Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

ένας νέος ησυχαστής της κενώσεως


[…] ο π. Σωφρόνιος είναι ένας ησυχαστής, και μάλιστα υπό την έννοια του Παλαμικού Ησυχασμού […]. Θεωρώ πως δύο είναι οι μορφές της κένωσης, αλληλοσυμπληρούμενες μάλιστα, στο έργο του π. Σωφρονίου.

Πρώτη είναι η μορφή της θεοεγκατάλειψης. Αν η θεοεγκατάλειψη θεωρηθεί ως μια σοφή παιδαγωγία της αγάπης του Θεού προς τον ασκητή, τότε αυτή η παιδαγωγία τί άλλο είναι παρά μια προσπάθεια να μάς θεραπεύσει ο Θεός από κάθε ίχνος μιας «ηδυπαθούς» ατομιστικής απόλαυσης της Χάριτος, μια τάση η οποία εκδημεί ασυνειδήτως μέσα στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον ανεπίγνωστα σ’ έναν πιθανό πειρασμό ναρκισσικής αδολεσχίας, ακόμα και μέσα στο φώς της Χάριτος του Θεού;

Τί άλλο είναι δηλαδή αυτή η σοφή παιδαγωγία της θεοεγκατάλειψης παρά μια φιλάνθρωπη ώθηση του Θεού για ένα κοινωνικό άνοιγμα της ψυχής του ασκητή προς τον κενωτικό εναγκαλισμό του πάσχοντος συνανθρώπου και της πάσχουσας κτίσης, προκειμένου ν’ ανεβεί μαζί τους, και μόνο μαζί τους, στο Θεό;

*

[…] το δεύτερο είδος κένωσης, στο οποίο οδηγεί παιδαγωγικά και φιλάνθρωπα, είναι η χάρη της περιχωρήσεως, είναι μ’ άλλα λόγια ακριβώς αυτό το οποίο ο π. Σωφρόνιος ονομάζει γένεση της υποστάσεως μέσα στη Γεθσημάνιο προσευχή -ασκητική και λειτουργική- για όλο τον κόσμο. Υπ’ αυτή την έννοια, χάρη στην πρώτη κένωση δίδεται η Χάρη για την δεύτερη.

Ως σοφή θεραπεία της ρίζας της φιλαυτίας, η θεοεγκατάλειψη, έτσι, όχι μόνο δεν γεννά απελπισία αλλά ευγνωμοσύνη και δοξολογία για την εν αληθεία αγάπη του Θεού η οποία οδηγεί στην οντολογική ολοκλήρωσή του τον άνθρωπο […].

*

Με την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου δίνουμε πλέον υπόσταση στην κοινή ανθρώπινη ουσία. Με την προσευχή της αγάπης για την ομοούσιά μας ανθρωπότητα γινόμαστε δυναμικά υποστάσεις της όλης ανθρώπινης ουσίας καθώς και όλης της κτίσης, ενώ προηγουμένως ήμασταν απλώς λογικά τμήματα της ανθρώπινης και της κτιστής εν γένει ουσίας.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 165-166, 167, 168).

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

επίγειες, φυσικά


τρεις φορές κονταροχτυπήθηκε, ως ίσος προς ίσον, με τον δαίμονα.
απαρνήθηκε (επίγειες, φυσικά) τη δύναμη, τη βασιλεία, τη δόξα,
τους κόρφους των γυναικών που μοσκοβολούν σαν κιτρολέμονα.
η άσκηση τα κατέδειξε χυδαίες κατατμήσεις του κύκλου σε τόξα.
[Ματθ. δ΄ 1-11]

*

Ματθ. κστ΄ 47-50, κζ΄ 3-10

Καθώς ο Ισκαριώτης βάδιζε στους κέδρους, είχεν απαντήσει στο πανάρχαιο δίλημμα·
ήξερε, πια, πως δε διέθετε βούληση ελευθέρα, πως του Κυρίου καθολικώς ανήκει.
τί έμενε; όλος ο έρωτας κι η απιστία όλη κι η απελπισία να σμίξουν σ' ένα φίλημα.
την ώρα που έκλινε για να τον ασπαστεί αποδέχτηκε με ανακούφιση (φρονώ) την καταδίκη.

αναλογίστηκε όσα όφειλε ν' απαρνηθεί. τα χείλη του σχημάτισαν κάτι σαν ψέλλισμα.
άκουσε, σαν από απόσταση, ράβδους να βροντούν, μαχαίρια να κροτούν, χυδαία την κουστωδία.
τους ήχους βάναυσους, να ενορχηστρώνονται σ' ένα (κοινό και για τους δυό) επιτάφιο μέλισμα.
πατήρ και διάολος, αντιστοίχως, προετοιμάζαν του ενός και του άλλου την κηδεία.

τότε, ευλογήθηκε να εννοήσει ότι τα πάντα έχουν προοριστεί, ότι θ' ανταμειφθούν στο τίποτα.
προείδε τη μετάνοιά του, αλλόφρονη την είσοδό του μες στην αίθουσα του συμβουλίου,
σπασμένες τις φράσεις του ν' αποπειρώνται να ταξινομήσουνε τ' ανείπωτα.
εν τέλει, τα κουρασμένα μάτια του να θεωρούν, μ' απάθεια, την έσχατη ανατολή του ηλίου.

τον αγρό του αίματος που εκχέρσωσε και έσπειρε και πότισε μ' αργύρια τριάκοντα,
τα κλαδιά της συκιάς να θροούν, ανεπαίσθητα και τελεσίδικα, κατά τη μεριά του νότου,
τη μοίρα, τραχύτερη κι από τον δάσκαλό του, να τον κατευθύνει εκεί, εκόντα άκοντα.
και, πρόθυμα ή όχι, πάντως προχώρεσε για ν' ανταμώσει τον σταυρό του.

Ηλίας Λάγιος, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (ένα πόνημα θεολογικόν) (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 2004, σσ. 17, 47).

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

το ενούσιο και ενυπόστατο «όλον αυτού»


Φαίνεται μάταιο ν' αναζητούμε υπέρβαση της θεμελιώδους αυτής αντίφασης στο έργο του Γιανναρά. Ο συγγραφέας μας μοιάζει να ξεφεύγει από τους επικριτές του καταφεύγοντας στον φυσικό ερωτισμό, όταν του υποδεικνύεται η υπερβολικά εκστατική υπερβατικότητα του προσώπου του, ενώ καταφεύγει στον εκστατικό υπερβατισμό μόλις επικριθεί για τον βάναυσο ερωτικό νατουραλισμό του.

Δεν φαίνεται να κατανοεί ο Χ. Γ. Πως ούτε η θεολογία του προσώπου ως έκσταση από τη φύση ούτε η νατουραλιστική ερωτολογία σχετίζονται ευθέως με την Πατερική ανθρωπολογική παράδοση. Ας μην ξεχνούμε πως τη διάσταση αυτή προσώπου-φύσης ακολουθεί πιστά και ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, είτε αυτούσια είτε μεταποιημένη στο αντίστοιχο ζεύμα εκκλησιαστική ύπαρξη – βιολογική ύπαρξη. Και σ' αυτόν όμως απουσιάζει σχεδόν παντελώς η περί φύσεως θετική Πατερική θεολογία, με αποτέλεσμα το πρόσωπο να μοιάζει συνήθως ως εκστατικό εποικοδόμημα πάνω στην παραπαίουσα φύση, η οποία ταυτίζεται και εδώ απολύτως με την αναγκαιότητα, τη φθορά και το θάνατο – πάντως στον μητροπολίτη Περγάμου δεν υφίσταται η παραπάνω αντίφαση του Γιανναρά.

[…]

Είτε η προτεραιότητα του προσώπου είτε η προτεραιότητα της φύσης θα άφηναν, νομίζω, την πατερική ανθρωπολογία αδιάφορη. Είναι ακριβώς, άλλωστε, το ενούσιο του προσώπου που καθιστά την πραγματικότητα της εκστατικής του ανάδυσης πειστική (πρόκειται δηλαδή για προσωπική έκσταση της ίδιας της φύσεως και όχι έκσταση από τη φύση) και είναι ακριβώς το ενυπόστατο της φύσεως που την καθιστά υπαρκτή και συγκεκριμένη.

Ούτε το πρόσωπο ούτε η φύση είναι ελευθερία, αλλά μόνον η εν Αγίω Πνεύματι μία και ταυτόσημη μεταβολή τους (αυτό ακριβώς σημαίνει η κατά Θεόν γνωμική χρήση του φυσικού θελήματος). Ούτε ο «φυσικός» ούτε ο «προσωπικός» έρως οδηγούν στη Βασιλεία, χωρίς τον εν Χριστώ αγιασμό τους. Ούτε η «φύση» ούτε το «πρόσωπο» είναι ο άνθρωπος, αλλά το αποφατικώς απροσδιόριστο και εσχατολογικώς γιγνόμενο ενούσιο και ενυπόστατο «όλον αυτού».

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 97-99).

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

μόνο η Πατερική οντολογία της ενυπόστατης φύσεως


Ευτυχώς στο έργο των Ελλήνων Πατέρων δεν υπάρχει «προτεραιότητα» ούτε του προσώπου ούτε της φύσεως, αλλά συμπροτεραιότητα και των δύο, καθώς αρρήτως και απολύτως και αδιαστάτως συμπλέκονται αποδίδοντας τη συγκλονιστική και ανεπανάληπτη πραγματικότητα του συγκεκριμένου και πραγματικού και μοναδικού ενυπόστατου όντος...

Το πρόβλημα δηλαδή που αντιμετωπίζουμε μελετώντας το έργο του Χ.Γ. δεν είναι τελικά το αν ή όχι θ' αποδεχτούμε την κεντρική θέση του έρωτος στη θεολογική ανθρωπολογία. Το ανακύπτον από το προκείμενο έργο πρόβλημα είναι πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ' έναν διχασμένον έρωτα.

Πράγματι ο Γιανναρικός έρως μοιάζει διχασμένος ανάμεσα σε μιαν άδεια, εκστατική αναχώρηση και μια νατουραλιστική ναρκισσική αυτοεκπλήρωση. Κινδυνεύει έτσι να παραμείνει απράγματος, αβίωτος, μετέωρος, ανεκπλήρωτος – μόνο η Πατερική οντολογία της ενυπόστατης φύσεως, όπως ακροθιγώς αναπτύχθηκε παραπάνω, μπορεί να μάς μιλήσει πειστικά τόσο για τον φυσικό έρωτα όσο και για τον εν Χριστώ εξαγιασμό του.

Σε αυτά και μόνο τα πλαίσια ο έρως καθίσταται μία πραγματικά ενοποιός και ενοποιημένη εμπειρία, όπου η πραγματική, φυσική ερωτική σχέση σταδιακά αγιάζεται και απογειώνεται, χωρίς να χάσει τη φυσικότητά της, μεταβάλλοντας τον τρόπον υπάρξεώς της προς το μυστήριο των εσχάτων.

Μέσα στο παιχνίδι υπερβατισμού-φυσιοκρατίας ο έρως, αντίθετα, καθώς προβάλλει ως η μόνη δυνατή πραγματοποίηση του προσώπου, το οποίο έτσι ταυτίζεται με τη σχέση, γίνεται ένα είδος κατηγορικής προσταγής: ερωτεύομαι για να υπάρξω. Κάθε ίχνος μιας υποτιθέμενης ερωτικής ανιδιοτέλειας τείνει έτσι προς αφανισμόν. Χρειάζομαι ερωτικά τον άλλον, στο υπαρξιακό πεδίο, αφού εκείνος και μόνο αποτελεί το όχημα της δικής μου προσωπικής πραγμάτωσης.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 103-105).

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

το γεγονός του προσώπου και η ενυπόστατη φύσις


[…] η Πατερική θέση είναι πως η πλήρης ψυχοσωματική φύση είναι πάντοτε ενυπόστατη και βεβαίως είναι ήδη, ως λόγος / κλήση Θεού, μέσα στη Χάρη, ως ενεργούμενος προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεού και ανθρώπου – είναι η διακοπή αυτού του διαλόγου που μάς κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας το γεγονός αυτό.

Το γεγονός του προσώπου συνδέεται έτσι αξεδιάλυτα με τον διαλογικό τρόπο υπάρξεως της φύσεως, με το ότι η φύση των όντων δημιουργείται (προτείνεται από τον Θεό) και τελειοποιείται ως προσωπικός διάλογος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους – πρόκειται, δηλαδή, στην πραγματικότητα, για μία νέα, υπερ-φιλοσοφική και υπερ-μεταφυσική έννοια περί φύσεως (γεγονός το οποίο ελάχιστα έχει κατανοηθεί από τους σημερινούς θεολόγους).

Το γεγονός του προσώπου έγκειται στο ότι η φύσις είναι τόσο απίστευτα διαλογική, δηλαδή «προσωπική» ως προς τον τρόπο υπάρξεώς της, ούτως ώστε, ενάντια σε κάθε φιλοσοφική ουσιολογία, να μπορεί να ταυτιστεί με την καθαρή ελευθερία.

Το γεγονός ότι η φράση του Μαξίμου πως «ουκ ηναγκασμένα τα των λογικών φυσικά» (Συζήτησις μετά Πύρρου, 293BCD) -δεν ταυτίζεται δηλαδή οπωσδήποτε η φύση με την αναγκαιότητα, όπως το ήθελε τότε ο Πύρρος και σήμερα ο Berdyaev και ο Γιανναράς, ακριβώς διότι υπάρχει ως προσωπικός διάλογος μεταξύ της ανθρώπινης ελευθερίας και της θείας Χάριτος- όπως και η θέση του πως το ανθρώπινο όν «μηδαμώς τω θεωθήναι του κατά φύσιν εξίσταται» (PG 91, 81D) ηχούν δραματικώς παράδοξα στ’ αυτιά των σύγχρονων θεολόγων, μόνο μελαγχολικές σκέψεις μπορεί να προκαλέσει.

Ενάντια στην επίμονη Γιανναρική εμμονή για ανάγκη εκστατικής αυθυπέρβασης της φύσεως, δήθεν υπό του προσώπου, ο Μάξιμος αντιθέτως θεωρεί παράλογη κάθε αυθυπέρβαση «παρά τον όρον ή υπέρ τον όρον» της φύσεως, υποδεικνύοντας στη γνωμική μας προσωπική ελευθερία «συντρέχειν τη φύσει», η οποία εν τω ακτίστω λόγω ο οποίος την συνιστά υπάρχει ταυτόχρονα και υπαρξιακή οδός.

Η φύση δηλαδή είναι βαθύτατα ήδη προσωπική – αλλιώς δεν θα υπήρχε καθόλου. Ύπαρξη σημαίνει ενυπόστατη/προσωπική φύσις εν διαλόγω και όχι κάποιο είδος εξόδου απ’ αυτήν· έτσι ελευθερία δεν σημαίνει πρόσωπο ενάντια στη φύση (κατά την Πατερική παράδοση τουλάχιστον) αλλά ενυπόστατη/προσωπική φύση, κατά προαίρεση και εν Αγίω Πνεύματι ασκούμενη προς κοινωνίαν, ενάντια στο περιεκτικό κακό του φίλαυτου ναρκισσικού αυτοεγκλεισμού, ο οποίος καταστρέφει την θεοειδή πανενότητα του κτιστού. Υπ’ αυτήν την έννοια, η προτεινόμενη από τον Γιανναρά ανθρωπολογία είναι μια κλασική φιλοσοφική ανθρωπολογία, υποδορίως πλατωνίζουσα και εξίσου υποδορίως Δυτική.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 90-91).

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

πρόσωπο και φύση στην ελληνική θεολογική «γενιά του ‘60»


Με τον Berdyaev (του οποίου οι σχετικές διατυπώσεις κορυφώνονται στο Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής, Παρίσι 1946) η διάσχιση αυτή μεταξύ προσώπου και φύσης φθάνει στον κολοφώνα της, ταυτιζομένου απολύτως του μεν πρώτου με την ελευθερία, της δε δεύτερης με την αναγκαιότητα, μορφή με την οποία κληροδοτείται αυτούσια στην ελληνική θεολογική «γενιά του ‘60».

Από τη μια έχουμε λοιπόν, κατά τρόπον παραπέμποντα ευθέως στον Αυγουστίνο και εν μέρει στον Ακινάτη, τη φύση ως αναγκαιότητα, ανελευθερία και πτώση, και από την άλλη το πρόσωπο, ως ελευθερία, θεοείδια, έξοδο ή έκσταση από την πτώση/φύση κλπ.

Ο Γιανναράς παραλαμβάνει αυτούσιο το δυαδικό αυτό σχήμα και το επεξεργάζεται φιλοσοφικά (αφού πρώτα ταυτίσει την σχετική Πατερική διδασκαλία με το σχήμα αυτό) αφενός μέσω του Heidegger, προκειμένου να φθάσει στην ταύτιση του προσώπου ή υπόστασης ή τρόπου υπάρξεως με την αλήθεια του είναι (ενάντια στη φύση), και αφετέρου μέσω του Sartre, προκειμένου να οδηγηθεί, αυτή τη φορά, στην ερμηνεία του προσώπου ως εκστατικής σχέσης, ως έρωτος.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 86-87).

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

σαν λιοντάρι που νοιάζεται για τα μικρά του...


Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον·
Ἕκτωρ δ᾽ ἂψ ἐς ὅμιλον ἰὼν ἀνεχάζεθ᾽ ἑταίρων,
130 ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε· δίδου δ᾽ ὅ γε τεύχεα καλὰ
Τρωσὶ φέρειν προτὶ ἄστυ, μέγα κλέος ἔμμεναι αὐτῷ.
Αἴας δ᾽ ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας
ἑστήκει ὥς τίς τε λέων περὶ οἷσι τέκεσσιν,
ᾧ ῥά τε νήπι᾽ ἄγοντι συναντήσωνται ἐν ὕλῃ
135 ἄνδρες ἐπακτῆρες· ὁ δέ τε σθένεϊ βλεμεαίνει,
πᾶν δέ τ᾽ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων·
ὣς Αἴας περὶ Πατρόκλῳ ἥρωϊ βεβήκει.

Ιλιάδος Ρ - Μενελάου αριστεία

“Στημένος σαν λιοντάρι / που νοιάζεται για τα μικρά του, όταν στο δάσος μέσα / τα βγάζει για σεργιάνι τα μώρα του, και ξαφνικά ορμούν / οι κυνηγοί, οπότε αυτό, περήφανο και ξαναμμένο, το μέτωπό του / ολόκληρο σουφρώνει προς τα κάτω, σκεπάζοντας τα μάτια”, αποδίδει o Μαρωνίτης.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον Ράμφο


Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον Ράμφο είναι η παντελώς επιδερμική γνώση της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας που διαθέτει, ικανή να εντυπωσιάσει μόνον τους αδαείς. Αυτοδίδακτος, θέλησε να μελετήσει την Ορθόδοξη παράδοση απέξω και ουδέποτε από μέσα της.

Ουδέποτε λοιπόν κατενόησε, αίφνης, τον ιερό υλισμό και ιστοριοκεντρισμό της Ορθοδοξίας, την έμφασή της στην ανάγκη απόλυτης προστασίας της ανθρώπινης φυσικής επιθυμίας και θελήματος, την πεποίθησή της για την σχεσιακή δομή της ανθρώπινης φύσης και του κόσμου, τον ενσαρκωτισμό της και τον βαθύτατο σεβασμό της προς το σώμα καθώς και το παθητικό μέρος της ψυχής –

όλος ο αγώνας του Ησυχασμού έγινε για να διαφυλαχθούν τα δύο τελευταία από την καταστροφική μανία για έκ-σταση από το φυσικό και ανθρώπινο, που χαρακτήριζε τους νεοπλατωνίζοντες Αντι-ησυχαστές!

Ο Ράμφος προσέχει μόνον τις τυχόν παραφθορές του Ορθόδοξου βιώματος λόγω της μακράς πολιτιστικής και στρατιωτικής αιχμαλωσίας του Ορθόδοξου κόσμου, και ουδέποτε τα συγκλονιστικά επιτεύγματά του. Αυτό όμως σημαίνει πολλά για τις πραγματικές όχι απλώς πνευματικές αλλά κυρίως πολιτικές προθέσεις του!

*

Μού είναι αδύνατο να μη συζητήσω, στο σημείο αυτό, την πλήρη παρανόηση, από μέρους του Ράμφου, της ούτως ή άλλως πολύπαθης ασκητικής λεγόμενης παράδοσης. Ο συγγραφέας φαίνεται απολύτως πεπεισμένος πως οι πραγματικότητες του σώματος, του ψυχοσωματικού Εγώ, του φυσικού θελήματος, του παθητικού μέρους της ψυχής, είναι παντελώς απούσες από την μεσαιωνική Πατερική φιλολογία! Έχω αφιερώσει και προσωπικά σειρά βιβλίων στο να καταδείξω το αντίθετο […]

Η μονοφυσιτίζουσα ή μονοθελητίζουσα παρανόηση της Πατερικής θεολογίας σίγουρα υπήρξε και ακόμη υπάρχει. Αλλά το να καταλογίζει κανείς αναφανδόν στους Πατέρες την δήθεν ασκητική αυτή «κολόβωσιν της φύσεως» (όπως την ονόμαζε ο Μάξιμος ο Ομολογητής, αποδίδοντάς την στους Μονοθελητές και καταγγέλλοντάς την), αυτό είναι, για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση του Χ. Σταμούλη, «μια νέα επιστημονική αίρεση» (βλ. Έρως και θάνατος, Ακρίτας, 2009, σ. 80).

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 139-140, σημ. 10 και σσ. 135-136, σημ. 8).

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

για μιαν μετανεωτερική θεολογική οντολογία


[…] η ερμηνευτική ανάγνωση που επιχειρούμε είναι πολύ πιο κοντά στα σημερινά, μετανεωτερικά οντολογικά ερωτήματα απ' όσο θα ήταν δυνατόν καταρχήν να υποψιασθούμε.

Η νεωτερική και μετανεωτερική ανάδυση της οντολογικής αξίας του σώματος, της κοινότητας, του ασυνειδήτου, της ψυχοσωματικής μετοχής, της σοφίας του φυσικού και βιολογικού, σηματοδοτούν ταυτόχρονα και την ανάδυση της αξίας των συναφών θεολογικών ιδεών και βοηθούν επίσης και την ανάγνωσή τους προς την σωστή κατεύθυνση.

Η ορθόδοξη θεολογία μπορεί έτσι να συνδράμει στην οικοδόμηση μιας μετανεωτερικής οντολογίας, βρίσκοντας ταυτόχρονα κι αυτή η ίδια την αλήθεια της, πέρα από επιμέρους παρεμβάσεις προς κατευθύνσεις οντολογικές, οι οποίες σήμερα μόνον γραφικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα. Κριτικοί στοχασμοί για μια μετανεωτερική θεολογική οντολογία (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2009, σσ. 181-182).

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

τί έχετε και τί σάς λείπει


Η ιδίως Αιτωλία χωρίζεται της μεν Ακαρνανίας
διά του Αχελώου ποταμού, ήτοι Άσπρου,
των δε Λοκρών διά του Ευήνου ποταμού, ήτοι Φιδάρι.
[...]
Το δε Όρθρυς όρος, ήτοι το Βελούχι, είναι τρίπους:
ήτοι εξ Ανατολών μέχρι της Ομώλης,
από Μεσημβρίας μέχρι του Καλλιδρόμου
και προς Δυσμάς μέχρι της Χελιδόνος,
και είναι μία κορυφή της Οίτης.*

γράμμα εξαρχκόν

Ιερείς οι ψάλλοντες εις όλα τα του Καρπενησίου χωρία μας, όλους σάς ευχόμεθα και σάς παραγέλλω ότι Έξαρχος και Πνευματικός Πατήρ και συμβουλάτωρ έρχεται εις τα χωρία σας ο οσιώτατος Κύριλλος Προυσιώτης, ο οποίος είναι προσταγμένος να θεωρήση εις τας εκκλησίας σας τί έχετε και τί σάς λείπει διά να τελήτε τα μυστήρια της Αγίας Εκκλησίας μας και της Πίστεώς μας, όπου πρέπει να έχητε Άγιον Μύρον, Κολυμβήθρα, χωνευτήρι και νιπτήρα, Αντιμήνσιον, μούσα, σπόγγον, Ευχολόγιον, λειτουργικόν βιβλίον, ζέον και λαβίδα και άλλον σπόγγον, Άγιον Άρτον και Αρτοφόρι, καλόν διά να μεταλαμβάνουν οι άρρωστοι, εις τον οποίον Μέγαν Άρτον να καίη κανδήλα ή κηρί πάντοτε και άλλα όσα χρειάζονται, και όσα έχετε να τα φυλάττετε και όσα δεν έχετε με παντοίους τρόπους να τα αποκτήσετε και εις όσα άλλα σάς ερμηνεύει περί πίστεως να τόν ακούσητε, έχει γαρ άδειαν να αργήση και να αφορίση και όποιον ιερέα αργήση, είναι αργός και καθηρημένος και όποιον αφορίση, μένει δεδεμένος εις το επιτίμιον.

Λοιπόν να δείξητε την ευλάβειαν εις τα της πίστεώς μας και μεγάλην προθυμίαν εις το να τελειώσετε τα αφεύκτως αναγκαία εις την τελείωσιν των επτά Μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Και εις όσα άλλα σάς ερμηνεύει περί πίστεως ο αυτός παπά κυρ Κύριλλος, τον οποίον να τόν πηγαίνητε με ζώον από ένα χωρίον εις το άλλον αδωρολήπτως. Έτσι να κάμετε διά το συμφέρον της ψυχής σας και όχι αλλέως, διατί παιδεύεσθαι με καθαίρεσιν και με επιτίμια. Κάμετε όμως τα συμφέροντα διά να ζήτε και εδώ καλά και εις την άλλην ζωήν να έχητε ανάπαυσιν εις αιώνας αιώνων. Αμήν.

1815 Αυγούστου 14 εν Πανηγύρει Προυσού
Ο Λιτζάς και Αγράφων ευχέτης σας
Όλους τους προεστούς εύχομαι, ομοίως και τους λοιπούς.

*

[...] Εδώ εφρόντισα και διά διδάσκαλον του Καρπενησίου και επέτυχα άνθρωπον χριστιανικώτατον, ουχί μόνον εις τα ελληνικά τέλειον, αλλά και εις τα μουσικά αρκετόν. Ο μισθός του όμως δεν είναι να καταβή από τα χίλια γρόσια ούτε οβολόν, επειδή εις άλλα μέρη έπαιρνε χίλια πεντακόσια και εις το Καρπενήσι ευχαριστείται εις τα τόσα με το να βοηθήται από το άλλο μέρος εις την υγιείαν του, καθώς εγώ τω επαράστησα. [...] αωιζ΄ Ιουνίου 2α, εκ Μεσολογγίου.

Ο εν μοναχοίς αμόναχος Κύριλλος

αρχιμ. Δοσιθέου Προυσιώτου, Κύριλλος ο Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία). Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ευρυτανίας [1965] (έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016, σσ. 60-61). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 109, 94-95).


Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

όπως τελειώσω το ποθούμενον


«Επιστολάριον μερικόν
του εν πνευματικοίς πατράσιν οικτροτάτου και εν μοναχοίς αμονάχου
Κυρίλλου του εκ της Θεομητορικής Ιεράς
Μονής του Πυρσού της κειμένης
κατά τα όρια της Ελλάδος, αωιστ΄ Δεκεμβρίου κ΄».*

Ίσον της επιστολής του νέου οσιομάρτυρος Γερασίμου, ήν μοι έστειλε [εκ Κων/πόλεως] πριν να παρρησιασθή εις το μαρτύριον:

Πανοσιώτατε άγιε Γεροντά μου, σε προσκυνώ [...]. Προς τούτοις σε παρακαλώ, γέροντά μου, να με συγχωρήσης με όλην σου την καρδίαν, ότι πολλάκις σε επίκρανα και όσα σού έπταισα να παραβλέψης, επειδή ήμουν άνθρωπος ανέγνωμος. [...] όλους τούς προσκυνώ και τούς παρακαλώ να προσεύχωνται διά εμέ τον αμαρτωλόν όπως τελειώσω το ποθούμενον. Προς τούτοις σάς φανερώνω ότι με την δύναμιν του Θεού και της Κυρίας ημών Θεοτόκου καλά ήλθον έως εδώ. Ερχόμενος όμως ευρήκα τον αδελφόν μου Αθανάσιον εις το Κάτεργον και προσμένω να εύγη να πάρω συγχώρησιν και τότε να παρρησιασθώ να τελειώσω το ποθούμενον. [...] Ο εκ Καρπενησίου σος μοναχός Γεράσιμος.

*

[...] Παρακαλώ, όταν συν Θεώ κινήσετε διά εδώ, να λάβης μετά σού και τους στίχους εκείνους, ούς ιδιοχείρως αντέγραψας, ών η αρχή «όνος μοι εχρειάσθη»...· τούς έτυχα προχθές εις το αρχοντικόν του κυρ Αθανασίου. Προσέτι και έν έτερον βιβλίον ανωνύμου, εκδεδομένον εις τον τύπον, ήκουσα να το έχη ο παρ' υμίν λεγόμενος Κολοβός. Τα οποία και τα δύω, τό τε εκδεδομένον δηλαδή, και το ανέκδοτον έχουσιν εγκώμια των τωρινών αρετών και μάλιστα των ομοίων μοι κακοκαλογήρων, ών πρώτος ειμι εγώ [πρόκειται περί του έργου Ανωνύμου του Έλληνος «Ελληνική Νομαρχία», εκδοθέντος τω 1806 εν Ιταλία και ασκούντος αυστηράν κριτικήν του κλήρου]. Ούτω ποίησον και μετά την τούτων θεωρίαν, αύθις τα επιστρέφω ταις ιδίαις χερσί μου. Έρρωσο. αωιε΄

*

Αποστόλους και Γραμματικάς του Λασκάρεως εύρηκα,
αλλά με το να ζητούσιν ανά πέντε γρόσια το συγκαταβατικώτερον
δεν τας αγόρασα, με σκοπόν διά να τα προβλέψω από τας Παλαιάς Πάτρας.*

Τον Αον τόμον δεν τόν στέλλω τώρα διά το ύποπτον του δρόμου,
ίνα μη βραχή και εκ τούτου έλθη εις φθοράν,
έχω όμως αυτόν φυλαγμένον και μένε ήσυχος περί τούτου
.**

αρχιμ. Δοσιθέου Προυσιώτου, Κύριλλος ο Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία). Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ευρυτανίας [1965] (έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016, σσ. 46-47, 62). - Ένθα (σσ. 40-41) και η γνωστή επιστολή του Κοσμά του Αιτωλού «προς τον αυτάδελφόν του Χρύσανθον [...] εις την Αξίαν [ενν. Ναξίαν]»: «Έως τριάντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία Ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα, του Κυρίου συνεργούντος [...]». -Το αρχικό αλλά και τα εν κατακλείδι motto, εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 39, 77 και 92).

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ενθυμήσεις και σημειώματα


[...] και ου μετρίως επικράνθην επί τη επακολουθησάση σοι βηχοπλευρίτιδι και τη νύξει της στηθαλγίας. Εν ταυτώ δε ενέτυχον τω ιατρώ, όστις και δι' ιδίου εντέλλεταί σοι τα καθήκοντα προς την χρήσιν της θεραπείας, δηλ. τον ζωμόν του χόρτου του λεγομένου στεκουλίου μετά του ζάκχαρος, εξ ού πίνειν σε δεί ανά έν μέτρον, εν εσπέρα και πρωί.

Άπεχε ως οίόν τε αλμυρών, οξυδερών και πυρών βρωμάτων, χρώμενος μόνον λεπτοίς τισι και ευπέπτοις, οίον κρέατι καθαρώ και αλεκτοριδίοις και όπως αν εις το εξής γνώς σεαυτόν μη αμελήσης και αύθις αναγνωρίσας ημίν διά γράμματος, ο δε Θεός ο των αγαθών πάντων δοτήρ, αυτός αποδώση σοι την τελείαν υγιείαν και εν τοσούτω ομολογούμενος διαμαρτύρομαι [...]
αωιστ΄ Ιανουαρίου στ΄, Βραχώρι

[...] Η χρήσις των ριζών του στεκουλίου με το να γίνεται εκ διαλειμμάτων δεν σάς ωφελεί τόσον όσον εάν την εξακολουθήτε σχεδόν καθ' εκάστην, απεχόμενοι όσον το δυνατόν των εναντίων βρωμάτων, του ψυχρού νερού και του κρύους· αύτη εστίν η εντολή του ιατρού. [...] Βραχώρι, 1816 Φεβρουαρίου 6.

*

[...] Το τέρας εκείνο της φύσεως, το οποίον ως έν θαύμα του αιώνος φέρει μετ' εαυτού ο εν Καρπενησίω κατά το παρόν διατρίβων εξοχώτατος ιατροφιλόσοφος κυρ Κων)νος Τζολάκης, είναι άξιον διηγήσεως· και μ' όλον οπού θέλει φανή απίστευτον και ένας ψευδής μύθος εις τους μετέπειτα, εγώ παρακαλώ οπού να σημειώσης την πατρίδα, το χωρίον και τα ονόματα των γεννητόρων του, προς τούτοις και το όνομα του ιατρού, οπού έκαμε την ανατομίαν της αποθανούσης μητρός, τον τρόπον οπού φυλάττεται αυτό το τέρας και τον καιρόν οπού εφέρθη εις Καρπενήσι· και ότι εις καιρόν οπού έγινεν η ανατομία το εβάπτισαν· και ότι η απορία των ανθρώπων έκαμε να δώσουν δύω ονόματα εις ένα πρόσωπον Ιωάννη και Μαρίας και ότι άξιον απορίας είναι, εν ώ στοχάζεται τινάς δύω σώματα με μίαν ψυχήν και πάλιν έν σώμα με δύω θέλησες ή μίαν θέλησιν εις δύω γένη, μία ψυχή με δύω ενεργείας, ένα άνθρωπον με δύω ονόματα και πάλιν δύω ανθρώπους εις ένα πρόσωπον, μία ψυχή εις δύω ανθρώπους. Το σώμα έν και τα μέλη διπλά, οι πόδες τέσσαροι, αι χείρες τέσσαροι, τα ώτα τέσσαρα, όμματα δύο, στόμα έν, πόροι δύω, γένη δύω, σώμα έν. Τέρας οπού ούτε ηκούσθη ούτε ανεγνώσθη παρ' εμού εις κανένα ιστορικόν βιβλίον, αλλ' ούτε το εφαντάσθη, ως εμοί δοκεί, κανένας φυσικός ανατόμος. Όθεν παρακαλώ να το εξιστορήσης και να μού εξαποστείλης αυτό το υπόμνημα να το καταγράψω εις τον κώδικα ή εις το επιστολάρι μου, μάλλον ειπείν επιστολάριον, ή εις καμμίαν χάρταν της Βιβλιοθήκης, να ευρίσκεται διά τους φιλοΐστορας και περιέργους μεταγενεστέρους. Έρρωσο.

1817 Δεκεμβρίου 28, εκ μονής του Πυρσού.
Ο εν πνευματικοίς πατράσι ταπεινός
Κύριλλος
[...] ευχετικώς εις Καρπενήσι

*

αωιζ΄ Ιουλίου ΚΗ΄ εν ημέρα Σαββάτω περί τρίτην ώραν σχεδόν ήλθεν εις την κωμόπολιν Καρπενησίου ο Υψηλότατος ηγεμών των Ιωαννίνων Βεζύρ Αλί πασιάς ο Τεπελένιος, οπού διατρίψας ημέρας έξ κακείθεν μετέβη εις Νέας Πάτρας, εις Ζητούνιον και εις την Λάρισσαν και πάλιν εις την εν Ιωαννίνοις καθέδραν του. Ήτις εις τα μέρη ταύτα άφιξίς του εγένετο επί τω λουσθήναι εν τοις θερμοίς ύδασι τοις ου μακράν του χωρίου Σμοκόβου ανα βλύζουσιν.

[...]

Περί δε του σατράπου της περιοχής Αλή πασά εκφράζεται μετ' αποτροπιασμού: «ήν δε εις άκρον ασελγής των ασελγεστάτων, πεισματικός, εκδικητής, πλεονέκτης και αλαζών υπέρ το μέτρον, όμως εν υποκρίσει ευλαβής εις τας εκκλησίας και μοναστήρια».

αρχιμ. Δοσιθέου Προυσιώτου, Κύριλλος ο Καστανοφύλλης (Βίος, δράσις και ανέκδοτος αλληλογραφία). Συμβολή εις την Ιστορίαν της Ευρυτανίας [1965] (έκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016, σσ. 76, 77-78, 97-98, 107, 36).

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

και έλαμπε το πρόσωπόν του ως ήλιος


Έως το φώς
έπεσε
ο εωσφόρος
*

[…] ο δε ρήτωρ έχων ουκ ολίγην ευλάβειαν προς τον μακάριον εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και βλέπει εις το άγιον βήμα τον όσιον, ο οποίος ήτον εις την προσκομιδήν, ότι τον είχε περικεκυκλωμένον φώς θείον και έλαμπε το πρόσωπόν του ως ήλιος, διότι εστέκετο σχεδόν ένα πήχυν υψηλότερον της γής. Τούτο το θαύμα ιδών ο ρήτωρ έδραμεν εις τον Πατριάρχην και λέγει προς αυτόν· ελθέ, Δέσποτα άγιε, εις την Εκκκλησίαν, να ιδής Άγγελον επίγειον· και ευθύς δραμών ο Πατριάρχης ένδον του αγίου βήματος, το μεν φώς το οποίον είδεν ο ρήτωρ πρότερον, ο Πατριάρχης δεν το είδεν, αλλ’ είδε το πρόσωπον του αγίου βεβρεγμένον με δάκρυα […]

Ρώσιν βλύζει ως δρόσον, και παρέχει υγείαν ψυχής
και σώματος
, η πάντιμός σου Κάρα,
σβεννύουσα την φλόγα, νοσημάτων και θλίψεων,
των προσιόντων αυτή, Δαβίδ μετ' ευλαβείας
.**



Γερασίμου μοναχού Μικραγιαννανίτου, Βίος και Πολιτεία του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Δαβίδ του εν Ευβοία ασκήσαντος (έκδ. Ομωνύμου Μονής, Ροβιές Ευβοίας 1991, σ. 14-15). - Η κατακλείδα εκ του Παρακλητικού Κανόνος του οσίου (ωδή ζ΄ - ό.π., σ. 75).-

-----
* Το αρχικό motto όμως, εκ του π. Γενναδίου Γ. Δεμερτζή, Εικόνες (έκδ. Ευθύνη / Ο Μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2009, σ. 23).

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

σήμερα ντύθηκα


«Απείρηκα ήδη συσκευαζόμενος
και βαδίζων και τρέχων και τα όπλα φέρων
και εν τάξει ών και φυλακάς φυλάττων
και μαχόμενος».*

28.10.1940. [...] πάω στο Φρουραρχείο για να πληροφορηθώ πού θα παρουσιασθώ.
31.10.1940. Σήμερα ντύθηκα. Με κατατάξανε στο 1ο Πεζικό Σύνταγμα. Πέρασα από το σπίτι μου, ξαναχαιρέτησα τους δικούς μου κι' επήγα στην Μονάδα μου. Ήτανε στρατοπεδευμένη σ' ένα δασύλλιο της Φιλοθέης από ελιές και πεύκα. [...]

[...]

3.11.1940. [...] Στις 10 το βράδυ ξεκινήσαμε και αφού περάσαμε το Ψυχικό και τα Τουρκοβούνια βγήκαμε στην οδό Πατησίων. Περάσαμε την Ομόνοια και μπήκαμε στην οδό Πειραιώς. Πολλοί φωνάζουν: «Προσοχή ρε, από τα καρφιά». Τα ξημερώματα φτάσαμε στο τεράστιο εργοστάσιο «Θερμίς», επί της οδού Πειραιώς στη στάση Μοσχάτου και στρατωνιστήκαμε μέσα σ' αυτό. Είχαμε διανύσει πάνω από 15 χιλιόμετρα και κουραστήκαμε. Είμαστε ασυνήθιστοι.

4.11.1940. Τα πόδια βγάζουν φωτιές. Νόμιζα πως είχαν βγεί οι μύτες από τις πρόκες της αρβύλας και μού τρύπαγαν τις πατούσες. Πήγα σ' ένα υπαίθριο τσαγκάρη κι' έβγαλα όλες τις πρόκες από τα άρβυλα. Μού βγήκε σε κακό γιατί οι αρβύλες χωρίς τις πρόκες γλυστράνε.

[...] Φάγαμε ρέγγα, ελιές και κουραμάνα. Ο σιτιστής μας μάς είπε ότι στο στρατό τη ρέγγα τη λένε «βασίλισσα».

Μάς είπαν ότι το μεσημέρι φεύγουμε. Άρχισα να συνειδητοποιώ οριστικά ότι πάω στον πόλεμο, ότι αφήνω την οικογένειά μου, την αγαπημένη μου, το γραφείο μου. Αναρωτιέμαι αν θα γυρίσω κοντά τους. Ύστερα από πολλές σκέψεις κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα απελευθερωθώ και θα λυτρωθώ από κάθε φόβο και κάθε συνέπειά του, αν θεωρήσω σαν δεδομένο ότι θα σκοτωθώ οπωσδήποτε, ότι δεν θα γυρίσω πίσω και ότι απλώς θα πρέπει να προφυλάγομαι μέσα στα πλαίσια της λογικής, ώστε να δώσω τη μεγαλύτερη προσφορά στον αγώνα. Ύστερα από αυτή την απόφαση νοιώθω τον εαυτό μου ελεύθερο, εντελώς ελεύθερο, δυνατό και χρήσιμο.

Προσπαθώ να μεταδώσω στους συναδέλφους μου αυτή μου τη φιλοσοφία. Ελάχιστοι με καταλαβαίνουν. Έτσι ούτε φόβο θάχω, ούτε τη δειλία που φέρνει ο φόβος. Θάμαι πάντα απερίσπαστος από αυτά και έτοιμος για το καθήκον. Από τη Θερμίδα τηλεφώνησα στην αγαπημένη μου κι' ήρθε κοντά μου. Προσπάθησα να τής μεταδώσω αυτές μου τις αντιλήψεις. Ξαφνιάστηκε, τίς δέχτηκε ή έκανε πως τίς δέχτηκε, και περιορίστηκε να μού πεί: Εγώ είμαι βέβαιη πως θα γυρίσεις. [...]

*

Ο ακούραστος συνάδελφος Στέλιος Χαμπάκης, πήρε τα παγούρια μας, πήγε στον Πηνειό, κάπου ένα χιλιόμετρο πορεία, και τα γέμισε με νερό κοκκινωπό από τη λάσπη. Το φιλτράραμε με τα μαντήλια μας. Πάλι ρέγγα, πάλι «βασίλισσα», τυρί και κουραμάνα. [...]

13 έως 18.11.1940. Μείναμε στις παρυφές του χωριού Γιωργανάδες. Οι κάτοικοι αφιλόξενοι. Οι Θεσσαλοί δεν μάς αφήνουν να πάρουμε νερό από τα πηγάδια τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ούτε εχθροί τους νάμαστε. Διαρκείς συναγερμοί. Βρήκαμε πηγή. Πλυθήκαμε, λουστήκαμε ξυριστήκαμε και πλύναμε ό,τι μπορούσαμε. [...]

έως 29.1.1941. [στη Βεύη] [...] ύστερα έρχονται τα βομβαρδιστικά. Χτυπάνε από πολύ ψηλά. Συνήθως αστοχούν. Μάς δίνουν την ευκαιρία σε κάθε σάλπισμα συναγερμού να αραιώνουμε και να ξαπλωνόμαστε για να καλυπτώμεθα. Έτσι ξεκουραζόμαστε συγχρόνως. Σε κάθε τέτοια περίπτωση συνήθισα να ψέλνω τραγουδιστά «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τω στρατιώτη ξαπλώσου». Τόμαθαν και το έψελναν όλοι οι άντρες της διμοιρίας. Ακόμη και ο Λοχαγεύων Ηλίας Τσουγκράνης. [...]

Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 16, 17-18, 21-22, 23). - Το motto εκ του ιδίου προμετωπίδα του βιβλίου εκ του Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις (βιβλίον Ε΄ κεφ. 1 παρ. 2).

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

και Πενθεσίλειας


ΠΑΛΗ ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΑΙ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑΣ

Πρῶτα τῆς ἔβγηκε ἡ ψυχὴ κι ἐφανερώθη σῶμα.
Ὅμως τὸ πιὸ σημαντικό, τρεῖς κοῦπες ἀπὸ σμάλτο
ποὺ περιπλέχαν οὐρανοὺς μ’ ἑξήντα δυὸ καράβια,
ἀτόφιο φῶς τὶς γιόμιζε κι ἑφτὰ βουνὰ θρηνοῦσαν.
Αἷμα πιτσίλισε τὴ γῆ, τὰ πέλαγα καὶ τ’ ἄστρα,
ἐρωδιοὶ ἐρώταγαν ἐρωτικὲς κιθάρες,
τὰ χρώματα κι ἀρώματα μύρονταν στοὺς ροδῶνες.

(2021)

*

ΔΕΟΣ

Στοῦ καραβιοῦ τὴν κουπαστὴ ξάπλωσε ἡ κόρη νὰ λιαστεῖ
κι εἶχε τὸ Χάρο νὰ νοιαστεῖ ἀπ’ τὸ κορμί της μὴν πιαστεῖ.

Πίκρα τὴν πίκρα θάνατο ἔπινε στὸ κρασί του
νὰ λησμονεῖ τὴν ἔμορφη ποὺ ἔστεκε καρσί του.

Τρισέτρεμαν τὰ χείλη του, μὴν γίνουν ἀγωγιάτης
στὸν οὐρανὸ π’ ὡρίμασε ἀπὸ τὴν εὐωδιά της.

(2018)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Η νύχτα των κήπων (έκδ. Ίκαρος 2022, σσ. 15, 20).

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί


στην Πλατανιά της Καλαμπάκας [...]
Οι μουλαράδες ψήνουν σουβλάκια από μπον-φιλέ μουλαριού
και έχουν γεμίσει τον τόπο με την τσίκνα.*

26.4.1941. [...] Στο δρόμο συναντάμε Γερμανούς πούχουν στήσει τα τροχομαγειρεία τους και μαγειρεύουν. Τούς έχουν πλησιάσει δεκάδες φαντάροι πεινασμένοι. Κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες και με νοήματα εκλιπαρούν λίγο φαγητό. Οι Γερμανοί τούς διώχνουν.

Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω συναντάμε άλλους Γερμανούς να μοιράζονται φαΐ. Κοντά και σε αυτούς βρίσκονται πολλοί πεινασμένοι συνάδελφοι. Έχουν μπεί μόνοι τους σε μια στοιχειώδη σειρά, κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες τους και κοιτάζουν ικετευτικά. Σ' αυτούς προστέθηκαν και τρείς από την ομάδα μας. Οι Γερμανοί τούς σκορπάνε βάναυσα.

Ύστερα από 2-3 χιλιόμετρα, πάλι πλάι στη δημοσία οδό, άλλο γερμανικό μαγειρείο. Βαδίζουμε σ' ένα μονοπάτι που περνάει πλάι του και μάς συμβαίνει το εξής περίεργο. Μάς πλησιάζει ένας κατασκονισμένος μέχρι τις βλεφαρίδες γερμανός βαθμοφόρος. Ξανθός όπως είναι με τα γυαλάκια και τις φαβορίτες του μού θυμίζει τον ηθοποιό [...] στην ταινία «Σερενάτα Σούμπερτ».

Μάς οδηγεί με ευγενικιά βία στο καζάνι τους και μάς γεμίζει τις καραβάνες με μια σούπα από αφυδατωμένες πατάτες, ρύζι και χορταρικά. Όταν τίς αδειάσαμε μάς τίς ξαναγέμισαν. Μιλάνε και μάς κοιτάζουν περίεργα. Από τα ελάχιστα γερμανικά που ξέρω καταλαβαίνω ότι μιλάνε με συμπάθεια για μάς. Τούς μιλάω γαλλικά και τούς ευχαριστώ.

Μού απαντάνε στα γαλλικά χαρούμενοι και μού λένε ότι είναι Αυστριακοί, και ότι αγαπάνε τους Έλληνες. Τούς ανταπαντώ ότι κι εμείς στην Ελλάδα αγαπάμε τους Αυστριακούς για τον υψηλό πολιτισμό τους και για τη μουσική τους.

Δεν τολμούμε να πούμε φανερά ότι μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί, των οποίων κι' οι δυο λαοί είναι θύματα, αλλά αυτό ήτανε το νόημα της συζητήσεώς μας. Στο τέλος μάς μοίρασαν κι' από τέσσερα τσιγάρα. Τούς ευχαριστήσαμε, χαιρετηθήκαμε πρώτα στρατιωτικά κι' ύστερα με χειραψία και εξακολουθήσαμε το δρόμο μας χορτάτοι.

Πιο κάτω είδα το δεύτερο περίεργο. Αυστριακούς να καθαρίζουν το τραύμα του ποδιού συναδέλφου μας, να το επιδένουν και να τον φορτώνουν σ' αυτοκίνητο που πρέπει νάτανε Ελληνικό. Αυτά τα δύο γεγονότα έχυσαν βάλσαμο στη ψυχή μου. Είδα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι και ανθρωπιά. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί προ δυο-τριών ημερών όταν τα στούκας αλώνιζαν πάνω από το κεφάλι μας δεν μάς θέρισαν, ενώ μπορούσαν.

[...]

26.4.1941. Από τα υψώματα βλέπουμε το βράδυ αριστερά και δεξιά μας τη δημοσία οδό. Ένα φωτεινό φίδι κινείται πάνω της. Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Είναι τα αμέτρητα γερμανικά μηχανοκίνητα που κατεβαίνουν για την Αθήνα.

[...]

9.5.1941. Οι επιστρατευμένοι των ΣΕΚ [στη Θήβα] μάς πληροφορούν ότι έχουμε αποστρατευθή από τις 4 ή 5 Μαΐου, ότι αιχμάλωτοι δεν πιάστηκαν από τους Γερμανούς και ότι οι νεκροί του πολέμου είναι 25-30 χιλιάδες. Αίμα που χύθηκε για τις ιδέες, την αγάπη στην ελευθερία και στη πατρίδα Ελλάδα. Αίμα τιμής και θυσίας.

Στη διαδρομή Θήβα-Αθήνα κάνω διάφορες σκέψεις πάνω στον πόλεμο. Κάνω και τον απολογισμό της προσφοράς μου στον αγώνα μας. Το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό. Βρίσκω ότι πολέμησα μόνο με τα στοιχειά της φύσεως, με την κόπωση και με την πείνα. Άρα δεν πολέμησα πραγματικά, αφού η μονάδα μου δεν έδωσε αξιόλογες μάχες και ιδιαίτερα ο Λόχος μου.

Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 59-60, 61). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 60) εγγραφή της 3ης.5.1941.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

η καυτή ματιά τους πετάει σπίθες


Έπαψα πια
να υποφέρω από τις αμυγδαλές.
Τίς γιάτρεψε το πολύ κρύο.*

έως 29.1.1941. [...] Στη Βεύη τα κοπάδια των λύκων έχουν ταράξει τα ζωντανά. Ρίχτηκαν σ' ένα παχνί και μισόφαγαν ένα πουλαράκι. Το ίδιο βράδυ στήσαμε ενέδρα και με το οπλοπολυβόλο σκοτώσαμε δύο από αυτούς. Η όψη τους ήτανε απαίσια και αηδιαστική. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως τούς κάνει επικίνδυνους. Στη συνέχεια μετακινηθήκαμε προς Φλώρινα, όπου και κοιμηθήκαμε. Το πρωί πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το Πισοδέρι που βρίσκεται στα σύνορα, στην οδό Φλώρινας-Κορυτσάς. Το χιόνι έχει κρυσταλλώσει και είναι επικίνδυνη παγίδα.

Πλάι μας ανεβοκατεβαίνει τον ανήφορο αλυσίδα από γυναίκες της περιοχής. Μεταφέρουν στους ώμους τους εφόδια για το στρατό και κυρίως πυρομαχικά. Τίς κοιτάζω με θαυμασμό. Φαντάζουν σαν αμαζόνες. Όλες φοράνε μαντήλια δεμένα κάτω από τον λαιμό. Η καυτή ματιά τους πετάει σπίθες. Μάς καλημερίζουν. Τίς ρωτάω πώς τόσο πρωί και απαντάνε απλά και φυσικά:

«Κάνουμε το χρέος μας. Βοηθάμε το στρατό. Οι άντρες μας πολεμάνε από την πρώτη μέρα του πολέμου. Σείς θα τούς ξεκουράσετε. Όταν περάσετε το Πισοδέρι θα βρήτε ωραίους δρόμους πούχουν στρώσει οι Ιταλοί για να μπούνε στην πατρίδα μας. Τώρα πισωπλάτησαν και οι δρόμοι είναι δικοί μας». [...]

30.1.1941. Από τον ασύρματο μάθαμε ότι πέθανε ο Μεταξάς. Παγώσαμε γιατί τον θεωρούμε αναντικατάστατο σαν επιτελικό. Μερικοί κλαίνε. Τού συγχωρώ το κυνηγητό που μούκανε στην εποχή του (τον Αύγουστο του 1936, όταν ήμουνα φοιτητής) η Ειδική Ασφάλεια με επικεφαλής τον Υπ/ρχο Μανώλη Παναγιωτάκη, γιατί, νεαρός φοιτητής, ήμουν οργανωμένος στην πέμπτη αχτίδα του Κ.Κ.Ε. Γούβας. Για να αποφύγω τότε τη σύλληψη, αναγκάστηκα να μείνω κρυμμένος ένα εικοσιτετράωρο μέσα σ' ένα άδειο βαρέλι του ταβερνιάρη Νίκου Ντάβαρη (Φιλολάου και Δαμάρεως). [...]

1.2.1941. Το πρωί ξεκινήσαμε. Περάσαμε μέσα από την Κορυτσά [...]. Στην πόλη μείναμε δυο ώρες. Κι' εδώ σε όλους τους τοίχους οι Ιταλοί έχουν γράψει το VINCEREMO, που ισχύει για μάς κι' όχι γι' αυτούς που τόγραψαν. Στους δρόμους πυρετώδης κίνησι στρατού και εφοδίων. Παντού κυριαρχεί το χακί. Η πόλη φαίνεται σα νάναι Ελληνική. [...]

14.2.1941. [...] Η συμμαχία της αϋπνίας, του κρύου και της πείνας είναι εχθρός αξεπέραστος. Μάς καταλύει. Δεν μπορούμε να συμμαζέψουμε τις σκέψεις μας πάνω σε ορισμένο θέμα. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μα σε λίγο κουραζόμαστε και σταματάμε αναγκαστικά. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Έχουμε χάσει τη δύναμη της σκέψης.

Μήπως έχει δίκηο ο Μπουχάριν που ισχυρίζεται ότι η ψυχή κι' η σκέψη είναι ιδιότητες τής ειδικά και αρμονικά οργανωμένης ύλης από την οποία και εξαρτώνται;

Αποφεύγουμε και τη συζήτηση. Μάς κουράζει. Παύουμε νάμαστε άνθρωποι. Πείνα, κρύο, κόπωση, αϋπνία. Κάθε ένα απ' αυτά μάς σταματάει.

Χτες έπλυνα τη φανέλλα μου και την άπλωσα σε κάποιο κλαδί να στεγνώσει. Το πρωί που την τράβηξα για να την ξεκρεμάσω έσπασε στα δυο σαν ξερό, παληό και καμμένο από το χρόνο χαρτί. [...]

Τις μέτρησα ξανά σήμερα το πρωί
δυο φορές μάλιστα.
Λείπει μία από την περασμένη άνοιξη
δέντρο φευγάτο
επιστροφή στην Αρκαδία
ή
της μεταμόρφωσης το αίνιγμα;**


Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 25-26, 27, 32). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 33) εγγραφή της 15ης.2.1941.


-----
** Στην κατακλείδα όμως, το ποιημάτιο «Ξινομιλιές» [2017] του Γιώργου Βέη από την συλλογή Βράχια (έκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2020).

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

ο φίλος μου το μουλάρι


ο συνάδελφος Καπράλος, ποιμήν από την Πεντέλη, μονολογεί και λέει:
«Γιατί, Θεέ μου, με έκανες άνθρωπο και σκιάζομαι τη θάλασσα;
Γιατί δεν με έκανες σκύλο να φυλάω κοπάδια
και να μπορώ να κολυμπάω από τα γεννοφάσκια μου;».*

[...] Όταν υπήρχε ορατότητα, δηλαδή όταν δεν έβρεχε ή δεν χιόνιζε πολύ, κατορθώναμε να διακρίνουμε την εφοδιοπομπή που κινιότανε αργά-αργά και που, αν δεν συνέβαινε τίποτα το έκτακτο, θα έφτανε στο Λόχο σε μερικές ώρες. Τότε αλαλάζαμε από χαρά και τα άδεια στομάχια μας γέμιζαν υγρά. Ερχότανε η σωτηρία.

Θυμόμουνα το θάλαττα-θάλαττα που φώναζαν τα υπολείμματα των μυρίων του Ξενοφώντα στην επιστροφή τους, όταν, κατεβαίνοντας από τα Καρδούχεια όρη, αντίκρυσαν τη θάλασσα που θα τούς έφερνε στην πατρίδα. Έρχονται τα μουλάρια, σημαίνει πως αύριο και μεθαύριο θάχουμε φαΐ, ίσως δε και δέματα και γράμματα.

Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο το απαραίτητο για μάς μουλάρι είχε ανέβει στην εκτίμησή μας. Μπορώ να πώ ότι το λατρεύαμε. Όλοι μας ανεξαιρέτως είχαμε εκτιμήσει την αξία ενός μουλαριού σαν ίση με την αξία εκατό μοσχαριών ή μουνάκηδων ή σομπάκηδων. Έτσι λέγαμε αυτούς τους δειλούς ευνούχους και άμαχους, αλλά υγιέστατους στρατιώτες που ήσαν σε πλεονασμό απεσπασμένοι και προσκολλημένοι, αντί των βοηθητικών, στα γραφεία των Μονάδων που εδρεύανε πολύ πίσω από την πρώτη γραμμή.

[...]

Αντιθέτως το μουλάρι το βλέπαμε σαν τον ακαταπόνητο και φιλότιμο εργάτη που δούλευε σαν σκλάβος για να μάς προσφέρει ό,τι μπορούσε και να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας. Το καμαρώναμε να βαδίζει σταθερά με το μετρημένο και αλάθητο βηματισμό του, τον ίδιο πάντα, νύχτα και μέρα, ακόμα κι' όταν τα μονοπάτια πάνω στα οποία βάδιζε βρίσκονταν κρυμμένα κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού.

Λίγες φορές είδα μουλάρι να στέκεται και να διστάζει για το πού θα στηρίξει το πόδι. Το αλάνθαστο ένστικτό του το θεωρώ σαν ένα είδος πρακτικής σοφίας που δεν έχει μεν καμιά σχέση με τη γνώση, αλλά έχει τα ίδια με αυτήν αποτελέσματα.

*

Δεν θεωρώ περίεργο ή αδικαιολόγητο το γεγονός ότι αγάπησα πολύ αυτό το αθώο ζώο και το θεωρώ ανεκτίμητο καλό φίλο και κάπως συνάδελφο. Άλλως τε κι' εμείς είμαστε φορτωμένοι σαν τα μουλάρια. Κουβαλούσαμε: το μάουζερ [...]. Το βάρος των πιο πάνω φτάνει τις οκτώ οκάδες. [...]


O γλάρος είναι η δράση
ξέρες και φύκια είναι το δικό του στερέωμα
εμείς, οι βιαστικοί έχουμε διαλέξει το ψέμα.**


Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 87-88, 89). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 96).

-----
** Στην κατακλείδα όμως, το ποιημάτιο «Τηγάνι» [Οκτ. 2016] του Γιώργου Βέη από την συλλογή Βράχια (έκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2020), όπου Τηγάνι η παλαιότερη ονομασία του Πυθαγορείου της Σάμου!

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

το οικώνυμο Σαμαρίνα


Οι πιο παλαιές γνωστές μας γραπτές πηγές που μνημονεύουν την Σαμαρίνα των Γρεβενών είναι οι ακόλουθες:

α) Ο κώδικας της μονής Ζάβορδας Γρεβενών, που αναφέρει ότι σε κάποιο από τα έτη 1534-1692 μεταξύ των αφιερωτών της μονής ήσαν και 99 κάτοικοι της Σαμαρίνας.
β) Η πρόθεση μονής των Μετεώρων, που αναφέρει ότι το 1592 ή ενωρίτερα υπήρξε αφιερωτής της μονής και ένας Σαμαρινιώτης.
γ) Η πρόθεση άλλης μονής των Μετεώρων, που αναφέρει ότι κάποιο έτος προ του 1613 έγιναν αφιερωτές της μονής και 79 κάτοικοι της Σαμαρίνας, καθώς και δύο ιερομόναχοι της εκεί μονής της αγίας Παρασκευής.
δ) Ιεροδικαστικά αρχεία της Λάρισας, έτους 1650, με την εξής μνεία: «βοσκός προβάτων από τη Σαμαρίνα και βοσκοί από την Γράμμοστα που διαμένουν σε μάντρες στη Λάρισα και στο Βελεστίνο».

Στον οικισμό της Σαμαρίνας Γρεβενών, υπήρξαν από παλιά δύο ναοί αφιερωμένοι στην Παναγία Μαρία, η οποία στα βλάχικα λέγεται Sta Maria (εκ του ιταλικού Santa Maria), και μονή αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή, ενώ ουδέποτε υπήρξε ναός αφιερωμένος στην αγία Μαρίνα, η οποία στα σέρβικα λεγόταν SamMarina, ώστε να μπορεί να ετυμολογηθεί το όνομα του οικισμού από το όνομα τέτοιου ναού.

Σε δύο γεωγραφικούς χάρτες, οι οποίοι εκδόθηκαν το 1570 και το 1592 στην Δυτ. Ευρώπη και αναγράφουν τα οικωνύμια στην ιταλική γλώσσα, συνήθως παραποιημένα και σε θέσεις λανθασμένες, έχει σημειωθεί και ο οικισμός S. Maria (=Santa Maria) βορειοδυτικώς των Ιωαννίνων (Iana). Αν θεωρηθεί ότι ο οικισμός αυτός υποδηλώνει την Σαμαρίνα Γρεβενών, υποθέτω ότι ο οικισμός της κατά τον 16ο αιώνα: είτε λεγόταν Αγία Μαρία λόγω των δύο ναών του που ήσαν αφιερωμένοι στην Μαρία Θεοτόκο, είτε λεγόταν Σαμαρίνα αλλά σημειώθηκε ως Αγία Μαρία λανθασμένα.

Κατά μία παράδοση, στην τοποθεσία Κρεμασμένος Λύκος κατοικούσαν 24 οικογένειες, οι οποίες επειδή δεινοπαθούσαν από επιδρομείς Αλβανούς, μετεγκαταστάθηκαν στον τόπο της μετέπειτα μονής της αγίας Παρασκευής, όπου πολλά μέλη τους εργάζονταν ως σιδηρουργοί προς εξυπηρέτηση και των γειτονικών κατοίκων, μερικά δε έγιναν κιβδηλοποιοί νομισμάτων. Ο αρχηγός των κιβδηλοποιών, απολογούμενος στον Σουλτάνο, έγινε συμπαθής σε αυτόν και τον παρακάλεσε να διατάξει να συνοικισθούν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής στην σημερινή θέση του χωριού. [...]

Χαρίλαος Γ. Γκούτος, ομ. Καθ. Παντείου, «Από την Ιστορία της Σαμαρίνας», εν Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας (τ. 962, 18.03.2022, σ. 15).

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

η ιστορία φτάνει ώς εδώ


Η ιστορία φτάνει ώς εδώ. Το καλοκαίρι του 1952 βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά ο τελευταίος ένοπλος.

Είχε αφήσει ένα γράμμα στον αδελφό του που έλεγε: Όταν θα 'ρθούμε με λουλούδια στα ματωμένα χέρια μας.

Κεφάλαιο έβδομο. Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,

χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ' τα παράθυρα έμπαινε

δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φώς, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και

παράθυρα, καθρέφτες ώς τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ' άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε

Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο

Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τό 'ξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε

κι άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Κι ήρθανε

πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος - σε τι εκκλησίες τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.

κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρθανε

η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές

Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ώς τη Λάρισα
βαθύτερα ώς την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα

Βαστώντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Μακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα,
κοιτάξαμε.
Το φώς πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Τζεπέτης, ο Ζαφόγλου, ο Μαρκουτσάς,
στρωθήκαμε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Κωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.

Σιγά σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.

Σιγά σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.

[...]

Κώστας Βούλγαρης, Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, σσ. 143, 145-148).

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

για την γραφή και το ποίημα τρίζει


Σε ποιά γλώσσα γράφω τώρα; *

1. Στο μάκρος του παρόντος κειμένου ένας ανάποδος πάει κι έρχεται δαιμονισμένος πυρετός. Μια πάνω και μια κάτω είπα στο τέλος τελικά θα σπάσει το θερμόμετρο.

Βγάζεις μια λέξη και το ποίημα τρίζει κάποτε σωριάζεται στο πάτωμα.

Η γραφή περπατώντας τώρα δύσκολα, σταβά, πότε χωνεύει το θεματικό υλικό πότε ταράζεται από σκέψεις απειθάρχητες παραστρατήματα-παρεκτροπές της μνήμης. Πολλές επαναλήψεις φτηνοπράματα και λύσεις πρόχειρες. Οργίζομαι κι αρχίζω πάλι απ' την αρχή. Ο χρόνος κομματιάζεται τότε μου βγαίνουν άλλα επίπεδα κινήσεις άξαφνες και παρορμήσεις απαιτητικές οδυνηροί παροξυσμοί του συναισθήματος.

Το ασυνεχές στην επιφάνεια μέσα από τα χάσματα να φαίνονται (μόλις να φαίνονται) παράπλευρες-παράλογες συνδέσεις στην αφήγηση. Το ασυνεχές στο βάθος - κλιμάκωση στοιχείων και στίχων πολλαπλά σπαράγματα από πρόσωπα και σύγχρονες / παλιές εικόνες.

Έτσι μέρα και νύχτα γράφοντας και σβήνοντας έπεφτα ανύποπτος κάθε φορά μπροστά στο τίποτα κι απόμενα γυμνός στη μέση ενός τοπίου που γκρεμιζόταν. Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο. [...]

*

2. Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεχτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να ψάξεις, να καθορίσεις από πού και από τι προέρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί. Πιάσε από την αρχή τη γλώσσα σου. Κοίταξε τον τρόπο που εσύ την κάνεις να δουλέψει, να λειτουργήσει. Πώς συνταιριάζεις τις λέξεις στη γλώσσα; Σε τι κανόνες, σε τι νόμους υπακούεις; Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις από την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό) άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό νόημα, τη σημασία που σού έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις τορπιλλίζεις; γιατί φοβάσαι; Δεν είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς επικοινωνία δεν υπάρχει. Είναι απαράδεχτο να φοβάσαι.[...]

*

3. Το έχεις καταλάβει πως κυκλοφορείς μέσα σε μια γλώσσα στρωμένη, ετοιμασμένη, δοκιμασμένη από τα πριν; Που ελέγχεται από ανθρώπους άλλους, τροποποιείται, συντάσσεται, κατευθύνεται από άλλους; Που τα όριά της, η λογική της, η εκφραστικότητά της κ.λ.π. καθοριστήκανε, αιώνες τώρα, χωρίς να σε ρωτήσουνε, προτού εσύ υπάρξεις; Δε μιλάω για δημοτική ή καθαρεύουσα αυτό είναι μια άλλη (βρώμικη) ιστορία. Μιλάω γενικά για τη γλώσσα, γι' αυτό το παράλληλο και φοβερότερο Σύστημα Που οργανώθηκε σιγά-σιγά με τόσες αντιμαχόμενες (κι υποταγμένες) γλώσσες. Και όλοι (απελπιστικά όλοι) σού λένε: Αν θες να υπάρξεις, να σε ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε, μέσα εδώ θα κινηθείς, σ' αυτόν τον κύκλο, αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες. [...]

*

4. Στη γλώσσα της ποίησης σημασία έχει όχι μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις) γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων -δεν είναι η σιωπή, μη βιάζεσαι- είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές και οι λέξεις τρίβονται -τα κόκκαλά τους τρίβονται- η μια με την άλλη. [...]

*

5. Η σύνθεση του ποιήματός μου φανερώνεται τώρα σιγά σιγά τα πρόσωπα στο βάθος ωριμάζουν. Ωστόσο οι μέρες νεύρα και κακό χειρόγραφα μισά δεφτέρια παραπεταμένα οι λέξεις που καμιά φορά δε θέλουνε με το στανιό δε γίνεται να ζωντανέψουν.

Υπάρχει ένα ακατέργαστο υλικό. Σκέψη περίσκεψη λοιπόν μια τέχνη που να σκέφτεσαι πάνω στην τέχνη σου. Ό,τι πετάξεις όφελος. Κι ό,τι κρατάς καταγραφή ξερή τα λυρικά να λείπουνε.

Στο τραπεζάκι απέναντι (φωτογραφία σε κάθισμα) κοιτάζει η μάνα μου στριφογυρίζω με κοιτάζει.
[...]

Κώστας Βούλγαρης, Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, σσ. 9-10, 23-24, 47-48, 73, 87). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 111).

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

μια πρωτοφανής ανοικείωση του μυθιστορηματικού λόγου


[...] αλλά η Πάπισσα Ιωάννα είναι ένα μυθιστόρημα μυθοπλασίας; Εδώ νομίζω πως αρχίζουμε να πλησιάζουμε τον πυρήνα του προβλήματος.

Βεβαίως και πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά η μυθοπλασία είναι μόνο μία από τις τεχνικές που μετέρχεται ο συγγραφέας της Πάπισσας. Ένα από τα στοιχεία της αφηγηματικότητάς του. Δεν πρόκειται όμως για βιβλίο μυθοπλασίας.

Ας απαριθμήσω πρόχειρα μερικούς λόγους: ο υπότιτλος, "μεσαιωνική μελέτη", ο μακρύς πρόλογος, "Τοις εντευξομένοις", οι 56 σελίδες της "Εισαγωγής", οι 52 σελίδες "Σημειώσεων" στο τέλος του βιβλίου, καθώς και οι υποσέλιδες, που όλα τους αποτελούν μέρη του μυθιστορήματος και στοιχεία της αφήγησης· η οργιαστική διακειμενικότητά του, η επίσης οργιαστική ποικιλία τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιεί (ή εφευρίσκει...) τις πηγές και τα δάνειά του, η σχέση της Πάπισσας με τις ιστορικές μελέτες του ιδίου θέματος, ο ενδοκειμενικός σχολιασμός των εν λόγω πηγών, κλπ.

Όλα αυτά που δημιουργούν μια πρωτοφανή ανοικείωση του μυθιστορηματικού λόγου, αλλά και τη γοητεία του:

Από τη στιγμή όμως που ο αναγνώστης εμπλέκεται στο ερώτημα τι είναι ακριβώς αυτό που διαβάζει και σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας, έχει ήδη παρασυρθεί στο λογοτεχνικό παιχνίδι

Και εκεί ο Ροΐδης με την Πάπισσα εξαντλεί και υπερβαίνει τη λογοτεχνική συνθήκη "μυθιστόρημα", νοούμενο ως λογοτεχνική κατηγορία της νεωτερικότητας: απευθυνόμενος πάλι στον αναγνώστη, όπως κάνει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, "τον παρωθεί να αναλάβει τις ευθύνες του έναντι της ανάγνωσης", "τον δελεάζει να πάρει μέρος στη σύνταξη του νοήματος" (Δ. Δημηρούλης).

Κώστας Βούλγαρης, Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης. Δοκίμιο (έκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2022, σ. 433).

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

ν’ αράξουμε τα μάτια μας


[...] Μνημονεύει ο Χρόνης Μίσσιος («Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»...) πως στις συνεδριάσεις στις ΚΟΒΕΣ («Οι κόβες της Καισαριανής και στο Στρατώνι») της προδικτατορικής ΕΔΑ, ήταν θανάσιμα πληκτική η διαδικασία «δεν υπήρχε και καμιά γυναίκα ν’ αράξουμε τα μάτια μας») ότι αυτό το ανθρώπινον είδος τελικά σε ταξιδεύει επί τόπω ή τρόπω, κακά τα ψέματα. [...]

Β. Π. Καραγιάννης, «Από το Delice της Ερμουπόλεως στον ερημίτη της Άνω Σύρου πόλεως», εν ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (τ. 980, 29.7.2022, σ. 16).

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

ενώ μαίνεται ο Τρωικός


-ενώ μαίνεται ο Τρωικός στον ορθομαρμαρωμένο
βορειοδυτικό τοίχο του μνημείου *

[...]
Θέλει να γαμώ
για να μετρήσει το επικείμενο άλμα μου
στο σκάμμα της κλίνης

Θα καταγράψει, λέει, στο Facebook
το νέο μου ρεκόρ εις ύψος
διότι η γενναιοδωρία της
δεν έχει όρια
Οπότε, ποιά έλκη και ποιά κατάκλιση;
Σημάδια της λόγχης της είναι
για να πιστοποιήσει πως πέθανα
και να πάει, με τα κοκκινάδια, να ξελογιάσει τον επόμενο

*

Και πώς θα παραστήσεις τον Βασιλέα των Ουρανών;
Τη Σταύρωση ακολουθεί
μια σειρά προπαρασκευαστικών σκηνών
για τη στέψη σου
εκ των οποίων η Ανάσταση
δεν είναι απαραίτητη
Και αν ακόμα συνέβη
τίποτα δεν αποδεικνύει

Χωρίς να μιμείσαι λοιπόν, γράψε
προκειμένου να είσαι ο επί ξύλου κρεμάμενος

*

Χωρίς να σκίσεις το καταπέτασμα
βάλε τον Θεό
να βγάλει το κεφαλάκι του'
απ' την κουίντα

*

Δεν είστε πια
στα μάτια μου βουνά
μα ηλικία

Δεν είστε οι κορυφογραμμές
που ονομάτιζα
όταν προβάλλατε
με τη σειρά απ' τον Τσικνιά
μα ένα ταξίδι μου εσωτερικό
χωρίς φανούς και κάβους

Γιώργος Βέλτσος, Η Ανάληψις της Παρθένου [σκόρπια αποσπάσματα] (έκδ. Πατάκη, Αθήνα 2021, σσ. 15, 24, 25, 37). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 21).

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

οικία Διονύσου

Αυτό που φτάνει και περισσεύει
δεν είναι το ψωμί *
Σαν ξέξασπρα γυαλιά
που λείανε με τον καιρό το κύμα
Σαν θεοστοίχειωτο ψηφιδωτό
που το δροσίζει ο Διόνυσος στεφανωμένος
και αχνίζει από κάτω το θεριό
Είναι η παρομοίωσή μου της αγάπης
καθώς ο έρωτας ξαφνιάστηκε
όταν η κυρία του σπιτιού
μάς βρήκε στην παστάδα

*

Τού φτάνει το αρχίγραμμα
σαν το σημείο του Σταυρού
στον πρωινό ουρανό
πάνω απ' τη Μουλβία γέφυρα
Τού φτάνει
γιατί για αυτοκράτορας δεν κάνει
και πιθανόν ούτε για στρατηγός
και τα πεδία των μαχών του
-των εξαρτύσεων και των συμβιβασμών-
δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν
απ' τις συντεταγμένες του πεδίου
-ασπίδες, δόρατα, άλογα, κορμιά-
αλλά απ' το κλάμα ενός παιδιού
που οι γονείς του το παρέδωσαν σοφό

Δεν διέθετε στρατό
στη μοναξιά του μονομάχου με τον χρόνο
Άοπλος
με το καλάμι του Χριστού
Μάρτυρας
των πρώτων χρόνων
να κλείσει η ύλη
Να εκδοθεί η επιστολή του Παύλου προς τη Ρώμη

Κατ' όναρ μόνο τολμηρός
θα αναμετρηθεί
με τον χάρτινο τίγρη
Μέλος κι αυτός της ανόητης, ανέντιμης φυλής του

*

Σκυμμένος τάχα, συγκεχυμένος
μάζεψα τα χαμομήλια
στους στύλους του Ολυμπίου Διός
κοιτάζοντας
στον ουρανό
Και πίσω μακριά
σε βάθος χρόνου ιπτάμενα θραύσματα θριγκού

αχνές λευκές γραμμές απ' τους αιώνες
γλάροι που ανηφόριζαν απ' τον Πειραιά
χαμένοι, ψάχνοντας σκουπίδια στην Αθήνα

Σκυμμένος
γιατί μού τό 'πανε
πως αν το ζώο τρώει τακτικά
είναι για να μη μάθει στην απόλαυση
της πείνας

Ο τυπογράφος σου δεν σ' έμαθε να μελώνεις το χαρτί
Ούτε η σουπιά τον θάνατο να κηλιδώνεις **

Γιώργος Βέλτσος, Η Ανάληψις της Παρθένου [σκόρπια αποσπάσματα] (έκδ. Πατάκη, Αθήνα 2021, σσ. 57, 67-68, 69). -Τα motto, αρχικό και κατακλείδα, εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 41, 59).

Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

με φτενά υλικά


Ο δίκαιος
αναπαύθηκε εν ειρήνη. Κι ο άδικος το ίδιο
.*


Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από την διακόσμηση. Όχι, όχι,
η παρέλαση των αλγηρών επιθέτων,
των αριστοκρατικών και εκλεπτυσμένων
ουσιαστικών, μην η κουστωδία
των αμφίσημων ρημάτων. Μήτε πλέον οι αλλόποδες ρυθμοί που
συνεγείρουν τα ένστικτα, τα περίπλοκα σκαριφήματα, οι
χαριτωμένες εικόνες να σε εγχειρίζουν
στην έκδοτη πλάνη. Ας είναι
η διαδοχή των ήχων φυσική καθώς στην καθημερινή ομιλία,
η σύνταξη μονότονη και τυπική,
ο στίχος περικυκλωμένο από πρόζα, το λεξιλόγιο
προσηνές και μετρημένο.
Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά
κατασκευάζεται
δημιούργημα ευγενικό.

*

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΪ-ΛΑΧΘ-ΣΟΥ,
ΑΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ,
ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ,
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟ

(Tocatta)

Του πατέρα μου τα λέπια
όλη του η μεγαλοπρέπεια.

Του πατέρα μου τα γένεια
είναι η φυσική του ευγένεια.

Ο πατέρας μου, ο γίγας,
με φτερά λεπτά σαν μύγας.

Αν πατέρα μου καριόλη
προδοθής, χανόμαστε όλοι.

Αν πατέρα μου γουρούνι
προδοθής, εμείς οι σπιούνοι.

Ο πατέρας μου, ο δράκος,
που να τον σκεπάση λάκκος.

Ο πατέρας μου, το κτήνος,
είμαι εγώ, δεν είν' εκείνος.

Έτσι δεν θα υπάρξη πλέον άλλη περιπλάνησις
στα άωρα της νυχτός, τόσον αργά **

Ηλίας Λάγιος, Μουζικούλες (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1997, σσ. 36, 16). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 37). Κι η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σ. 15).

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

μερικές φορές το τέλος μιας ζωής


Δεν χορταίνεται το νόημα ενός γυμνού σώματος
Η φρεσκάδα που φέρνει η αγάπη στο χθεσινό ψωμί
Το κορμί μιας γυναίκας που κάνει θησαυρό το φτωχό κρεβάτι
.*


Σημειώσεις ερασιτεχνικής αρχιτεκτονικής, α΄

Κάποτε δεν φτάνουν τα σπασμένα τζάμια σ' ένα
παλιό μακρινό κτήριο
Ούτε η ξεχασμένη ζακέτα σ' ένα πλοίο που φεύγει·
Μερικές φορές το τέλος μιας ζωής
Μερικές φορές το τέλος μιας ζωής χρειάζεται
Άφθονες σκονισμένες στέγες
Κι έναν αέρα που ξέχασε σιγά-σιγά
Πώς να ψιθυρίζει τ' αγαπημένο σπίτι.

*

Σύνθεση με ή χωρίς τίτλο


Ίσως κάτι καινούργιο να μπορεί να βρεθεί
Πέρ' από τη χειμωνιάτικη θάλασσα·
Αυτή την αρχαία θάλασσα που τις νύχτες
Σκάβει μες στα σιωπηλά λευκά σπίτια
τη μνήμη.

Σαν να χαθήκανε οι λέξεις απ' τον κόσμο,
Κι ένα ακυβέρνητο σκαρί σαν να γυρεύει
Τον λιγοστό ήλιο που απέμεινε.

*

Ο άνθρωπος με τ' αόρατα χέρια


Το απόγευμα φάνηκε πάνω απ' το λόφο το περιστέρι
παρατηρώντας τους κρυφούς ανέμους. Τη νύχτα
βαθιά στο όνειρο, μιλώντας ακατάληπτα,
χτυπούσε αδύναμα τα φτερά του μπροστά σε μια κιθάρα
που πάνω της είχαν αφήσει δυό γάντια.
Λίγο πριν χαράξει, στον ορίζοντα είχαν σπαρθεί
μισοσβησμένα κάρβουνα, μάταιες μνήμες
μιας λιτανείας που άργησε νά 'ρθει και χάθηκε.
Ο άνθρωπος με τ' αόρατα χέρια μίλησε σιγά:
«...Αυτή είναι η εποχή των λιγνών κεριών. Κατεβαίνοντας ψυχρές σκάλες, κοιτάζοντας ψευδεπίγραφους πίνακες σε φτηνούς διαδρόμους, ήταν επόμενο πως θα καλούσα το περιστέρι. Για να μην έρθει το μεσημεριάτικο φώς στο απάτητο ακρογιάλι και μείνει άγραφο. [...]»

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 47, 57, 66). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 77).

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ανασκαφή


Κείνο το απόγευμα πέρασε μακριά
στην κουπαστή του δρόμου
ήτανε ώρα εσπερινού
πίσω το άνοιγμα του λιμανιού
και πέρα η θάλασσα κενή
χωρίς καράβι.*

...Πέρασαν τα χρόνια. Σαν ένα πείραμα
το αποφάσισαν έτσι αμοιβαία
τηλεφωνήθηκαν για να συναντηθούν.
Δεν είχαν χαθεί τόσον καιρό
ίδιες παρέες ίδιοι τόποι
κοιτάζονταν από μακριά ένευαν λίγο
χωρίς να συγκινούνται σαν άγνωστοι
πιο άγνωστοι μετά 'πό τέτοιο πάθος.
Έτσι δεν πρόσεχαν τις αλλαγές στα πρόσωπά τους.
Βλεπόντουσαν σα να μη βλέπονται.

Βρεθήκανε. Κάπου καθίσαν και τα είπαν.
Ήξεραν βέβαια λίγο πολύ τη νέα ζωή του άλλου
ο καθένας.
Πεζή κινήθηκαν σ' ένα τυχαίο τόπο
μες στο δωμάτιο γυμνώθηκαν
για λίγο παρατήρησαν τα σώματά τους:
η κόπωση των χρόνων οι απαλές ραβδώσεις
μια νιότη που λίγο λες και ταπεινώθηκε
έμεινε μόνο σαν ανταύγεια
μια χάρις μεσ' από τη φθορά.

Ύστερα πέσανε στον έρωτα σαν αδηφάγοι
αρχαιολόγοι
γνωρίζοντας καλά
τους τρόπους και τις έξεις
σκάβοντας για παλιά κτερίσματα
φιλιά που βούλιαξαν χάθηκαν μες στο χρόνο
ή μείναν μόνον ίχνη μες στην ενθύμηση
σχεδόν σβησμένα.

Έψαχναν να ενώσουνε τα φύλα
το ίδιο αίσθημα ζητώντας
λίγο απ' το δέρμα παίρναν με το στόμα
να ξαναβρούν την ίδια γεύση
καθώς εχάιδευαν με βία τα πισινά τους ώμους
γυρεύοντας με όλα τους τα δάχτυλα
ένα χαμένο κόσμο στο άδειο χώμα
.

Και όπως ψάχναν έβρισκαν απορημένοι
πιο χαλαρά τα μέλη πια λίγο καταστραμμένα
πιο τακτική όμως πιο έμπειρη τη χρήση των χειλιών
και πιο βαριά η ανάσα.
Πιο πλούσια τα στήθη
κλείνουνε ό,τι δέχονται και το νεκρώνουν
μια τόση δα μικρή αλλαγή
στο τρίψιμο πάνω στους όρχεις
-τότε πιο άγρια-
τώρα στην ίδια ένταση αλλά θλιμμένα
το πιο σημαντικό οι οργασμοί αλλεπάλληλοι
εύκολοι μεν αλλά βαθείς
σ' όλες τις στάσεις τις μορφές
-τότε πιο δύσκολοι-
πιο ακριβοί πιο δυνατοί
σε σύσπαση και νεύρο απελπισμένοι-
στο ανοιγμένο σκάμμα.

Όμως αυτές οι νύξεις που δηλώναν μιαν αδιόρατη αλλαγή
αντί να τούς ξενίζουν
ακόμη πιο πολύ τούς ερεθίζανε
τούς προκαλούσαν για πιο ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις...

Μέσα στη νύχτα χωριστήκανε
λίγο μετά χωρίς υπόσχεση άλλη να συναντηθούν.
Έτσι χαμένοι χωρισμένοι
κείνη τη νύχτα ένιωσαν να περπατούν
(στην Όλυνθο την Άβυδο τη Βύβλο)
μες στα ερείπια νωπά κι αλλοιωμένα
πόλης ολόκληρης αρχαίας
που εκείνοι φέρανε στο φώς
μες απ' τα χώματα ενός έρωτα θαμμένου...

Ιούνιος 1983

Στρατής Πασχάλης, Ανασκαφή (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1984, σσ. 7-9). -Το motto εκ του ιδίου, από το ποίημα "Ελβίρα" (ό.π., σ. 15).

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

με κάτι σαν τρόμο ανάβω το φώς


ΤΑ ΦΤΕΡΑ

Πώς νύχτωσε πάλι
στο σπίτι, στο δρόμο,
με κάτι σαν τρόμο
ανάβω το φώς.

Ανάβω μιαν άλλη
ζωή με θαμώνες,
μια νύχτα με εικόνες,
μια γή του πυρός.

Της νύχτας τα κάλλη
με ράκη τα ντύνω,
τον έρωτα δίνω
με ξένο κορμί.

Βαθιά, με τη ζάλη,
σε κάτι ωραίο
πιστεύω και λέω
ν' ανέβω στη γή.

Ξημέρωσε πάλι
στην ίδιαν Αθήνα,
με κάποιου μαικήνα
το βρωμικό φώς.

Κοιτώ κι έχω βγάλει
φτερά, μα πονάνε,
του αγγέλου μου θά 'ναι
που φεύγει κι αυτός.

Δ. Καψάλης

*

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Δεν σηκώθηκα, σ' άφησα νά 'μπεις
σαν αγέρι που φέρνει δροσιά·
σ' είχε ο νούς μου γυμνή και να λάμπεις,
μα κρατούσα τα μάτια κλειστά

ως γδυνόσουν, και θά 'χες στο σώμα
του χορού σου δειλές ομορφιές·
δεν σηκώθηκα, λείπεις ακόμα,
κι ήταν όνειρο πού 'ρθες προχθές.

Δ. Καψάλης

*

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ Α.Κ.

Και με φώς και με θάνατο πάλι
δεν τολμώ να σηκώσω κεφάλι.

Κυκλοδίωκτος, πλην των ερώτων,
για σταυρό θα βουτήξω των Φώτων.

Μ' αρετήν και με τόλμη, με πάθος,
θα βουτήξω σ' αμέτρητο βάθος.

Μυρισμένα τα χείλη φιλούσι
της καλής μου - σπουδή στο γιουρούσι.

Και συμμέτρως χορεύουν, συμμέτρως
στην ακτή Τάκης, Χάρης και Πέτρος.

Μ' αρετήν, όπως είπα, και πάθος
θά 'χω πέσει - κι αυτό κατά λάθος.

Η. Λάγιος

Ανθοδέσμη. Ποιήματα και τραγούδια για μια νύχτα των Μιχάλη Γκανά, Διονύση Καψάλη, Γιώργου Κοροπούλη, Ηλία Λάγιου (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1993, σσ. 20-21, 26, 28).

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

θεριστές θα είναι τα παιδιά...


Ας μάς δοθούνε λέξεις, τροχισμένες, για να τρυπήσουμε
Το Υπαρκτό. Ας ακούσουν το γέλιο και τα μέσα μας όρια
Του Εαυτού. Η λύση τ' ουρανού περιμένει μες στη φωτιά:
Ένα θαύμα φτιαγμένο από άγνωστο χώμα πως είμαστε.*

Οι θεριστές θα είναι τα παιδιά

Πλατάγιζε σαν μέσα σε όνειρο
Ο τραβηγμένος απ' τα πλοία κάβος
Και δακρυσμένη στο παράθυρο στεκόταν
Η προηγούμενη μέρα
.

Τα χέρια των νεκρών κράταγαν
Τα δωρισμένα απ' τους ανέμους κλειδιά
Κι η σκιά μιας καρδερίνας κελαηδούσε
Στον κήπο των λέξεων
.

Και μάτια
Πού 'καναν το καλοκαίρι να μοιάζει
Με δροσερά χείλη που εύχονται,
Κι άδεια από μνήμες ρυάκια·
Μα ένα ποτάμι θολό μέσα μας
Ακόμα ελπίζει.

Πλέναμε την καρδιά μας σε θάλασσα
ερημική
Κι όταν στραφήκαμε προς την αμμουδιά
Είδαμε τα παιδιά απορημένα·

Η θάλασσα τραγουδά για όλους.
Ο ίσκιος του σύννεφου
είναι συγχώρεση.

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 59). -Το motto εκ του ιδίου και δη στιχάκια από το εκτενές «Εγκώμιο για τη Χαμένη εποχή» (ό.π., σ. 60).

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

απέναντι απ' αυτή τη θάλασσα...


Ο πόλεμος τότε

Ίσως και να μην ξέρουμε πια τί να κάνουμε απέναντι απ' αυτή τη θάλασσα.
Τα κύματα παίζουν με τους ερχομούς
Και το αθάνατο άσμα χαίρεται στο θνητό λαιμό.
Κοιτάζουμε το χέρι που χαϊδεύει τα μαλλιά στο κουρασμένο μέτωπο
Της γυναίκας που θυμάται με μπερδεμένη συγκίνηση τους δρόμους της πατρίδας της.
Αλλά βέβαια δεν μπορεί κανείς να μάθει παρά μόνο να αισθανθεί
Απ' το σχήμα των ρούχων, απ' την αναλαμπή που δίνει στα μάτια
Ο ξερός θάμνος πάνω στο λόφο, πόση αγάπη
Και πόση αλύτρωτη πίκρα
Διπλώνεται μαζί με το σώμα και τη γυμνή σκιά του.
Μ' ένα βλέμμα που εξομολογήθηκε μοναχικά στο νερό τις στεναχώριες
Κοιτάζουμε τώρα τα πεταμένα γράμματα και τις φωτογραφίες μες στη φωτιά
Το πρόσωπο της γυναίκας που τ' ομόρφυνε τόσο η λύπη που κράτησε πολύ μα κάποτε πέρασε.

Έχει μείνει ακόμη λίγη βοή απ' την αλλοτινή θύελλα
Χθεσινό φαγητό στο τραπέζι, πλυμένα σώματα σε φτηνά δωμάτια-
Ίσως να μην ξέρουμε πια τί να κάνουμε απέναντι απ' αυτή τη γυναίκα
Που μάς κοιτάζει χαμογελώντας, δακρυσμένη, περήφανη
-πληγωμένο κύμα μιας ανεκπλήρωτης θάλασσας-
Και παίρνει τη βαλίτσα της και χάνεται
Τα μάτια, τα μάτια, τα μάτια της προσηλώνοντας
Στα χείλη που κάποτε σήμαιναν ελπίδα
Μα τώρα πίστη σε μια φλόγα που αργά και αθόρυβα σβήνει
.

*

Λύτρωση

Άπλωσε τώρα το χέρι σου
Στο τελευταίο χορτάρι της μέρας.
Το νερό τραγουδά
Μια κρυμμένη αλήθεια.
Κοίτα τα σύννεφα
Που αρχίζουν τον ερωτικό τους χορό.
Ξέχνα το όνομα
Ξέχνα τις λέξεις, μη μιλάς
Ψηλά το φώς κι η ερημιά
Νανουρίζουν το θαύμα.

Άπλωσε τώρα το χέρι σου
Στο τριμμένο χορτάρι της αγάπης.
Το γυμνό σώμα ας γίνει εξορία
Του καλοκαιριού και της μνήμης.
Μέσ' απ' το σκαμμένο χώμα
Φαίνεται το πρόσωπο
μιας γυναίκας
:
Στήριξέ το δίπλα σου, κοιτάξτε μαζί
Τη θάλασσα, τη βάρκα
Που χάνεται στη σκέψη πριν νυχτώσει.

Μες στο ερημικό σπίτι
Σού χαμογελά μια σκιά·
Απλώνεις τώρα το χέρι σου
Στο λουλουδιασμένο νόημα τ' ουρανού
Και κλείνεις τα μάτια.

Κώστας Λιννός, Μετασχηματισμοί Δ΄, (έκδ. Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2018, σσ. 62, 63).

Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

του γράψαντος


χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή
για να προστατευθούν τα αρχαία γράμματα,
που απέδιδαν μια επαινετική ταυτότητα:
ΑΡ[Ι]ΣΤΙ[ΩΝ]
ΚΑΛΟΣ ΕΝ
[ΚΡΑ]ΝΝΩ[Ι]

[...] αρχαίος θαυμαστής του Αριστίωνος *

Παρατηρήσαμε επίσης ότι τρείς λίθοι στην ανατολική άκρη της στοάς είχαν απομακρυνθεί από τη θέση τους κατά τον 6ο μ.Χ. και ανακαλύψαμε αργότερα τον σκελετό ενός άνδρα, που μάλλον ευθύνεται για τους χαμένους λίθους.

Είχε καταφύγει στη στοά κατά τη διάρκεια της σλαβικής επιδρομής της δεκαετίας του 580, παίρνοντας μαζί του μερικά μαγειρικά σκεύη, λυχνάρια, και τις οικονομίες του, που τίς βρήκαμε κάτω από μια πέτρα: η πέτρα ήταν, ως φαίνεται η κρυψώνα ενός πορτοφολιού, που αποσυντέθηκε αφήνοντας τα κέρματά του έκθετα. Ο κάτοχός τους δεν κατάφερε να βγεί από τη στοά ζωντανός.

Πιο ευχάριστες, μάλλον, ήταν οι αποκαλύψεις που ήρθαν στο φώς με τη μορφή δεκάδων χαραγμάτων στους τοίχους της στοάς.

Στο βορινό τοίχο, ακριβώς στην αρχή της ανατολικής εισόδου, για παράδειγμα, έχει μερικώς διατηρηθεί το όνομα: «ΤΕΛΕΣΤΑΣ», που είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνδέεται με τον ομώνυμο Ολυμπιονίκη της κατηγορίας παίδων του 340 περίπου π.Χ. Πάνω από το «Τελέστας», το χέρι κάποιου άλλου σκάλισε τη λέξη «ΝΙΚΩ»!

Έξι μέτρα δε εσώτερα
στη στοά, επίσης στο βορινό τοίχο, κάποιος εξέφρασε το θαυμασμό του: «Ακρότατος καλός (=χαριτωμένος)». Και σε απάντησή του, κάποιος άλλος σημείωσε δηκτικά: «Του γράψαντος» (δηλ. εσύ το λές...).

Έτσι, η στοά μάς προσφέρει μια ακόμα σημαντική αποκάλυψη, η οποία δεν προκαλεί έκπληξη, αλλά απλώς αναδεικνύει εμφαντικά την ιστορική συνέχεια μεταξύ ημών και των αρχαίων Ελλήνων: οι άνθρωποι πάντα αρέσκονταν να γράφουν το όνομά τους σε δημόσιους χώρους.

Στέφανος Μίλλερ, Νεμέα. Η κρυπτή Έσοδος (μτφρ. Γ. Κωστούρος, έκδ. Σύλλογος για την Αναβίωση των Νεμέων Αγώνων & Στέφανος Μίλλερ, Νεμέα 2012, σσ. 6-7). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 21).

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

εγώ με το κρύο αγάλλομαι


[...] πετάχτηκε μια κατσαρίδα με τα κατσαριδόπουλά της. Έκανε,
λοιπόν, κι αυτή ό,τι θά 'κανε από ένστικτο ο καθένας μας·
άρπαξε την παντόφλα της, για να τα λειώσει,
αλλά την σταμάτησε η βροντερή φωνή της κυρίας:
-Μη, προς θεού, Ελένη μου! Ξεχνάς πως έχεις κι εσύ παιδιά;*

Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι αποστρέφονται και μισούν τόσο πολύ τον χειμώνα. Εγώ με το κρύο αγάλλομαι, ενώ η ζέστη δεν μ' αφήνει να ανασάνω. Όσο πιο πολύ καπλαντισμένος με σύννεφα και μαύρος είναι ο ουρανός τόσο πιο πολύ ευφραίνομαι. Δυό είναι οι μουσικές των στοιχείων της φύσης, που ξεπερνούν τις μουσικές του ανθρώπου: του αγέρα και της βροχής.

Με τη βροχή νιώθω σαν νά 'μαι η ίδια η γή που ποτίζεται και ξεδιψά, με τον αγέρα ξαναζωντανεύω. Και τί θαλπωρή τα χειμωνιάτικα βράδια να τραντάζει το σπίτι από τ' αγριοαγκαλιάσματα του αγέρα και της βροχής κι εσύ να χουχουλιάζεις κάτω από το πουπουλένιο σου πάπλωμα μ' ένα βιβλίο στο χέρι, να ξαραθυμά το σώμα κι η ψυχή να αγαλλιά αντί να ψήνεσαι σαν τσιππούρα στη σχάρα, τυλιγμένη σ' ένα σεντόνι σουφτή απ' τον ιδρώτα, στριφογυρνώντας ξάγρυπνη μέχρι να βγεί ο ήλιος, μόνο και μόνο για να δριμώσει κι άλλο το μαρτύριο. Ιδρώνω και που το γράφω! Όσο για εκείνα τα διαβολομηχανήματα, τα κλιματιστικά, εμένα μ' αρρωσταίνουν και μόνο που τα βλέπω.

Μ' άλλα λόγια τον χειμώνα έρχομαι στα ίσα μου, την άνοιξη και το καλοκαίρι χάνω τα νερά μου, ούτε να σκεφτώ δεν μπορώ.

Εκείνα τα «παμφάγα μεσημέρια» του καλοκαιριού, «όταν με το γιγάντιο δαυλό του βάνει φωτιά στα πάντα ο θεός», καταπώς λέει ο ποιητής, με αποδιοργανώνουν και η ευτυχία (;) που διακρίνω να ζωγραφίζεται στα ζαβλακωμένα πρόσωπα των ανθρώπων μέσα στο κόχλασμα και το τσιτσίρισμα της ζέστης, μ' εξοργίζει· πολύ με τυραννά εμένα «το κεντρί της φωτιάς». Αδύνατον, τελικά, να καταλάβω γιατί δεν αρέσει στους ανθρώπους ο χειμώνας, αλλά παθιάζονται με τα ιδρωμένα καλοκαίρια και τις μυρωδιές της άνοιξης που θυμίζουν κρεβατοκάμαρα κοκότας.

*

[...] Αλλά να, αυτή τη ζεστασιά είναι που χρειαζόμαστε, τις περιελίξεις και τις συστροφές των σωμάτων, την επαφή όταν ένας όμοιός μας μάς κάνει την τιμή και τη χάρη να έχει κι αυτός την ανάγκη μας. Άλλωστε, τί άλλο έχομε πάρεξ αυτό που χαρίζομε;

Αχ! Οι προεξοχές, οι εσοχές, τα αραβουργήματα της τριχοφυΐας, ο ίουλος του προσώπου, τα σγουρά και τα μαύρα τσουλούφια, ο χείμαρρος των χρυσών μαλλιών στον τράχηλο· τα μάτια, το φώς τους που καλεί και που διώχνει, το στόμα που ανοίγει τριαντάφυλλο φύλλο το φύλλο, η βρύση του λαιμού και το κύπελλο του αφαλού μας, η βεργολυγερή μέση με τα δυο μονοπάτια προς την ήβη και τα δυό λακκουβάκια πίσω, όταν ζούληξε ο γλύπτης θεός τον πηλό του για να τόν δοκιμάσει·

οι αλαβάστρινες λαγόνες, οι ρωμαλέοι, χνουδωτοί γλουτοί, οι δυο κολώνες των ποδιών όπου φυτρώνει ο κισσός στη γλάστρα των σφυρών κι αναρριχιέται, το μετάξι του δέρματος στον κρυφό θησαυρό του καθενός μας· οι καμπύλες και οι κοιλότητες του σώματός μας, τα λαγκάδια και τα λαγκαδάκια του, οι μυρωδιές του, όποια τελοσπάντων γλυκιά παγίδα στήνει η ζωή, προτού αρχινήσει το ξεφτέρι της, ο Χρόνος με τα σύνεργά του, την σταδιακή αποψίλωση και μάς σκυλέψει ολότελα.

Το σώμα μας είμαστε εμείς. Τελεία. Κι ας μη βλέπομε απ' αυτό παρά το περίβλημα, ό,τι μάς κολακεύει. Όσα μνημεία και να μάς στήσουν, δεν υπάρχομε χωρίς εκείνο. Κακά 'ν' τα ψέματα: Μόνο το χάδι, το φιλί είναι το κλειδί, που μπορεί να μάς δώσει πίσω την χαμένη Πατρίδα, αλλά στη ζωή, κακορίζικα κι ανάποδα, ερωτευόμαστε ανθρώπους που δε' μάς θένε και μάς ερωτεύονται άλλοι που δεν τούς θέλομε.

Μήπως η θάλασσα φταίει για τις τρικυμίες και τα ναυάγια
που προκαλεί; Όλοι αυτήν κατηγορούν,
κανείς δεν τα βάζει με τον άνεμο που την ταράζει.**

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Η Ξυλόκατα και άλλες παγίδες (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2004, σσ. 74, 130). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 13). Κι η κατακλείδα από τον ίδιο (ό.π., σ. 29).