Έπαψα πια
να υποφέρω από τις αμυγδαλές.
Τίς γιάτρεψε το πολύ κρύο.*
να υποφέρω από τις αμυγδαλές.
Τίς γιάτρεψε το πολύ κρύο.*
έως 29.1.1941. [...] Στη Βεύη τα κοπάδια των λύκων έχουν ταράξει τα ζωντανά. Ρίχτηκαν σ' ένα παχνί και μισόφαγαν ένα πουλαράκι. Το ίδιο βράδυ στήσαμε ενέδρα και με το οπλοπολυβόλο σκοτώσαμε δύο από αυτούς. Η όψη τους ήτανε απαίσια και αηδιαστική. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως τούς κάνει επικίνδυνους. Στη συνέχεια μετακινηθήκαμε προς Φλώρινα, όπου και κοιμηθήκαμε. Το πρωί πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το Πισοδέρι που βρίσκεται στα σύνορα, στην οδό Φλώρινας-Κορυτσάς. Το χιόνι έχει κρυσταλλώσει και είναι επικίνδυνη παγίδα.
Πλάι μας ανεβοκατεβαίνει τον ανήφορο αλυσίδα από γυναίκες της περιοχής. Μεταφέρουν στους ώμους τους εφόδια για το στρατό και κυρίως πυρομαχικά. Τίς κοιτάζω με θαυμασμό. Φαντάζουν σαν αμαζόνες. Όλες φοράνε μαντήλια δεμένα κάτω από τον λαιμό. Η καυτή ματιά τους πετάει σπίθες. Μάς καλημερίζουν. Τίς ρωτάω πώς τόσο πρωί και απαντάνε απλά και φυσικά:
«Κάνουμε το χρέος μας. Βοηθάμε το στρατό. Οι άντρες μας πολεμάνε από την πρώτη μέρα του πολέμου. Σείς θα τούς ξεκουράσετε. Όταν περάσετε το Πισοδέρι θα βρήτε ωραίους δρόμους πούχουν στρώσει οι Ιταλοί για να μπούνε στην πατρίδα μας. Τώρα πισωπλάτησαν και οι δρόμοι είναι δικοί μας». [...]
30.1.1941. Από τον ασύρματο μάθαμε ότι πέθανε ο Μεταξάς. Παγώσαμε γιατί τον θεωρούμε αναντικατάστατο σαν επιτελικό. Μερικοί κλαίνε. Τού συγχωρώ το κυνηγητό που μούκανε στην εποχή του (τον Αύγουστο του 1936, όταν ήμουνα φοιτητής) η Ειδική Ασφάλεια με επικεφαλής τον Υπ/ρχο Μανώλη Παναγιωτάκη, γιατί, νεαρός φοιτητής, ήμουν οργανωμένος στην πέμπτη αχτίδα του Κ.Κ.Ε. Γούβας. Για να αποφύγω τότε τη σύλληψη, αναγκάστηκα να μείνω κρυμμένος ένα εικοσιτετράωρο μέσα σ' ένα άδειο βαρέλι του ταβερνιάρη Νίκου Ντάβαρη (Φιλολάου και Δαμάρεως). [...]
1.2.1941. Το πρωί ξεκινήσαμε. Περάσαμε μέσα από την Κορυτσά [...]. Στην πόλη μείναμε δυο ώρες. Κι' εδώ σε όλους τους τοίχους οι Ιταλοί έχουν γράψει το VINCEREMO, που ισχύει για μάς κι' όχι γι' αυτούς που τόγραψαν. Στους δρόμους πυρετώδης κίνησι στρατού και εφοδίων. Παντού κυριαρχεί το χακί. Η πόλη φαίνεται σα νάναι Ελληνική. [...]
14.2.1941. [...] Η συμμαχία της αϋπνίας, του κρύου και της πείνας είναι εχθρός αξεπέραστος. Μάς καταλύει. Δεν μπορούμε να συμμαζέψουμε τις σκέψεις μας πάνω σε ορισμένο θέμα. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μα σε λίγο κουραζόμαστε και σταματάμε αναγκαστικά. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Έχουμε χάσει τη δύναμη της σκέψης.
Μήπως έχει δίκηο ο Μπουχάριν που ισχυρίζεται ότι η ψυχή κι' η σκέψη είναι ιδιότητες τής ειδικά και αρμονικά οργανωμένης ύλης από την οποία και εξαρτώνται;
Αποφεύγουμε και τη συζήτηση. Μάς κουράζει. Παύουμε νάμαστε άνθρωποι. Πείνα, κρύο, κόπωση, αϋπνία. Κάθε ένα απ' αυτά μάς σταματάει.
Χτες έπλυνα τη φανέλλα μου και την άπλωσα σε κάποιο κλαδί να στεγνώσει. Το πρωί που την τράβηξα για να την ξεκρεμάσω έσπασε στα δυο σαν ξερό, παληό και καμμένο από το χρόνο χαρτί. [...]
Τις μέτρησα ξανά σήμερα το πρωί
δυο φορές μάλιστα.
Λείπει μία από την περασμένη άνοιξη
δέντρο φευγάτο
επιστροφή στην Αρκαδία
ή
της μεταμόρφωσης το αίνιγμα;**
δυο φορές μάλιστα.
Λείπει μία από την περασμένη άνοιξη
δέντρο φευγάτο
επιστροφή στην Αρκαδία
ή
της μεταμόρφωσης το αίνιγμα;**
Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 25-26, 27, 32). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 33) εγγραφή της 15ης.2.1941.
-----
** Στην κατακλείδα όμως, το ποιημάτιο «Ξινομιλιές» [2017] του Γιώργου Βέη από την συλλογή Βράχια (έκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου