Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

ένα είδος «ποιοτικού άλματος»


Έως το φώς
έπεσε
ο εωσφόρος
.*

[…] μια μικρή παρένθεση αναφερόμενοι σε έναν σημαντικό σταθμό στη μακρά εξέλιξη του ανθρώπινου σώματος. Είναι αναμφισβήτητο ότι ανάμεσα στη Μόνα Λίζα και τη γυναίκα των σπηλαίων υπάρχει ένα είδος «ποιοτικού άλματος».

Ωστόσο στη γυναίκα των σπηλαίων βρισκόταν ήδη όλη η υπόσχεση της ομορφιάς του ανθρώπινου όντος. Γιατί «η όρθια στάση» υπήρξε η αφετηριακή στιγμή μιας καθαρά ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η όρθια στάση οδήγησε σε μια τριπλή απελευθέρωση. Απελευθέρωσε τα χέρια, γεγονός το οποίο επέτρεψε τον Homo faber. Απελευθέρωσε τη γλωττίδα και τη φωνητική χορδή, γεγονός που επέτρεψε στην ανθρώπινη φωνή να γίνει αυτό το μαγικό εργαλείο για το λόγο και το τραγούδι, και στον άνθρωπο να γίνει αυτό το όν της γλώσσας και της σκέψης.

Τέλος, απελευθέρωσε το πρόσωπο. Αντί να είναι ένα «ρύγχος» που προχωράει έρποντας στο έδαφος σαν του ζώου που περιπλανιέται διαρκώς αναζητώντας την τροφή του, το πρόσωπο αποτελεί πλέον μέρος του κεφαλιού, που στέκεται ήρεμα και ευγενικά πάνω στους ώμους. Αυτό το πρόσωπο μπορεί να στρέψει, με μια κυρίαρχη άνεση, το βλέμμα του ψηλά και μακριά, να ανταλλάξει ένα χαμόγελο με τους ομοίους του, να αφήσει να φανούν συναισθήματα και συγκινήσεις που προέρχονται από τα βάθη, υψώνονται προς την κορυφή και που εντέλει το διαμορφώνουν.

Τολμάμε να διαβεβαιώσουμε ότι, αν κάθε πρόσωπο που δείχνει μίσος είναι άσχημο, αντιθέτως, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο που δείχνει καλοσύνη είναι ωραίο. Το πρόσωπο είναι αυτός ο μοναδικός θησαυρός που ο καθένας μας προσφέρει στον κόσμο. Αρμόζει να μιλάμε για το πρόσωπο μ' αυτούς ακριβώς τους όρους, της προσφοράς ή του ανοίγματος. Γιατί το μυστήριο και το κάλλος ενός προσώπου δεν μπορούν τελικά να γίνουν αντιληπτά και να αποκαλυφθούν παρά μόνο από άλλα βλέμματα ή ένα άλλο φώς.

François Cheng, Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά (μτφρ. Μ. Παπαδήμα-Μ. Λεοντάρη, έκδ. Εξάντας, Αθήνα 2011, σσ. 54-55).

-----
* Στο motto όμως στιχάκι μόνο του π. Γενναδίου Δεμερτζή, Εικόνες (έκδ. Μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2009, σ. 23).

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

απ’ αφορμή την Μόνα Λίζα


κοντολογίς
έπεσα οικειοθελώς σε όλες σου τις παγίδες *

Η ομορφιά της δεν βασίζεται μόνο στο συνδυασμό των εξωτερικών χαρακτηριστικών, αλλά φωτίζεται από ένα βλέμμα και ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο αινιγματικό που μοιάζει να θέλει να πεί κάτι. Πόσο θα θέλαμε ν' ακούσουμε τη φωνή της! Η ίδια η φωνή, αλλά και αυτό που λέει η φωνή αποτελούν μέρος της ομορφιάς μιας γυναίκας.

