Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

μάτια, μύτη, στόμα, χείλια


Η αιωνιότητα σαπίζει το σώμα αργά σε μια ψυχή που σφύζει από ζωή *
Τα μικρά παιδιά, πριν μάθουν να μετρούν κανονικά, χρησιμοποιούν έναν δικό τους χαριτωμένο τρόπο για να μετρήσουν ώς το 1000: «Μάτια, μύτη, στόμα, χ(ε)ίλια». Και πιστεύουν, μέσα στην παιδική τους άγνοια, αφέλεια και αθώα πονηριά, ότι έχουν βρεί έναν εναλλακτικό τρόπο για να παρακάμψουν την άκαμπτη και απαιτητική λογική των μεγάλων. Αλλά και τα παιχνίδια τους, είτε παιχνίδια στον χώρο είτε με λέξεις, έχουν μία παράξενη δομή που πολλές φορές δεν υπακούει σε αυτό που ονομάζουμε «κοινή λογική» ή «ένα και ένα ίσον δύο».

Όσοι γράφουν ποιήματα βρίσκονται, όπως και τα μικρά παιδιά, ακόμη στο «ένα», ή καλύτερα στο «έν», αρνούμενοι τη διάσπαση του κόσμου τους σε ετερώνυμα μέρη που απομακρύνονται το ένα από το άλλο. Όσοι γράφουν ποιήματα έχουν διατηρήσει κάτι από τον τρόπο σκέψης των παιδιών, με ό,τι αρνητικό ή θετικό συνεπάγεται αυτό.

Διον. Στεργιούλας, “Η σκιά του μοναχικού δέντρου: αυτοσχόλιο για την ποιητική συλλογή Καθόλου Ποιήματα” εν Καρυοθραύστις (τχ.4, Απρ. 2020, σ. 187).

-----
* Το motto στιχάκι του Γιάννη Σταματέλλου από την τελευταία του συλλογή Επιπλεύσεις (έκδ. Δίαυλος, Αθήνα 2019, σ. 37).


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

δεν είν’ ο κόσμος φάντασμα, είναι μια πέτρα


[…]

Δεν είν' ο κόσμος φάντασμα, είναι μια πέτρα
και πάνω της χαράγματα
, σημάδια των ανθρώπων, όπως το δέρμα κάποιων
αντρών παλιών που άντεξαν και βασανίστηκαν
βουβοί μες στο μυστήριο του πόνου·
γι' αυτό και 'γω εκλιπαρώ
να βρώ ένα σώμα για ν' ακουμπήσω στέρεο,
ένα σημείο σύνορο, μοναχικό λιθάρι, και μια ζωή απλοϊκή στα πέρατα της εξοχής,
τα χώματα τ' αρχέτυπα, σα νά ΄χα πρωτοϋπάρξει…
Τάγματα του Θεού, μες στο προαύλιο της εκκλησίας είδα τυχαία μια φορά
της Σύναξής μας το εικόνισμα να κρέμεται σε κόγχη ασβεστωμένη,
κι όπως σκυθρώπιαζε το άλσος των κυπαρισσιών και σιωπούσε η κρήνη,
φτάνει ένα σύμφυρμα πουλιών,
λευκά και γκρίζα περιστέρια,
κι εκεί στη μέση της αυλής, πάνω στα μάρμαρα των τάφων,
στάθηκε απότομα όλο μαζί κι ανίδεο έβοσκε χωρίς καμιά συνείδηση
της ομορφιάς του.

Καταιγισμός περιστεριών πάνω απ' τις αντηρίδες,
ένα τοπίο ανάληψης,
στον κήπο που φιλοξενεί ό,τι αδερφωμένο,
εκεί που ως και τα ζώα κοιτάζονται στα μάτια πονετικά
με βλέμμα ανθρώπινο
,
κι η βασιλεία του αγαθού βουβά επισφραγίζει
ένα θλιμμένο σούρουπο, μια σιωπή, ένα τέλος…

[...]

*

Όλα τοπία είναι της φρίκης, κι αργοσαπίζουν βυθισμένα σε προαιώνιο μαρασμό,
ενώ εσύ περνάς πατώντας πάνω στο άρρωστο και το σαθρό
κι αφήνεις χνάρια από χρυσάφι –έλα λοιπόν με μορφή μελιχρού νεανία
και στην όχθη του βορβόρου αυτού καθισμένος
δείξε επιτέλους τί σημαίνει άσαρκος πόθος κι ομορφιά,
εσύ, που με σκληρότητα ομοίωσες την καλοσύνη
κι έτσι εκδικείσαι ό,τι αγαπάς κι ό,τι μισείς λατρεύεις
-έλα λοιπόν, ώστε κατάστικτος απ' το βασίλεμα του αιώνα
να λάμψει ο βάλτος ο αιμόφυρτος που ρέει προς τη συντέλεια,
και νά 'ρθει η ώρα η έσχατη
όπου θα πέσει ο άνθρωπος για να θαφτεί ολότελα μες στον πηλό
καθώς ο άντρας πάει και χώνεται σφαδάζοντας από χαρά μες στη γυναίκα
σαν πιο βαθιά μες στον θάνατο
.

Στρατής Πασχάλης, Μιχαήλ (έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1996, σσ. 100-101, 32).

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

η μεταποίησις των πλατωνικών αρετών


Οι αρετές που αναφέρει ο Πλάτων για τα μέρη αυτά της ψυχής είναι η νόησις για το λογιστικόν, η τιμή για τον θυμόν και η σωφροσύνη για την επιθυμίαν. Οι αντίστοιχες μαξιμιανές αρετές, όμως, είναι:

α) Για τον λόγον η γνώσις, η πνευματική θεωρία, η φρόνησις, αλλά και η προσευχή, (η οποία είναι και η χαρακτηριστική αρετή του νού, όταν τίθεται αυτός ως πρώτο μέρος αυτής της τριχοτομίας).

β) Για τον θυμόν, η ανδρεία, αλλά και η αγάπη, η ειρήνη, ο αγών, η πνευματική ζέσις, η σώφρων μανία, η διάπυρος αεικινησία, η ελεημοσύνη.

γ) Για την επιθυμίαν, η σωφροσύνη, όπως στον Πλάτωνα, η εγκράτεια και η νηστεία, αλλά και η ηδονή του θείου έρωτα, ο πόθος, η θέλξις.

Βλέπουμε ότι ο Μάξιμος κατορθώνει να εισαγάγει σ' ένα βασικά πλατωνικό ψυχολογικό σχήμα όλες τις ιδιαζόντως χριστιανικές αρετές, αλλά και ότι οι μαξιμιανές αρετές έχουν πολύ πιο βουλητικό χαρακτήρα.

Διονύσιος Σκλήρης, Λόγος – Τρόπος - Τέλος. Σπουδή στη σκέψη του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2018, σσ. 108-109).

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

αν χάσει το σημείο όπου βρισκόταν


Ο μηχανικός αναγνώστης είναι σκλάβος του σελιδοδείκτη του: Αν χάσει το σημείο όπου βρισκόταν, έρχεται αντιμέτωπος με την οχληρή ανάγκη να ξεκινήσει πάλι από την αρχή· κυκλοφορεί μάλιστα ένα ανέκδοτο για κάποιον τέτοιον αναγνώστη που ένας φιλοπαίγμων συγγενής τον καθήλωσε έναν ολόκληρο χρόνο στο Φωτιά και σπαθί στο Σουδάν με το άκαρδο τέχνασμα να τού μετακινεί κάθε νύχτα το σελιδοδείκτη.

Ο γεννημένος αναγνώστης είναι σελιδοδείκτης ο ίδιος. Θυμάται ενστικτωδώς σε ποιά φάση της ανάπτυξης του θέματος είχε αφήσει το βιβλίο, και οι σελίδες ανοίγουν από μόνες τους στο σημείο που γυρεύει.

*

Για τον μηχανικό αναγνώστη τα βιβλία που μόλις διάβασε δεν μοιάζουν με αναπτυσσόμενα όντα που πιάνουν ρίζες και πλέκουν κλαριά, αλλά με απολιθώματα που ο γεωλόγος τούς κολλάει ταμπελίτσα και τα αποθηκεύει στα συρτάρια του γραφείου του· ή μάλλον με φυλακισμένους που καταδικάστηκαν σε ισόβια απομόνωση. Μέσα σ' ένα τέτοιο μυαλό τα βιβλία δεν συνομιλούν ποτέ το ένα με το άλλο.

Edith Wharton, Η διαστροφή της ανάγνωσης (μτφρ. Ευ. Ανδριτσάνου, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2013, σσ. 13, 15).

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

τυφλοί αλλά ιδιοφυείς


[…] έπαψε να τα προσέχει όλα τούτα, και ξάπλωσε εκεί,
ήρεμος και χαμογελαστός, σαν να τού άρεσε που απέδρασε
από την κοιλάδα των τυφλών όπου είχε οραματιστεί
να γίνει βασιλιάς.*

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν τυφλοί και αποκομμένοι, εδώ και δεκατέσσερις γενιές, από το προικισμένο με την αίσθηση της όρασης σύμπαν. Τα ονόματα των πραγμάτων που σχετίζονται με την όραση αχρηστεύτηκαν και άλλαξαν συν τω χρόνω. Η ανάμνηση του έξω κόσμου ξεθώριασε, μετατράπηκε σε παραμύθι για παιδιά και οι κάτοικοι έπαψαν να ενδιαφέρονται για ό,τι υπήρχε πέρα από τους βράχους που κρέμονταν πάνω από το περιτείχισμά τους.

Ανάμεσά τους εμφανίστηκαν άνθρωποι τυφλοί αλλά ιδιοφυείς, οι οποίοι, αμφισβητώντας τα απομεινάρια των αντιλήψεων και της παράδοσης που κουβαλούσαν από την εποχή που έβλεπαν, τα απέρριψαν όλα χαρακτηρίζοντάς τα χιμαιρικά όνειρα και αντικαθιστώντας τα με καινούργιες, πιο λογικές εξηγήσεις. Ένα μεγάλο κομμάτι της φαντασίας τους περιήλθε σε μαρασμό μαζί με τα μάτια τους, και επινόησαν νέα φαντασιοκοπήματα, περισσότερο προσαρμοσμένα στα ευαίσθητα αυτιά και τ' ακροδάχτυλά τους.

Σιγά σιγά, ο Νούνιες κατάλαβε ότι αδίκως ήλπιζε να κερδίσει το θαυμασμό και το σεβασμό τους ποντάροντας στην καταγωγή και τα προσόντα του. Όταν η αξιοθρήνητη απόπειρά του να τους εξηγήσει για την όραση απορρίφθηκε ως συγκεχυμένη ιδέα ενός πλάσματος που μόλις ήρθε στον κόσμο και ήθελε να περιγράψει το θαύμα των ακατανόητων αισθήσεών του, ο Νούνιες παραιτήθηκε και, ελαφρώς αποκαρδιωμένος, δέχτηκε τις νουθεσίες τους.

Ο πιο ηλικιωμένος από τους τυφλούς τού μίλησε για τη ζωή, για τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, τού εξήγησε ότι ο κόσμος (ήγουν η κοιλάδα τους) ήταν αρχικά ένα κούφιο κοίλωμα στους βράχους, ότι πρώτα εμφανίστηκαν τα άψυχα πράγματα, που στερούνταν την αίσθηση της αφής, τα λάμα και μερικά ακόμα πλάσματα με υποτυπώδη νοημοσύνη, κατόπιν ακολούθησαν οι άνθρωποι, και τέλος οι άγγελοι, των οποίων ακούμε το τραγούδι και το φτεροκόπημα, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να τούς αγγίξουμε -πράγμα που προβλημάτισε βαθιά τον Νούνιες, ώσπου σκέφτηκε τα πουλιά.

Ο γέροντας συνέχισε τη διήγηση εξηγώντας του πώς ο χρόνος χωρίστηκε στα δύο, στη ζέστη και στο κρύο, το ισοδύναμο της ημέρας και της νύχτας για τους τυφλούς. Τού είπε ότι ήταν καλό να κοιμάται κανείς με τη ζέστη και να δουλεύει με το κρύο, και ότι εκείνη την ώρα η πόλη των τυφλών θα κοιμόταν, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο ερχομός του.

H.G. Wells, Η χώρα των τυφλών (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2011, σσ. 30-31).- Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 59).

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

στη χώρα των τυφλών


«Ένας βάρβαρος… που μεταχειρίζεται βάρβαρες λέξεις» είπε ο Πέδρο.
«Τ' ακούσατε; Μπογκοτά! Το μυαλό του είναι ακόμα υποτυπώδες.
Διαθέτει μόνο τη στοιχειώδη ομιλία».*

[…] η μικρή κοιλάδα με τα σπίτια έγινε τώρα ακόμα φωτεινότερη. Δεν άργησε να φτάσει σ' έναν αποσαθρωμένο βράχο και -όντας άνθρωπος προσεκτικός– πρόσεξε ανάμεσα στις πέτρες ένα άγνωστο είδος φτέρης που άπλωνε επίμονα τα πράσινα χέρια της μεσ' απ' τις βαθιές σχισμάδες. Κόβοντας ένα κλωνάρι ροκάνισε το κοτσάνι του, πράγμα που τον βοήθησε να νιώσει καλύτερα.

*

Τα σπίτια του χωριού στο κέντρο της κοιλάδας δεν θύμιζαν το συνονθύλευμα των ορεινών οικισμών που εκείνος γνώριζε. Ήταν χτισμένα στη σειρά, δεξιά κι αριστερά ενός απαστράπτοντος κεντρικού δρόμου· πού και πού, στις ετερόκλιτες προσόψεις τους διέκρινες μια πόρτα, αλλά ούτε ένα παράθυρο δεν έσπαγε την ομοιομορφία τους. Είχαν διάφορα χρώματα, εξαιρετικά ανομοιογενή, με μιαν επίστρωση πότε γκρίζα, πότε μαυριδερή, πότε γκριζογάλανη ή καφέ σκούρα. Η θέα αυτού του αλλοπρόσαλλου σοβατίσματος γέννησε για πρώτη φορά στη σκέψη του εξερευνητή τη λέξη «τυφλός». Ο ευλογημένος που έφτιαξε αυτό το πράγμα θα πρέπει να ήταν θεότυφλος, συλλογίστηκε.

*

Η μάχη ήταν άνιση. Αντιλαμβανόμενος την κατάσταση, έμεινε ασάλευτος. «Έπεσα» είπε. «Δεν βλέπω τη μύτη μου σε τούτο το σκοτάδι». Ακολούθησε σιωπή, θαρρείς και όλα εκείνα τα αθέατα πρόσωπα γύρω του προσπαθούσαν να καταλάβουν τα λόγια του. Ύστερα ακούστηκε η φωνή του Κορρέα: «Το μυαλό του δεν έχει ακόμα τελειοποιηθεί. Όταν περπατάει σκοντάφτει, κι ανακατεύει στην κουβέντα του λόγια δίχως νόημα».

*

«“Υποτυπώδες μυαλό!”» αναφώνησε. «“Οι αισθήσεις του δεν έχουν ακόμα τελειοποιηθεί!” Πού νά 'ξεραν ότι προσέβαλλαν τον ουρανόπεμπτο βασιλιά και αφέντη τους. Καταπώς φαίνεται, θα χρειαστεί να τούς μάθω να σκέφτονται λογικά. Για να δούμε… για να δούμε».

*

Αποφάσισε να αρπάξει ένα φτυάρι και να ξαπλώσει έναν-δυό στο έδαφος, αποδεικνύοντάς τους τα πλεονεκτήματα της όρασης σε μια καθαρή μάχη. Έφτασε στο σημείο να αδράξει το φτυάρι του, αλλά τότε ανακάλυψε ένα καινούργιο στοιχείο του χαρακτήρα του· τού ήταν αδύνατον να χτυπήσει εν ψυχρώ άνθρωπο τυφλό.

