Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

εγώ με το κρύο αγάλλομαι


[...] πετάχτηκε μια κατσαρίδα με τα κατσαριδόπουλά της. Έκανε,
λοιπόν, κι αυτή ό,τι θά 'κανε από ένστικτο ο καθένας μας·
άρπαξε την παντόφλα της, για να τα λειώσει,
αλλά την σταμάτησε η βροντερή φωνή της κυρίας:
-Μη, προς θεού, Ελένη μου! Ξεχνάς πως έχεις κι εσύ παιδιά;*

Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι αποστρέφονται και μισούν τόσο πολύ τον χειμώνα. Εγώ με το κρύο αγάλλομαι, ενώ η ζέστη δεν μ' αφήνει να ανασάνω. Όσο πιο πολύ καπλαντισμένος με σύννεφα και μαύρος είναι ο ουρανός τόσο πιο πολύ ευφραίνομαι. Δυό είναι οι μουσικές των στοιχείων της φύσης, που ξεπερνούν τις μουσικές του ανθρώπου: του αγέρα και της βροχής.

Με τη βροχή νιώθω σαν νά 'μαι η ίδια η γή που ποτίζεται και ξεδιψά, με τον αγέρα ξαναζωντανεύω. Και τί θαλπωρή τα χειμωνιάτικα βράδια να τραντάζει το σπίτι από τ' αγριοαγκαλιάσματα του αγέρα και της βροχής κι εσύ να χουχουλιάζεις κάτω από το πουπουλένιο σου πάπλωμα μ' ένα βιβλίο στο χέρι, να ξαραθυμά το σώμα κι η ψυχή να αγαλλιά αντί να ψήνεσαι σαν τσιππούρα στη σχάρα, τυλιγμένη σ' ένα σεντόνι σουφτή απ' τον ιδρώτα, στριφογυρνώντας ξάγρυπνη μέχρι να βγεί ο ήλιος, μόνο και μόνο για να δριμώσει κι άλλο το μαρτύριο. Ιδρώνω και που το γράφω! Όσο για εκείνα τα διαβολομηχανήματα, τα κλιματιστικά, εμένα μ' αρρωσταίνουν και μόνο που τα βλέπω.

Μ' άλλα λόγια τον χειμώνα έρχομαι στα ίσα μου, την άνοιξη και το καλοκαίρι χάνω τα νερά μου, ούτε να σκεφτώ δεν μπορώ.

Εκείνα τα «παμφάγα μεσημέρια» του καλοκαιριού, «όταν με το γιγάντιο δαυλό του βάνει φωτιά στα πάντα ο θεός», καταπώς λέει ο ποιητής, με αποδιοργανώνουν και η ευτυχία (;) που διακρίνω να ζωγραφίζεται στα ζαβλακωμένα πρόσωπα των ανθρώπων μέσα στο κόχλασμα και το τσιτσίρισμα της ζέστης, μ' εξοργίζει· πολύ με τυραννά εμένα «το κεντρί της φωτιάς». Αδύνατον, τελικά, να καταλάβω γιατί δεν αρέσει στους ανθρώπους ο χειμώνας, αλλά παθιάζονται με τα ιδρωμένα καλοκαίρια και τις μυρωδιές της άνοιξης που θυμίζουν κρεβατοκάμαρα κοκότας.

*

[...] Αλλά να, αυτή τη ζεστασιά είναι που χρειαζόμαστε, τις περιελίξεις και τις συστροφές των σωμάτων, την επαφή όταν ένας όμοιός μας μάς κάνει την τιμή και τη χάρη να έχει κι αυτός την ανάγκη μας. Άλλωστε, τί άλλο έχομε πάρεξ αυτό που χαρίζομε;

Αχ! Οι προεξοχές, οι εσοχές, τα αραβουργήματα της τριχοφυΐας, ο ίουλος του προσώπου, τα σγουρά και τα μαύρα τσουλούφια, ο χείμαρρος των χρυσών μαλλιών στον τράχηλο· τα μάτια, το φώς τους που καλεί και που διώχνει, το στόμα που ανοίγει τριαντάφυλλο φύλλο το φύλλο, η βρύση του λαιμού και το κύπελλο του αφαλού μας, η βεργολυγερή μέση με τα δυο μονοπάτια προς την ήβη και τα δυό λακκουβάκια πίσω, όταν ζούληξε ο γλύπτης θεός τον πηλό του για να τόν δοκιμάσει·

οι αλαβάστρινες λαγόνες, οι ρωμαλέοι, χνουδωτοί γλουτοί, οι δυο κολώνες των ποδιών όπου φυτρώνει ο κισσός στη γλάστρα των σφυρών κι αναρριχιέται, το μετάξι του δέρματος στον κρυφό θησαυρό του καθενός μας· οι καμπύλες και οι κοιλότητες του σώματός μας, τα λαγκάδια και τα λαγκαδάκια του, οι μυρωδιές του, όποια τελοσπάντων γλυκιά παγίδα στήνει η ζωή, προτού αρχινήσει το ξεφτέρι της, ο Χρόνος με τα σύνεργά του, την σταδιακή αποψίλωση και μάς σκυλέψει ολότελα.

Το σώμα μας είμαστε εμείς. Τελεία. Κι ας μη βλέπομε απ' αυτό παρά το περίβλημα, ό,τι μάς κολακεύει. Όσα μνημεία και να μάς στήσουν, δεν υπάρχομε χωρίς εκείνο. Κακά 'ν' τα ψέματα: Μόνο το χάδι, το φιλί είναι το κλειδί, που μπορεί να μάς δώσει πίσω την χαμένη Πατρίδα, αλλά στη ζωή, κακορίζικα κι ανάποδα, ερωτευόμαστε ανθρώπους που δε' μάς θένε και μάς ερωτεύονται άλλοι που δεν τούς θέλομε.

Μήπως η θάλασσα φταίει για τις τρικυμίες και τα ναυάγια
που προκαλεί; Όλοι αυτήν κατηγορούν,
κανείς δεν τα βάζει με τον άνεμο που την ταράζει.**

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Η Ξυλόκατα και άλλες παγίδες (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2004, σσ. 74, 130). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 13). Κι η κατακλείδα από τον ίδιο (ό.π., σ. 29).

Δεν υπάρχουν σχόλια: