Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

ιστορία της εγκατάλειψης


Στεκόμουν μόνος με τις ιδέες μου και κοίταζα.* 

Death does tricks not fit for a dog **
Enter the games
to banish – to forget
The duality of soul
a plate of shrimps
Enter the games
the lice of war
«abandon the caverns
of existence»


Μπες στο παιχνίδι
να διώξεις – να ξεχάσεις
Η δυαδικότητα των ψυχών
ένα πιάτο γαρίδες
Μπες στο παιχνίδι
στις ψείρες του πολέμου
«εγκατάλειψε τις σπηλιές
της ύπαρξης»


Michael March, Τα καμένα στολίδια του καλοκαιριού (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, έκδ. Άγρα, Αθήνα 2015, σσ. 136-137).


-----
 * Το πρώτο motto εκ του Ν.Γ. Πεντζίκη, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Δ'. Το δεύτερο motto εκ του Michael March (ό.π., σ. 50): «Ο θάνατος παίζει παιχνίδια που δεν ταιριάζουν σε σκύλο», αποδίδει η Ρουκ (σ. 51).-

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

γονάτισε! ...ένα λουτρό αρετής


και επί φίλω δάκρυα ράνας *
Έτσι είμαι φτιαγμένος. Εργάζομαι καλά μόνο με τους καθηγητές που εκτιμώ και αγαπώ. Οι περισσότερες πράξεις μου καθοδηγούνται από το συναίσθημα. Γι' αυτό και ανησυχώ τόσο για τους βαθμούς που θα πάρω [...]. Ένας καλός χριστιανός δεν πρέπει βέβαια να κατέχεται από εγωπάθεια και οφείλει να δέχεται καρτερικά τις αδικίες που υφίσταται. Ήξερα, ωστόσο, πως αυτή η αποτυχία θα πλήγωνε καίρια τον εγωισμό μου. Παραδέχομαι πως είμαι εγωιστής. Γι' αυτό άλλωστε ισχυρίζομαι ότι περιφρονώ τα σπορ. Επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να διακριθώ σ' αυτά. Ο ίδιος λόγος εξηγεί και τη λιγοστή συμπάθεια που ένιωθα για τον Αλβεάρ. Φοβόμουν ότι θα κορόιδευε την αδυναμία μου κι ήμουν έτοιμος να τον μισήσω γι' αυτό το έγκλημα. Ναι, θέλω να το εξομολογηθώ: όποιος κι αν είναι αυτός που προσπαθεί να μού πάρει την πρώτη θέση, τον αντιμετωπίζω σαν επικίνδυνο αντίζηλο. Ζώ με τον φόβο του μίσους που κρύβω στα μύχια της ψυχής μου επειδή ξέρω πως ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο, μια ειρωνική λέξη είναι αρκετά για να το βγάλουν στην επιφάνεια. Στις περιπτώσεις αυτές νιώθω να φουσκώνει στο στήθος μου ένα κύμα που το ακούω ν' ανεβαίνει στην επιφάνεια μ' ένα βουητό καταιγίδας, που το βλέπω να ξεσπάει ορμητικό και να με τυφλώνει. Έπειτα μόλις το κύμα τραβηχτεί, μένω τσακισμένος από την προσπάθεια που έχω αναγκαστεί να καταβάλω ώστε να μη με σαρώσει. Η ανάμνηση του κινδύνου κάνει για καιρό το κορμί μου να τρέμει. Κρύβω μέσα μου αρκετό μίσος για να τιναχτούν στον αέρα χίλιοι κόσμοι. Πρέπει χωρίς άλλο να μιλήσω γι' αυτό στον εξομολόγο μου και να τού αποκαλύψω αυτή την άβυσσο στο χείλος της οποίας στέκομαι.
*
«Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Είναι ανώφελο. Ήρθες να κάνεις ένα λουτρό αρετής. Μη διαμαρτύρεσαι! Ξέρεις ότι διαπράττεις ιεροσυλία χρησιμοποιώντας το μυστήριο της εξομολόγησης για να κολακέψεις τον εγωισμό σου; Όχι, μην προσπαθήσεις να μού πείς ψέματα. Σ' ακούει ο Θεός. Σ' Αυτόν θα λογοδοτήσεις για τα σφάλματά σου. Βλέπω καθαρά τι κρύβεις στην ψυχή σου. Είμαι ένας απλός κληρικός αλλά ο Θεός ευδοκεί καμιά φορά να φωτίσει αυτούς που τον υπηρετούν. Επικεντρώνεις πάντα στο άτομό σου, Γκεράρντο. Σε απασχολεί μόνον ο εαυτός σου. Ήρθες εδώ μ' έναν και μόνο σκοπό: να με κάνεις συνεργό στο παιχνίδι σου. Έλπιζες πως θα με αφόπλιζαν οι ομολογίες σου. Δεν είμαι όμως εγώ αυτός που πρέπει να εξαπατήσεις, είναι ο Κύριος και Θεός μας». Αυτά τα φοβερά λόγια του φώτισαν την περίπτωσή μου. Έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας με λυγμούς. Η θλίψη φούσκωνε την καρδιά μου. Μουρμούριζα πως ίσως αυτό να ήταν αλήθεια, πως αγωνιζόμουν να αφοσιωθώ, ψυχή και σώμα στο Θεό, πως πολεμούσα ασταμάτητα τις σκέψεις μου και πως αγαπούσα ολόψυχα τον Κύριο. Ακολούθησε καινούρια σιωπή του που μού φάνηκε ατέλειωτη. «Σε πιστεύω, μικρέ. Είναι φανερό πως έχεις το πάθος της αλήθειας και την αίσθηση του απόλυτου, αλλά σού λείπει αυτό που διαθέτουν από τη φύση τους οι μέτριες ψυχές: την πραγματική αγάπη που τίς κάνει να ξεχνούν το άτομό τους. Γι' αυτό θα σού δώσω άφεση με έναν όρο: θ' απαρνηθείς τον Χουάν Αλβεάρ. Θέλω να πιστέψεις πως την απόφασή μου δεν την υπαγορεύει η σκληρότητα. Εξασκείς έντονη επιρροή στους συμμαθητές σου. Αναστατώνεις την ψυχή του φίλου σου. Δεν έχεις το δικαίωμα να παίρνεις τον Αλβεάρ μακριά από τον Κύριο». Τα λόγια του αντήχησαν στ' αφτιά μου σαν θανατική καταδίκη. Τα δάκρυά μου διπλασιάστηκαν. Φώναξα: «Δεν μπορώ, πάτερ μου. Δεν μπορώ...»

Μισέλ ντε Καστίγιο, Ερωτευμένα αγόρια [Gerardo Laïn] (μτφρ. Τασσώ Καββαδία, έκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1994, σσ. 96-98, 104).


----- 
* Στο motto στιχάκι εκ του τετάρτου ιδιόμελου στιχηρού (του αγίου Λαζάρου) του εσπερινού της Προηγιασμένης της Παρασκευής (προχθές) προ των Βαΐων. Ποίημα Λέοντος του Βασιλέως. Υμνολογούνται τα δάκρυα που έχυσε ο Ιησούς για τον νεκρό φίλο του.-

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

γονάτισε! θα προσευχηθώ στον Κύριο!


«Απαιτώ να μού υποσχεθείς πως δε θα δημιουργήσεις ιδιαίτερες σχέσεις με τον Αλβεάρ». Θα πρέπει να άστραψε το βλέμμα μου. Βρήκα όμως τη δύναμη να τού αποκριθώ ψυχρά-ψυχρά: «Θα μιλήσω σήμερα κιόλας στον εξομολόγο μου και θα ακολουθήσω επακριβώς τις συμβουλές του. Για τα υπόλοιπα θ' αποφασίσει ο Αλβεάρ. Δεν μπορώ να δώσω μια υπόσχεση για λογαριασμό του». Ο πάτερ Νορντέλ είχε σηκωθεί και με κοίταγε με περιφρόνηση. «Γονάτισε!» είπε κι επειδή δίσταζα βροντοφώναξε: «Γονάτισε!». Υπάκουσα. Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου και μουρμούρισε: «Θα προσευχηθώ στον Κύριο να σε βγάλει από την άβυσσο όπου βυθίζεσαι». «Αμήν» ψιθύρισα κι έφυγα απ' το γραφείο του.
*
Οι περισσότεροι εξάλλου συμμαθητές μου, δε δίνουν την εντύπωση ότι υποφέρουν από έλλειψη αγάπης. Είναι αλήθεια ότι μιλάω για κάτι που αγνοώ. Γιατί, τί είναι αλήθεια η αγάπη; Αγαπώ τον Αλβεάρ. Αυτό το κατάλαβα τη στιγμή που κράτησα στα χέρια μου την απάντησή του στο γράμμα μου. Κι ωστόσο μου είναι δύσκολο να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ. Νιώθω την ανάγκη να τον βλέπω, να τον ακούω. Αποζητώ την παρουσία του: είναι άραγε αυτό αγάπη; Όταν είναι κοντά μου, αντί ν' απολαύσω αυτή την ευτυχία, νιώθω έντονη ανησυχία, απροσδιόριστη οργή. Θέλω να τον διώξω μακριά μου αλλά ταυτόχρονα λαχταρώ να τον φέρω ακόμα πιο κοντά μου. Τον αγαπώ και φοβάμαι πως θα τον χάσω, κι αυτός ο φόβος γίνεται μέρος της αγάπης μου. Πρέπει να πονέσω από την απουσία του για να νιώσω πόσο πολύ τον χρειάζομαι. Συγκρίνοντας το τίποτα που είμαι χωρίς αυτόν συνειδητοποιώ το σύμπαν που ενσαρκώνει.
*
Τού εξήγησα ότι μού φάνηκε πως ο Θεός μού ζητούσε ν' απαρνηθώ το μοναδικό φίλο μου και τού εξήγησα τι είχα κάνει. Πρόσθεσα, μάλιστα, πως είχα την εντύπωση ότι αγαπούσα τον Αλβεάρ περισσότερο από το Θεό. Επειδή τον Αλβεάρ τον έβλεπα ενώ ο Θεός παρέμενε αόρατος. Ο πάτερ Σάντος πέρασε το δεξί χέρι του στο λαιμό μου και με αγκάλιασε. Το χέρι του χάιδευε το σβέρκο μου καθώς μού δήλωνε πως οι ενδοιασμοί μου με τιμούσαν, μαρτυρούσαν την ευθύτητα της συνείδησής μου. Κι ακόμη πως όλοι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τέτοιες αμφιβολίες. Θέλησε μόνο να μάθει αν ο Αλβεάρ μού γεννούσε πονηρές σκέψεις κι η ερώτησή του με ξάφνιασε επειδή θύμιζε τις ερωτήσεις του πάτερ Αλμά. Σκέφτηκα αμέσως ότι δε ρωτούσαν το ίδιο πράγμα. Δεν ήμουν όμως κι εντελώς σίγουρος γι' αυτό. Απάντησα λοιπόν πως είχα νιώσει κάποια φορά την επιθυμία να φιλήσω το λαιμό του, αλλά είχα ντραπεί γι' αυτή την αντίδραση του κορμιού μου κι ο πειρασμός δεν είχε επαναληφθεί. Ο πάτερ Σάντος φάνηκε ικανοποιημένος. Χάιδεψε το σβέρκο μου, χτύπησε ανάλαφρα το μάγουλό μου και με ρώτησε μήπως είχα αθετήσει και την έκτη εντολή. Η απάντησή μου, ήταν αρνητική κι ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Θύμωσα με τον εαυτό μου επειδή αντέδρασα έτσι, αλλά η επιμονή του με εξόργιζε. Είχα τρέξει κοντά του επειδή είχα την εντύπωση πως κινδύνευα κι εκείνος μ' είχε απογοητεύσει με τη λίγη σημασία που έδινε στις ομολογίες μου. Με ενοχλούσαν ακόμη τα χάδια του [...]. Μού ξανάπε πως έπρεπε να κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια να ηρεμίσω, πως με αναστάτωνε ο Διάβολος και πως έπρεπε να βασίζομαι στη φιλευσπλαχνία του Θεού και να μην αμφιβάλλω για την αγάπη του. Λίγο έλειψε να κλάψω από αγανάκτηση. Υποβάθμιζε τις δυσκολίες μου επειδή δεν μπορούσε να τις κατανοήσει. Έμοιαζε σίγουρος πως τις σκέψεις αυτές μού τίς υπαγόρευε ο Διάβολος ενώ εγώ ήμουν βέβαιος πως εκείνος που τίς γεννούσε ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός.

Μισέλ ντε Καστίγιο, Ερωτευμένα αγόρια [Gerardo Laïn] (μτφρ. Τασσώ Καββαδία, έκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1994, σσ. 53-54, 62, 68-69).

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

κλίμαξ δύο γυναίκες ουράνιος


το κύμα   κυανούν 
και        αχανές 
και απροσδόκητο *
Η κλίμαξ ήν είδε πάλαι ο μέγας εν Πατριάρχαις,
δείγμα, ψυχή μου, πρακτικής υπάρχει επιβάσεως,
γνωστικής τυγχάνει αναβάσεως∙
ει θέλεις ουν πράξει και γνώσει και θεωρία βιούν, ανακαινίσθητι.

Τον καύσωνα της ημέρας υπέμεινε δι’ ένδειαν ο Πατριάρχης,
και τον παγετόν της νυκτός ήνεγκε, καθ’ ημέραν κλέμματα ποιούμενος,
ποιμαίνων, πυκτεύων, δουλεύων, ίνα τας δύο γυναίκας εισαγάγηται.

Γυναίκας μοι δύο νόει, την πράξιν τε και την γνώσιν εν θεωρία∙
την μεν Λείαν πράξιν ως πολύτεκνον
την Ραχήλ δε γνώσιν ως πολύπονον
και γαρ άνευ πόνων ου πράξις ου θεωρία ψυχή κατορθωθήσεται.


Ανδρέας Κρήτης, Μέγας Κανών (τροπάρια τετάρτης ωδής).


----- 
* Το motto του Άγγελου Καλογερόπουλου από το ποίημα «Ο κυλιόμενος βράχος», εκ της συλλογής, Έτσι είναι. Ακολουθία παραστάσεων (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2010, σ. 55).

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

χαροποιά πένθη


Κατά το έλεός σου, Κύριε,
και μη κατά τας αμαρτίας ημών.*


Ελέησόν με ελεήμον το ποίημά σου·
επίστρεψόν με δωρεάν τη ση χάριτι·
 οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δέ σοι ουδέν.
 Μη αναμένης την εμήν διεφθαρμένην προαίρεσιν,
 ότι ουκ έχω προθυμίαν εις το διορθώσασθαι εμαυτόν.

Κλαύσατε επ' εμέ πάσα φύσις ορατή και αόρατος,
 τον εν αμαρτίαις και πάθεσι καταγηράσαντα.
 Κλαύσατε επ' εμέ, τον δήθεν διά τους ορώντας με σωφρονούντα,
 έσωθεν δε αεί πορνεύοντα.

*

Εγώ δε ο χαύνος και αμαρτωλός,
 ηθέτησα και αθετώ χάριτός σου τας δωρεάς.
 Ποίας ουν συγγνώμης ειμί άξιος ο άθλιος εγώ;

Ουκ ειμί άξιος αιτήσαι συγχώρησιν Κύριε,
 ότι ουκ έχω εξομολόγησιν αληθινήν.
 Πολλάκις γαρ μετανοείν σοι συνεταξάμην
 και ψεύστης της συνταγής εγενόμην.
 Πολλάκις με ηλέησας καγώ σε ηθέτησα.
 Πολλάκις με εβάστασας καγώ πάλιν υπέστρεψα.
 Πολλάκις με ανέστησας καγώ πάλιν κατέπεσον.
 Διά τούτο την απόφασιν εκφέρω κατ' εμαυτού
 και ομολογώ ότι άξιος ειμί πάσης κολάσεως και τιμωρίας.


Θηκαράς, Χαροποιά Πένθη, Σαββάτω εσπέρας, (έκδ. Ι.Μ. Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2008, σσ. 414, 415).


*


 Από καρπών δικαιοσύνης φάγεται αγαθός, 
ψυχαί δε παρανόμων ολούνται άωροι


-----
 * Στο ως άνω motto στίχος εκ των Παροιμιών Σολομώντος (ιγ΄ 2). Στο αρχικό όμως motto απόκριση του λαού στην αγία Προσκομιδή κατά την Θεία Λειτουργία του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου (έκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 31).-

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

σε έκσταση

Αλλά συ Κύριε
 ως έμφυτον έχων της μακροθυμίας το πέλαγος
 και της ευσπλαγχνίας την άβυσσον,
 μη παραχωρήσης εκκοπήναι με ως την συκήν την άκαρπον.
 Μη σπεύσης θερίσαι με εκ της ζωής μου άωρον.
 Μη αρπάσης με ανέτοιμον υπάρχοντα.
 Μη άρης με λαμπάδα μη ανάψαντα.
 Μη λάβης με μη έχοντα γάμου ένδυμα.*

ς. Κάποια μέρα εκεί που καθόμουνα, έπεσα ξαφνικά σε έκσταση. Και βλέπω στα χέρια μου τους ύμνους, τον καθένα χωρισμένο σε τρία τμήματα, όπως είναι χωρισμένοι και τώρα. Αφού ήρθα γρήγορα εις εαυτόν και βαριαναστέναξα με δάκρυα, αναφώνησα προς τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, επειδή έχεις πλούσιο το έλεος, ευδόκησε γρήγορα έτσι να γίνει· αξίωσέ με, τον ανάξιο, να γεμίσει η ψυχή μου σε όλο της το πλάτος με τέτοιου είδους Ύμνους της βασιλείας σου».

Θηκαράς, Θεοδούλου Μοναχού, Διήγησις περί των Ύμνων, (έκδ. Ι.Μ. Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2008, σ. 445).- Το motto εκ του ιδίου, Χαροποιά Πένθη, Σαββάτω εσπέρας (ό.π., σ. 416).-

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

σταυρό ονόμασαν την ησυχία

αλλ' επουράνιε γεωργέ
Χριστέ ο Θεός,
την χερσωθείσαν μου ψυχήν
καρποφόρον ανάδειξον *

ις. Εάν λοιπόν με τους ψυχικούς και σωματικούς οφθαλμούς ο εργάτης αυτών [των Ύμνων], όταν εγκρατεύεται, βλέπει σαν μέσα σε καθρέπτη την δόξα και το έλεος και την φροντίδα του Θεού, πόσο θα όφειλε αυτός να τηρεί και να προσέχει τα όσα είπαμε πριν;

Πρέπει λοιπόν αυτός ο οποίος ησυχάζει, επειδή είναι περισσότερο πρόσφορο και ταιριαστό, αφού ανέβηκε στον σταυρό -σταυρό οι άγιοι πατέρες ονόμασαν την ησυχία, στην οποία κανείς εισπράττει περισσότερο πλούτο αρετής, όπως είπε ο Κύριος ότι «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων» και τα εξής [πρβλ. Ματθ. 5, 20], πάντοτε να καθαρίζει την ψυχή του από κάθε επιθυμία ηδονής και κάθε ψόγο πάθους, μάλλον δε ατιμίας· και με κανέναν τρόπο να μην έχει περισπασμό ή προσπάθεια· αυτός δε ο οποίος ασκείται στο κοινόβιο, να αρκείται μόνο στην κοινή τράπεζα, και εάν είναι δυνατόν και σ' αυτήν να εγκρατεύεται, κυρίως από τα παχύτερα φαγητά.

Οι ησυχαστές λοιπόν οι οποίοι θέλουν να προκόπτουν με την χάρη του Χριστού σ' αυτούς τους Ύμνους χωρίς εμπόδια, είτε είναι απαθείς είτε εμπαθείς, είτε νηστευτές είτε φιλήδονοι, ας εργάζεται ο καθένας μόνος του στο εργόχειρό του και ας τούς οικονομεί κάποιος στο φαγητό, ώστε να μην γνωρίζουν ούτε να ακούν ποτέ τι φαγητό πρόκειται να φάνε, για να μην προσεύχονται όλη την ημέρα εκείνη έχοντας στον νού τους αυτά τα φαγητά.

Ακόμη και από αυτά τα οπωρικά και τα σκόρδα, ο νούς πάρα πολύ θολώνει, και όλη την ημέρα εκείνη δεν δύναται να προσευχηθεί με καθαρότητα· και μάλιστα αν με τα ίδια μας τα χέρια προετοιμάσουμε το δικό μας τυχόν πλούσιο γεύμα, περισσότερο προσηλώνουμε τον νού μας σε αυτά. Και αν θελήσουμε να τα λησμονήσουμε την ώρα της προσευχής, οι δαίμονες δεν αφήνουν τον νού να υψωθεί έχοντας ισχυρή πρόφαση. Για αυτό, καθώς ελεγχόμαστε από την ίδια μας την συνείδηση, κατηγορούμε τον εαυτό μας, επειδή γίναμε εμπαθείς και φιλήδονοι κατά την προαίρεσή μας.

Λοιπόν, αποκλειστικά και μόνο εκείνοι οι οποίοι είτε δεν τρώγουν μαγειρεμένα φαγητά, είτε τρώγουν μόνο ψωμί ή μόνο ένα άλλο είδος τροφής, δεν έχουν ανάγκη να φροντίζει κάποιος άλλος για το φαγητό τους. Για αυτό οι κοινοβιάτες [εφ' όσον τρώγουν αμέριμνα ό,τι τούς παρατίθεται στην κοινή τράπεζα] θα προσελκύσουν, αν θέλουν, γρηγορότερα το έλεος του Θεού· αν βέβαια ασκήσουν βία για να χαλιναγωγήσουν το ακράτητο κακό, την γλώσσα τους.

Θηκαράς, Θεοδούλου Μοναχού, Διήγησις περί των Ύμνων, (έκδ. Ι.Μ. Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2008, σ. 461-463).- Το motto εκ του ιδίου, Ασκητική Ακολουθία, Εις την έκτην Ώραν, (ό.π., σ. 337).- 

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

το σωτήριον πένθος

Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε·
[...] ο βλέμματι μόνω
τα πάντα καταφλέξαι δυνάμενος.*

ιθ. Από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο, δηλαδή έως την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, όποιος θέλει να αυξήσει το τάλαντο της χάριτος, ας απαγγέλει από στήθους κάθε απόγευμα πέντε Καθίσματα του Ψαλτηρίου ή επτά, ανάλογα με το χρόνο του, μάλλον δε κατά την δύναμή μας, διότι φοβάμαι να πώ κατά την προαίρεσή· (ή αντί για τα πέντε Καθίσματα του Ψαλτηρίου ας λέει μόνο την ευχή αυτή επτακόσιες φορές, δηλαδή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσον με”, ή τετρακόσιες ή έστω τριακόσιες ανάλογα με τον χρόνο που διαθέτει).

Ας διαβάζει λοιπόν αυτός το Μικρό Απόδειπνο -που δεν είναι καθόλου μικρό- ως εξής: αφού πεί το Τρισάγιο, το Κύριε ελέησον (ιβ΄), Δόξα και νυν, τότε ας λέει πρώτα τον Ευχαριστήριο Ύμνο· στην συνέχεια ας αρχίσει από το “Την ημέραν διελθών ευχαριστώ σοι, Κύριε”, μέχρι το “Ελέησόν με, ο Θεός”· και αφού συμπληρώσει τον ψαλμό, ας μεταβεί στο τρίτο μέρος παραλείποντας το δεύτερο, επειδή και αυτό διαβάζεται· και το Σάββατο εσπέρας ας διαβάζει όλο το Απόδειπνο παραλείποντας το εσπερινό Ψαλτήριο.

Στον Όρθρο λοιπόν ας διαβάζονται συνεχώς τα τρία Καθίσματα, μήπως αμελήσει ο ησυχαστής να έλθει και στους Ύμνους.

Στον καιρό του θέρους, ας διαβάζεται ένα Κάθισμα στον Όρθρο κατά την τάξη την οποία προαναφέραμε, και τα δύο το προηγούμενο απόγευμα, όσο ακόμη υπάρχει φώς. Και την άνοιξη και το φθινόπωρο ας διαβάζει όλη την ακολουθία του με σύνεση.

Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει πάντοτε ταπεινή την καρδιά του και την πλουτίζει με το σωτήριο πένθος και εξαγνίζει τον νού του με την έλλαμψη του θείου φωτός που κατέρχεται από τους Ύμνους· και ατενίζει με ειλικρίνεια τις δόξες του αγίου Πνεύματος, κάθε φορά που ψάλλονται οι Ύμνοι, εάν βέβαια είναι εγκρατής. Αλλά θα δεί και με τους σωματικούς οφθαλμούς κάποια σημεία της χάρης, είτε μέσα στο κελλί του, όπως αναφέρεται στον άγιο Νείλο, είτε έξω, όταν ατενίζει προς το ύψος, όπως ο θεσβίτης Ηλίας, εάν βέβαια έχει ταπεινή την καρδιά του.

Θηκαράς, Θεοδούλου Μοναχού, Διήγησις περί των Ύμνων (έκδ. Ι.Μ. Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2008, σ. 473).- Το motto εκ της ιδίας συλλογής του Θηκαρά, Δοξολογία τη Τετράδι και τω Σαββάτω, Εις την τρίτην Ωδήν (ό.π., σ. 160).