Με τη φωνή η γυναίκα εκφράζει ό,τι αισθάνεται, αλλά επίσης και ό,τι νοσταλγεί, ό,τι ονειρεύεται και το ανείπωτο, που προσπαθεί ωστόσο να ειπωθεί. Η επιθυμία του λόγου συγχέεται με την επιθυμία της ομορφιάς. Η επιθυμία του λόγου προστίθεται στη γοητεία της ομορφιάς.

Είναι τελικά πασιφανές ότι η ομορφιά της γυναίκας δεν προκύπτει απλώς από μια σωματική εξέλιξη, αλλά ότι είναι μια κατάκτηση του πνεύματος. Αυτή η κατάκτηση μάς αποκαλύπτει ότι η αληθινή ομορφιά είναι συνείδηση της ομορφιάς και ορμή προς την ομορφιά, ότι γεννάει την αγάπη και ότι εμπλουτίζει την αντίληψή μας για την αγάπη.

*

Υπάρχει πράγματι ένα μυστήριο του βλέμματος. Από πού προέρχεται η ομορφιά ενός βλέμματος; Οφείλεται απλώς στη φυσική όψη των ματιών, βλέφαρα, βλεφαρίδες, απόχρωση της ίριδας κλπ; Η φυσική ομορφιά των ματιών μπορεί ασφαλώς να συμβάλει σε αυτό, στο βαθμό που μπορεί να αφυπνίσει στο πλάσμα που την αντίκρισε την έννοια της ομορφιάς. Αλλά εξαιτίας αυτού ακριβώς, το βλέμμα είναι κάτι περισσότερο από τα μάτια.

Όλες οι γλώσσες δεν δέχονται την ιδέα ότι τα μάτια είναι «το παράθυρο της ψυχής»;

Η ομορφιά του βλέμματος έρχεται από ένα φώς που αναδύεται από τα βάθη του Όντος. Μπορεί επίσης να έρχεται από ένα εξωτερικό φώς που τη φωτίζει, ιδίως όταν το βλέμμα συλλαμβάνει στιγμιαία κάτι το ωραίο ή συναντά ένα άλλο βλέμμα αγάπης και ομορφιάς.

François Cheng, Πέντε στοχασμοί για την ομορφιά (μτφρ. Μ. Παπαδήμα-Μ. Λεοντάρη, έκδ. Εξάντας, Αθήνα 2011, σσ. 55-56, 58).

-----
* Το motto εκ της Σάρας Θηλυκού, Στον κήπο γυναίκα (αυτοέκδοση, Αθήνα 2020, σ. 29).

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

μια γυναίκα τόσο ωραία


Την ώρα του έρωτος και των κυανών βλεφάρων
Βλέπω να καίγουμαι κ' εγώ με τη σειρά μου βλέπω
αυτήν την κατανυκτική κρυψώνα των τιποτένιων πραγμάτων
Που υπήρξε το κορμί μου
Και που την ψάξαν υπομονητικά ράμφη πύρινων ίβιδων *

Ο Swift είναι υπερεαλιστής στην κακία.
Ο Sade είναι υπερεαλιστής στο σαδισμό.
Ο Chateaubriand είναι υπερεαλιστής στον εξωτισμό.
Ο Constant είναι υπερεαλιστής στην πολιτική.
Ο Hugo είναι υπερεαλιστής όταν δεν είναι βλάκας.
Η Desbordes - Valemore είναι υπερεαλίστρια στον έρωτα.
Ο Bertrand είναι υπερεαλιστής στο παρελθόν.
Ο Rabbe είναι υπερεαλιστής στο θάνατο.
Ο Poë είναι υπερεαλιστής στην περιπέτεια.
Ο Baudelaire είναι υπερεαλιστής στην ηθική.
Ο Rimbaud είναι υπερεαλιστής ζώντας και σε άλλα πράγματα.
Ο Mallarmé είναι υπερεαλιστής στην εκμυστήρευση.
Ο Jarry είναι υπερεαλιστής στο αμπσέντι.
Ο Nouveau είναι υπερεαλιστής στο φιλί.
Ο Saint - Pol - Roux είναι υπερεαλιστής στο σύμβολο.
Ο Fargue είναι υπερεαλιστής στην ατμόσφαιρα.
Ο Vaché είναι υπερεαλιστής εντός μου.
Ο Reverdy είναι υπερεαλιστής σπίτι του.
Ο St. J. Perse είναι υπερεαλιστής εξ αποστάσεως.
Ο Roussel είναι υπερεαλιστής στο ανέκδοτο.
κ.λ.π.
[...]
Σημ. Μεταφραστή: Οι υπερεαλιστές θεωρούν ως πρόδρομό τους τον Isidore Ducasse τον ποιητή των Chants de Maldoror.

*

Τα Γραπτά φεύγουν

Το ατλάζι των φίλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει μια γυναίκα τόσο ωραία
Που όταν δεν διαβάζει κανείς τήν ατενίζει με λύπη
Χωρίς να τολμά να τής μιλήση χωρίς να τολμά να τής πή πως είναι τόσο ωραία
Που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόϊσμα λουλουδιών
Καμμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
Και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κυττάζει τα κοσμήματα κατάματα
Όπως δεν κάνουν ταληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια του αέρος
Ένα σχίσμα στην θέσι της καρδιάς

Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
Και καμμιά φορά οι βραδυνές αφίνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα κοριτσάκια που οδηγούν θηριά αλυσσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ωρισμένων γραμμάτων
Όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών Για να βρέχη πάντοτε.

Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να σμίξουν
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα των λειβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
Μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
Του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από θάμνους γιομάτους πέπλους
Και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη αλήθεια των ελκύθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης εκτάσεως
Αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
Εξ αιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου

Που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων

Andre Breton, στο τομίδιο Υπερεαλισμός 63 χρόνια Α΄ (απόδοση Ανδρέα Εμπειρίκου, έκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1992, σσ. 5-6, 10-11). - Στο motto στίχοι του ιδίου εκ του ποιήματος «Επαγρύπνηση» (ό.π., σ. 13).


Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

και μάλιστα το των Ρωμαίων όνομα


[…] το ελληνικόν έθνος ουδέποτε ελησμόνησε την καταγωγήν του, ουδ’ εξέλιπέ ποτε κατά τους μακρούς αιώνας, τους διαρρεύσαντας από της δύσεως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μέχρι της ελληνικής επαναστάσεως, το όνομα Έλλην. Επεκράτησαν μεν ως ονόματα του έθνους άλλα επείσακτα και μάλιστα το των Ρωμαίων· αλλ' οσάκις η ανάγκη η την αντικατάστασιν ταύτην επιβαλούσα παρήρχετο επανήρχετο και το παλαιόν εθνικόν όνομα.

Τρία δ' ήσαν κυρίως τα αίτια, ών ένεκα επί μακρόν προεκρίνετο τούτου το των Ρωμαίων όνομα. Η αποδοκιμασία και προπηλάκισις του ονόματος των Ελλήνων υπό πατέρων της εκκλησίας και εκκλησιαστικών συγγραφέων, η εγκατάστασις της έδρας του ρωμαϊκού κράτους εν Κωνσταντινουπόλει·

και τρίτον η υπ' αυτού του συμφέροντος του έθνους επιβεβλημένη ανάγκη της διατηρήσεως του ονόματος των Ρωμαίων υπό της ελληνικής εκκλησίας μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, προς διατήρησιν και της δικαιοδοσίας του Πατριάρχου επί των υπηκόων ποτέ του βυζαντινού κράτους εθνών.

*

Μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, η εκκλησία έκρινε συμφορωτάτην εις το έθνος την ονομασίαν των Ρωμαίων και ευλόγως. Ο κατακτητής ανεγνώρισε τον Πατριάρχην ως Πατριάρχην των Ρωμαίων (Ρουμ πατριγκί) και εις την δικαιοδοσίαν αυτού υπήγαγε σύμπαντας τους Ρωμαίους (Ρουμ μιλέτι)· ως τοιούτοι δ' εθεωρούντο πάντες οι ορθόδοξοι χριστιανοί οι υπό τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων πρότερον υπαγόμενοι.

Ούτω δ' η εξουσία του ελληνικού πατριαρχείου επεξετάθη επί πάντων των λαών, των υποτελών εις το ανατολικόν ρωμαϊκόν κράτος κατά τους χρόνους της ακμής αυτού, και επί πλέον και επί λαών ορθοδόξων, ουδέποτε μεν εις το κράτος εκείνο υποταχθέντων, αλλ' υποδουλωθέντων υπό των Τούρκων.

Μόνο συνεκτικοί δεσμοί των λαών τούτων ήσαν η κοινή πίστις και το κοινόν όνομα, άφρων δε θα ήτο η διάρρηξις του ετέρου των δεσμών τούτων. Αλλ' οσάκις ήτο χρεία να διακριθώσιν οι αλλόγλωσσοι των ελληνογλώσσων, Έλληνες εκάλει τούτους και η εκκλησία.

Νικ. Πολίτης, «Έλληνες ή Ρωμιοί;», εν Νικόλαος Πολίτης – Κωστής Παλαμάς, Έλληνες ή Ρωμιοί; Ο διάλογος μεταξύ δύο κορυφαίων στοχαστών για ένα διαχρονικό πρόβλημα (έκδ. Iwrite, Αθήνα 2020, σσ. 37, 44-45). -Πρβλ. και εισαγωγικό κείμενο Αλεξ. Σακελλαρίου (ό.π., σσ. 17-18), όπου κατά τον Πολίτη: «το Ρωμιός είναι επείσακτο όνομα που δεν έχει καμία σχέση με την προέλευση των Ελλήνων, αλλά επιβλήθηκε μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση και κυρίως κατά την Τουρκοκρατία (Ρουμ Μιλέτ)».

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

ονομάσαντες την χώραν αυτών Ρωμανίαν


Αλλ' ασύγγνωστος θα ήτο η παράλειψις της γνώμης του ιερομονάχου Διονυσίου Πύρρου, όστις εν αρχή του παρελθόντος αιώνος μετά πολλής ορθοφροσύνης αποφαίνεται περί του προσήκοντος εθνικού ονόματος (Χειραγωγία των παίδων. Ενετ. 1810): «Ερώτ. Πώς πρέπει να ονομαζώμεθα ημείς, Έλληνες ή Ρωμαίοι; - Αποκρ. Ποτέ να μη θελήσητε να ονομάζεσθε Ρωμαίοι, αλλά Έλληνες, διότι οι Ρωμαίοι, ήγουν οι Ρωμάνοι, εβαρβάρωσαν και ηφάνισαν την Ελλάδα, την γλυκυτάτην μας πατρίδα· και αν τινάς νέος έχη όνομα ή ρωμαϊκόν, ή εβραϊκόν, ή ρωσικόν, ή αραβικόν πρέπει ευθύς να το αλλάξη, και να ονομάζεται με όνομα ελληνικόν, τουτέστιν ή Μιλτιάδης, ή Θεμιστοκλής, ή Αχιλλεύς, ή Θησεύς, ή Αλέξανδρος, ή Πλάτων, ή Δημοσθένης κτλ. Και τότε ένας νέος αλλάζων το όνομά του, θέλει εντρέπεται να μη έχη και τα έργα των προγόνων του».

*

Μετά την κατάλυσιν του βυζαντινού κράτους εξέλιπε πας λόγος της χρήσεως του εθνικού ονόματος Ρωμιός. Το όνομα καθ' εαυτό υπονοεί άρνησιν της εθνικότητος του φέροντος, δηλούν απλώς τον υπήκοον του ρωμαϊκού κράτους· μετά την άλωσιν και η έννοια αύτη περιωρίσθη ως είδομεν· και το όνομα έμεινεν ως δηλωτικόν του πρεσβεύοντος το ορθόδοξον δόγμα και υπαγομένου εις την δικαιοδοσίαν του οικουμενικού πατριάρχου.

Αν το ελληνικόν έθνος ήτο όμοιον προς τάλλα το ρωμαϊκόν κράτος αποτελούντα έθνη· αν δεν είχεν ιστορίαν ένδοξον, προγενεστέραν της ιδρύσεως του κράτους εκείνου, και ηδύνατο ν' απαρνηθή αυτήν, θα εθεώρει βεβαίως επαρκή την δόξαν ότι ανήκέ ποτε εις το μέγα και πανίσχυρον ρωμαϊκόν κράτος και τοσούτο μάλλον, καθ' όσον ήτο η ψύχη αυτού, εν πάσι πρωτοστατούν και το πάντα εν αυτώ ιθύνον. Τότε δε θα ωφείλομεν να λάβωμεν του κράτους εκείνου το όνομα, και να διατηρήσωμεν την προσηγορίαν του Ρωμιού, να ονομάσωμεν δε και την ημετέραν χώραν αντί Ελλάδος, Ρωμανίαν, ως ωνόμαζεν ο ελληνικός λαός κατά τους μέσους χρόνους την βυζαντινήν επικράτειαν.

Έχοντες δε την προτεραιότητα, θα ηναγκάζομεν τους Βλάχους και τους Μολδαυούς να ζητήσωσιν άλλο όνομα διά τας ενωθείσας ηγεμονίας των· διότι τα υφ' ημών εγκαταλειφθέντα ονόματα παρέλαβον ούτοι, ονομάσαντες την χώραν αυτών Ρωμανίαν (România), εαυτούς δε Ρωμαίους (Românǐ).

Αλλά το ελληνικόν έθνος ανακτήσαν το αληθές εθνικόν όνομά του, κατεδίκασε το επείσακτον όνομα του Ρωμιού, προσδώσαν εις αυτό ονειδιστικήν σημασίαν.

Νικ. Πολίτης, «Έλληνες ή Ρωμιοί;», εν Νικόλαος Πολίτης – Κωστής Παλαμάς, Έλληνες ή Ρωμιοί; Ο διάλογος μεταξύ δύο κορυφαίων στοχαστών για ένα διαχρονικό πρόβλημα (έκδ. Iwrite, Αθήνα 2020, σσ. 46-47, 51-52).

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

τὰ ὄρνια μένουν ὄρνια


- Σε κάθε περίπτωση, η ψυχή
είναι που πεθαίνει πρώτη.*

[…] Πλην, ώ κυνικοί και πεπολιτισμένοι άνθρωποι, τίς γνωρίζει αν και τα ζώα, μη εννοούντα την γλώσσαν υμών, σάς νομίζουν αλόγους;

Τα ζώα έχουσιν ψυχήν, διότι δεχόμενοι ότι η ψυχή έχει τρείς δυνάμεις, δεχόμεθα κατ' ανάγκην ότι όπου υπάρχει μία εξ αυτών υπάρχουσι και αι λοιπαί, επομένως και ψυχή. Ερευνήσαμεν επί των ζώων και είδομεν, ότι η κάμηλος είναι εκδικητικόν ζώον, άρα έχει μνήμην, όθεν και ψυχήν. Ο κύων ονειρεύεται, άρα έχει μνήμην, όθεν και ψυχήν. Πλείστα άλλα ζώα έχουσι μίαν εκ των τριών της ψυχής δυνάμεων, επομένως ψυχήν.

Αλλά ο άνθρωπος δεν θέλει να έχωσιν τα ζώα ψυχήν και ίνα παρηγορήση την μικρότητά του, ήν αυτός εις εαυτόν έδωκε, λέγει ότι ζωήν μόνον έχουσι τα ζώα και ουδέν άλλον. Εάν όμως αι ψυχικαί δυνάμεις των ζώων δεν είναι καταληπταί εις ημάς, πταίει ο άνθρωπος, όστις, βασιλεύς πάντων των επί γής κτισμάτων, αγνοεί τας γλώσσας των υπηκόων του.

Κώστας Βούλγαρης, Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη (έκδ. Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 88). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 24).

*

Ἀλλὰ τὰ ὄρνια μένουν ὄρνια καὶ καθαρίζουν τὰ βουνὰ μὲ ἠλεχτρικὴν ταχύτητα. Μόλις γκρεμισθοῦν ἢ ψοφήσουν πρόβατα, ἄλογα, μουλάρια, κ.λ.π. ἐπιπίπτουν τὰ ὄρνια καὶ τὰ καθαρίζουν αὐτοστιγμί. Φαίνεται δὲ ὅτι παρομοίας ὑπηρεσίας προσέφεραν καὶ κατὰ τὸ Εἰκοσιένα. Οἱ βοσκοὶ ἐρευνοῦν ἐπιμόνως τὰ σπήλαια ὅπου κάνουν τὶς φωλιές των μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ εὕρουν χρυσαφικά, ἰδίως δακτυλίδια, τὰ ὁποῖα μετέφερον ἐκεῖ τὰ ὄρνια μαζὶ μὲ τὰ χέρια τῶν νεκρῶν κλεφτῶν ποὺ ἥρπαζον ἀπὸ τὰ πεδία τῶν μαχῶν. Ἕνας Σαρακατσᾶνος μοῦ ἔδειξε χρυσὸ δακτυλίδι ποὺ εὑρῆκε μέσα εἰς μίαν ὀρνιοφωλιὰν μαζὶ μὲ σκελετοὺς ἀνθρωπίνων χεριῶν.

Στέφανος Γρανίτσας, Του Βουνού και του Λόγγου - Λαογραφικὲς σελίδες γιὰ τὴν ὀρεινὴ πανίδα (Το όρνιο), από την εφημ. Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας (τ. 918, 30.04.2021).

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

προς μια οντολογία του τρόπου


Το πλωτινικό έργο μάς καλεί να εφεύρουμε, σχετικά με ό,τι στη μελέτη μας αυτή αποκαλέσαμε «τρόπο», ένα ρηματικό όρο που να αντικαθιστά πλήρως την οντολογική χρήση του όρου «είναι». Και τούτο γιατί ο όρος «είναι» έχει το μειονέκτημα ότι παραπέμπει νοηματικά σε μια συνθήκη ακινησίας, λιγότερο ή περισσότερο παρόμοιας με αυτήν που υπολαμβάνει για τα «όντως όντα» η πλατωνική μεταφυσική.

Λέμε ότι καθετί το υπαρκτό αποτελεί τρόπο κι όχι «ουσία», γιατί με τον όρο τρόπος δηλώνεται μια δυναμική που το είναι ως έννοια μπορεί να δεχθεί μόνο κατά συνθήκη. Από τη στιγμή που ό,τι είναι είναι τρόπος, κεντρικό ζήτημα της πλωτινικής οντολογίας αναδεικνύεται αυτό της ομοιότητας των διαφορετικών τρόπων που αποτελούν το Έν, ο Νούς, η Ψυχή και η Ύλη.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η οντολογική χρήση του όρου «είναι» δεν πρέπει να μάς οδηγεί παρελκυστικά -όπως στην παραδοσιακή πλατωνικο-αριστοτελική οντολογία– στο να δεχθούμε το «όν» ως το ουσιαστικοποιημένο νοηματικό του αντίστοιχο. Ως νοηματικό αντίστοιχο του όρου «είναι», λαμβανομένου υπόψη οντολογικά, ο Πλωτίνος μάς υποβάλλει, ας μάς επιτραπεί ο νεολογισμός, την έννοια του τροποθετήματος.

Για τον Πλωτίνο, καθετί αποτελεί τροποθέτημα του απολύτως αυτοτροποθετημένου Ενός. Ειδικότερα ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένας «τρόπος» ή μια ενότητα από τους «τρόπους» που τον συνιστούν. Ο άνθρωπος είναι πολυτροπικός, πολλοί τρόποι (ψυχή, σώμα κ.τ.λ.) μαζί με χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση, που λειτουργούν συνήθως ανεξάρτητα μεταξύ τους και σπάνια σε συμφωνία.

*

Ο αποφατισμός δεν αποτελεί επίκτητο χαρακτηριστικό της ελληνικής φιλοσοφίας προερχόμενο από εξωτερικούς της παράγοντες (ανατολή, χριστιανισμός, κλπ.), αλλά ανήκει στον σκληρό πυρήνα της, αν πράγματι ισχύει πως ό,τι σκέπτεται, σκέπτεται γιατί υπάρχει ως τέτοιο που είναι. Ο αποφατισμός προέκυψε ως αναγκαία συνέπεια της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής άποψης για την οντογεννητική αναγωγή των πάντων στην οιονεί διαφορετικότητα της αποκλειστικής αρχής τους […].

Καθώς τα όντα προέρχονται καταγωγικά από μία και μόνη αρχή, το Έν, ο λόγος, που τα παρακολουθεί, αναγκαστικά δηλώνει περισσότερο ενότητες παρά προβαίνει σε αποκλεισμούς. Έτσι, ό,τι είναι πάνω είναι και κάτω, ό,τι είναι απλό είναι παντού, αυτό που είναι η ελευθερία είναι πρωτίστως αυτοαναγκαιότητα. Δεν πρόκειται για κενά σχήματα λόγου αλλά για κανονικότητες που, κατά τον Πλωτίνο, διέπουν αδήριτα το πραγματικό, αρκεί να δεχθούμε μια μόνο προϋπόθεση, ότι δηλαδή τα πάντα προέρχονται οντογεννητικά από μία και μόνη «πρώτη αρχή». Το πλωτινικό σχήμα καταγωγής των πάντων (ακόμα και της Ύλης) από το Έν επιτρέπει, έτσι, την εκδίπλωση ενός στοχασμού που δεν αποκλείει τίποτα, αντιθέτως συν-χωρεί τα πάντα.

Ο στοχασμός αυτός δεν είναι του τύπου είτε Α είτε Β, αλλά Β επειδή Α. Πρόκειται για την ίδια λογική που θέλει, κατά τον σύγχρονο τού Πλωτίνου χριστιανό Ωριγένη, τη σωτηρία του κακού διαβόλου, με το αιτιολογικό ότι αποτελεί κι αυτός λογικό δημιούργημα του Θεού-Λόγου.

Γεώργιος Α. Λέκκας, Πλωτίνος. Προς μια Οντολογία του Τρόπου (έκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2009, σσ. 113, 114-115, 115).

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

ο πλωτινικός Νούς, η ψυχή και ο τρόπος


Σε ό,τι αφορά τον Νού, ο Πλωτίνος, στην 11η πραγματεία του, ετυμολογεί το «εστίν» του Νού από την «στάσιν» του τελευταίου προς τον γεννήτορά του (το Έν) προκειμένου να τον δεί. Έτσι, με το να σταθεί το «δεύτερο» και να δεί το «πρώτο», «ομού νούς γίγνεται και όν».

Στην 32η πραγματεία του, ο φιλόσοφος επανέρχεται στο ίδιο θέμα με μια επιπλέον διασάφηση. Το «όν», γράφει τώρα ο Πλωτίνος, κατά τη ρεύση του από τη δύναμη που αποτελεί το Έν, αντί να προχωρήσει μπροστά γύρισε πίσω προς την αρχή του και στάθηκε μέσα του («μεταστραφέν δε εις το είσω έστη»), γεγονός που το κατέστησε «ουσία και εστία απάντων».

*

Ο πλωτινικός Νούς είναι έτσι διακείμενος προς το Έν ώστε παραμένοντας ο ίδιος ένας να γνωρίζει μέσα του τον γεννήτορά του αλλά και να γνωρίζει τον εαυτό του χάρις σ' αυτό που τον γέννησε τέτοιον που είναι.

Ο Νούς βλέπει το Έν μέσα του γιατί είναι ο ίδιος μέσα στο Έν. «Αν θέλουμε να περιγράψουμε το τί πραγματικά συμβαίνει μ' ένα λογικό σχήμα», γράφει ο Πλωτίνος στην 49η πραγματεία του, «μπορούμε να δεχθούμε τον Νού κι όλα τα νοητά σαν μια ενέργεια που ρέει από το Έν, όπως το φώς από τον ήλιο, καθώς το Έν από την κορυφή του νοητού κόσμου βασιλεύει πάνω σ' αυτόν, αφού το Έν δεν διώχνει έξω από τον εαυτό του την επιφάνεια του Νού (…), αλλά τον φωτίζει ολόκληρο παραμένοντας αιωνίως στην κορυφή του. Έτσι ο Νούς δεν αποκόπτεται από το Έν ούτε πάλι ταυτίζεται μαζί του».

*

Το θέμα της Ψυχής που είναι όλη παντού το συναντάμε πάλι κατά την πλωτινική εξέταση των σχέσεων ψυχής-σώματος. Η Ψυχή, κατά τον Πλωτίνο, δεν είναι μόνο όλη σε όλα όσα αυτή εμψυχώνει, αλλά και όλη παντού στο κάθε επί μέρους εμψυχωμένο σώμα. Από τη θέση αυτή ο Πλωτίνος ασκεί κριτική τόσο στη στωϊκή θεωρία για την «κράση» των υλικών σωμάτων όσο και στην αριστοτελική προσέγγιση της ψυχής ως εντελέχειας του υλικού σώματος.

*

Γίνεται συνεπώς σαφές ότι ο Πλωτίνος με τις σχετικές ενολογικές του αναπτύξεις δίνει νέο νόημα στην παραδοσιακή κατηγορία του τρόπου. Ό,τι επιμένουμε στη μελέτη μας αυτή να αποκαλούμε «τρόπο» -όρο που δεν πρόκειται να συναντήσουμε στο πλωτινικό corpus– δεν είναι το σχετικό με κάτι αλλά το-εντελώς–άσχετο- παντού. Άσχετο είναι κατά τον Πλωτίνο το απολύτως ενικό και είναι, μάλιστα, τόσο πολύ άσχετο ώστε τα γεννήματά του να είναι πλήρως εξαρτημένα από αυτό.

Το πλωτινικό Έν δεν υπόκειται ούτε στην πλατωνικό-αριστοτελική κατηγορία της «ουσίας» ούτε στη στωική του «τι». Ούσία του Ενός είναι ο τρόπος μιας απόλυτης ενικότητας, όπως ουσία του Νού (αλλά και της Ψυχής), είναι ο τρόπος – ο Πλωτίνος θα έλεγε η ζωή– τού πολλαπλού. Το πλωτινικό Έν δεν είναι, όμως, ούτε ένα από τα πολλά επί μέρους κάπως.

Ως ο απόλυτος οντολογικός τρόπος, το αυτοενικό Έν αποτελεί την πηγή από την οποία αρδεύονται τα επί μέρους οντολογικά κάπως, ο Νούς και η Ψυχή.

Απ' όσα προηγήθηκαν γίνεται, έτσι, φανερό ότι η «ενολογία» του Πλωτίνου αποτελεί στην πραγματικότητα μια τροπολογία, η οποία, ως μια ιδιαίτερη απλώς μορφή ελληνικής οντολογίας, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί πρόδρομος των υπαρξιστικών φιλοσοφιών του 20ου αι.

Γεώργιος Α. Λέκκας, Πλωτίνος. Προς μια Οντολογία του Τρόπου (έκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2009, σσ. 42, 43, 64, 74-75).