Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022

το σύκο μόλις καμωθεί, θα πέσει...


Συμφωνήσαμε με τη γυναίκα μου ότι πιο καλόβολο
και γλυκό γεροντάκι δεν είχαμε ξαναδεί στη ζωή.
Βρισκόμασταν μπροστά σ' έναν χωμάτινο άνθρωπο χωρίς μουρτζουφλιά,
γεμάτο χαρά και δίψα για ζωή, συγχρόνως όμως μ' εκείνη τη σκιά στα χείλα
που μόνο η σοφία φέρνει.*

» Όπως έχω καταλάβει», είπε θλιμμένα και μ' αυτό τελείωσε τη διήγησή του ο πατέρας, «στη ζωή ούτε αφέντης ούτε εργάτης μπορεί να κάμει μερεμέτι στον εαυτό του. Το σύκο μόλις καμωθεί, θα πέσει».

- Μη λες τέτοια λόγια, προσπάθησα να τον παρηγορήσω, γιατί κατάλαβα την πίκρα στη φωνή του, ας ήμουν παλληκαράκι. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από τα σπίτια του Βάκα και του Ράκα. Να, σαν τον βράχο της Βάρδιας απέναντι κι ακόμα πιο πολύ.

Σ' αυτό δεν απάντησε ο πατέρας, μόνο τα χείλια του έκαναν ν' ανοίξουν σ' ένα ακόμα πιο λυπημένο χαμόγελο κι ύστερα σαν να μετάνιωσε τα έσφιξε περισσότερο. Όμως προτού γυρίσει βιαστικά από την άλλη το πρόσωπό του, πρόλαβα να δώ ότι τα μάτια του μ' αγκάλιασαν με στοργή.

Σε λιγότερο από μήνα, μόλις πέρασε ο «τραπεζοφόρος» Αύγουστος και μπήκε ο φθινοπωρινός Σεπτέμβρης, ο πατέρας πέθανε ξαφνικά, γεγονός που με βρήκε απροετοίμαστο, βουβά τρομαγμένο και γεμάτο ενοχές. Αλλά, πότε είμαστε έτοιμοι για τον θάνατο;

Πόσο αδύναμοι είμαστε ακόμη και να οσμιστούμε το πελώριο γεγονός του επερχόμενου τέλους! Εκείνο το κοίταγμα του πατέρα ήταν ο τρυφερός του αποχαιρετισμός κι εγώ είχα σταθεί ανίκανος να το καταλάβω. Αυτό με είχε γεμίσει με οργισμένο θυμό. Την τελευταία περίοδο της εφηβείας μου η σχέση μας ψυχορραγούσε, αλλά ανασταινόταν μερικές φορές χάρη σε κάτι τέτοιες αμοιβαίες, περιστασιακές μεταγγίσεις. [...]

*

[...] -καυχιέμαι να το λέω- τα πάω έξοχα με τους νεκρούς. Έχουν σπάνιες αρετές που τούς κάνουν αξιαγάπητους. Δεν γκρινιάζουν, δεν διαβάλλουν, δεν φθονούν, προπαντός δεν φλυαρούν, κι όταν κάποτε η αδικία που τούς γίνεται από την απληστία των ζωντανών φτάνει στο απροχώρητο, όπως τώρα που ζητούσαν και δεν έβρισκαν στέγη να σκεπάσει το κρανίο τους, ψιθυρίζουν τότε το δίκιο τους χαμηλόφωνα κι ευγενικά, δίχως κραυγές και δίκαννα. Πρέπει νά 'ναι ανόητος κανείς να μη θέλει για γείτονες τέτοιους ήσυχους διερμηνείς των μελλόντων, τέτοιους ισορροπιστές του ανέφικτου και εξηγητές του ονείρου και του εφιάλτη της ζωής. Όχι, το πρόβλημά μου εμένα δεν είναι οι πεθαμένοι, είναι οι ζωντανοί, γιατί τα βρίσκω σκούρα όταν είναι να συνεννοηθώ, ως ζωντανός κι εγώ, μαζί τους. [...]

Και τότε, το σεντούκι της μνήμης χλοΐζει και μπουμπουκιάζει,
κι εγώ, αν και γνωρίζω τη φενάκη και τη ματαιότητα κάθε νόστου,
αν και ξέρω ότι η «σκόνη» σπάνια και για λίγο μπορεί να σταματήσει να πέφτει,
ξαναδαγκώνω γι' άλλη μια φορά το μήλο,
τα μάτια θυμούνται, η μύτη μυρίζει, το δέρμα ριγεί,
η καρδιά παλιννοστεί στο γελαστό ακρογιάλι όπου δίπλα του γεννήθηκα,
τ' άστρα κι η ψυχή συστοιχούνται σε φιλικό γειτόνεμα,
κι επιτέλους υπάρχουν απαντήσεις για όλες τις απορίες,
τις επιχώριες και τις ετερόχθονες.
Γι' αυτό, άλλωστε, και τούτη η ιστορία μου δεν τελειώνει
με ερωτηματικό σαν τις άλλες.**

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Μικρό τρίπτυχο του νόστου (έκδ. Ίνδικτος 2006, σσ. 25-26, 30-31). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 61-62). Από το ίδιο κι η κατακλείδα (σσ. 112-113).

Δεν υπάρχουν σχόλια: