Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

αρχαιότητες των Αθηνών ΙΙ


Ο Θουκυδίδης λέγει κάπου ότι, αν ερημωθή ποτέ η Σπάρτη και απομείνωσι μόνα τα ιερά της πόλεως και τα θεμέλια των κτισμάτων, δεν θα είναι πιστευτόν εις τους μεταγενεστέους, ότι είχεν άλλοτες μεγάλην δύναμιν η πόλις εκείνη, ενώ αν συμβή το αυτό εις τας Αθήνας, εκ των ερειπίων αυτών κρίνοντες θα φαντάζωνται την δύναμίν των διπλασίαν της πραγματικής.

Ο χρόνος δε εβεβαίωσε το ορθόν της κρίσεως του μεγάλου ιστορικού. Της Σπάρτης τόσον ασήμαντα είναι τα λείψανα, ώστε ουδέ την ελαχίστην παρέχουσιν ένδειξιν του παλαιού μεγαλείου.

*

Εκτός των τειχών δύο είναι τα αξιολογώτατα αρχαία μνημεία, το Στάδιον και οι τάφοι του Κεραμεικού. […] Λίθινοι θρόνοι και εδώλια δεν εκόσμουν κατά τους χρόνους εκείνους το στάδιον, αλλ' οι θεαταί εκάθηντο κατά γής. Μαρμάρινον δε κατεσκευάσθη το στάδιον πολλούς αιώνας ύστερον (εν έτει 131 μ.Χ.) υπό του Ηρώδου του Αττικού, όστις ιδίαις δαπάναις ανεκαίνισε και μεγαλοπρεπέστατα εκόσμησεν αυτό, αποδείξας πρόσφορον όχι μόνον προς γυμνικούς αγώνας, αλλά και προς θηριομαχίας και τάλλα συνήθη και προσφιλή του όχλου των ρωμαϊκών χρόνων βάρβαρα θεάματα.

*

Ο κάλλιστος [τάφος] πάντων είναι ο της Ηγησούς, στήλη έχουσα ανάγλυφον παράστασιν της Ηγησούς, λαμβανούσης παρά παιδίσκης κοσμήματα δια να στολισθή. Απέναντι του τόξου της Ηγησούς είναι μέγας μολοσσός, επιτύμβιον επίθημα.

Παρά τούτον υψηλή στήλη, εφ' ής ορθούται ισχυρός ταύρος και περαιτέρω επιτύμβιον ανάγλυφον του εν Κορίνθω των 394/3 πεσόντος ιππέως Δεξίλεω. Αξιολογώτατος διά την τέχνην αυτού είναι και ο της Δημητρίας και της Παμφίλης τάφος εν σχήματι ναΐσκου.

*

[…] το Ασκληπιείον, ιερόν του Ασκληπιού, του οποίου η λατρεία εισήχθη εις τας Αθήνας περί τα τέλη του Ε΄ αιώνος. Εις το τέμενος αυτού περιλαμβάνονται ιερά και βωμοί και άλλων τινών θεών, στοαί και πηγή ιερά εν μικρώ σπηλαίω, όπερ κατά τον μεσαίωνα μετεποιήθη εις χριστιανικόν εκκλησίδιον.

*

Βορειοδυτικώς της Ακροπόλεως υψούται ο Άρειος πάγος, ο βράχος εφ' ού κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους ήδρευεν η εξ Αρείου πάγου βουλή, ήτις έπειτα συνήρχετο εις την Βασίλειον στοάν εν τη αγορά. Εκεί δε και όχι επί του βράχου φαίνεται, ότι είπεν εν έτει 54 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος τον προς Αρεοπαγίτας λόγον, όν αναφέρουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων. Κατά την βορειοανατολικήν γωνίαν του βράχου υπάρχει χάσμα, όπου ίσως ήτο το πάλαι το ιερόν των Ευμενίδων.

*

Ο νοτιώτατος των λόφων, ο του Μουσείου, έχει έν μέγα τοιούτο πανάρχαιον οίκημα, την κοινώς λεγομένην Φυλακήν του Σωκράτους, διασκευασθέν κατά τους αρχαίους χρόνους εις αποθήκας ίσως ή εις τάφους.

*

Προς δυσμάς του Αστεροσκοπείου ήτο το Βάραθρον, όπου ερρίπτοντο οι καταδικασθέντες εις θάνατον, μη αναγνωριζόμενον νυν ένεκα των πολλών επιχώσεων.

*

Του πλαστικού κόσμου αυτού [του ναού του Θησείου] διετηρήθησαν αι εκ παρίου μαρμάρου ζωοφόροι [sic] της ανατολικής και της δυτικής πλευράς του σηκού, και αι ανάγλυφοι 12 μετόπαι της ανατολικής πλευράς της περιστάσεως, απεικονίζουσαι άθλους του Ηρακλέους, και ανά έξ της νοτίου και της βορείας πλευράς, απεικονίζουσαι άθλους του Θησέως· αι λοιπαί μετόπαι δεν είχον πλαστικόν κόσμον.

*

Το δ' Ολυμπιείον ή Ολύμπιον, ήτο ναός του Ολυμπίου Διός, ο μέγιστος ίσως των ελληνικών ναών μετά το εν Εφέσω Αρτεμίσιον και τον εν Διδύμοις ναόν του Απόλλωνος.


Ν.Γ. Πολίτης, “Αρχαιότητες των Αθηνών” εν Οδηγός των Αθηνών που εξέδωσε η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων για την Μεσολυμπιάδα του 1906 (Ανατύπωση Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 2002, σσ. 50, 52-53, 53, 63, 64, 65, 65-66, 66, 68).

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

αρχαιότητες των Αθηνών


-Το Εικοσιένα; -Αστοχασιά και κρίμα!*

Η Ακρόπολις ήτο γνωστή άλλοτε εις τον λαόν υπό το όνομα Κάστρο. […] ο προμαχών, τον οποίον έκτισεν επί της ελληνικής επαναστάσεως ο Οδυσσεύς Ανδρίτζου, διά να εξασφαλίση εις τους εν τω φρουρίω τον πορισμόν ύδατος.

*

Επί του επιστυλίου αυτού [του ναού της Αθηνάς Νίκης] έχει αναγλύφους παραστάσεις, εν μεν τη ανατολική πλευρά συνεδρίου θεών, εν τη δυτική μάχης Ελλήνων προς Έλληνας και εν ταις μακραίς πλευραίς μάχης Ελλήνων προς βαρβάρους· υποτίθεται ότι αι παραστάσεις αύται αναφέρονται εις την εν Πλαταιαίς μάχην.

Τινές των αναγλύφων πλακών αποκομισθείσαι εν αρχή του ΙΘ΄ αιώνος εις Αγγλίαν υπό του λόρδου Έλγιον έχουσιν αντικατασταθή διά πηλίνων εκμαγείων.

*

Ο Παρθενών, το τελειότατον και περικαλλέστατον μνημείον της αρχαίας τέχνης […] Δι' αθύρου τοίχου, ού μόνον τα ίχνη φαίνονται νυν, εχωρίζετο ο ναός ευρείας τετραγώνου αιθούσης, ήτις κυρίως εκαλείτο Παρθενών, και εν ή Αθηναίαι παρθένοι ύφαινον τον πέπλον της πολιούχου θεάς.

Το μέγεθος των αρχιτεκτονικών μελών του ναού, αι καμπύλαι των οριζοντίων επιφανειών αυτού, η ελαφρά κλίσις των κιόνων και των τοίχων προς τα έσω, αι σκοπίμως παραλλάσσουσαι ενιαχού αποστάσεις των κιόνων απ' αλλήλων εμποιούσιν αίσθησιν άκρας στερεότητος, ενώ εξ άλλου η λευκότης του μαρμάρου, ο πλαστικός και γραφικός κόσμος, το πανταχού διαχεόμενον άπλετον φώς και η λεπτή και τεχνικωτάτη εξεργασία των καθ' έκαστα μερών προσδίδουσιν εις το όλον οιονεί ελαφρότητά τινα και χάριν, ούτω δε η γενική εντύπωσις αποκορυφούται εις απεριόριστον θαυμασμόν.

*

Εις χθαμαλόν τόπον της Ακροπόλεως, παρά το μέσον του βορείου τείχους αυτής, εγείρεται το νεώτατον ιερόν των καλών χρόνων το Ερέχθειον, περατωθέν το 407 π.Χ. Είναι κομψότατον οικοδόμημα ιωνικού ρυθμού, η δε κατασκευή αυτού φαίνεται ότι δεν συνεπληρώθη συμφώνως προς το αρχικόν σχέδιον του αρχιτέκτονος, ανεκτέλεστον αφεθέν κατά το δυτικόν μέρος.

Το όλον αυτού είναι παντελώς διάφορον του συνήθους τύπου των ελληνικών ναών· ο σηκός αυτού είναι διμερής, εκατέρου δε μέρους το έδαφος είναι εις διαφορετικόν ύψος. Περιελάμβανε δε το οικοδόμημα τούτο τα παλαιότατα και σεπτότατα ιερά των Αθηναίων, εν οίς η ιερά ελαία και τα επί του βράχου ίχνη της τριαίνης του Ποσειδώνος.

*

Βορειοδυτικώς του Ερεχθείου κλίμαξ φέρει εις πυλίδα του βορείου τείχους, εξ ής δι' ατραπού κατήρχοντο εις τα προ ολίγων ετών ανακαλυφθέντα και συνεχόμενα άντρα του Απόλλωνος και του Πανός.

Ετέρα δε κλίμαξ προς ανατολάς του Ερεχθείου έφερε κατά τους προϊστορικούς χρόνους εκ των ανακτόρων του βασιλέως εις τα έξω του τείχους.

Και άλλη τρίτη επίσης παλαιοτάτη κλίμαξ προς δυσμάς των Προπυλαίων φέρει εις την πηγήν Κλεψύδραν.

Ν.Γ. Πολίτης, “Αρχαιότητες των Αθηνών” εν τω τομίδίω· Οδηγός των Αθηνών - Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήναι 1906 - ανατύπωση Αθηναϊκή Βιβλιοθήκη Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2002, σσ. 54, 57, 59-60, 61, 61-62). -Πρβλ. και τον ευσύνοπτο υπό Περικλή Κολλά, Πλήρη οδηγό της Ακροπόλεως των Αθηνών (έκδ. Κακουλίδη, Αθήνα χ.χ.).

-----
* Στο motto σατιρικό στιχάκι και δη εμφατική κατακλείδα εκ του α΄18 γυμνάσματος, εν Κωστής Παλαμάς, Σατιρικά γυμνάσματα (έκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1998, σ. 32).


Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

η νέα πόλις των Αθηνών


Στα έργα της κλασικής Αναγέννησης ολοκληρώνεται η αρμονική σύζευξη μορφής και περιεχομένου. Το ιδανικό κάλλος, ο κλασικός κανόνας των αναλογιών, ο χιασμός των κινήσεων, οι ζυγιασμένες συνθέσεις αποκαλύπτουν όχι τη μίμηση αλλά την εκλεκτική συγγένεια, την βαθιά ομολογία αυτών των έργων με τα αρχαία τους πρότυπα. Ο Μιχαηλάγγελος δεν είχε δεί ποτέ τον Παρθενώνα. Ο Αδάμ ωστόσο της οροφής της Σιξτίνα θυμίζει έντονα στη στάση, την ανατομία και τη ζωτικότητα της μορφής τον Κηφισό του Δυτικού Αετώματος του ναού.
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, “Αναγέννηση και Αρχαιότητα”, εν Το φώς του Απόλλωνα. Ιταλική Αναγέννηση και Ελλάδα (συνεπτυγμένη έκδ. Εθνική Πινακοθήκη-Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 2003, σ. 10).

*

Ο Κυριακός [επίσκοπος Αγκώνας τον 15ο αιώνα], βρίσκοντας κάποια στιγμή στη Σαμοθράκη μία προτομή του πρώιμου 5ου αι. π.Χ. με μια γεροντική μορφή, θεώρησε ότι απεικόνιζε τον Αριστοτέλη, τη σχεδίασε και έτσι για μεγάλο διάστημα επικράτησε μια εσφαλμένη εντύπωση για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Έλληνα φιλοσόφου. Ο εικονογραφικός τύπος του Αριστοτέλη στην Αναγέννηση εμπνέεται απ' αυτή την παρεξήγηση.

Το φώς του Απόλλωνα. Ιταλική Αναγέννηση και Ελλάδα (συνεπτυγμένη έκδ. Εθνική Πινακοθήκη-Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 2003, σ. 20).

*

Την εποχήν εκείνην [τω 1834] αι Αθήναι, κατεστραμμέναι σχεδόν εκ του εννεαετούς πολέμου της επαναστάσεως, είχον 162 μόνον οικίας και περιωρίζοντο εις τους Α. και ΒΑ. πρόποδες της Ακροπόλεως.

*

Στρέφομεν ήδη αριστερά προς την οδόν Ερμού και προχωρούντες συναντώμεν τον Βυζαντινόν ναόν της Καπνικαρέας, τον αρχαιότατον των εν Αθήναις Βυζαντινών ναών, οικοδομηθέντα υπό της αυτοκρατείρας Ευδοκίας Αθηναΐδος συζύγου του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μικρού, τον 9ον [sic] μ.Χ. αιώνα.

Ολίγον περαιτέρω συναντώμεν την οδόν Ευαγγελιστρίας, επί της οποίας εύρηται ο Ναός της Μητροπόλεως. Ο Ναός ούτος ωκοδομήθη εν έτει 1840-55 εκ του υλικού 70 εκκλησιών και παρεκκλησίων, άτινα προς τον σκοπόν τούτον κατηδαφίσθησαν. […] Παρά τον Ναόν της Μητροπόλεως εύρηται μικρός τις ναός του Αγίου Ελευθερίου ο καλούμενος μικρά ή παλαιά Μητρόπολις. Ο ναΐσκος ούτος κατά τινας εκτίσθη τον Β΄ μ.Χ. αιώνα, κατ’ άλλους δε το 1201 υπό του ηγεμόνος Όθωνος de Laroche.

*

[…] ο Ρωσικός ναός του Αγίου Νικοδήμου, αρχαίος Βυζαντινός ναός ανεγερθείς υπό της αυτοκρατείρας Ειρήνης της Αθηναίας κατά τον 9ον μ.Χ. αιώνα· κάτωθι του ναού τούτου υπάρχουσι λείψανα ρωμαϊκών Μνημείων.

Οδηγός των Αθηνών - Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήναι 1906 - ανατύπωση Αθηναϊκή Βιβλιοθήκη Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2002, σσ. 70, 71, 72).

Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

το θαύμα της


λιπαρόν έλαιον εν ληκύθω *

(μία σελίς του παιδικού βίου)

[…] -Τί καλά! και ύστερας δεν θα τρώγω χώμα μητέρα;
-Δεν θα τρώγης γιατί θα σε φυλάγη η Παναγία.
-Είναι μεγάλη η Παναγία μητέρα
; […]
-Άμα και χώμα δεν θα τρώγω πλειά ύστερα.
-Μεγάλ' η χάρι σου, Παναγία μου, είπεν η γραία Ασημίνα σταυροκοπουμένη, με το τάξιμο μονάχα, και άρχισε να γυρίζη η γνώμη του
. […]

Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Πεζά κείμενα με τίτλο Αρχαιολογικαί μελέται (έκδ. Β΄ επαυξημ. Άγρα, Αθήνα 1993, σ. 166). “Το θαύμα της Παναγίας”, ένα άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη δημοσιευμένο στο πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, τον Αριστοτέλη (1888-1889) (ό.π., σ. 161). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 172).


*

Η εικόνα της Παναγίας Πελεκητής: […] υπάρχει εδώ μια εικόνα (ελαιογραφία 0,04Χ0,03 μ.) της Παναγίας με το Χριστό στην αγκαλιά της, έργο ραφαηλικής τέχνης. Δεν εξηγείται πώς η μικροσκοπική αυτή εικονίτσα που θεωρείται και σαν η παλαιότερη, αλλά και θαυματουργός, βρέθηκε εδώ πάνω. Φέρει χρονολογία 1654.

Η τεχνοτροπία της θυμίζει το Χριστό του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, το γνωστό έργο του Πανσέληνου. Μάλιστα ήταν η εικονίτσα τούτη στολισμένη με 20 πολύτιμες πέτρες απ' τις οποίες οι 16 αφαιρέθηκαν […]. Μένουν ακόμα, ευτυχώς, 4 ερυθρόχρωμες πετρούλες στο επαργυρωμένο περίβλημά της που έχει μέγεθος 0,21Χ0,23 μ. και που φέρει επάνω του σκαλισμένα αγγελούδια.

Μια απέραντη καλοσύνη ζωγραφίζεται στο χαμογελαστό πρόσωπο της Παναγίας, της οποίας το παιδάκι παρουσιάζει κάτι το αληθινά θείο και αξιοθαύμαστο για τη χαρούμενη εκφραστικότητά του. Η θαυμάσια αυτή εικόνα της Παναγίας της Πελεκητής θυμίζει αναγέννηση.
Πάνος Βασιλείου, ευρυτάν (1929)

Καθηγ. αρχιμ. Αχίλλιος Σιώκας, Ιερά Μονή Παναγίας Πελεκητής (έκδ. Οίκαδε, χ.χ., σσ. 8-9).


*


Μια προσευχή στην Παναγία μας
(την Ταταρνιώτισσα)

Δέσποινα Αειπάρθενε, γλυκεία μας Παναγία,
Βασίλισσα των ουρανών, αγνείας η ωραιότητα,
παρακαλούμε επίβλεψε σ' αυτήν την Αδελφότητα
και χάριζέ της νουν Χριστού και βιοτή Αγία.

Δόσ' της καρπούς του Πνεύματος, Καλή μας Παναγία,
αγάπη, πίστη εγκράτεια, χαρά κι αγαθοσύνη,
πραότητα, χρηστότητα, μακροθυμία, ειρήνη,
κι όλη τη χάρη τ' ουρανού και κάθε ευλογία.

Τα βήματά της λάμπρυνε και άγιασε τους στόχους
κι αξίωσέ την προς το φώς να οδηγεί ανθρώπους.

15-08-1992

[Αγγελική Κουβέλη], Ποιήματα από τα επίγεια στα επουράνια. Οδηγός είναι η Ζωή (Αθήνα 2018, σ. 275).


Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

σύντομος ιστορία των


Και οι Ολυμπιακοί δε αγώνες, πριν ή γείνωσι Πανελλήνιοι, ήσαν τοπικοί, τελούμενοι το πρώτον υπό των κατοίκων της γείτονος εις την Ολυμπίαν Πίσης, ής την θέσιν επέχει σήμερον το χωρίον Μοιράκα. Ανέφερον δε ούτοι την πρώτην ίδρυσιν των αγώνων εις τους μυθικούς χρόνους και συνέδεον αυτούς προς τον Ηρακλέα. Αλλ' η πραγματική έναρξις των αγώνων συμπίπτει προς το 776 π.Χ. Έπειτα δε ου μόνον αντικατέστησαν τους Πισάτας εν τη τελέσει των αγώνων οι κάτοικοι της πόλεως Ήλιδος, κειμένης όπου σήμερον η Γαστούνη, αλλά και έπαυσαν περιοριζόμενοι οι αγώνες εις μόνους τους περιοίκους, επεξετάθη δε η συμμετοχή αυτών και εις τους άλλους Πελοποννησίους. Επί τέλους δε συμμετέσχον αυτών πάντες οι Έλληνες. Αλλ' απεκλείοντο αυτών οι βάρβαροι ούτως, ώστε η συμμετοχή εις τα Ολύμπια εσήμαινε γνησίαν ελληνικήν καταγωγήν. Διό τρανή απόδειξις του ελληνισμού των Μακεδόνων είνε, ότι συνηγωνίσθησαν κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας εκ Μακεδονίας βασιλείς και ιδιώται.

[...]

Ούτω κατά μικρόν επί των Ρωμαίων τα διά των αιώνων από τοπικών αγώνων των Πισατών εις παμπελοποννησιακήν και έπειτα πανελλήνιον πανήγυριν μεταβληθέντα Ολύμπια απέβησαν αγών παγκόσμιος, αφ' ού η Ρώμη εκράτει συμπάσης σχεδόν της εις τους αρχαίους γνωστής οικουμένης. Και εξακολουθούσι μεν και κατά τους κατόπιν αιώνας επικρατούντες αγωνισταί Έλληνες, αλλ' Ολυμπιονίκης της διακοσιοστής ενενηκοστής πρώτης Ολυμπιάδος, τω 384 μ.Χ., ανεδείχθη ο εκ των βασιλέων της Αρμενίας καταγόμενος πύκτης Βαρασδάνης.

Μετ' ολίγα δ' έτη, αρχομένης της διακοσιοστής ενενηκοστής τρίτης Ολυμπιάδος, διέταξεν ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Θεοδόσιος ο μέγας την κατάργησιν των Ολυμπιακών αγώνων.

Το αυτό δ' εκείνο έτος ή το επιόν απήχθη εξ Ολυμπίας εις την Κωνσταντινούπολιν ο χρυσελεφάντινος Ζεύς του Φειδίου, το μέγιστον, μεγαλοπρεπέστατον και καλλιτεχνικώτατον των εν τη ιερά Άλτει αγαλμάτων, κοσμούν τον μέγιστον και επιφανέστατον των εν Ολυμπία ναών, τον του Διός. Πλην δε του ναού τούτου και του αρχαιοτάτου ναού της Ήρας εκόσμουν την Ολυμπίαν πλείστα όσα κτίρια και καλλιτεχνήματα, ιδρυθέντα διά των αιώνων, ιερά, θησαυροί, στοαί, εξέδραι, βωμοί, γυμνάσιον και παλαίστρα, ιππόδρομος, βουλευτήριον των Ηλείων, καταλύματα επισήμων ξένων, οίον το Λεωνίδειον, αγάλματα των θεών, αναθήματα των πόλεων και ανδριάντες των νικητών, συναπαρτίζοντα έν των περιφανεστάτων καλλιτεχνικών μουσείων της Ελλάδος.

Αλλά συν τη καταργήσει των αγώνων ήρχισεν η παρακμή και η καταστροφή έπειτα δε, μετά την εν μικρώ μέρει της Άλτεως βραχείαν εγκατάστασιν πτωχού χωρίου κατά τους βυζαντιακούς χρόνους, και η ερήμωσις.

Δύο φοβεροί σεισμοί κατά τα έτη 522 και 551 υπήρξαν καταστρεπτικοί διά τα κτιρία της Ολυμπίας· μεγάλη δε κατόπιν πλημμύρα του μικρού ποταμού Κλαδέου, όστις περιρρέει τον δεσπόζοντα της Άλτεως Κρόνιον λόφον, εν ώ απώτερον κυλίει τα ύδατά του ο βαθύρρους Αλφειός, μετέβαλε τα πάντα εις πεδίον άμμου. Ούτω κατεκαλύφθησαν πάντα τα ερείπια των αρχαίων κτιρίων πλην ελαχίστων, υπερυψουμένων του ποταμοχώστου εδάφους. Αλλά πάντα τα περισωζόμενα λείψανα των κτιρίων και πλήθος γλυπτών, εν οις και η Νίκη του Παιωνίου και ο Ερμής του Πραξιτέλους, εξήλθον και πάλιν εις το φώς, ότε κατά σύμβασιν μετά της ελληνικής κυβερνήσεως επεχείρησαν ανασκαφάς οι Γερμανοί από του Σεπτεμβρίου 1875 μέχρι του Μαρτίου 1881. [...]

Σπυρ. Π. Λάμπρος, «Σύντομος Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων», εν τω τομιδίω· Οδηγός των Αθηνών - Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήναι 1906 - ανατύπωση Αθηναϊκή Βιβλιοθήκη Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 2002, σσ. 38, 40-41).

Άλλα αποσπάσματα από τον ίδιο οδηγό εδωδά, μιας και λόγω covid-19 η φετινή ολυμπιάδα Τόκυο-2020 μετετέθη εις το επόμενον έτος.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

όρη εις τα θεία ηυλίσθη της ερήμου


Ο δε Νείλος ο ποταμός εξέρχεται από την γήν της Εδέμ
και ποτίζει την Χαμπεσίαν [= Αιθιοπίαν] και την Αίγυπτον
και σεβαίνει τρέχοντας εις την θάλασσαν.*

Ύλην ματαιότητος την σαθράν, έφλεξας Νικάνορ της ασκήσεως τω πυρί,
σού γαρ η καρδία τω έρωτι εφλέχθη· Χριστού του σού Νυμφίου
όν και επόθησας.

