[...] Άρχιζε τότες τον μοναχικό αντικριστό χορό του, που τόνε λένε και καρσιλαμά, έφερνε μισοζαλισμένος-μισοξυπνητός γυροβολιά στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά το περισσότερο χόρευε με ερωτικά σείσματα και λυγίσματα σαν νά 'χε αντικρύ του ένα αόρατο ταίρι οπού αμίλητος το προκαλούσε, το προσκυνούσε ωσάν εικόνα και τού μιλούσε γαλίφικα με τη φιδίσια γλώσσα τού σώματος εξιστορώντας όλον τον πόθο, αλλά και την απελπισία που τόν βασάνιζε.
Ποτέ άλλοτε δεν έχεις δεί ανθρώπινο πλάσμα να χορεύει έτσι, για να δείξει τα πάθια τού έρωντα που το μαστιγώνουν σ' αυτή τη ζωή και τού τινάζουν το μυαλό όπως ο αγέρας τα δέντρα. Ήταν σαν να μην ήξερε πού πατεί, πού βαδίζει και πού βρίσκεται, γινόταν με άλλα λόγια άλλος άνθρωπος, άλλαζε η γλύκα τού προσώπου του κι ολόκληρος μεταμορφωνόταν σε στοιχειό ενός άλλου κόσμου, αλλοπαρμένο κι αλλοσούσσουμο.
Όλα αυτά, κι άλλα τόσα παράξενα κι αξήγητα που παρατηρούσες με εξαιρετικό ενδιαφέρον χωρίς να τα καταλαβαίνεις τότε, πολύ σε μπέρδευαν, πολλές και διάφορες σκέψεις κι απορίες, ακαθόριστες και θολές, μισοπραγματικές, μισοφανταστικές, ωστόσο πάντοτε θελκτικές και γαργαλιστικές, επερνούσαν από το μυαλό σου και το ελάφρωναν ή το σκότιζαν χωρίς να μπορείς να βάλεις σε τάξη όσα ατίθασα πηλαλούσαν μες στο τσερβέλο σου.
Στην ηλικία που ήσουν τότε, αλλά περισσότερο στην αμέσως μεγαλύτερη, την εφηβική, όλα τα πάντα λειτουργούσαν μέσα σου αμφίσημα ή αντίρροπα, αλλότρια ή φιλικά, άλλοτε με άλματα κι άλλοτε με σκουντούφλες. Αργότερα ωστόσο, όταν χλόισε και το δικό σου μουστακάκι, σχεδόν τα πάντα ξελαμπικάρησαν αίφνης εντός σου μπαίνοντας σε μία σειρά και τάξη, που είχε αρχή, μέση και τέλος.
Είναι στο ανθρώπινο μυαλό που αρέσουν οι μπερδεψιές κι οι ενοχές, το σώμα, ακόμη κι αν βάλθηκες στην αρχή να κάνεις ότι κωφεύεις στις εντολές του, εκείνο, αν κάποια στιγμή έσκυψες, να το ακροαστείς θενά το άκουσες, αύταρκες και ηγεμονικό, σοφό πάντα, πάντα σίγουρο να σε διδάσκει παρηγορητικά με κατανόηση, αλλά και με υπομονή κι επιμονή, το πρέπον κατά την περίσταση, παραμερίζοντας τα φλύαρα και τ' αχρείαστα, οπού χούι τους δεν έχουν άλλο παρέ να θολώνουν το καθαρό νερό. Φτάνει μόνο νά 'χεις αφτιά ν' ακούς και μάτια να βλέπεις.
Το σώμα ξέρει, ξέρει καλά αυτό κάθε φορά τί κάνει κι είναι φτειαγμένο του να μην υπακούει σε κανέναν ανθρώπινο ή εξ αποκαλύψεως κανόνα ή ηθικό νόμο και φραγμό παρέ μόνο στα εδικά του, τα καταδικά του προστάγματα, μαθές σ' εκείνα που δεν είναι άλλα από τις απαιτήσεις τού σαρκίου και τις εντολές τής σοφίας οπού το εκατασκεύασε, το διακατέχει και το κυβερνά έτσι κι όχι αλλιώς.
Αυτό άμα το εκατάλαβες έγκαιρα, θενά γλύτωνες από αχρείαστα βάσανα κι άλλες τόσες τύψεις και σκοτούρες - μόνο που σπάνια έρχεται αυτό το ευλοημένο και λυτρωτικό «έγκαιρα», τις περισσότερες φορές φτάνει αργά, όταν πια οι ενοχές σε έχουν για τα καλά ροκανίσει, και τότε το «έγκαιρα» πια δεν είναι, αλλά κι έτσι ακόμη, καλώς έχει, πρέπει να συγκαταλεχτείς στους τυχερούς, και να δοξολογείς τον Ύψιστο, αφού γλυτώνεις αρκετά πικρά ποτήρϊα. [...]
*
Ο Χρόνος, όπως όλα δείχνουν, παίζοντας μαζί μας σαν τη γάτα με το ποντίκι, σκοπό του έχει κατά την περίσταση -τάχατες δήθεν ή περιγελαστικά- να ψευτοαβγαταίνει γαλίφικα ή να λιγοστεύει δολίως το μερίδιο που αναλογεί στον πασαένα, μαθές να αλέθει ανεπαισθήτως αυτό που ονομάζομε Ζωή. Κι έτσι όλα ομοιάζουν ωσάν (ψεύτικες) παρηγοριές ή (χαιρέκακοι) εμπαιγμοί, καταπώς ξεχωριστά κι ολομόναχος τα αντιμετωπίζει ο καθένας σύμφωνα με τα μέτρα τ' ανθρώπινα και τη σκευή που κουβαλά.
Όμως η ζωή, μαθές ο θάνατος, με άλλα λόγια ο Χρόνος, αν και δείχνει αδιάφορος για εμάς και πλήρως απασχολημένος με τον ίδιο τον εαυτό του, δεν παύει στιγμή να ροκανίζει αυτόματα και ύπουλα τούς πάντες και τα πάντα [...].