Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

νέες τάσεις


«Υπάρχει μια ηλικία όπου διδάσκεις αυτό που ξέρεις·
έρχεται όμως κατόπι μια άλλη, όπου διδάσκεις αυτό που δεν ξέρεις:
αυτό λέγεται αναζήτηση».*

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος σημάδεψε το τέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος. Όταν η Ελευθερία κινδυνεύει, οι καλλιτέχνες ξέρουν καλά να χειρίζονται τα όπλα τους. Πάουντ και Χάμσουν μετριούνται στα δάκτυλα, μόνο του ενός χεριού. Οι αυτόπτες μάρτυρες της σύγκρουσης του φασισμού με την Ελευθερία κι όλη σχεδόν η πρώτη μεταπολεμική πνευματική γενιά, ξανάδωσαν στην τέχνη το περιεχόμενό της, υπεύθυνο, ανανεωμένο και δυναμικό. Το έλλογο στοιχείο της τέχνης, υπέταξε τα μορφικά σχήματα στις επικοινωνιακές της αναγκαιότητες, αντέταξε «στο όνειρο και στο παραμιλητό» την κρίσιμη πραγματικότητα, στην οποία ο άνθρωπος επανατοποθετείται, όχι «μονοδιάστατος», παρά με όλες τις κυριαρχικές του διαστάσεις.

Αυτή η κοινωνική επαλήθευση της τέχνης, που την υπαγόρευσε ο παραλογισμός της διανθρώπινης σύρραξης, ενεργοποίησε ξανά τις αντιδραστικές δυνάμεις σε μια πιο πολυμέτωπη και μεθοδική σχεδίαση. [...] Έτσι έφτασε η ώρα των φιλοσόφων της Σχολής της Φραγκφούρτης.

*

[...] ο Μαρκούζε διακηρύττει: «Η γνωστική λειτουργία της Τέχνης, δεν υπακούει πια στο νόμο της Ομορφιάς... Η τέχνη είναι αδύνατο να γίνει πραγματικότητα, είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, αν δεν εξαφανίσει τον εαυτό της σε όλους τους τύπους της».

[...] Ο Αντόρνο, ο άλλος μετανάστης απ' τη Φραγκφούρτη, είναι πιο ευθύβολος: «Η αναγκαιότητα της τέχνης είναι η μη αναγκαιότητά της». Μα, το ίδιο δεν είπε και για τη φιλοσοφία;

[...] Η παραγραφή της φιλοσοφίας και της τέχνης, θα ήταν η σωτηρία για κείνους που τους ενοχλούν τα μηνύματά τους, δηλαδή, αυτή ακριβώς η αναγκαιότητα τους.

*

[...] Η σημειολογική επιστήμη της αισθητικής, είναι η πιο αξιομνημόνευτη θεωρητική επιχείρηση των τελευταίων χρόνων ενάντια στην τέχνη. [...] Κατ' αρχή, «ο κύριος στόχος της ποιητικής (στη θεωρία της σημειολογίας) είναι να καταργηθεί η διαφάνεια και το ευανάγνωστο του έργου τέχνης, να περιοριστεί το σημασιολογικό περιεχόμενό του, ώστε να γίνει απρόσιτη η άμεση ανάγνωσή του από το πλατύ κοινό... Οι σημειολόγοι αρνιούνται κάθε σημασία ή έκφραση στο μήνυμα, εκτός από τους κώδικες. Δεν ενδιαφέρονται για το τι λέει, αλλά για το, με ποιούς κώδικες το λέει... Μετά το ρομαντισμό, η αστική αισθητική αρνιέται πως το έργο περιέχει κοινωνικό μήνυμα» [Σωτήρης Δημητρίου].

*

[...] Μιλήσαμε ώς τώρα, για τα θεωρητικά μέσα, κυρίως, που χρησιμοποιήθηκαν: από το δόγμα «η τέχνη για τη τέχνη», ώς την αντικατάσταση του περιεχομένου της με το κενό του παραλόγου, από την κήρυξη της μονοκρατορίας της μορφής, ώς την επίμονη προσπάθεια για την τελική αχρήστευση της τέχνης.

[...] Αν θέλαμε να βλέπαμε [...] πώς εξελίσσεται διαγραμματικά η στρατηγική της υπονόμευσης του αισθητικού φαινομένου, θα τη χωρίζαμε σε τρεις φάσεις:

Στην πρώτη, μετά τη γαλλική επανάσταση, ο στόχος ήταν να υποβαθμιστεί το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης.

Στη δεύτερη, μετά τη ρωσική επανάσταση, να υπερτιμηθεί η αξία της μορφής, ώστε να επικαλυφθεί εντελώς η ουσία του περιεχομένου και, παραπέρα, να προβληθεί ο ανορθολογισμός σαν συστατικό της αυθεντικής τέχνης.

Στην τρίτη φάση, μετά το δεύτερο μεγάλο πόλεμο, επιχειρείται η τελική αχρήστευση της τέχνης κι η διάλυσή της σε σημεία.

*

[...] η πραγματική αξία της μορφής του καλλιτεχνικού έργου, είναι για μάς, εκείνη που ανανεώνει αναμφισβήτητα την όψη της τέχνης. Την ανανεώνει, χωρίς όμως, να γίνεται ποτέ φραγμός κι εμπόδιο στην επικοινωνία της. Μάς νοιάζει πολύ η μορφή, μα σαν φορέας του περιεχομένου. Γιατί, όσο ωραιότερη είναι, τόσο ασφαλέστερα θα φτάσει στον προορισμό του το μήνυμα.

Το ωραίο της μορφής, είναι η έλξη για την πραγμάτωση της επικοινωνίας.

Μορφή και περιεχόμενο, αποτελούν τα κύρια στοιχεία μιας ενότητας, αλληλοεξαρτημένης απ' αυτά, όπου η μορφή είναι το ενδιάμεσο, μεταξύ περιεχομένου και αποδέκτη της αισθητικής δημιουργίας.

Γιώργος Ν. Κάρτερ, Ο κρυφός πόλεμος της τέχνης (έκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988, σσ. 18, 19, 19, 20, 20, 21, 22, 23-24). -Στο motto απόλογος του Ρολάν Μπαρτ, εκ του ιδίου (ό.π., σ. 20).

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

αισθητικά ρεύματα της Δύσης στη Ρωσία και πάλι πίσω στη Δύση


Τα αισθητικά ρεύματα της Δύσης φτάνουν στη Ρωσία τα τέλη του αιώνα, πολύ ξεθυμασμένα. Το 1895 εμφανίζονται οι Ρώσοι συμβολιστές [...] Καμιά σχέση με το συμβολισμό του Μαλαρμέ ή του Βεραρέν.

[...] Ένα από τα πιο βασικά στοιχεία του φουτουρισμού είναι το astratto, το αφηρημένο. Η κατασκευή, καθώς το προσδιορίζει, μιας τέχνης «εκτός χρόνου και χώρου, δίχως συγκεκριμένο νόημα». [Νικ. Δ. Αιγινήτης]. Στο μανιφέστο της φουτουριστικής λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε ο Μαρινέττι το 1912, υπάρχουν φράσεις σαν κι αυτές: «Πρέπει να φτύνουμε κάθε μέρα στο βωμό της τέχνης... Η τέχνη είναι μια ανάγκη αυτοκαταστροφής».

Η κατοπινή συνεργασία του φουτουρισμού με το φασισμό, έρχεται φυσιολογική. Η αντι-τέχνη, έτσι απροσχημάτιστα κι ανεπιφύλακτα, αποκάλυψε τις σχέσεις της με την αντιδραστική πολιτική. [...]

Οι Ρώσοι φουτουριστές ξέφυγαν γρήγορα απ' την παγίδα του φουτουρισμού κι ο καλύτερός τους, ο Μαγιακόφσκι, ύστερα από μια «βαθιά κρίση», συμπορεύεται με την επανάσταση, δίνοντας το ρυθμό και τους στίχους του «Αριστερού μαρς».

Μετά το φουτουρισμό, στην ανενεργοποίηση πάλι της τέχνης, αποβλέπει κι ο ρωσικός φορμαλισμός. Δεν είναι τυχαίο, καθόλου τυχαίο, που εμφανίζεται τις παραμονές της επανάστασης· το 1915 στη Μόσχα και το 1916 στην Πετρούπολη. Έφερε μιαν αναταραχή στους καλλιτεχνικούς κύκλους [...]. Το τι ήταν αυτός ο ρωσικός φορμαλισμός, θα το πεί ο Τρότσκι με δυό λέξεις: «Εξάμβλωμα αυθάδειας».

Άμα στέριωσε η επανάσταση, μαζί με τους άλλους εμιγκρέδες εγκατέλειψαν της Σοβιετική Ένωση κι οι Ρώσοι φορμαλιστές. Θα εγκατασταθούν στην Τσεχοσλοβακία και θα ιδρύσουν εκεί το 1926 τη λεγόμενη Σχολή της Πράγας.

*

Την ίδια χρονιά που ξεφύτρωσαν στη Ρωσία οι φορμαλιστές, στη Ζυρίχη μια ομάδα πάλι εμιγκρέδων, ο Ρουμάνος Τριστάν Τζαρά, ο Γερμανός Χούσελμπεκ κι ο Αλσατός Χανς Αρπ, αυτοβαφτίζονται «νταντά», που παναπεί στη νηπιακή γλώσσα «άλογο». Το «πιστεύω» τους: η άρνηση και το τίποτα. [...]

Η μετάσταση του ντανταϊσμού στο Παρίσι, δεν πρόκειται να τον σοβαρέψει, αν και προσχωρούν σ' αυτόν μερικά γνωστά σοβαρά ονόματα όπως του Αραγκόν, του Ελιάρ, του Μπρετόν. Σ' ένα από τα μανιφέστα του Αραγκόν, κείνης της περιόδου, υπάρχουν κάποιοι νεανικοί προβληματισμοί. Αφού αρνείται τα πάντα, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική, τη θρησκεία, την πατρίδα, το μιλιταρισμό, το σοσιαλισμό, τη μοναρχία, καταλήγει σε μια κραυγή: «Επιτέλους, ας σταματήσουν πια όλες αυτές οι βλακείες και τίποτα πια. Τίποτα, τίποτα, τίποτα». [...]

Ο ντανταϊσμός υπήρξε το λίκνο του υπερρεαλισμού. Ο γνήσιος υπερρεαλισμός οδηγεί κι αυτός στην αποδιάρθρωση της τέχνης.

Γιώργος Ν. Κάρτερ, Ο κρυφός πόλεμος της τέχνης (έκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988, σσ. 15, 16, 16, 16-17, 17).

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας


Το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, έτσι καθώς το χειρίζεται η σύγχρονη αστική φιλοσοφία, επιχειρώντας να απογυμνώσει την τέχνη από τις κοινωνικές αξίες της και να επιβάλλει την «τέχνη για την τέχνη», τη φορμαλιστική τέχνη, την «απόλυτη τέχνη», δεν αποτελεί θέμα αισθητικό, δεν είναι καθόλου ζήτημα αισθητικό· είναι καθαρά ιδεολογικό, είναι πολιτικό.

Η ύπαρξη της τέχνης, προϋποθέτει την ανθρώπινη συμβίωση. Σ' ανύπαρκτη κοινωνία η τέχνη είναι ανύπαρκτη. Η τέχνη είναι φαινόμενο κοινωνικό.

Πρωτογενής δεσμός της κοινωνίας είναι η επικοινωνία κι όργανο της επικοινωνίας είναι ο λόγος.

Ο λόγος συνενώνει τους ανθρώπους σαν κοινωνικά μέλη κι αυτή η συνένωση είναι η μεγάλη ανθρώπινη δύναμη· η δύναμη των μαζών.

Ο λόγος ώς έντεχνος, η λογοτεχνία, είναι επομένως κι αυτός επικοινωνιακός, όπως είναι όλα τα είδη της τέχνης.

Η δύναμη των μαζών, όμως, σύμφωνα με τον ιστορικό κανόνα, δεν ευνοεί τα συμφέροντα των δυνάμεων της ολιγαρχίας. Η σύγκρουση ήταν και είναι, αναπόφευκτη. Έτσι κηρύχθηκε ο κρυφός πόλεμος ενάντια στην τέχνη. Ή, για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ενάντια στο έλλογο στοιχείο της τέχνης. Ώστε η τέχνη ν' αποξενωθεί από τις μάζες, να αποκοπούν οι κοινωνικοί της δεσμοί με τελική προοπτική, να μονωθούν τα άτομα, που το καθένα από μόνο του είναι ανίσχυρο να σταθεί εμπόδιο στην πρακτική των ιδεολογικών του αντιθέσεων.

Καθιστώντας ανενεργό την επικοινωνιακή ισχύ της τέχνης, το Λόγο, φεύγει από τη μέση ένας επικίνδυνος αντίπαλος της αστικής πολιτικής. Να, πως το θέμα είναι πολιτικό.

*

Ο γαλλικός διαφωτισμός κι οι εγκυκλοπαιδιστές, είχαν προπαρασκευάσει με σιγουριά την επανάσταση του 1789. [...] Οι νοσταλγοί της φεουδαρχίας, εκμεταλλευόμενοι και την απογοήτευση κάποιων κοινωνικών κύκλων, μετά το 1794 κυρίως, άρχισαν να ενεργοποιούνται για την παλινόρθωση των Βουρβώνων. Μέσα στα αντεπαναστατικά τους σχέδια, δεν λησμονούν τον διαφωτισμό, που ξεσήκωσε το λαό και τις ιδέες του, που περνούσαν στα έργα των καλλιτεχνών. Τότε λοιπόν, είναι που εμφανίζεται ο ρομαντισμός, αυτός ο καλλιτεχνικός ατομισμός.

Ο ρομαντισμός μεγεθύνει την αξία του Εγώ, σ' αντιδιαστολή με το κοινωνικό Εμείς. Με το συναίσθημα και τη φαντασία έπειτα, παραγκωνίζει την αλήθεια της πραγματικότητας. [...]

[...] οι νεότεροι οπαδοί της Σχολής του ρομαντισμού, κράτησαν ό,τι καλύτερο βρήκαν σ' αυτή και κήρυξαν τον «επαναστατικό ρομαντισμό». Τον εκπροσώπησαν, στη μουσική ο Μπερλιόζ, στη ζωγραφική ο Ντελακρουά [...] και στη λογοτεχνία η Σάνδη, ο Βερανζέρος, ο Βίκτορ Ουγκώ. [...]

*

Ο επαναστατικός ρομαντισμός έφερε στην πεζογραφία το ρεαλισμό της, ρωμαλαίο και διεισδυτικό, Ο Μπαλζάκ είναι ο εκφραστής κι ο «δάσκαλος» αυτού του ρεαλισμού.

[...] Ο παρνασσισμός εξαγγέλλει την αυτοκρατορία της μορφής. Οι παρνασσιστές, σ' εχθρική αντίθεση με τους επαναστάτες ρομαντικούς, περιορίζουν το νόημα της τέχνης, όχι μόνο με την υπέρμετρη προσήλωσή τους στην επεξεργασία της φόρμας, αλλά και με την αποστασιοποίηση του περιεχομένου από την πραγματική ζωή. [...] «[...] έκαναν ώστε ύστερ' από λίγο, εκεί γύρω από το 1880, ο παρνασσισμός να είναι ένας νεκρός όγκος» [Ανδρ. Καραντώνης].

[...] Λένε πως ο συμβολισμός που ακολούθησε τον νεκρό αυτό, υπήρξε ο προπομπός της μοντέρνας τέχνης, της υπερρεαλιστικής ποίησης, της ποίησης που γράφεται από μερικούς και στις μέρες μας «εν απουσία παντός λογικού ελέγχου και εκτός πάσης αισθητικής ή ηθικής προαπασχολήσεως», για να μεταχειριστώ τη φράση του Αντρέ Μπρετόν [...].

Γιώργος Ν. Κάρτερ, Ο κρυφός πόλεμος της τέχνης (έκδ. Ειρήνη, Αθήνα 1988, σσ. 9, 12, 12-13, 13, 13).