τ' αγόρια της

[Ηρακλέα από θεό και Ιφικλή από θνητό].

Εκλογές από τον Ησίοδο. Θεογονία, Έργα & Ηοίαι (μτφρ. Δ. Μαρωνίτης, β΄ έκδοση, συμπληρωμένη και διορθωμένη, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σσ. 62-63).

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

διά της φρουρούσης χάριτος


φάρμακον ακεσώδυνον * (σ. 82,9).

48. […] ζατρεύεσθαι των ελαιών οι καρποί
και οργάνοις τισί και λίθου βάρει το έλαιον εκπιέζεσθαι
και κενήν υδρίαν ελαίου πληρώσαι και ως αυτόν αγαγείν.** (σ. 136).

Εκ του Κουτλουμουσιάνου κώδικος 210 (φ. 106α-181β) προοίμιον:

1. Οι εν πελάγει μεγάλω πλέοντες, οις ουκ όρος, ου βουνός, ουδέ σκόπελοί τινες την χέρσον σημαίνουσι, πρός τινας αστέρας αποβλέποντες και προς εκείνους το σκάφος ρυθμίζοντες, αναυάγητοι διαμένουσιν. Οι δε γε της εκκλησίας μαθηταί και της ευσεβείας τρόφιμοι, οι εν τω πελάγει του βίου τούτου τυγχάνοντες, ου προς αστέρας τινάς αποβλέπουσιν, αλλά προς τους πάλαι αγίους και εναρέτους πατέρας το όμμα της διανοίας τείνοντες και τοις εκείνων ίχνεσι πόθω ψυχής ακολουθούντες, εις τον αυτόν λιμένα της ουρανίου βασιλείας διασώζονται· διά τούτο γαρ και οι βίοι αυτών εν ταις βίβλοις εγράφησαν, ίνα μη μόνον ακούοντες επαινώμεν, αλλ' ίνα και ποθήσαντες την αυτών πολιτείαν ζηλώσωμεν. (σ. 161).

Εκ του Βαρβερινιανού κώδικος 583 (σσ. 611-683)

3. […] και μακάριον βίον εν αώρω και ατελεί ηλικία πεπολιωμένην σοφίαν επιδεικνύμενος […] (σ. 18).
7. […] Του καιρού δε προϊόντος και εν έξει γεγονώς των τοιούτων πόνων και εθάδα ώσπερ την ψυχήν της τοιαύτης σκληροτέρας διαγωγής αποφήνας, εβδομάδος ημέρα των θείων μετελάμβανε μυστηρίων και μικρόν κλάσμα άρτου καχρυδίου, όπερ πλήρες ήν ευρώτος και έξωρον, ως μηδέ κάν γουν τη οσφρήσει σώζειν την άρτου ποιότητα, και πόσις δε ήν αυτώ ύδωρ, μέτρω και φειδοί λαμβανόμενον. (σ. 24). [= Ενώ δε ο καιρός περνούσε και είχαν γίνει έξις σ' αυτόν οι κόποι της ασκήσεως, και είχε σαν συνηθισμένη την ψυχή του σε τέτοια σκληροτέρα ζωή, κατά μίαν ημέρα της εβδομάδος μετελάμβανε των Θείων Μυστηρίων και, μετά την Μετάληψι αυτών, έτρωγε και μικρό κομμάτι άρτου κριθαρένιου το οποίον ήτο μουχλιασμένο από την πολυκαιρία, ώστε ούτε με την όσφρησι να διατηρή την ιδιότητα του άρτου] (μτφρ. υπό Γ. Κατσούλα, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1997, σ. 42).
9. […] ηξίωμαι γαρ ουκ οίδ’ όπως ο ανάξιος έτι τω χοΐ συμφυρόμενος και θνητώ σαρκίω δεδεμένος οράν τρανώς τοις έσωθεν όμμασι τα αθέατα κάλλη και την ελπιζομένην μακαριότητα της των αιωνίων αγαθών απολαύσεως. (σ. 28).
11. Τούτοις τοις ρήμασι και ευχαίς επικαίροις εφοδιάσας ο γέρων τον όσιον […], τη υστεραία της χειρός του οσίου ο γέρων αψάμενος και είσω του θείου ναού γενόμενος και τω του ξύλου κρούσματι πάσαν συγκαλέσας την αδελφότητα, κοινής ευχής γενομένης, και τρις εκατοντάκις το Κύριε ελέησον πάντων εκφωνησάντων, εξήλθε πως ο των μοναχών όμιλος του ιερού φροντιστηρίου, ανιωμένων πάντων επί τη στερήσει του αδελφού και λυπουμένων. […] (σ. 34).
14. «[…] ιδού εγώ έτοιμός ειμι και προς πάντα κίνδυνον ευτρεπής και παράσκευος. Ει δ' ουκ ελάβετε, τί διά κενής ανομείτε, ώ κάκιστοι, οι μηδέ κατά χοίρων όλως ειληφότες εξουσίαν;» Είτα και πλέον ή κατά άνθρωπον είναι διά της φρουρούσης χάριτος δεικνύων, ίστατο μεν αδεής, έφερε δε διά χειλέων τα του Δαβίδ ρήματα, λέγων «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» και τα εξής.
15. Αλλ' ούτω μεν τληπαθών ο αοίδιμος εφ' όλης τρισίν έτεσιν, επί τε τη αμέτρω σκληραγωγία και τοις εκ των ακαθάρτων δαιμόνων πειρασμοίς, έκαμνε μεν το σώμα διαπονούμενος και μογών εν τοις υπέρ φύσιν αγώσιν· […] Ευθύμησεν ο μέγας επί τη θεία τήδε και αγαθή επαγγελία και των ασκουμένων πλέον από τρυφής το σώμα ρωσθείς και βεβαία πτερωθείς ελπίδι, ώρμησε παραχρήμα προς το κήρυγμα, παρομαρτούσης αυτώ και της οδηγούσης χάριτος, καταδιώκων έκτοτε τα πονηρά πνεύματα ευθαρσώς και γενναίως και ώσπερ τισί θηρίος καλάμου επιτιμών αυτοίς. (σσ. 42, 44, 46).

*

Ο Λαμψίδης σταχυολογεί από έκδοση του 1646 εν Βενετία που εμπεριέχει και την Διαθήκη του οσίου ότι αναγράφεται: Εν ταις κλειναίς Βενετίαις, Παρά Ιωάννη Αντωνίω τω Ιουλιανώ. αχμσ΄. Πουλιέται κοντά εις το Πόντε του Αγίου Φαντίνου. (σ. 242).

Εκ της Διαθήκης Νίκωνος: στιχ. 4-7: […] ερχόμενος εγώ εις το Αμύκλειον [=Τεγέα] επαράγγειλα τα λόγια τα θεϊκά. Τότε δε εσυμαζώχθηκαν οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας, εις την εκκλησίαν της αγίας Βαρβάρας και είπανέ μου, πώς εις την λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν. Ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς. [και εξιστόρισις της σωτηρίας εκ του θανατικού κατόπιν οδηγιών του αγίου]. (σ. 251).

Ακροτελεύτειος στιχ. 156-157: Διά να οδηγήση ο θεός να φυλαχθούσι όλα ετούτα οπού εγώ εσχεδίασα εις το τετράδιον. (σ. 256).

*

διά την ζωγραφικήν τέχνην εν Βυζαντίω

α) Ο ζωγράφος, και ο πλέον επιδέξιος, εχρειάζετο «μοντέλο», είχεν ανάγκην να έχη προ αυτού το ζωγραφούμενον αντικείμενον.

β) Κατά πρώτον εγράφετο επί του πίνακος [σανίδι, 92,5] το όλον σχέδιον και μετά ταύτα εχρωματίζετο και

γ) ειδικώτερον δια την απεικόνισιν του Οσίου: Τούτον ο ζωγράφος παρέστησε μακρόν μεν τη ηλικία (= το ανάστημα), το σχήμα ερημικόν (= το του μοναχού, του αναχωρητού) και ράκος παλαιόν ενειμένον, αυχμώντα την κεφαλήν (= ακάλυπτον άρα), μέλανας δε κεκτημένον τας τρίχας της κεφαλής και του πώγωνος… έφερε… επί χείρας και ράβδον σταυρόν έχουσαν περί το άκρον αυτής [90, 31-35]. Βεβαίως η απεικόνισις ενέφαινε τον Όσιον ουχί εις γεροντικήν ηλικίαν, αλλά εισέτι νέον. (σ. 433).

Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του αγίου και θαυματουργού Νίκωνος μυροβλύτου του Μετανοείτε [928-1005],
εν τω τόμω: Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων ο Μετανοείτε (κείμενα – σχόλια), Οδ. Λαμψίδου (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών – περιοδικό Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 13 – Πηγαί της Ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου, Αθήναι 1982).

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

στύξ, όταν ψευδώς ορκίζονται οι θεοί


στ. 775-806: ένθα δε ναιετάει στυγερή θεός αθανάτοισι,
δεινή Στύξ, θυγάτηρ αψορρόου Ωκεανοίο
πρεσβυτάτη· νόσφιν δε θεών κλυτά δώματα ναίει
μακρήσιν πέτρησι κατηρεφέ'· αμφί δε πάντη
κίοσιν αργυρέοισι προς ουρανόν εστήρικται.
παύρα δε Θαύμαντος θυγάτηρ πόδας ωκέα Ίρις
αγγελίην πωλείται επ' ευρέα νώτα θαλάσσης.
οππότ' έρις και νείκος εν αθανάτοισιν όρηται
και ρ' ός τις ψεύδηται Ολύμπια δώματ' εχόντων,
Ζεύς δέ τε Ίριν έπεμψε θεών μέγαν όρκον ενείκαι
τηλόθεν εν χρυσέη προχόω πολυώνυμον ύδωρ
ψυχρόν
, ό τ' εκ πέτρης καταλείβεται ηλιβάτοιο
υψηλής
· πολλόν δε υπό χθονός ευρυοδείης
εξ ιερού ποταμοίο ρέει διά νύκτα μέλαιναν
Ωκεανοίο κέρας· δεκάτη δ' επί μοίρα δέδασται·
εννέα μεν περί γήν τε και ευρέα νώτα θαλάσσης
δίνης αργυρέης ειλιγμένος εις άλα πίπτει,
ή δε μί' εκ πέτρης προρέει μέγα πήμα θεοίσιν.
ός κεν την επίορκον απολλείψας επομόσση
αθανάτων, οί έχουσι κάρη νιφόεντος Ολύμπου,
κείται νήυτμος τετελεσμένον εις ενιαυτόν·
ουδέ ποτ' αμβροσίης και νέκλταρος έρχεται άσσον
βρώσιος, αλλά τε κείται ανάπνευστος και άναυδος
στρωτοίς εν λεχέεσσι, κακόν δε ε κώμα καλύπτει.
αυτάρ επεί νούσον τελέση μέγαν εις ενιαυτόν,
άλλος γ' εξ άλλου δέχεται χαλεπώτερος άεθλος.
εινάετες δε θεών απαμείρεται αιέν εόντων,
ουδέ ποτ' ες βουλήν επιμίσγεται ουδ' επί δαίτας
εννέα πάντα έτεα· δεκάτω δ' επιμίσγεται αύτις
είρας ες αθανάτων, οί Ολύμπια δώματ' έχουσιν.
τοίον άρ' όρκον έθεντο θεοί Στυγός άφθιτον ύδωρ
ωγύγιον
, το δ' ίησι καταστυφέλου διά χώρου
.

(= [775] [Εκεί [ενν. στον Άδη] και κατοικεί, φρικτή για τους αθάνατους θεά, η Στύξ η φοβερή, γριά κόρη του Ωκεανού που κυλάει κυκλικά. Μένει μακριά απ' τους θεούς σε παλάτι φημισμένο που στέγη έχει βράχια ψηλά. Γύρω, τριγύρω στηρίζεται σε στύλους ασημένιους που υψώνονται προς τον ουρανό. [780] Του Θαύμαντα η θυγατέρα, η γοργοπόδαρη Ίρις, σπάνια έρχεται να φέρει μήνυμα επάνω απ' την πλατιά θάλασσα, όταν φιλονικία ή διχόνοια χωρίσει αθανάτους. Και τότε για να φανερωθεί ποιός είν' ο ψεύτης απ’ όσους κατοικούν στον Όλυμπο, ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει «τον μέγα όρκο των θεών», από τον μακρινό εκείνο τόπο. [785] Τον φέρνει σε χρυσό μέσα δοχείο κι είναι το ξακουστό νερό, το κρύο που πέφτει από ψηλό κρεμαστό βράχο. Του Ωκεανού είναι παρακλάδι που από το ιερό ποτάμι κυλάει άφθονο κάτω μεσ’ από τα φαρδυά περάσματα της γής, μέσα στην μαύρη νύχτα. Έχει το δέκατο του νερού και τ' άλλα εννιά, [790] σαν ασημένια στροβιλίσματα, τα κυλάει ο Ωκεανός γύρω απ' τη γή και τα πλατιά πελάγη και τα ρίχνει στη θάλασσα. Και το ένα αυτό, το δέκατο, πέφτει απ' τον ψηλό τον βράχο, κακό μεγάλο για τους θεούς. Όποιος απ' τους αθάνατους που ζούν στις χιονισμένες του Ολύμπου κορυφές, ορκίζεται επίορκα παίρνοντας μάρτυρα το νερό αυτό, [795] χρόνο ολόκληρο κείτεται χωρίς πνοή. Ούτε έρχεται ποτέ ν' αγγίξει αμβροσία ή νέκταρ για να τραφεί αλλά κείτεται χωρίς αναπνοή, άφωνος απάνω στα στρωσίδια και τον κατέχει κακή λιγοθυμιά. Κι όταν μετά από έναν μεγάλο χρόνο η αρρώστια τού περάσει, άλλα, χειρότερα κακά παθαίνει. [800] Εννέα χρόνια ζεί μακριά από τους αθανάτους κι ούτε πηγαίνει στα συμβούλια ή στα δείπνα τους, χρονιές ολόκληρες εννιά. Μόνο στην δέκατη χρονιά ξανασμίγει στις συγκεντρώσεις των θεών που ζούν στον Όλυμπο. [805] Τέτοιος είναι ο όρκος που όρισαν οι θεοί στ' όνομα του πανάρχαιου, αθάνατου νερού της Στύγας που τρέχει ανάμεσα σε βραχοτόπια].).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 94-97).

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

τιτανομαχίας πέρι ΙΙ


στ. 674-735: οί τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν εν δαΐ λυγρή
πέτρας ηλιβάτους στιβαρής εν χερσίν έχοντες.
Τιτήνες δ' εκατέρωθεν εκαρτύναντο φάλαγγας
προφρονέως
, χειρών τε βίης θ’ άμα έργον έφαινον
αμφότεροι· δεινόν δε περίασχε πόντος απείρων,
γή δε μέγ' εσμαράγησεν, επέστενε δ' ουρανός ευρύς
σειόμενος
, πεδόθεν δε τινάσσετο μακρός Όλυμπος
ριπή ύπ’ αθανάτων, ένοσις δ' ίκανε βαρεία
Τάρταρον ηερόεντα, ποδών τ' αιπεία ιωή
ασπέτου ιωχμοίο βολάων τε κρατεράων·
ώς άρ' επ' αλλήλοις ίεσαν βέλεα στονόεντα.
φωνή δ' αμφοτέρων ίκετ' ουρανόν αστερόεντα
κεκλομένων· οί δε ξύνισαν μεγάλω αλαλήτω.

Ουδ' άρ' έτι Ζεύς ίσχεν εόν μένος, αλλά νυ του γε
είθαρ μεν μένεος πλήντο φρένες, εκ δε τε πάσαν
φαίνε βίην· άμυδις δ' άρ' απ' ουρανού ηδ' απ' Ολύμπου
αστράπτων έστειχε συνωχαδόν· οι δε κεραυνοί
ίκταρ άμα βροντή τε και αστεροπή ποτέοντο
χειρός άπο στιβαρής, ιερήν φλόγα ειλυφόωντες
ταρφέες· αμφί δε γαία φερέσβιος εσμαράγιζε
καιομένη
, λάκε δ' αμφί πυρί μεγάλ' άσπετος ύλη.
έζεε δε χθών πάσα και Ωκεανοίο ρέεθρα
πόντος τ' ατρύγετος· τους δ' άμφεπε θερμός αυτμή
Τιτήνας χθονίους, φλοξ δ' αιθέρα δίαν ίκανεν
άσπετος, όσσε δ' άμερδε και ιφθίμων περ εόντων
αυγή μαρμαίρουσα κεραυνού τε στεροπής τε.
καύμα δε θεσπέσιον κάτεχεν Χάος· είσατο δ' άντα
οφθαλμοίσι ιδείν ηδ' ούασι όσσαν ακούσαι
αύτως, ως ει Γαία και Ουρανός ευρύς ύπερθε
πίλνατο· τοίος γαρ κε μέγας υπό δούπος ορώρει
της μεν ερειπομένης, του δ' υψόθεν εξεριπόντος·
τόσσος δούπος έγεντο θεών έριδι ξυνιόντων.
συν δ' άνεμοι ένοσίν τε κονίην τ' εσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε και αιθαλόεντα κεραυνόν,
κήλα Διός μεγάλοιο, φέρον δ' ιαχήν τ' ενοπήν τε
ες μέσον αμφοτέρων· ότοβος δ' άπλητος ορώρει

σμερδαλέης έριδος, κάρτος δ' ανεφαίνετο έργων.
εκλίνθη δε μάχη· πριν δ' αλλήλοις επέχοντες
εμμενέως εμάχοντο διά κρατεράς υσμίνας.

Οί δ' άρ' ενί πρώτοισι μάχην δριμείαν έγειραν
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύης τ' άατος πολέμοιο,
οί ρα τριηκοσίας πέτρας στιβαρών από χειρών
πέμπον επασσυτέρας, κατά δ' εσκίασαν βελέεσσι
Τιτήνας, και τους μεν υπό χθονός ευρυοδείης
πέμψαν και δεσμοίσιν εν αργαλέοισιν έδησαν
χερσίν νικήσαντες υπερθύμους περ εόντας,
τόσσον ένερθ' υπό γής, όσον ουρανός εστ' από γαίης·
[τόσσον γαρ τ' από γής ες Τέρταρον ηερόεντα.]
εννέα γαρ νύκτας τε και ήματα χάλκεος άκμων
ουρανόθεν κατιών δεκάτη ες γαίαν ίκοιτο·
εννέα δ' αυ νύκτας τε και ήματα χάλκεος άκμων
εκ γαίης κατιών δεκάτη ες Τάρταρον ίκοι
.
τον περί χάλκεον έρκος ελήλαται· αμφί δε μιν νύξ
τριστοιχεί κέχυται περί δειρήν· αυτάρ ύπερθεν
γής ρίζαι πεφύασι και ατρυγέτοιο θαλάσσης.
ένθα θεοί Τιτήνες υπό ζόγω ηερόεντι
κεκρύφαται βουλήσι Διός νεφεληγερέταο
[χώρω εν ευρώεντι, πελώρης έσχατα γαίης.]
τοις ουκ εξιτόν εστι, θύρας δ' επέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας
, τείχος δε περοίχεται αμφοτέρωθεν.
ένθα Γύης Κόττος τε και Οβριάρεως μεγάθυμος
ναλίουσι, φύλακες πιστοί Διός αιγιόχοιο
.

(= Και τότε, στην τρομερή την μάχη σταθήκαν [οι Εκατόγχειρες] κατάντικρυ στους Τιτάνες [675] με ογκόλιθους στα στιβαρά τους χέρια. Οι Τιτάνες από μέρους τους, πύκνωσαν γρήγορα τις φάλαγγές τους και έδειχναν, και από τις δυό μεριές, το τί μπορούσαν δύναμη και χέρια. Βούιζε φοβερά ο απέραντος γύρω πόντος και βόγγηξε βαριά η γή και σείστηκε στενάζοντας ο αχανής ουρανός. [680] Κλονίστηκε πάνω στα ριζιμιά του ο πανύψηλος Όλυμπος απ' την ορμή των αθανάτων και βαρύς σεισμός έφτανε ως τον γεράνιο Τάρταρο από τον κρότο των ποδιών, τον ανείπωτο πάταγο που έκαναν οι τρομερές ριξιές καθώς πηγαινορχόνταν οι μύδροι που σφυρίζαν. [685] Και οι φωνές τους, καθώς έκραζαν κι από τις δυό μεριές έφταναν ώς τον κατάστερο ουρανό καθώς πάλευαν με αλαλαγμούς. Και τότε πια ο Δίας δεν συγκράτησε τον θυμό του κι ευθύς το μένος του πλημμύρισε την ψυχή του κι έβαλε όλη του την δύναμη. Από τον ουρανό κι από τον Όλυμπο ερχόταν κι έριχνε ακατάπαυτα [690] πολλές μαζί αστραπές και οι πυκνοί κεραυνοί με βροντές κι εκλάμψεις πετούσαν από το στιβαρό του χέρι. Και γύρω, η ζωοδότρα γή καιγόταν με τριγμούς και τ' απέραντα δάση βογγούσαν ζωσμένα από φωτιά. [695] Κόχλαζε η γή ολάκερη και τα νερά του Ωκεανού κι η ατρύγητη θάλασσα και καυτή λαύρα έζωνε τους χθόνιους Τιτάνες κι η τεράστια φλόγα ανέβαινε ως τις θείες νεφέλες. Όση κι αν είχαν δύναμη τούς θάμπωνε εκτυφλωτικά η λάμψη του κεραυνού, της αστραπής. [700] Καυτή πνοή αγκάλιαζε το χάος. Η θέα για τα μάτια, ο θόρυβος για τ’ αυτιά έμοιαζαν όπως θα ήταν να χτυπηθούν η γή και ο απάνω ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο κρότος αν η γή καταστρεφόταν κι απάνω της γκρεμιζόταν ο ουρανός. Τόσος ήταν ο κρότος της σύγκρουσης των θεών. [705] Και μαζί οι άνεμοι συνταράζαν τη γή, σηκώνοντας σκόνη, βροντή κι αστραπή φλογισμένος κεραυνός, όπλα του μεγάλου Δία, κι οι άνεμοι σκορπούσαν τις φωνές και τις κραυγές ανάμεσά τους. [710] Κρότος τρομερός ανασηκωνόταν από την φοβερή πάλη όπου αγωνίζονταν δυνατοί. Και τότε έκλινε η μάχη· ως τότε μάχονταν με μανία σε φοβερές συγκρούσεις. Μέσα στους πρώτους σήκωσαν σκληρή μάχη ο Κόττος κι ο Βριάρεος και ο Γύης αχόρταγος για πόλεμο. [715] Τριακόσια βράχια ρίχνανε απανωτά, με τα στιβαρά τους χέρια και σκιάσανε μ’ αυτά τούς Τιτάνες και τούς έστειλαν, έπειτα, κάτω στην πλατειά γή και τούς δέσανε σε σκληρά δεσμά, τους αλαζονικούς που τούς είχαν νικήσει με τα χέρια τους. [720] Τόσο μακριά κάτω απ' την γή όσο ο ουρανός είναι μακριά από τη γή. Εννέα νύχτες κι εννέα μέρες αν έπεφτε χάλκινο αμόνι από τον ουρανό, θα έφτανε στην γή στις δέκα. Κι εννέα πάλι νύχτες και μέρες χάλκινο αμόνι [725] που θα έπεφτε από την γή θα έφτανε στον Τάρταρο στις δέκα. Χάλκινο τείχος τον περιτριγυρίζει. Τριπλό σκοτάδι σκεπάζει τον στενό του λαιμό απ' όπου ξεφυτρώνουν οι ρίζες της γής και της ατρύγητης θάλασσας. Εκεί είναι θαμμένοι οι Τιτάνες [730] απ' την βουλή του Δία του νεφεληγερέτη. Δεν μπορούν να φύγουν από κεί. Ο Ποσειδών χάλκινες τοποθέτησε πύλες και τείχος τον κλείνει από παντού και εκεί κατοικούν, φύλακες πιστοί του Δία του αιγίοχου [735] ο Γύης, ο Κόττος κι ο Βριάρεος).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 88-93).

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

τιτανομαχίας πέρι Ι


καύμα δε θεσπέσιον κάτεχεν Χάος *

στ. 629-653: δηρόν γαρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ' έχοντες
αντίον αλλήλοισι διά κρατεράς υσμίνας
Τιτήνες τε θεοί και όσοι Κρόνου εξεγένοντο·
οί μεν αφ' υψηλής Όθρυος Τιτήνες αγαυοί,
οί δ' άρ' απ' Ουλύμποιο θεοί δωτήρες εάων,
ούς τέκεν ηύκομος Ρείη Κρόνω ευνηθείσα·
οί ρα τότ' αλλήλοισι χόλον θυμαλγέ' έχοντες
συνεχέως εμάχοντο δέκα πλείους ενιαυτούς.
ουδέ τις ήν έριδος χαλεπής λύσις ουδέ τελευτή
ουδετέροις, ίσον δε τέλος τέτατο πτολέμοιο.
αλλ' ότε δη κείνοισι παρέσχεθον άρμενα πάντα,
νέκταρ τ' αμβροσίην τε, τα περ θεοί αυτοί έδουσι,
πάντων εν στήθεσσιν αέξετο θυμός αγήνωρ.

[ως νέκταρ τ' επάσαντο και αμβροσίην ερατεινήν,]
δη τότε τοις μετέειπε πατήρ ανδρών τε θεών τε·
κέκλυτέ μευ, Γαίης τε και Ουρανού αγλαά τέκνα,
όφρ' είπω, τα με θυμός ενί στήθεσσι κελεύει.
ήδη γαρ μάλα δηρόν εναντίοι αλλήλοισι
νίκης και κράτεος πέρι μαρνάμεθ' ήματα πάντα
Τιτήνές τε θεοί και όσοι Κρόνου εκγενόμεσθα.
υμείς δε μεγάλην τε βίην και χείρας αάπτους
φαίνετε Τιτήνεσσιν εναντίοι εν δαΐ λυγρή
μνησάμενοι φιλότητος ενηέος, όσσα παθόντες
ες φάος άψ αφίκεσθε δυσηλεγέος υπό δεσμού
ημετέρας διά βουλάς υπό ζόφου ηερόεντος
.

(= Χρόνια μάχονταν μεταξύ τους [630] οι Τιτάνες και οι θεοί, οι γεννημένοι απ' τον Κρόνο, σε σκληρές μάχες, οι θαυμαστοί Τιτάνες επάνω στην Όθρυ την ψηλή και πάνω στον Όλυμπο οι θεοί, οι χαριστές των καλών που είχε γεννήσει η Ρέα με τα πλούσια μαλλιά σαν είχε πλαγιάσει με τον Κρόνο. [635] Πάνω από δέκα χρόνια μάχονταν αδιάκοπα μεταξύ τους με οργισμένη καρδιά. Τελειωμό για κανέναν δεν είχε, ούτε λύση ο σκληρός τους αγώνας κι ο πόλεμος μάκραινε και για τους δυό αβέβαιος. Όταν όμως τούς προσφέραν [στους Εκατόγχειρες] [640] το νέκταρ και την αμβροσία, τροφή των θεών, μέσα στα στήθια τους στεριώθηκε η αντρειωμένη τους καρδιά. Και ο πατέρας ανθρώπων και θεών τούς είπε τότε: «Ακούστε με απαράβγαλτα παιδιά της Γής και τ' Ουρανού, [645] να σάς πώ ό,τι μού παραγγέλνει, μέσα μου η καρδιά μου. Χρόνια τώρα, οι Τιτάνες κι εμείς, όσοι θεοί γεννηθήκαμε από τον Κρόνο πολεμάμε μεταξύ μας ολημερίς για την νίκη και την επιβολή. Εσείς, τώρα, φανερώστε εναντίον των Τιτάνων [650] την μεγάλη σας δύναμη και τ' ακαταμάχητά σας χέρια στην τρομερή μάχη· θυμηθείτε με κάποια ευγνωμοσύνη πως υποφέρατε ανυπόφορα δεσμά, στον σκοτεινό κάτω τον ζόφο και πως απ’ την δική μου τη βουλή ξαναβρεθήκατε πάλι στο φώς»).

*

στ. 820-822: Αυτάρ επεί Τιτήνας απ' ουρανού εξέλασεν Ζεύς,
οπλότατον τέκε παίδα Τυφωέα Γαία πελώρη
Ταρτάρου εν φιλότητι διά χρυσέην Αφροδίτην


(= Αφού, λοιπόν ο Δίας έδιωξε τους Τιτάνες από τον ουρανό, η πελώρια Γή γέννησε τον νεότερο γιό της Τυφωέα από την ένωσή της με τον Τάρταρο, χάρη στην Αφροδίτη την χρυσή).

στ. 859-868: φλοξ δε κεραυνωθέντος απέσσυτο τοίο άνακτος
ούρεος εν βήσσησιν Αίτνης παιπαλοέσσης,
πληγέντος. πολλή δε πελώρη καίετο γαία
ατμή θεσπεσίη και ετήκετο κασσίτερος ώς
τέχνη ύπ' αιζηών εν ευτρήτοις χοάνοισι
θαλφθείς, ηέ σίδηρος, ό περ κρατερώτατός εστιν,
ούρεος εν βήσσησι δαμαζόμενος πυρί κηλέω

[τήκεται εν χθονί δίη υφ' Ηφαίστου παλάμησιν.]
ώς άρα τήκετο γαία σέλαι πυρός αιθομένοιο.
ρίψε δε μιν θυμώ ακαχών ες Τάρταρον ευρύν
.

(= [καταποντισμός και του Τυφωέα:] Κι απ' τον κεραυνωμένο εχθρό φλόγα τινάχτηκε από τα σκοτεινά κι απότομα φαράγγια του βουνού (Αίτνα) όπου είχε χτυπηθεί. Καιγόταν η πελώρια γή σ' έκταση μεγάλη κι έβγαιναν ατμοί φοβεροί, κι έλυωνε σαν κασσίτερος που τον μαζεύουν οι ρωμαλέοι άνθρωποι κάτω απ' το τρύπιο χωνί όπου τον έχουνε ζεστάνει, ή σαν το σίδερο που είν’ ακόμα πιο σκληρό όταν, μεσ' τα φαράγγια του βουνού, λυώνει μέσα στην θεία γή σαν το αρπάξει η φλογερή φωτιά μεσ’ τα χέρια του Ηφαίστου).

Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 86-87, 96-97, 98-99). - Στο motto λεξούλες εκ του στιχ. 700. Σημαίνει: «καυτή πνοή αγκάλιαζε το χάος».

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

έργα και ημέραι


Μόνο τα πρόβατα που το μαλλί τους συντηρούν ολοχρονίς,
αυτά το μένος του βοριά δεν τα πειράζει.*

Αλλά την κόρη την αβρή και τρυφερή, που μένει σπίτι της,
πλάι στην καλή της μάνα, άμαθη ακόμη
με τα πάθη της χρυσοστολισμένης Αφροδίτης,
αυτή δεν την προσβάλλει· το απαλό της δέρμα λούζοντας,
με λάδι λιπαρό αλειμμένη, στο μέσα μέρος του σπιτιού
κουρνιάζει, όσο κρατούν οι μέρες του χειμώνα.**

[…] Τότε και των θεών ο κήρυκας [ο Ερμής] τής χάρισε ωραία φωνή,
κι ονόμασε Πανδώρα τη γυναίκα αυτή· γιατί οι θεοί
του Ολύμπου όλοι τής δώρισαν κι από ένα δώροσυμφορά
για τους φιλόπονους ανθρώπους.
Κι όταν ο δόλος συντελέστηκε, αμάχητος και σουβλερός,
έστειλε τότε στον Επιμηθέα ο Δίας
τον γρήγορο μαντατοφόρο των θεών, ο Αργοφονιάς να φέρει
το δόλιο δώρο· ο Επιμηθέας όμως ούτε που σκέφτηκε
το τί τον είχε συμβουλέψει από καιρό ο Προμηθεύς· δώρο
να μην δεχτεί ποτέ
απ' τον Ολύμπιο Δία·
να το γυρίσει πίσω, μήπως και πέσει στους ανθρώπους
συμφορά μεγάλη.
Εκείνος όμως το υποδέχτηκε, και μόνο όταν πια κράτησε το κακό
στο χέρι του, συνήλθε και θυμήθηκε.
[…]

[της τρίτης γενεάς το χάλκινο γένος]
δούλευαν μόνο τον χαλκό – δεν είχε ακόμη εφευρεθεί ο μαύρος σίδηρος.
Κι αφού απ' τα ίδια τους τα χέρια ξεκληρίστηκαν,
κατέβηκαν στον σκοτεινό, άραχλο δόμο του Άδη,
ανώνυμοι. Όσο κι αν ήταν τρομεροί, τούς εξαφάνισε
μαύρος ο χάρος, κι άφησαν πίσω τους το φώς,
τη λάμψη του ήλιου.

[…]
Όπου τους πιο πολλούς [της ηρωικής τέταρτης γενεάς] στο χώμα τούς παράχωσε
το τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρη
ο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ' τους ανθρώπους·
σαν αγαθός πατέρας τούς κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,
κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,
κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροές
του Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·
που τούς προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γή τον χρόνο
ώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι.

Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ' αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα νά 'χα πεθάνει πιο μπροστά
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα

του γένους του σιδήρου.
[…]
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θά 'ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τούς καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,
θα τούς χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ' εκείνους που τούς γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ' όποιον θα πράξει το κάκο· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· [...]
(στίχοι 50-200)

Εκλογές από τον Ησίοδο. Θεογονία, Έργα & Ηοίαι (μτφρ. Δ. Μαρωνίτης, β΄ έκδοση, συμπληρωμένη και διορθωμένη, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σσ. 42-43, 45-46, 47). - Τα motto εκ του ιδίου, δύο ενσταντανέ περιγράφοντας τον Χειμώνα (ό.π., σ. 51).

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

επειδή έθεσαν όλα τα πράγματα σε τάξη


Με τις λίγες αυτές γραμμές [Ηροδότου, Ιστορίαι 2, 52] ο πρώτος Έλλην ιστορικός μάς πληροφορεί για πολλά. Ότι στην πελασγική Ελλάδα η θρησκεία δεν ήταν ανθρωπομορφική, ότι σε προελληνική εποχή οι κάτοικοι του ελληνικού κόσμου πήραν τα ονόματα των θεών από τους Αιγυπτίους και ότι οι Έλληνες τα κληρονόμησαν από τους Πελασγούς. Μάς δίνει επίσης την ετυμολογία της λέξης θεός [«επειδή έθεσαν όλα τα πράγματα σε τάξη»] και τούτο φανερώνει ότι είναι προελληνική.

[…] με τα ευρήματα που έχουν προκύψει από τις ανασκαφές στον χώρο της Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας καθώς και από την αποκρυπτογράφηση οπτών πινακίδων σφηνοειδούς γραφής που χρονολογούνται από το 2.000 π.Χ. και ύστερα, μπορούμε να προσθέσομε στοιχεία και να διευκρινίσουμε μερικά σημεία αρχίζοντας από την διαπίστωση ότι οι Πελασγοί δεν πήραν τα ονόματα των θεών μόνο από την Αίγυπτο και ότι η πολυθεΐα και η θεογονία του Ομήρου και του Ησιόδου δεν είναι πρωτότυπες.

Και οι δυό έχουν εμπνευστεί από πολύ παλαιότερους μύθους, χεττιτικούς (1.400 π.Χ.) που και αυτοί κατάγονται από αρχαιότερους μύθους, ίσως σουμεριακούς, και ιστορούν την διαδοχή στην εξουσία τριών θεών, όπως ιστορεί ο Ησίοδος την διαδοχή Ουρανός- Κρόνος – Δίας, και μάλιστα με την σχεδόν ταυτόσημη περιγραφή του τρόπου εκθρονισμού του πρώτου θεού από τον δεύτερο. Όπως ο Κρόνος κόβει, με δρεπάνι, τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού, έτσι και στην χεττιτική μυθολογία ο Κουμαρμπί δαγκώνει, κόβει και καταπίνει τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ανού.

*

Φαίνεται πολύ πιθανό η λέξη Ωκεανός (που κατά τους Έλληνες μυθογράφους περιβάλλει, σαν κύκλος την γή) να κατάγεται από την χεττιτική λέξη uginna που σημαίνει κύκλος. Στο γνωστό πια επικό ποίημα, που κατά τους ειδικούς θα ήταν διαδεδομένο στην Μεσοποταμία στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. το επονομαζόμενο έπος του Gilgamech συναντούμε το όνομα Aruru. Είναι η θεά της δημιουργίας και η λέξη αντιστοιχεί με την ομηρική άρουρα = γή (άχθος αρούρης -Ιλ. Σ 52). Συναντούμε επίσης την λέξη Κί που σημαίνει και αυτή γή.

[…] Πανάρχαιες, ασφαλώς, ήσαν οι παραδόσεις που, με την επινόηση της σφηνοειδούς γραφής καταστάλαξαν σε γραπτά κείμενα που βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην «βιβλιοθήκη» του Σαρδανάπαλου, βασιλιά της Νινευή, η οποία καταστράφηκε συθέμελα άμα την κατέκτησαν το 612, Μήδοι και Βαβυλώνιοι. Κάτω από τα ερείπια βρισκόταν η βιβλιοθήκη του Σαρδανάπαλου.

Μόνο περί τα μέσα του 19ου αι. ένας άγγλος ερασιτέχνης αρχαιολόγος, άρχισε ανασκαφές στην τοποθεσία της Νινευή και κόμισε στο Βρεταννικό Μουσείο θαυμάσια ασσυριακά γλυπτά και χιλιάδες πινακίδες σφηνοειδούς γραφής που άρχισαν, αρκετά αργότερα, να αποκρυπτογραφούνται αποσπασματικά.

Η σημασία της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Νινευή, για την αρχαϊκή περίοδο, ίσως είναι όμοια με την σημασία της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας για τη κλασική περίοδο. Χάθηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ολόκληρο το πολιτισμικό έργο μιας εποχής που είχε μόλις μπεί στο κατώφλι της γραπτής απομνημονεύσεως του λόγου.

Άγγ. Βλάχος “Προλεγόμενα”, στο Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 12, 13).

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

«ανάγκα και θεοί πείθονται»


Εκτός από ένα ιερό (όπου απαγορευόταν η είσοδος), στον Ακροκόρινθο (Παυσανίας 2,4,6) πουθενά δεν αναφέρεται λατρευτικός τόπος της Ανάγκης, την οποία αναφέρει ο Πλάτων μία μόνο φορά (Πολιτεία 10.616 κ.εξ.) στον μύθο του Ηρός [σημ. το όνομα Ήρ αναφέρεται στην γενεαλογία του Ιησού όπως την δίνει ο Λουκάς (3.28)], γιού του Αρμενίου, που αναστήθηκε δέκα μέρες μετά τον θάνατό του και περιγράφει το τί είδε. «Σαν φώς περιέσφιγγε τον ουρανό, όπως τα σχοινιά των τριήρων, κι από τα άκρα του ήταν τεντωμένη η άτρακτος της ανάγκης γύρω από την οποία περιστρέφονταν όλες οι σφαίρες [ενν. του ουρανού]». [...]

Οι αιώνες δεν δημιούργησαν τέτοια πλάνη για την εβραϊκή μυθολογία, που περιέχει μια σειρά ιστορικών γεγονότων […]. Ακολουθούν τα θαύματα του μάνα και των ορτυκιών, έργα και αυτά, του Γιαχβέ παρ' όλον ότι στην έρημο του Σινά είναι, και τα δύο, φυσικά φαινόμενα. Το μάνα (εβραϊστί μαν) περιγράφεται (Έξοδος ΙΣΤ΄ 3) ωσεί σπέρμα κορίου λευκόν, το δε γεύμα αυτού (γεύση) ως εγκρίς (παξιμάδι) εν μέλιτι.

*

Η περιγραφή της θεοφανείας στο όρος Σινά, όταν ο θεός δίνει τις Δέκα Εντολές στον Μωϋσή (Έξοδος ΙΘ΄ 16...19) είναι συγκλονιστική και μοιάζει με τις εκδηλώσεις του άλλου θεού, του νεφεληγερέτη και υψιβρεμέτη και βαρύκτυπου Δία: «… και εγένοντο φωναί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επί όρους Σινά… το όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι επ' αυτό τον θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός, ωσεί καπνός καμίνου».

Όπως ο Δίας, ο Γιαχβέ δεν δείχνει το πρόσωπό του, δεν «εμφανίζεται» αλλά «εκδηλώνεται» και όταν υπόσχεται στον Μωϋσή ότι θα τού παρουσιαστεί, τηρεί την υπόσχεσή του αλλά δεν δείχνει το πρόσωπό του. Δείχνει την πλάτη του γιατί δεν μπορεί άνθρωπος ν' αντικρύσει τον θεό κατά πρόσωπο χωρίς να πεθάνει.

*

Μια μορφή θείας εκδηλώσεως υπό το σχήμα νεφέλης [ενν. εν τη ερήμω των εβραίων] αναφέρει ο Ηρόδοτος τις παραμονές της ναυμαχίας της Σαλαμίνας [ενν. το περιστατικό με τον Δημάρατο].

[…] Ο Γιαχβέ φτάνει μέχρι του σημείου να δώσει ανθρώπινη φωνή σε ζώο, στην όνο του Βαλαάμ. Ο προφήτης αυτός έχει εξαιρετική δύναμη και ο εχθρός των Εβραίων, Βαλάκ, τον καλεί να πάει κοντά του και να ρίξει μαύρες κατάρες εναντίον τους. […] Κατάλαβε και πήγε έως τον Βαλάκ, αλλά αρνήθηκε να καταρατεί τον λαό Ισραήλ (Αριθμοί ΚΒ΄ 22).

[…] Περιστατικό παρόμοιο, που να μιλάει ζώο με ανθρώπινη φωνή, δεν νομίζω ότι υπάρχει στην αρχαία ελληνική μυθολογία παρά μόνο στην Ιλιάδα όπου τα άλογα του Αχιλλέα, δώρο του Δία, κλαίνε σαν άνθρωποι. […]

[…]Η Εσθήρ, ευνοουμένη του Ξέρξη, όταν στολίζεται για να πάει να τού προσπέσει και να τον παρακαλέσει ν' ανακαλέσει την διαταγή να γίνει διωγμός των Εβραίων, φοράει το στέμμα της και, Εβραία πιστή, προσεύχεται στον θεό της λέγοντάς του ότι σιχαίνεται τους αλλοφύλους […] οι Εβραίοι εορτάζουν κάθε χρόνο τα Πουρίμ σε ανάμνηση της σωτηρίας τους χάρη στην Εσθήρ. […]

*

Η φύση αυτή καθ' εαυτήν της πολυθεΐας εμποδίζει την ανάπτυξη αιρέσεων στους κόλπους της [ελληνικής] θρησκείας. Οι Πυθαγόριοι, οι Ορφικοί, οι Ελευσίνιοι δεν αποτελούν αιρέσεις αλλά σύνολο μυημένων που, όχι μόνο δεν αμφισβητούν την πολυθεΐα αλλά την κατανοούν πληρέστερα στην αλληγορική της μορφή.

Αντίθετα η αυστηρότητα, η άκρα ακαμψία των επιταγών, ηθικών και λατρευτικών, της Εβραϊκής μονοθεϊστικής θρησκείας, με τις πολλαπλές απαγορεύσεις της και τους καταναγκασμούς της, τους οποίους επιτείνουν στην εφαρμογή τους, οι εκπρόσωποι του ιερατείου, οδηγούν στην διάσπαση των πιστών και την δημιουργία αιρέσεων που έχουν σφοδρές αντιθέσεις μεταξύ τους. Πρώτη και αρχαιότερη αίρεση είναι οι Σαμαρείτες.

Ύστερα υπάρχουν οι Φαρισαίοι με αντιπάλους τους Σαδδουκαίους που δεν πιστεύουν στην ημέρα της Κρίσεως. Υπάρχουν οι Ζηλωταί, οι Χασσιδίμ, οι Ηρωδιανοί, οι Εσσαίοι, οι Γαλιλαίοι, οι Μασβοθαίοι, οι Ελληνιανοί, οι Ημεροβαπτισταί, τέλος οι Χριστιανοί τους οποίους αποκαλούσαν, στα πρώτα μετά Χριστόν χρόνια, Ναζαρηνούς ή Ναζωραίους, εβραϊκά Νοζρίμ. Όλοι όμως μονοθεϊσταί αλλά με διαφορετικές λατρευτικές πράξεις, θυσίες ή προσευχές.

Άγγ. Βλάχος “Προλεγόμενα”, στο Ησιόδου, Θεογονία (εισαγ., μτφρ., σχόλια Στ.& Άγγ. Βλάχου, έκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000 (2η), σσ. 38-39, 40, 41-42, 44, 45-46). - Τίτλος του παρόντος εκ του ιδίου (ό.π., σ. 38).