*

«Ήμουν τρελός» δήλωσε. «Φταίει που δημιουργήθηκα πρόσφατα».
Τού είπαν ότι τώρα μιλούσε καλύτερα.
Τούς διαβεβαίωσε ότι είχε βάλει μυαλό, ότι είχε μετανιώσει για τις πράξεις του.
Ύστερα έκλαψε, άθελά του, γιατί ήταν πια πολύ αδύναμος και άρρωστος, και το κλάμα του το δέχτηκαν σαν καλό σημάδι.
Τον ρώτησαν αν εξακολουθεί να πιστεύει ότι «βλέπει».
«Όχι», τούς αποκρίθηκε. «Ήταν τρέλα μου. Η λέξη δεν σημαίνει τίποτα – λιγότερο κι απ' το τίποτα!».
H.G. Wells, Η χώρα των τυφλών (μτφρ. Π. Ισμυρίδου, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2011, σσ. 19-20, 21, 29, 32, 39, 45).- Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 28).

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

το βλέμμα του καλλιτέχνη


Ένας ζωγράφος πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με τις υψηλές ιδέες της τέχνης του;

Ας φέρουμε στο μυαλό μας μία κλεψύδρα. Είναι ένα όργανο με δυό κύριους χώρους οι οποίοι συνδέονται. Τον έναν ας τον ονομάσουμε χώρο του ιδανικού και τον άλλον χώρο του βιοτικού. Το υλικό που εναλλάσσεται ανάμεσά τους είναι το βλέμμα του καλλιτέχνη.

Σε όλη τη ζωή του καλείται ν' αναποδογυρίζει την κλεψύδρα και να επαναπροσδιορίζει τη σχέση και την ποσόστωση και την ποσόστωση των δύο αυτών κόσμων. Το ένα μέρος προσδιορίζει την προοπτική του άλλου. Αποτελούν ένα σώμα και το ένα επαληθεύει τα όρια της ελευθερίας και της αλήθειας, με την οποία θα κινηθούμε στο άλλο.

*

Τί είναι το κίτρινο;

Τρίγωνο χρώμα, τσίγκινο, λίγο θρασύ, το κοιτάζεις και σε κοιτά οξύ και αποστασιοποιημένο.

*

Τί είναι το πορτοκαλί;

Είναι ζεστό αλλά και διακριτικό, μουδιάζεις από συμπάθεια όταν το κοιτάς. Είναι ταπεινό, καθόλου υπερφίαλο και πολύ νόστιμο.

*

Τί είναι το μαύρο;

Συνδέεται με φήμες και δοξασίες. Είναι, όμως, από τα χρώματα το πιο αυτόνομο και καθαρό. Βαθιά νεανικό, συμβολίζει κατά βάθος την πειθαρχία και την αφοσίωση.

Αλέκος Κυραρίνης, Οι ερωτήσεις της Νεφέλης (έκδ. Ευθύνη, Ο Μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2011, σσ. 20-21, 21, 44, 58).

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

δώσε μου όμως τα χείλη σου κόρη να πιώ


Έρως ο δεινός εκτυφλοί μου τας φρένας·
αλλ' αιθριάζει σός πόθος με, Χριστέ μου.*

τίτλος· Ως έκ τινος κόρην αιτησαμένου ύδωρ και ερασθέντος αυτής
Σαν να μιλάει κάποιος που ζήτησε νερό από μια κοπέλα και την ερωτεύθηκε

Ώ πικρόν ύδωρ, δις πιών και πολλάκις,
άπαυστα διψώ. Ποίον ύδωρ τούτο γε
ό πύρ ανάπτει και φλέγει την καρδίαν;
Δαλός κέκρυπτο των ερώτων, ώ τάλας·
τί και δράσω νύν; Αλλά των σών χειλέων
πιείν
, κόρη, δός· αλλά πόρρωθεν φλέγεις.
Πώς φλογμόν οίσω του πάθους προσεγγίσας;
Έν είδον ευρείν τήσδε της δίψης άκος·
έρως έρωτι παύεται φλογοτέρω.
Έρως έρωτα σβεννύει, μείζων μέγαν.
Σού, Χριστέ μου, σού δράσσομαι, σύ μοι δίδου
ύδωρ τον σόν ζών. Τούτο παύσει την φλόγα
.

*

Ώ το πικρό νερό που πάλι ήπια και πάλι.
Διψώ ακατάπαυστα. Ποιό το νερό είναι ετούτο
που ανάβει πυρκαγιά και καίει την καρδιά μου;
Κρυβόταν των ερώτων ο δαυλός εντός του.
Και τώρα τί να κάνω; Δώσε μου όμως, κόρη,
τα χείλη σου να πιώ· μα από μακριά με λιώνεις.
Κοντά σου τη φωτιά του πάθους πώς θα αντέξω;
Μόνο ένα φάρμακο για αυτή τη δίψα ξέρω:
τον έρωτα έρωτας πιο φλογερός τον σβήνει,
τον πιο μεγάλο έρωτα ένας πιο μεγάλος.
Χριστέ μου, αρπάζομαι από σένα τώρα, δώσ' μου
το ζών νερό σου, αυτό θα σβήσει και τη φλόγα.

*

Σχόλιον· Η κεντρική ιδέα, πως η φωτιά θεραπεύεται με τη φωτιά, ανευρίσκεται σε πολλά χριστιανικά κείμενα, κι ο απόηχός της φτάνει ώς τις ελιοτικές Τετραφωνίες που διακηρύττουν πως:

The only hope, or else despair
Lies in the choice of pyre and pyre -
To be redeemed from fire by fire.


(Η μόνη ελπίδα ή αλλιώς απελπισία
Βρίσκεται στην εκλογή μεταξύ φωτιάς και φωτιάς -
Για να λυτρωθείς απ' τη φωτιά με τη φωτιά).

Ιωάννης ο Γεωμέτρης, ερωτικά ποιήματα, εκ της συλλογής Ιωάννης Γεωμέτρης - Χριστόφορος Μυτιληναίος – Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης. Τρεις μεγάλοι Βυζαντινοί ποιητές (επιλ.-μτφρ. Γ. Βαρθαλίτης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 2017, σσ. 48-49, 73).


-----
* Στο motto ερωτικό δίστιχο του ιδίου επιλεγόμενο Εις σαρκικόν έρωτα (ό.π., 46-47), το οποίο αποδίδει ο μεταφραστής: «Ο τρομερός τον νού μου ο έρωτας τυφλώνει, / μα το σκοτάδι διώχνει ο πόθος σου, Χριστέ μου».

Άλλα αποσπάσματα, απ' ένα πεζό Ιωάννου του Γεωμέτρου κείμενο Περί του μήλου [de malo], εδωδά που καταχωρισμένο.


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

ο συγγραφέας και ο συλλέκτης


Επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράσει όλα τα έργα που τον ενδιέφεραν […], τα έγραφε ο ίδιος. Στην πραγματικότητα οι συγγραφείς είναι άνθρωποι που γράφουν βιβλία όχι επειδή είναι φτωχοί, αλλά γιατί δεν είναι ικανοποιημένοι από τα βιβλία που θα μπορούσαν να αγοράσουν και δεν τούς αρέσουν.

*

Διότι στα μύχια της ψυχής του [συλλέκτη] ενοικούν πνεύματα, ή τουλάχιστον μικρά στοιχεία, που επενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε ο συλλέκτης -εννοώ τον γνήσιο συλλέκτη, όπως πρέπει να είναι- θεωρεί πως η κατοχή είναι η βαθύτερη όλων των σχέσεων που μπορεί να έχει κανείς εν γένει με τα αντικείμενα: Όχι πως αυτά θα ζωντάνευαν μέσα του· αντίθετα, αυτός κατοικεί μέσα τους.

Walter Benjamin, Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου (μτφρ. Βαγγ. Μπιτσώρης, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2016, σσ. 9-10, 22).