Χαίρε, το κατάκαρπον δένδρον της χάριτος

Χαίρε, σύριγξ ο φυσώμενος λεπτή αύρα του Θεού


Στίχοι από τα μεγαλυνάρια μεν εκ του Παρακλητικού Κανόνος (που συνέγραψεν η καθηγουμένη Ισιδώρα Μοναχή Αγιεροθεΐτισσα εκ Μεγάρων) και χαιρετίσματα εκ των Χαιρετισμών εκ παλαιού χειρογράφου (αγνώστου τινός ποιητού) εις τον Όσιον Νικάνορα τον Θαυματουργόν (7η Αυγούστου) (έκδ. Ι.Μ. Αγίου Νικάνορος Ζάβορδας, Δεσκάτη Γρεβενών 2017).


*

οις πάλαι έδειξε Χριστός το πλήρες της φιλίας **

Και αύθις υποκάτωθεν υπάρχει μία στέρνα,
μακάρι να ετύγχανες με φίλον να σ' εκέρνα.
Αφίσταται της εκκλησιάς έως τριάκοντα ουργίας
και όταν εκπληρώσωσι τας θείας λειτουργίας
και ο παπάς κι οι μοναχοί υπάγωσιν εις ταύτην,
μετ' ευφροσύνης και χαράς πάντες παξιμαδίζουν,
κατασκοπούντες τον φρικτόν τόπον οπού αυλίζουν
.


*

Επάνωθ<εν> δε της αυτής [ενν. της κορυφής του όρους της αγίας
Επιστήμης στα ανατολικά της Μονής Σινά] καμαρόπετρα πέλει,
εξ ής προβάς ο ήλιος, οπόταν ανατέλλει,
εκπέμπει την ακτίναν του στην κόγχην του βημάτου
της εκκλησίας της σεπτής ακαταφλέκτου Βάτου·
ένθα σημείον έλαβον οι λεφτουργοί
[= λεπτουργός, λιθοξόος] του κτίζει<ν>
κατά ανατολάς αυτήν και σεμνώς καλλωπίζειν
.


*

Η δε αγία τράπεζα έστι μέσον θεμένη
μετά χρυσινοσηρικά περικεκαλυμμένη,
ως κλίνην πορφυρόστρωτος Χριστού του βασιλέως.


*

Παρόδευσον και άπιθι μέχρι δύο σταδίων
και μέλλεις πέτρας εφευρείν μετά λεπτών κλαδίων.
Αύται δε πέτραι λέγονται της παναγίας Βάτου·
θεόθεν γαρ προζωγραφέν εκ προνοίας αφάτου.
Συλλέξας λάβε μετά σού, άγε εις την οικίαν,
αλέξημα γαρ πέλουσιν εις πάσαν μαλακίαν,
εις ρίγον, εις κεφαλ<αλ>γίαν και άλλην αρρωστίαν·
τοις έχουσιν ευλάβειαν παρέχουν ευρωστίαν.


*

Εκεί γαρ [ενν. στη θάλασσα της Ραϊθού] μέλλεις κατιδείν
φυτών ποικιλοχρόων
βλαστήματα βλαστάνοντα εκ του βυθού αθρόον.
Ομοίωμα μεν έχουσι φυτ
ών και βλαστημάτων,
τη αληθεία μεν εισίν πέτρες εξ αυτομάτων.
Χαράν χαρίσει αληθώς θαρρών εν παραδείσω
εστάναι ταύτα καθορών, λέγων: «Τίνα κρατήσω;
Τίνα δρέψομεν εξ αυτών; Τίνα δε και αφήσω;
Έκαστον έχον το τερπνόν· ποίον να προτιμήσω;»
Κοκκινοπρασινόχροα, κιτρινοβυσσινάτα,
πορφυροκυανίζοντα πέλουν ασπροχιονάτα.
Ταύτην γουν την ευπρέπειαν της τοιαύτης θαλάσσης
εμοί δοκεί ουκ άλλοθεν ειργάσατο ο Πλάστης
.


Σ. Καδά, Προσκυνητάρια του αγίου και θεοβάδιστου όρους Σινά από δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου-17ου αι.. Πέντε αποσπάσματα εκ της Ιστορίας του αγίου όρους Σινά, και των περιχώρων αυτού, έτι δε και των καθ' οδόν τοποθεσιών, ως και των πάλαι γεγονότων θαυμάτων τεραστίων. Ποίημα κυρίου Παϊσίου μητροπολίτου Ρόδου (έκδ. Ιδρύματος Όρους Σινά, Αθήνα 2003, σσ. 154, 160, 169, 201, 207). - Απ' όπου και το δεύτερο motto (ό.π., σ. 167).


-----
* Το αρκτικό όμως motto εκ του χειρογράφου Περί του αγίου και θεοβαδίστου όρους Σινά κατά το χειρόγραφο Κουτλουμουσίου 390.2, όπως δημοσιεύθηκε στο: Σ. Καδά, Προσκυνητάρια του αγίου και θεοβάδιστου όρους Σινά από δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου-17ου αι. (έκδ. Ιδρύματος Όρους Σινά, Αθήνα 2003, σ. 149).

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

off limits


Έχουμε καλωδιώσει το μονοπάτι «Χο-Τσι-Μιν»
σαν φλιππεράκι σε σφαιριστήριο
και το βάζουμε στην πρίζα κάθε βράδυ.*

[…] το ταραγμένο καλοκαίρι της εισβολής στην Κύπρο και της Μεταπολίτευσης, εκεί που για πρώτη φορά έπιασε στα χέρια του μια εφημερίδα με την ονομασία Neue Zürcher Zeitung, είτε λίγο αργότερα, το φθινόπωρο, στην Γερμανία, όπου πήγε για να σπουδάσει (τα χρόνια εκείνα πολλοί σπούδαζαν στην Ιταλία και τη Γερμανία, σε βαθμό που πολλοί μιλούσαν τότε για «φοιτητικό κίνημα», με τους συλλόγους και τις παρατάξεις του, κάποιοι από τους παλιότερους μάλιστα σπούδαζαν στην Αυστρία, τη Βιέννη και το Γκρατς, μια πόλη στην οποία όμως δεν είχε παίξει φλίππερ), σε μια Spielhalle ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο της πόλης, με αρκετά μπαρ στην πρόσοψη των κτηρίων που έβλεπαν στον κεντρικό δρόμο, στις πόρτες των οποίων στεκόντουσαν κορίτσια με έντονα χρώματα και βαθιά ντεκολτέ, και κάποιες, λιγοστές, «σπασμένες» κυρίες που σε καλούσαν για ένα ποτό (υπήρχε ακόμα η συνοικία με τα «σπίτια», στους τοίχους των οποίων ήταν γραμμένο με βαθύ κόκκινο και μεγάλα γράμματα OFF LIMITS, προφανώς για τους Αμερικανούς στρατιώτες, που ήταν εγκατεστημένοι μετά τον Πόλεμο), όμως αυτός προτιμούσε τις μεγάλες αίθουσες, με τα φλίππερ, τα ηλεκτρονικά και τα μπιλιάρδα.

Στην σοβιετική Ρωσία έχουν αναλάβει κάποιοι να ανυψώσουν σε
ανώτερες μορφές ζωής 100 περίπου εκατομμύρια καταπιεζόμενους ανθρώπους.
Ήταν αρκετά παράτολμοι, για να τούς στερήσουν το «ναρκωτικό» της θρησκείας,
και ήταν τόσο σοφοί, ώστε να τούς δώσουν σεξουαλική ελευθερία μέσα σε λογικά όρια,
ενώ ταυτόχρονα τούς επέβαλαν τους πιο απάνθρωπους καταναγκασμούς
και τούς αφαίρεσαν κάθε δυνατότητα ελευθερίας της σκέψης.**



Κ. Καλφόπουλος. Φλίππερ (έκδ. Greek infografics, σ. 33). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 36). - Η κατακλείδα όμως, εκ του Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 135-136).