Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί


στην Πλατανιά της Καλαμπάκας [...]
Οι μουλαράδες ψήνουν σουβλάκια από μπον-φιλέ μουλαριού
και έχουν γεμίσει τον τόπο με την τσίκνα.*

26.4.1941. [...] Στο δρόμο συναντάμε Γερμανούς πούχουν στήσει τα τροχομαγειρεία τους και μαγειρεύουν. Τούς έχουν πλησιάσει δεκάδες φαντάροι πεινασμένοι. Κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες και με νοήματα εκλιπαρούν λίγο φαγητό. Οι Γερμανοί τούς διώχνουν.

Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω συναντάμε άλλους Γερμανούς να μοιράζονται φαΐ. Κοντά και σε αυτούς βρίσκονται πολλοί πεινασμένοι συνάδελφοι. Έχουν μπεί μόνοι τους σε μια στοιχειώδη σειρά, κρατάνε στα χέρια τις άδειες καραβάνες τους και κοιτάζουν ικετευτικά. Σ' αυτούς προστέθηκαν και τρείς από την ομάδα μας. Οι Γερμανοί τούς σκορπάνε βάναυσα.

Ύστερα από 2-3 χιλιόμετρα, πάλι πλάι στη δημοσία οδό, άλλο γερμανικό μαγειρείο. Βαδίζουμε σ' ένα μονοπάτι που περνάει πλάι του και μάς συμβαίνει το εξής περίεργο. Μάς πλησιάζει ένας κατασκονισμένος μέχρι τις βλεφαρίδες γερμανός βαθμοφόρος. Ξανθός όπως είναι με τα γυαλάκια και τις φαβορίτες του μού θυμίζει τον ηθοποιό [...] στην ταινία «Σερενάτα Σούμπερτ».

Μάς οδηγεί με ευγενικιά βία στο καζάνι τους και μάς γεμίζει τις καραβάνες με μια σούπα από αφυδατωμένες πατάτες, ρύζι και χορταρικά. Όταν τίς αδειάσαμε μάς τίς ξαναγέμισαν. Μιλάνε και μάς κοιτάζουν περίεργα. Από τα ελάχιστα γερμανικά που ξέρω καταλαβαίνω ότι μιλάνε με συμπάθεια για μάς. Τούς μιλάω γαλλικά και τούς ευχαριστώ.

Μού απαντάνε στα γαλλικά χαρούμενοι και μού λένε ότι είναι Αυστριακοί, και ότι αγαπάνε τους Έλληνες. Τούς ανταπαντώ ότι κι εμείς στην Ελλάδα αγαπάμε τους Αυστριακούς για τον υψηλό πολιτισμό τους και για τη μουσική τους.

Δεν τολμούμε να πούμε φανερά ότι μάς ενώνει το μίσος εναντίον των Ναζί, των οποίων κι' οι δυο λαοί είναι θύματα, αλλά αυτό ήτανε το νόημα της συζητήσεώς μας. Στο τέλος μάς μοίρασαν κι' από τέσσερα τσιγάρα. Τούς ευχαριστήσαμε, χαιρετηθήκαμε πρώτα στρατιωτικά κι' ύστερα με χειραψία και εξακολουθήσαμε το δρόμο μας χορτάτοι.

Πιο κάτω είδα το δεύτερο περίεργο. Αυστριακούς να καθαρίζουν το τραύμα του ποδιού συναδέλφου μας, να το επιδένουν και να τον φορτώνουν σ' αυτοκίνητο που πρέπει νάτανε Ελληνικό. Αυτά τα δύο γεγονότα έχυσαν βάλσαμο στη ψυχή μου. Είδα ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι και ανθρωπιά. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί προ δυο-τριών ημερών όταν τα στούκας αλώνιζαν πάνω από το κεφάλι μας δεν μάς θέρισαν, ενώ μπορούσαν.

[...]

26.4.1941. Από τα υψώματα βλέπουμε το βράδυ αριστερά και δεξιά μας τη δημοσία οδό. Ένα φωτεινό φίδι κινείται πάνω της. Δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Είναι τα αμέτρητα γερμανικά μηχανοκίνητα που κατεβαίνουν για την Αθήνα.

[...]

9.5.1941. Οι επιστρατευμένοι των ΣΕΚ [στη Θήβα] μάς πληροφορούν ότι έχουμε αποστρατευθή από τις 4 ή 5 Μαΐου, ότι αιχμάλωτοι δεν πιάστηκαν από τους Γερμανούς και ότι οι νεκροί του πολέμου είναι 25-30 χιλιάδες. Αίμα που χύθηκε για τις ιδέες, την αγάπη στην ελευθερία και στη πατρίδα Ελλάδα. Αίμα τιμής και θυσίας.

Στη διαδρομή Θήβα-Αθήνα κάνω διάφορες σκέψεις πάνω στον πόλεμο. Κάνω και τον απολογισμό της προσφοράς μου στον αγώνα μας. Το συμπέρασμα είναι απογοητευτικό. Βρίσκω ότι πολέμησα μόνο με τα στοιχειά της φύσεως, με την κόπωση και με την πείνα. Άρα δεν πολέμησα πραγματικά, αφού η μονάδα μου δεν έδωσε αξιόλογες μάχες και ιδιαίτερα ο Λόχος μου.

Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 59-60, 61). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 60) εγγραφή της 3ης.5.1941.

Δεν υπάρχουν σχόλια: