Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

στροβίλισμα ψυχής


Στο γαλάζιο νερό που δεν πίνεται
στο χρυσό έδαφος που δεν σπέρνεται
στο απόλυτο φώς που τυφλώνει

βλέπω ώς πέρα ένα κενό
μες στους ατμούς της λαύρας.*

ΦΩΣΦΟΡΙΣΜΟΣ

Το φως γεννά η φωτιά
που είναι μαζί καταστροφή και θάμβος
-η πτήση του Φαέθοντα, στροβίλισμα ψυχής
γύρω απ' τη λάμψη στο ταβάνι
που τη μαγνητίζει εωσότου την κάψει.

Όμως όταν πέσει η νύχτα, κάποιες φορές
η θάλασσα ή, μες στη λόχμη,
άστρο κρυφό, η πυγολαμπίδα,
μ' ένα υποκύανο φέγγος
που δεν γεννά η φωτιά

με καθηλώνει.

*

ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ

Βγαίνοντας από το ναό αφήσαμε πίσω
τη χάβρα των θορύβων της λατρείας.
των θυμιατών τους κρότους και των ψαλμών λυγμούς
κάτω απ' τη λάμψη του πολυελαίου
εμπρός στις μαύρες, ασημωμένες ζωγραφιές,
και πήγαμε ώς την άκρη του προαυλίου
εκεί όπου σάλευε με δροσερές ριπές
ένα πλατάνι
.

Ριζωμένο βαθιά μες στην πέτρα
να σηκώνει στις βαριές του φτερούγες
το στερέωμα για αιώνες ψηλά
σπαρταρώντας - η σκιά του μάς σκέπασε,
μια σπηλιά, με ψιθύρους.

Μα δεν ήταν το ρίγος αυτό ανατρίχιασμα φύσης.
Ήταν μια σκεπή στεναγμών και θρόων,
όχι ταγμένη να πεί το μέλλον,
αλλ' όποιος στεκόταν στον ίσκιο της έμελλε
μιαν ατέρμονη κι άξεστη προσευχή
ν' ανασάνει με τρόμο, σκοτεινή ικεσία.

Μες στο ναό συνέχιζε ο ήχος της λατρείας,
ο πρόσκαιρος αλαλαγμός·
όμως εδώ πια δεν υπήρχαν
προσφορές κεριά θυμιάματα·
το σούρουπο βάραινε κιόλας
κάνοντας πιο βαθύ το μουρμούρισμα της σιγής
τον καημό του κόσμου

που έτρεμε, ανέμιζε, πλατάγιζε ψηλά
στα κλαδιά αιωνόβιου δέντρου.

Ταξιάρχης Μανταμάδου, Λέσβος
Αύγουστος 1992


Στρατής Πασχάλης, Άνθη του νερού (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1994, σσ. 23, 25-26). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 21, η δεύτερη στροφή από το ποίημα «Έρημος».


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

απ' το λιωμένο λείψανο ενός ζώου


Μα πότε πέρα θα φανούν ψηλά τείχη δακρύων
(και στους συκιώνες μια οσμή - το γάλα της Ελένης)
μες στην καρδιά του λιοπυριού μια νύξη καταιγίδας:
μνήμη της λήθης που γυρνά και καταργεί τη λήθη *

ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΑ

Πάνω σ' ένα ψοφίμι
(πουλί; ποντίκι;) που χώνεψε το χώμα
φυτρώσανε ζουμπούλια και τώρα ανθίζουνε
βρεμένα, σχεδόν γλοιώδη,
με τ' άρωμά τους διεγείρουν και ζωντανεύουν εντυπώσεις
παμπάλαιες μαρμαρωμένες
υγραίνοντας τα συναισθήματα
νεύρα κι αισθήσεις.

Υγρός είναι ο θάνατος· αίματα σπέρματα χυμοί
που έστω κι αν μέσ' από τη σήψη τους
τέλος βγαίνει ένα μύρο
φέρνουν απόγνωση, μνήμη των περασμένων,
πόθο για φόνο και σπορά· θυσία.

Πάνω σ' ένα ψοφίμι που πέταξε άνθη
στάθηκα και νοστάλγησα
την ομορφιά που έχουν τα γυμνωμένα κόκαλα των ζώων
στην παραλία του καλοκαιριού
ανάμεσα σε ξύλα βότσαλα και πεθαμένα φύκια
ή και κουφάρια κοχυλιών που καιν σαν τον ασβέστη.

Στη στέγνια
                   βρίσκεις γαλήνη, ερήμωση,
στους αγκαθένιους θάμνους φίδια ξερά
στο στερεμένο χείμαρρο με τ' αχαμνά του βράχια
πάνοπλη την ακρίδα
και στη νησιώτικη πλαγιά ίχνη του πετρωμένου δάσους
πάνω απ' το άγονο νερό της θάλασσας που καίγεται
κι όμως στο άγγιγμα παγώνει.

Τόποι, κρανία κούφια, σταμνιά
ζεματιστά κι εξατμισμένα εν τέλει
μέσα στη λάβρα του μεσημεριού
την τέλεια στέγνια
τέφρα γίνονται όλα
(μνήμες και πόθοι· συναισθήματα)
ό,τι διεγείρουν τα ζουμπούλια που βγήκαν κι άνθισαν εδώ
απ' το λιωμένο λείψανο ενός ζώου.

*

ΤΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

Πρασινισμένα μνήματα· μες στη ζεστή βροχή
σε γκρεμισμένους κήπους
μαρμάρινοι ερωτιδείς που αγκαλιάζουνε σταυρούς
ίσκιοι κυπαρισσιών σκαμμένο χώμα.
Γλείφουνε οι στάλες -πικρό νερό- δέντρα σκοτεινιασμένα
κι αντί για φώς
πληρώνουνε κάθε κενό με υγρή γαλήνη.

Είδα κι άλλες φορές το κοιμητήρι:
στην παγωμένη μέρα σκληρό με κρύα μάρμαρα
όαση μες στο καλοκαίρι
και το φθινόπωρο
τάφοι γαλάζιοι κάτω απ' το φώς του φεγγαριού
όμως ποτέ σαν τώρα
μια τέτοια γενετήσια πράξη
-λες κι είναι αρρώστια-
που αναδίνει ατμούς
εδώ που δεν υπάρχουνε ψυχές
μόνο χωμένα σώματα τρέφουνε τη χλωρίδα
.

Ανάμεσα σε μουσκεμένα μνήματα
βουλιάζοντας σε φρέσκους τάφους
όπου στοιβάχτηκαν στέφανα σάπια κι άλλα σκουπίδια
κι έγινε ο κόσμος μια κάμαρα συννεφιασμένη
δεν είναι εδώ το άντρο με τ' αρώματα
εκεί που θάψαν μια πνιγερή βραδιά στο βυσσινί σκοτάδι
τον Αμφίφυλο.

(Άδειο το σώμα από ψυχή
μπρούμητο μες στη λάσπη
όπου κολύμπησε ο ποντικός κι ο βάτραχος τινάχτηκε
κι ύστερα έμεινε μαρμαρωμένος
στο ανθισμένο νούφαρο
ενώ στα βάθη του νερού μεσ' απ' το τρίχωμα της πέτρας
πέρασε το χρυσόψαρο).

Μα νά, σταμάτησε η βροχή. Ανέβηκαν οι ευωδιές
-η ανοιξιάτικη αποφορά πράσινου ιδρώτα-
οι ρίζες χώθηκαν στα κόκαλα
κι ακόμα πιο βαθιά ρούφηξαν το μεδούλι
η βλάστηση αδιάφορη τεντώθηκε
σκίρτησαν τρυφερά οι άκρες των φυτών
έγειραν τ' άνθη φορτωμένα στάλες
πάνω απ' τα μάρμαρα των τάφων όπου έκρυβαν τα πρόσωπα οι λυπημένοι ερωτιδείς.
Ζέστανε ο ήλιος
                          μόλις θαμμένα
τα νέα σώματα στο χώμα
πριν τα σφραγίσει πλάκα σκιά σταυρού·
τώρα που γίνεται ακόμη να προβάλουν
και να συρθούν στα τέσσερα
παραμερίζοντας τα θάμνα
γεμάτα λάσπες και ζωύφια
σαν τρωκτικά που μόλις βγήκανε από τη γή
και αναδεύουν τα σπαρτά μες στα νωπά χωράφια.

Στρατής Πασχάλης, Μια νύχτα του Ερμαφρόδιτου (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1989, σσ. 25-26, 31-33). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 29, η εβδόμη στροφή από το ποίημα «Η θλίψη του καλοκαιριού».

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

δελφικό σώμα



Αλλιώς τί· θα πρέπει
να διδάξουμε στα ένζυμα θεολογία
για να σώσουμε το κρασί μας;*

ΔΕΛΦΙΚΟ ΣΩΜΑ  

Τι κρίμα που τής Εύας δεν τής άρεσαν
τα αντρικά κορμιά

Πόσες απόκρυφες φωτογραφίες
τού γυμνού Σικελιανού
δεν θα κυκλοφορούσαν τόσα χρόνια,
  από χέρι σε χέρι,
  ανάμεσα στους εραστές τής ποίησης
 
Με τα πυκνά του λιονταρίσια μαλλιά, 
τον λεπτό του κορμό, το δασύ στήθος, 
τα ριζωμένα στο χώμα πέλματα 

Με τη βοή τού πελάγου
να πλημμυρίζει τις φλέβες του


Ίδιος η ποίησή του.

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, απ' εδωδά.

*

ΔΙΣΗΜΟ

Πότε στα κύματα του πόθου
     βυθισμένη βάρκα
Πότε ασήκωτος σταυρός
     η σάρκα

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Από του έρωτα το βάλσαμο
      στο σπάργανο 
από 'κεί στου βίου το βάσανο
κι από του Χάρου το φάσγανο
      στο σάβανο 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, απ' εδωδά κι αυτός.

*

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ, III.

Έλεγα, τέλειωσε η ιστορία με το σώμα·
θα μείνει μόνο η ιστορία της ύπαρξης.
H ύπαρξη καραδοκεί·
με σώμα ή χωρίς δεν σε λυπάται·
και τί να κάνεις για να την αντέξεις;
Όταν μιλούσα για το σώμα, μ' άρπαζε η
Ιστορία.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, κι αυτή απ' εδωδά.


-----

* Το motto όμως, του Γιώργου Μπλάνα, από το ποίημα «Εν Κανά», απ' εδωδά κι αυτό.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

το τραγικό ερώτημα


Η κοινωνία του 21ου αιώνα είναι ακριβώς η κοινωνία τής αφής, όχι της όρασης, η κοινωνία τού «φάγωμεν, πίωμεν». Κι επομένως, η αντιχοϊκή πραγματικότητα που εκφράζει ο Χριστός δεν κατέπληξε μόνο τους αγίους Αποστόλους -καταπλήσσει και την γενεά τού αιώνα μας που παραθεωρεί το θεμελιακό, τραγικό ερώτημα περί τού θανάτου ως χρέους- ως εξόδου από την χώρα τού έρωτα όπου εισήλθε ο άνθρωπος διά του ζεύγους.

*

Κεφ. ΙΖ΄. Ήλθε ο Άνθρωπος στον κόσμο, όχι για να ζήσει μέσα στον κόσμο, αλλά για να τελέσει την πράξη τής απελευθέρωσής του από τον κόσμο. Η γέννησή μας, λοιπόν, συνιστά μια μυστηριώδη -και συνάμα μυστηριακή- πρόταση ελευθερίας τού όντος, που έρχεται, εκ κοιλίας μητρός, δέσμιο τού κόσμου και καλείται να μεταμορφωθεί σε ελεύθερο από αυτόν. Για τούτο και θρησκεύει, δηλαδή: συνδιαλέγεται με τον Δημιουργό του, για την ελευθέρωσή του. Τελετουργία.

Κώστας Τσιρόπουλος, Ανάγνωση του Κατά Ματθαίον Ιερού Ευαγγελίου (έκδ. Μικρός Αστρολάβος, Αθήνα 2007, σσ. 59, 52).

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι


το ταξίδι

πόσα πρωινά δεν μ' έντυσες
δεν με φίλησες και δεν με ξεπροβόδισες
για το σχολείο ή τη δουλειά
πάντα με τη συμβουλή στα χείλη

σήμερα χρειάστηκε
να σε ντύσω εγώ
να σε φιλήσω και να σε κατευοδώσω
στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι

μα όσο μητέρα κι αν πάσχιζα ν' ακούσω
συμβουλή καμιά
δεν έβγαινε απ' το στόμα σου

*

σε μια γωνιά

μήνες μετά
επιτέλους βρήκα το κουράγιο
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου

τα πράγματα γύρω
ακίνητα και τακτικά
στρωμένες οι κουβέρτες στην εντέλεια
το νυχτικό στην πλάτη τής καρέκλας

όλα λουσμένα στη σιωπή
ώσπου σε μια γωνιά
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε τον κόσμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά

οι κάλτσες σου μητέρα

Στάθης Κουτσούνης, ρόδο σε καθρέφτη (έκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σσ. 28, 29).

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ιντερμέδια


ιντερμέδιο ii

σαν το πρόβατο γλείφω το χορτάρι σου
πασχίζοντας να φτάσω στην πηγή

*

ώσπου στα σκέλη σου προβάλλει
ένα σγουρό τσαμπί νερό
έτοιμο να σπάσει στη γλώσσα μου

*

ιντερμέδιο i

Το ποίημα που δεν γράφτηκε
μην το φοβάσαι
μες στην κοιλιά τού ασύλληπτου
ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί

*

ιντερμέδιο iii

με τόσο σκοτάδι πριν
κι άλλο τόσο μετά
ένα κάτι απ' το μηδέν
φαντάζει το φώς

*

ιντερμέδιο iv

κουλουριάζεται πάνω στο μπαστούνι
λίγο λίγο τρώγωντας τα άκρα του
βουλιάζει στη σιωπή το γήρας
ένα σοφό του χρόνου υστερόγραφο

*

ιντερμέδιο v

στον ποταμό του κρεβατιού
το κορμί σου σχεδία που ανεβαίνει

Στάθης Κουτσούνης, ρόδο σε καθρέφτη (έκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, σκόρπια απ' τις σσ. 21, 21, 15, 26, 32).

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

η μόνη χαρά


146.
Η μόνη χαρά που συνάντησα στη ζωή μου
ήταν το ζαχαροπλαστείο Χαρά
στα Πατήσια.*

125.

Όταν θέλεις,
κάτι στο θέλω σου
δεν θέλει
.

Δεν το ακούς.
Που δεν θέλει.

Το προσπερνάς.

Μετά επαληθεύεται.
Γιατί δεν ήθελε.
Ξέρει πως το θέλω, στο τέλος δεν θέλει.
Ό,τι θέλησε.

Έτσι είναι το θέλω.
Θηλιά.

*

162.

Θα ξυρίσω το κεφάλι μου.
Μετά τα φρύδια.
Θα κατεβάσω ήσυχα τη λεπίδα στο στήθος έπειτα.
Κοιλιά. Ήβη. Αρχίδια. Τρύπα.
Στον καθρέφτη θα σταθώ έτσι.
Να δώ την εμβρυακή μου όψη τη χαμένη.
Και θα καταπιώ το ξυράφι.
Θεριστική μηχανή να κόψει μέσα μου
λώρους, μνήμες κι αισθήματα.

Και θα κρεμάσω μια πινακίδα:
-Μη με σπέρνετε. Θα σάς θερίσω...

*

19.

Η Ελάς να γράφεται με ένα λάμδα.
Να φαίνεται πόσο μόνη της είναι.

Να μάθει και η ίδια
πως ένα λάμδα θέλει η ελευθερία.
Δύο, μόνο η έλλειψη.

Μη φαντασιώνεται,
ως Ελλάς,
πως είναι διπλάσια.

Να πάψει να αυταπατάται,
ότι είναι (η) άλλη.

Τσιμάρας Τζανάτος, [αγνώστου] η βία του βίου. ποιήματα [2000-2021] (έκδ. Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 159, 201, 29). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 180).

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

ασταθής η ψυχή


18.
Αυτό το ζ στη ζωή, όλο βουίζει.
Δεν σέβεται τη νεκρική μας ησυχία.*

16.

Ασταθής η ψυχή. Μετακινούμενη και πλάνης.
Μην πιστεύετε τα παραμύθια τους.
Δεν κατοικεί στην καρδιά. Το μυαλό έχει σπίτι της.
Φουσκώνει τις φλέβες στα μηνίγγια. Πνίγεται κλεισμένη εκεί.

Θυμωμένη η καταγωγή της. Φιμωμένη η φύση της
Βγαίνει στη βεράντα της Γλώσσας. Να πάρει αέρα.
Να βρεί ένα νόημα. Έναν ορίζοντα να δεί
Αν και όρασης στερείται.

Φτύνει με λέξεις τους περαστικούς να την προσέξουν
Κατουράει συναισθήματα στις ξερές γλάστρες
Να φυτρώσουν κυκλάμινα. Να κάνει κήπο την έρημο.

Φανερώνεται στο στόμα σαν δίψα. Στα μάτια σαν πείνα.
Στα χέρια σαν στέρηση. Στις διογκωμένες ρώγες, σαν κάβλα.
Φωλιάζει στα γενετήσια όργανα.
Έχω δεί πούτσες και μουνιά, πλήρη ψυχισμού.
Αν και ο άνθρωπος που τα φέρει, ούτε ψιχίο ψυχής.
Άψυχος.

Διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα: βλέπεις τον κορμό να τρέμει.
Τα πόδια λυγίζουν. Τα σωθικά να σπαρταράνε.
Υγρά να εκκρίνουν οι οπές της ζωής:
Σπέρμα. Δάκρια. Σάλια.
Προς εξάτμιση. Νέφη.

Ναι. Είναι μετακινούμενη η ψυχή.
Αεράκι, που το τρόμαξαν και έγινε άνεμος.
Φτηνός εργάτης στις ανεμογεννήτριες του Κόσμου.

Μπορεί και να λείπει. Να φεύγει και να είναι απούσα. Χρόνια.
Και να μην το ξέρεις καν. Πως σε εγκατέλειψε.

Τόσο ψυχρή η ψυχή. Ψύχος.
Στο καμίνι της.

*

38
.

Εκείνη τη μέρα 5 και 30 το πρωί
ξύπνησε από έναν δυνατό πόνο.

Είχε πρηστεί η ζωή του
και πίεζε η παιδική του ηλικία
σαν δόντι χαλασμένο
.

Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.

Την άλλη μέρα οι γείτονες
βρήκαν στο κρεβάτι του
ένα πεντάχρονο παιδί να κοιμάται ήσυχο.

Δίπλα του σαν παιδικά παιχνίδια
κομμένα μέλη της ενήλικης ζωής του.
Ο κάτοχός τους απών.

Το κεφάλι του ουδέποτε βρέθηκε.

*

39.

Ο θάνατος δεν είναι χαλάσματα.
Είναι οικοδομή.

Χτίζεται. Μέρα με τη μέρα.

Τί νόμιζες πως κουβαλούσαν τόσα χρόνια
χιλιάδες φορτηγά μέσα στη νύχτα.

Τα τούβλα του.

*

110.

Μην ανησυχείτε όσοι περιμένετε στις όχθες της ζωής.
Θα περάσει να σάς πάρει.
Το ποτάμι της.

Σύντομα.

*

147.

Δεν σού φταίει η θάλασσα που γεννήθηκες στεριά.

Τσιμάρας Τζανάτος, [αγνώστου] η βία του βίου. ποιήματα [2000-2021] (έκδ. Κάπα εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 24-25, 54, 55, 144, 181). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 28).

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

όρκους και πόθων φωνήεντα


Μάς βρόχισε η χαρά
με λίγο φώς
και μάς κερνάει τη σάρκα της
δόσεις εφόδου
*

[...]
Σβήνει τα χείλη σου η πίκρα
Μαράθηκαν τα φύλλα σου
κι έγινες μάνα

*

Ετελειώθη ο ίμερος στη γλώσσα σου
κι έγινα το μικρούλι σου Α
!
Καβάλησα το αλεξανδρείο μου δαμάλι
κι όρμησα στις προθήκες
με τ' αγάλματα
και με τις δραμαμίνες
Σκάβω την πέτρα σου
και φεύγουνε κεράσια και πουλιά

Στήνω τα δόκανά μου
γυνηγός
ξαναπυκνώνεις πέτρα
Τότες είναι
που ο πάνθηρας τεχνάζει

*

[...]
Το σώμα μου αφουγκράζεται το σώμα μου
διακλαδίζεται
κι η σιωπή σας κορμός
Ξυλεύει ο χρόνος
γίνομαι σπίρτο
γίνομαι χαρτί
στου μυαλού τις μυλόπετρες
τη μνήμη στύβω, λάδι
Χορεύω
             και τα κάρβουνα
                                           μέσα μου

*

[...]
Τί λες λοιπόν;
Φράχτης τα δόντια
και στην έξοδο
φιλούν τα χείλη και μιλούνε
-και φώς ο τάφος

*

Στύση μουγκή
βουλιαγμένη στην ιλύ των φαντασμάτων
Η μοναξιά κατοικεί στους καθρέφτες
ρίμες θλιβερές και τελετές θανάτου
εμπορεύεται

Η μοναξιά ουρλιάζει στα σύρματα
και πετρώνουν οι λέξεις

Αξία του μόνη εσύ
αυτός
το ζεϊμπέκικο που δεν τόλμησε

*

Κάθε πρωί ταΐζω τον μέσα πάνθηρα με καθρεφτάκια και εικονίσματα, νά 'χει να πλέξει όνειρα νά 'χει να υφάνει δάκρυ. Και κάθε που σιγά ο ήλιος, ανατέλλω μέσα μου τις νύχτες που δεν τις ρυμουλκούν επίθετα, μιά μ' όνειρο μιά δάκρυ ζωπυρώντας των φρενών τ' ολοκαύτωμα. Και κάθε πού 'ρχεται η αφή μουσκεμένος κόσμο κερδίζω τη σπατάλη

Παντελής Μπουκάλας, Ο μέσα πάνθηρας (έκδ. Άγρα, Αθήνα 1985 (ανατύπωση 2000), σσ. 17, 18, 19, 20, 21, 35). -Το motto δικό του (απ' την σ. 37) και τίτλος του παρόντος στίχος του ιδίου (ό.π., σ. 7).

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

ό,τι η φαντασία μου


10. [ ό,τι η φαντασία μου
αδυνατεί να φυλακίσει
κι επιθυμεί να περιέχει ]
31


31 Έναν βραχύ αναστεναγμό μιας βραζιλίας χώρας
Τρεις μόνους, δυο μαζί, μες στα κοπάδια των παλτών
στην τσιμισκή μιας μπόρας
Πέντε βουβάλια θαυμαστά στην ήπειρο προ αιώνων
και άτριχους γιδοβοσκούς αμαζονίων χρόνων

που πάει να πει

Τη λάμψη μίας αστραπής που βγαίνει απ' το στιλό μου
Τα βλέφαρά σου που πισωπατούν και φεύγουν πια, μωρό μου
Μα κι έναν βόθρο λουλουδιών κλεισμένο στο μυαλό μου

που

μοσχοβολά ανυπέρβλητα σαν ία ρόδα μύρα
μες σ' έναν κόσμο όπου στις μύτες μας ζέχνουν τ' αρώματα σαπίλα
γι' αυτό κι εγώ -ανυποχώρητος- μόνον αυτούς τους στίχους πήρα
πρώτα τη μύτη βούλωσα· τους ζούληξα ύστερα στο στόμα για πιπίλα

για

να έχω μέσα μου το αδύνατον - φυλακισμένο φάρο.
Να μένω πια σιωπηλός. Μα ναι, μα ναι, να εκπέμπω κι άλλο

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σ. 109).

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

χώμα ποίημα εσύ


15. [ εσύ 5: πάντα
καθρέφτης ]


α μονο εσύ
ύσε ονομ α

19. [ η ανικανοποίηση ]

Ω, ναι, συ
χνό φαι
νόμε
νο


*

01. [ ιερογλυφικά: το ποίημα-χώμα ]

[...]
........................................14


14 Έχω έρθει σε επαφή με χώμα μόνο δύο φορές

Η πρώτη, επτά ετών, στο χωριό του πατέρα μου
Το οποίο επισκέφθηκα μία φορά στη ζωή μου
Με τον πολύ μακρινό εξάδελφο Στάθη
Όταν ξυπόλυτοι κι οι δυο
Ξεριζώναμε κάτι ζουμπούλια άγρια
Κάτι μολόχες και σκυλάκια
Και τα ζουπούσαμε σ' ένα γουδί
Να βγάζουν χρώμα κι έβγαζαν

Απλές εποχές, ιδανικές
........................................
πατούσες χωρίς κράμπες
........................................

*

16. [ είσαι όχι εσύ ]

τώρα λέω σε άλλον
σε άλλον
λέω πια κάτι
σε άλλον

*

02. [ άνθρωποι χωρίζουμε ]

ω πόσοι
αν

και πώς οι
άν22


22 θρωποι χωρίζουμε;
ω πόσοι αν και πώς οι


*

11. [ επίκληση: αλλά τα χρόνια, α, ]

τα χρόνια που ήμαστε μαζί,
αλλά τα χρόνια
που είμαστε μαζί29


29 [ αύρα aurea ]

η παρουσία σου μόνο -
ούτε μνήμη ούτ' η ανάμνηση -
μού απάλυνε άλλοτε
εμένα τον

θντ

[...]


*

09. [ λείπεις, λέω
σε άλλον: ]


ξεκόλλα

ακού
μπη
σέ
με

δεν
έχουν
φύλο τα
χέρια

*

01. [ ... ανοίγει ο κύκλος και ]

κλείνει

ο

κύκλος

και ανοίγει

ο

κύκλος και

κλείνει

ο

01. [ κύκλος και ... ]


[ το σπίτι ]

διαμέρισμα 5 : η μητέρα μας εκεί, υπέροχα μόνος

Μια βελόνα σε σχήμα υπομονής.
Μια κλωστή σε σχήμα περιμέτρου σαντορίνης.
Ένα χέρι που κεντά σε σχήμα προσευχής.
Ένα κέντημα σε σχήμα ευαγγελίου.

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σσ. 26, 56, 47, 79, 88, 37, 100). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 114). Από το ίδιο και η κατακλείδα (ό.π., σ. 119).


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

αυρός σταυρός


15. [ μόνο ]

με λευκό γάντι τον φόνο.
Γιατί με λευκό διαπράττεται.

Ώστε να λάμψουν ολότελα
όλα τα ίχνη.

Στο μαύρο του φόνου
το γάντι να γράψει επάνω

λευκό και λευκό
τατο.

Με μαύρο οπότε ποτέ.
Αν θέλεις να έρθει

ο φόνος γάντι,
φόνευε πάντα με λευκό.

Και με ένα μόνο
γάντι μονό

*

12. [ α/θα/να/το:
το ελάχιστο εσύ ]


και όταν δεν
θα υπάρχει πια
μέσα σε μένα

ζωή

και η ζωή
θα υπάρχει
πια χωρίς

εμένα, α/

θα/να του
λάχιστον
να υπάρχεις

όλος
μέσα της
εσύ

*

14. [ σκο_ _νει ]


«Είμαι η καινούρια,
είσαι η προηγούμενη»

είπε η νέα σκόνη
ακουμπώντας
πάνω στην οαλιά.

Το σκρίνιο ούρλιαξε

*

09. [ άρρεν-θήλυ: debate ]

οι δικοί μας
ή οι δικοί τους

οι δικοί μας
και οι δικοί τους

τους και μας
και μας και τους και

τους μασ
τούς μας που

ά
δικοί μας που

ά
δικοί τους

*

18. [ αυρός σταυρός ]


μια οριζόντια
και μια κάθετη
θάλασσα ουδέ

ποτε τεμνόμενος

μα εμείς εκεί
καρφί
πάνω στη μη

τομή τους

*

18. [ ο έρωτας ]

ούτε μόνος του
ο εαυτός μου
δεν είναι τόσο
εαυτός του
όσο όταν είναι
μαζί σου

όσο όταν είμαι μαζί σου

*

09. [ και που ό,τι γράφτηκε ]

μέσα σου ποτέ δε θα τελειώσει

Βασίλης Αμανατίδης, εσύ: τα στοιχεία (έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2017, σσ. 46, 89, 91, 108, 117, 12, 16).

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

να υψώνω το φώς στη θηριοστή του


(οι άντρες που στα σπλάχνα μου ξεσάλωσαν)*

Ενέδρα καθ' ομοίωσίν μας

Ι.

Σύρριζα η πνοή μου στο τίποτα
τι μαθηματικά που έμαθα
να υψώνω το φώς στη θηριοστή του
κι ύστερα
               μια
                   και δυό με τον μπαλτά
γιατί έχω κι εγώ τη Σαλώμη μου
και πώς να κρατηθώ λευκός
στο μέσα μου τετράδιο

Έμαθα τον όλεθρο
σε όλες του τις στάσεις
γονυκλινής στα μάτια σου
πρηνής στα νυχτικά σου

τι γολγοθάς στα μέτρα μου
τρεις πρόκες για το ποίημα
και τρεις για την καρδιά μου

ΙΙ.

Άμα μού φέρεις ξίδι και χολή
(και πάψεις να χαζογελάς)
θα σύρω στο Σταυρό τον ίσκιο μου
γιατί -είμαι πλέον βέβαιος-
είναι ο αντίρροπος που καίει
δεμάτι δεμάτι την τύχη μου

τα ντορεμί των φιλιών σου

Άλλα εσύ «Τί ντορεμί;» σκέφτεσαι.
«Εγώ φιλάω με τη γλώσσα
και τα μάτια μου γυρίζουν ανάποδα
το ταξίδι
να φτάσουμε στον τελικό τής άνθησης

Αλλά κι ένας οργασμός
μού κάνει εξίσου»

*

Κάτι με ρίγος πάντως

ένα οποιοδήποτε τέλος
    αλλά μέσα στο σώμα σου

Τι ανεπίδεκτος που είμαι

πάλι πήρα την Άνοιξη
στο κακό μονοπάτι
                               κι έσκουζε

                               αα αα αχα

                               Εφτάψυχο το κάλεσμα
                               και με βαθιά καρτέρια

                               Υπάρχει ένα κόκκινο
                               που πάντα θα φοβάμαι

                              Να ξεμυαλίζω την κραυγή
                              προτού με ξεμυαλίσει

                              αχα αα αχα

                              Πώς τρίζει εντός μου τ' όνειρο
                              κι όλα του τα κουκούτσια

                              Θεός
                                    Πνιγμός
                                                 και Ποίημα

                             με διαφορά ανάσας

                             αχα αχα ααα
                             αχαα αχααα αχααααα

Θέ μου πώς τελείωσε

τώρα θα μάς πνίξει στα χελιδόνια

*

Ασκήσεις αναπνοής

Γύρισα ανάποδα την ψυχή μου
κι είδα πώς μεγαλώνουν οι πέτρες

(με λίγο φώς)
σκληραίνει η τύχη και γίνεται

ν' ανεβαίνουν ψηλά τα πουλιά
κι έπειτα
τα ξεκουρδίζει ο ήλιος

[...]

*

Πληθαίνουν τα φαρμάκια

ΙΙ.

Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα
από την κορυφή τής λύπης μου

δεν είναι από συνήθεια
είναι γιατί
η αλήθεια, κύριοι,
προϋποθέτει ύψος

*

Το αγοράκι με τα σπίρτα

Τώρα περνάω
βελόνες στη μουσική

μέχρι το βράδυ θά 'μαι
ο καπνός του τσιγάρου μου

Ανάβω ένα σπίρτο
                       βλέπω την ομορφιά συθέμελα
Ανάβω δεύτερο
                       βλέπω τους πάνθηρες τριγύρω

Καλά τη λένε ζούγκλα την Αθήνα


Όπου υπάρχει φώς
μυρίζω το γκρεμό του**

                                                    Άμα πεινάει το θαύμα
                                                  λάμπουνε και τα ψέματα
***

Δεν έχει μπέσα το θαύμα.
Είναι λευκό
                 και φέρεται σαν κόκκινο
****

                                                     Γυμνά τα πράγματα
                                                                                  συμβαίνουν γρηγορότερα
                                                    Με το που κάνεις την αρχή
                                                                                  σ' οσμίζεται το τέλος*****

Γιάννης Στίγκας, Η όραση θ' αρχίσει ξανά (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006, σσ. 31-32, 33-34, 36, 53, 17). - Το αρχικό motto στίχος του από το ποίημα «Η Μήδεια και κάτι άλλες» (ό.π., σ. 27). Κι η πολλαπλή κατακλείδα στίχων εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 41: ενδιάμεσο της συλλογής motto, 45: από το ποίημα «Ποτέ μη βάζεις την άνοιξη σε παρένθεση», 9: motto όλης της συλλογής, 11: από το ποίημα «Αυτό κουρδίζει μόνο του»).

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα


Και πιο μεστά,
σα να μού αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Βούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα, κυπαρίσσια
!

*

μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρώ,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Αλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Μού αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα
.

Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος (στιχ. 106-118, 159-169, αποσπάσματα από τον πολύτομο Λυρικό Βίο, τ. Α΄).

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

για τα στερνά του Σεφέρη


Ο Σεφέρης πέθανε προχτές στα υπόγεια του «Ευαγγελισμού» στο θάλαμο «εντατικής παρακολούθησης», αφού πάλεψε με το χάρο κοντά δυο μήνες. Πήγα αρκετές φορές εκεί. Στο «σαλόνι» του υπογείου κι απέξω υπήρχε συνήθως πολύς κόσμος, πολλοί «φίλοι». Ήτανε μια περίπου κοσμική συγκέντρωση. Κάποια μέρα τρύπωσα στο θάλαμο που τον είχαν κι όπου δεν έμπαινε κανείς. Μπήκα με την «ιδιότητά» μου, φόρεσα μάλιστα κι άσπρη μπλούζα. Αλλά σε λίγο οι γιατροί με πήρανε χαμπάρι και με διώξανε. Την ώρα εκείνη κοιτάζανε εμβριθώς κάτι ακτινογραφίες θώρακος, προφανώς του Σεφέρη. Ξαφνικά με είδανε και μούπανε να φύγω, θυμωμένοι. Ωστόσο μπόρεσα κι άρπαξα κάτι, μια εικόνα.

Τον είχαν ξαπλωμένο σ' ένα φορείο με ορούς, τ' άσπρο σεντόνι γανιασμένο απ' τα πλυντήρια τον μισοσκέπαζε. Είχε κλειστά τα μάτια, μήτε άκουγε, άσπρος, λιγάκι γκρίζος, το μούτρο σουρωμένο και σκοτεινό, ένα φάντασμα του Σεφέρη, ένα πτώμα ακόμα ζωντανό, ένα μισοζώντανο πεθαμένο πτώμα.

Στο μνημόσυνο πήγαμε στο νεκροταφείο με τη Μαρία. Πλην των άλλων ήταν εκεί κάμποσοι της ασφάλειας με πολιτικά, μαζεμένοι στα γύρω δρομάκια, παρακολουθώντας την κίνηση, να «κόψουν» φάτσες. Φεύγοντας τελευταίοι, λέει στη Μαρία η κ. Μαρώ. «Εσύ είσαι πολύ καλή. Αυτός (έδειξε με το κεφάλι εμένα) δεν είναι».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 57-58).

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

και υπερρεαλιστές


Με την ευκαιρία που ξανακοιτάζω από προχτές και διορθώνω τη μετάφραση μερικών ποιημάτων του Antonin Artaud, για το περιοδικό «Χνάρι».

Σκέψη: Artaud και υπερρεαλιστές. Μεγαλείο και αθλιότητα. Τι πήραμε και τι απωθήσαμε. Γαλλικός (ευρύς) υπερρεαλισμός και Ελληνικός (φτενός). Οι επιμιξίες που γίνηκαν στην Ελλάδα. Πάντως εκείνο που σε εξοργίζει, κυρίως με τους Έλληνες υπερρεαλιστές, είναι η αυτοϊκανοποίηση και η πόζα. Και η «ταξική» τους υπεροχή που τους έκανε «κάστα».

Ωστόσο κανείς από δαύτους –το «δαύτους» με την πιο περιφρονητική σημασία της λέξης- κανείς δε δοκίμασε ποτέ αυτή τη φρίκη της υποστασιακής μοναξιάς, όπως ο Artaud. Όπου και να διαβάσεις είναι η αληθινή γλώσσα ενός ανθρώπου που υποφέρει κι από τη σκέψη του κι από το κορμί του.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 33-34).

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

του ποιητή Γιάννη Δάλλα


Σ' αυτό τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια, την ψυχή -καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Νερά χαριτωμένα, ευλύγιστα μέσα στις πέτρες, καθαρή ομορφιά.

Ο Ερύμανθος (=Ντουάνα) στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παππούλης μου ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιό νάναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω από την Άρτα, ιδιοκτησία, νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 82-83).

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

για τον Χειμωνά


Όπως ένας κοίλος καθρέφτης και το φώς συγκεντρώνεται σε μία εστία, τεράστια κόκκινη μάζα, ονομάζεται καρκίνος, κάποτε δεν ονομάζεται. Υπάρχει σε κάμποσα σπίτια, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν, υπάρχει κυρίως στα νοσοκομεία, όπου ταυτόχρονα γιατροί και νοσοκόμες δηλαδή που μαζί με τους γιατρούς κανονίζουν να πάνε εκδρομή. Μπορεί και μαζί με τους αρρώστους -δεν έχει σημασία. Η εκδρομή ματαιώνεται ή μάλλον γίνεται προς τα «μέσα». Όχι προς τα έξω, όπου δέντρα και νερά και καθαρός αέρας.

Στο μεταξύ ο Χειμωνάς, όχι να περιγράψει, αλλά να «συλλάβει» το θάνατο στην ακαριαία του έλευση, τη στιγμή -στο γκρίζο φώς- που αυτός πραγματοποιείται.

Έτσι η «Εκδρομή» καθόλου χαρά και ξεκούραση ανθρώπων, αντίθετα η προπαρασκευή για τη «σύλληψη» (γνώση και αποκάλυψη) του γεγονότος του θανάτου. Αλλά θάνατος με την έννοια του εν χρόνω σαφώς καθηλωμένου γεγονότος δεν υπάρχει. Ο θάνατος μόνο σαν διαδοχικές φάσεις, μια συνεχής μετάβαση από -> προς.

Στο τέλος ο Χειμωνάς χάνεται μέσα στο πλήθος, δεν έχει συντελεστεί η εκδρομή. Η αποτυχία στο βάθος συναρτάται με τη σύγχρονη γραφή, την υπάρχουσα γραμματική και σύνταξη που ο Χειμωνάς αγωνίζεται να ξεπεράσει. Δεν τελειώνει π.χ. τις προτάσεις του, υπονομεύει τη «μεταφορά» ταυτολογώντας, κόβει τις φράσεις όπως κόβουμε ένα δάχτυλο, ύστερα κλωτσάμε το δάχτυλο στο πάτωμα, κ.λ.π. Η αλήθεια είναι πως μάς λείπουν πολλές λέξεις. Κανείς δε φτιάχνει καινούργιες. Υπάρχουν κενά, εκεί μέσα ρίχνοντας όλοι άχυρα-έννοιες, σκουπίδια-εικόνες. Μιλάμε πολύ, γράφουμε πολύ, οι αγωγοί αποχετεύσεως κάτω από τη γλώσσα έχουνε βουλώσει. Έτσι στον Χειμωνά κάθε πρόταση είναι μια κατάσταση-επιθυμία που δεν εκπληρώνεται. Μια «εκδρομή».

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 59-61).

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

την άνοιξη...


[...]

Ύστερα ακούσαμε το χτύπο καθώς κάρφωναν
τις θύρες τα παράθυρα του Πύργου. Αναθυμόμουν
εκείνη την αλλοτινή φωτιά που εξαφανίζει
την πράξη ή την απήχηση της πράξης που είναι βρωμερή
και την αισθάνεσαι πιο βρωμερή όταν άξαφνα
μες στο βαθύ και ναρκωμένο σου αίμα ακούσεις
πρωτόγονη μια βουή και ταραγμένη να σαλεύει
και να γυρεύει το χαμό.
                                                               Την άνοιξη είναι διάφανα
τα έργα κι οι στοχασμοί. Την άνοιξη είδα μες στα κρύσταλλα
γυμνό το σώμα σου. Τριγύρα ήταν πυράκανθοι
κι ανήσυχα κλαδιά ο άνεμος τ' αναμέριζε δειλά.
Δεν ήταν νύχτα μήτε μέρα είδα το σώμα σου
γυμνό. Πρόσωπα από χαλκό με κόκκινο αντιφέγγισμα
γυρίζανε κι εχάνονταν. Και σ' άγγιξα
και μ' άγγιξες κι άναψαν όλα τα νερά
μ' αίγλη απαράμμιλη τριαντάφυλλο άσπρο δροσερό βαθύ.

[...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το ποίημα ΑΣΜΑ Ι (Ο νεκρός Βασιλιάς), από τη συλλογή «Άσματα Ι-ΧΙ» [1953], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 43-44).

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

το παιδί


Βρήκανε το παιδί μονάχο κι όπως εκείνο από το φόβο
εστέκονταν έτσι η ψυχή του σκοτεινή τού χώνουνε με
δύναμη κείνο το σύρμα και το σύρμα βγήκε από το
στόμα του πετάχτηκαν νερά και σάλια κι αίματα.

Έρχεται η μάνα του φαρμάκι αμίλητη κι αποκοντά ο
πατέρας του χρόνια παράνομος                      φυλάξου
Αργύρη τού φωνάξαμε.

Σήκωσαν το παιδί το κρέμασαν στο φράχτη για να
ζεσταθεί. Μα ήταν χειμώνας παγωνιά κανένας ήλιος.
Και το παιδί μήτε ζεστάθηκε μήτε που σάλεψε. Κάτω
απ' τον κώλο του κρεμότανε στραβό το σύρμα που τού
χώσανε.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Το Χρονικό» [1975], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 94).

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

τραβώντας για την αγάπη


Εκείνη την εποχή
που δεν υπήρχε στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η μέρα ήτανε ένα δάσος ακίνητο
με κάκτους άσπρους και σύρματα κι η γή ήτανε αγέρας σκόνη κι όνειρα πύρινα

[...]

Όλα μπορείς να τα σμίξεις όταν κοιτάζεις μέσα σου είπε ο Μαξ.

Μα εσύ νομίζω δεν ακούς
εσύ είσαι ο πονεμένος
μέσα στα μάτια σου μες στη φωνή σου
υπάρχουν ανοιχτές πληγές
σε βλέπω να τραβάς για την αγάπη
το κορμί σου λιγνεύει μέρα τη μέρα
καθώς περπατάς
το κορμί σου λιγνεύει νύχτα τη νύχτα
καθώς περπατάς
ώσπου θα μείνεις ένας αέρας
που περπατάει
τραβώντας για την αγάπη.
Όμως το αλάτι είναι μέσα στο νερό της θάλασσας η ασπράδα είναι μέσα στο χιόνι. Αγαπάς όταν ξεχνάς ποιός είσαι είπε ο Μαξ.

[...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το ποίημα «Η γνωριμία με τον Μαξ» [1956], της συγκεντρωτικής έκδοσης Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 89, 100-101).

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

το σκοτάδι του έρωτα


Ξανακοιμήθηκα κι είδα όνειρα.
Είχαν πεθάνει οι άνθρωποι
και ζούσαν μόνο τα πουλιά.
Σκόρτσοι νυχτοπιπίνια ολέμιν-
θοι μηλένιες και σπαρτάφιλοι.*

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Σκοτάδι μες στον έρωτα μες στο κορμί σκοτάδι. Και το μυαλό ασυναίσθητο κλοτσώντας το θεό. Συναπαντήματα με τη συνείδηση βράχια που ξεπροβάλλουν άξαφνα μέσα στη μαύρη ξέρα του ύπνου. Σμίγοντας κάποτε με το σκοτάδι που μάς γέννησε αχρηστεύουμε το κορμί όπως το σκουλήκι αχρηστεύει τον καρπό ο κάρπος το δέντρο κι ο έρωτας τον έρωτα. Όταν βουλιάζουμε φωνάζοντας μες στα βάλτα του φιλιού θέλουμε να σωθούμε από τη μοναξιά κι όμως πάμε να κατοικήσουμε σ' έναν τόπο όπου ο ιδιοχτήτης σφράγισε παντού τ' όνομά του. Καθήκον της μάνας είναι να γεννάει το θάνατό της όπως οι κοιμισμένοι ξερνάνε απ' το κεφάλι τους τη νύχτα. Η μάνα βγάζει απ' το σκοτάδι το παιδί της το χτίζει με κρέατα και με κόκαλα δίνοντάς του να βυζάξει ένα σωρό ακυβέρνητες επιθυμίες. Αν η ίδια της πεθαίνει κάποτε σε τούτο φταίνε τα σανίδια της που σπάζουν από την αφαίρεση κι έτσι βρίσκει καιρό η ψυχή ν' ασωτεύεται σε χώρες γιομάτες αιωνιότητα. Αν το παιδί μας πέθανε αφορμή στάθηκε τ' ότι ήσουνα στριφωμένη στο κρεβάτι συντροφιά με την παγωνιά σου και με το φόβο σου. Ύστερα από τα βυζιά σου αντίς για νέρο έβγαινε πάρα πολύς καπνός και το παιδί έσκασε μην μπορώντας ν' ανασάνει. Θάπρεπε νάχεις αμαρτήσει πάρα πολύ με το κορμί μου για να γίνεις γόνιμη ξανά και να μην είναι η μήτρα σου σα μούτρο σουρωμένο από το κλάμα.

ΙΩΑΝΝΑ

Όλα τα βάρη τα ξερνάς απάνω μου. Για τί πράμα είναι υπεύθυνος ο άντρας;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Ο άντρας κάνει το κακό τη νύχτα μα η γυναίκα συμμαζεύει τα κανιά της για να στρωθούνε δίπλα της αόρατοι οργιαστές. Τ' ανακατωμένο κρεβάτι και τ' ανακατωμένα μαλλιά περνάνε από όνειρο σε όνειρο μονάχα για να κρατιόμαστε σίγουρα στο κορμί και να μην ξερνάμε τα λόγια μας από την ίδια τρύπα που αποπατούμε τα περιστέρια μας και τους ήλιους μας. Ο άντρας λοιπόν είναι υπεύθυνος γιατί κάθε φορά που κάνει έρωτα αδειάζει την οργή του και τη λάσπη του μες στη γυναίκα ενώ το ξέρει πως περιφέρεται σε τόπο ελάχιστα κατάλληλο για την υγεία του. Ακόμα είναι υπεύθυνος γιατί καβαλώντας τη νύχτα ξεχνάει τη θάλασσα που σαλεύει κάτω απ' την κοιλιά του κι ακονίζει τη σκοτεινή της εκδίκηση. Έτσι ο βρωμερός χαίρεται τη βρώμα του και το ξερό κορμί κατανταίνει θέατρο του θανάτου.

ΙΩΑΝΝΑ

Μιλάς πολύ με το μυαλό.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Κακός βραχότοπος κυρά μου το μυαλό που το γαβγίζει η νύχτα. Πιάσαμε τη συνείδηση και τη γυρίσαμε ανάποδα σαν τη κλεψύδρα που σώθηκε ο άμμος της. Αν η ζωή μας ήταν μονάχα συνείδηση θα πεθαίναμε με το κεφάλι στη γή και τα πόδια στον ουρανό. Το κεφάλι είναι η τυράγνια της ζωής μας όμως οι πέντε αιστήσεις που μάς δοθήκανε για δροσιά η μια μετά την άλλη πιάνουν και μάς κοροϊδεύουνε σα να μην έφτανε μια μονάχα πόρνη να κάνει τη δουλειά της. Όταν γευτούμε για καλά τον έρωτα γινόμαστε σα ρημαγμένα σπίτια. Πασπατεύουμε το στήθος της γυναίκας και τής χαρίζουμε συγγνώμη για το θάνατο που μπαίνει μέσα μας κι αλυχτάει σαν το σκυλί μέσα στη νύχτα. Αν η νύχτα είναι γιομάτη καθρέφτες τούτο γίνεται για να περνάμε μέσα τους και να συναντάμε τη γυναίκα που περιμένοντας στο κατώφλι του Άδη καθαρίζει καλού-κακού τη γύμνια της όπως ένα δέντρο σκοτεινιάζει κι ανάβει τις λάμπες του. Όθεν η γυναίκα πρέπει να συμμαζεύει τα μαλλιά της και να πορεύεται πίσω μας την ώρα που η σκέψη μας κι η επιθυμία μας ταυτίζονται για χατήρι της στο σκοτεινό μέρος του κορμιού. Ποτέ δεν πρέπει να πορεύεται μπροστά μας γιατί βλέποντάς την ακατανόητη κι άγνωστη θα τη μαχαιρώσουμε για να βρούμε το μυστικό της ομορφιάς της. Αν πούμε πως η νύχτα μοιάζει με τη μέδουσα η γυναίκα είναι η ίδια η νύχτα κι ο άντρας είναι ο κοιμισμένος που ποτέ δε νιώθει τί τού φτιάχνουνε όταν αυτός κατρακυλάει αβοήθητος μες στις χαράδρες του ύπνου του. Κακομοίρη κοιμισμένε. Κακομοίρη τρελέ. Φυλάξου από την ομορφιά που τα μάτια της ποτίστηκαν απ΄τα ποτάμια του Άδη. Εϊναι τρελή κι αυτή με τίποτα δε συμβιβάζεται. Είναι άγρια πεινασμένη και πανύψηλη και πίσω απ΄το χαμόγελό της βόσκουνε τα τσακάλια της έρημος έτοιμα να σε σπαράξουν.

Τάκης Σινόπουλος, εκτενές απόσπασμα από το ποίημα Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ της συλλογής «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» [1961], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 296-298). Το motto από το ποίημα ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ της ίδιας συλλογής (ό.π., 286).

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

τα καρπερά μου μάτια


Πού πάω η αστόχαστη; Ποιό αμάρτημα
σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;
Πατέρα που μ' εγέννησες ποιός θάναι ο θάνατός μου;

[...]

Κατάστιχτη από δροσερά
φιλήματα πορεύομαι στον έρωτα. Τα βήματά μου
βαριά αντηχούνε στην απάνθρωπη ερημιά
τούτου του κόσμου. Νιώθω
σαν ένα δέντρο ξαναμμένο που ονειρεύεται
μ' όλες τις ρίζες του ανοιχτές
στο άπειρο φώς. [...]

Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από το 4ο ποίημα (Η φωνή της Ελένης) της συλλογής «Ελένη» [1957], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 145).

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

υπαινιγμός κανείς


Και την ψυχή τη χάσαμε γυρεύοντας μονάχα την αλήθεια
στον κόσμο αυτό της ταραχής.*

[...]
πύρ επιρρίψω. Ιδού
ο αιθέρας τώρα ανοίχτηκε ψηλά ένα φώς ανθίζει.

Κανείς υπαινιγμός ακόμα. Όμως εσύ με χέρια οκνά
τ' αστραφτερά μαλλιά ανασήκωνες γυρεύοντας τη γονιμότητα
με ανήσυχη βιασύνη. Υπαινιγμός κανείς.
Όχι στην επιφάνεια μα στην εσωτερική συναρμογή του σώματος.
Κοίταξε πόση καθαρότητα στο βάθος του νερού
γωνιές με φώς εικόνες του νερού. Τοπία του αγέρα
διάφανα μόλις γράφονται πρώτη φορά στην όραση.
Κι η λέξη η πρώτη λέξη τρέμοντας από τη γέννα προχωρεί
σκαλί σκαλί στο λάρυγγα. Κοίταξε ακόμα
την πρώτη νύχτα και τον πρώτο αστερισμό
μια φλούδα φωτισμένη φλέβα δροσερή ψηλάφησε
με τα δειλά σου δάχτυλα τη βλάστηση του δέρματος
κι αυτό το σάρκινο κλαδί που τώρα ανθίζει.
Εσύ ζώντας την αρχική
φρίκη της νέας Σποράς όταν οι προπατορικές
βροχές απάνω στους αγρούς του κόσμου σκοτεινιάζουν
δέξου τη γονιμότητα και δώσε τον καρπό
πριν σε κερδίσει η αθόρυβη έλευση και εν γη ακαθάρτω τελευτήσεις
βλαστάρι δώσε για τη θερινή συγκομιδή
πριν έρθει το βαθύ σου μήνυμα και εν γή
και πάλιν απελεύσει
.

Τάκης Σινόπουλος, το τέλος από το ποίημα ΑΣΜΑ ΙΙΙ, από τη συλλογή «Άσματα Ι-ΧΙ» [1953], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 53-54).- To motto στίχος εκ του ιδίου, από το ΑΣΜΑ ΧΙ (ό.π., σ. 77).

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

περί χρόνου


Του Ν.Γ. Πεντζίκη

Ένα ακαθόριστο ταξίδι στην ανάμνηση
η αποκεφαλισμένη μέρα
μια χώρα μακρινή
τα μάτια που μιλούν
και στου κορμιού τις αίθουσες
ο ατέλειωτος καιρός
συνωστισμένος χρόνος.

*

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Φωνές στο σώμα αντίλαλος στο νού
πάνω στη γή περνάει ο χρόνος
τα μάτια υπερασπίζονται τη δόξα τους
η μνήμη το βυθό της.

Τάκης Σινόπουλος, ποιήματα αφιερωμένα στον Ν.Γ. Πεντζίκη, από την ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1957 της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 217, 220).

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

τ' αγρίμια


Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου κι
έρχονται κρυφά τ' αγρίμια για να ξεδιψάσουνε και να
πλυθούνε.

Υπάρχει απόψε μια χαραματιά.

Κι αν τύχει και γυρίσεις άξαφνα, πέφτει μακρυά μια
ντουφεκιά και σού φωτίζει όλο το πρόσωπο
.

Ακούγεται η φωνή του κυνηγού.

Τ' αγρίμια από τη νύχτα φεύγουν.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Πέτρες» [1972], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 45).

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

ο τροχός


Ποιό στεναγμό, ποιά δύναμη νάχει το νικημένο στήθος;

Ένα πουλί τινάζεται απ' τα σύρματα, μεμιάς εγίνηκε ταξίδι.

Τοπίο του τίποτα. Τα πιο κρυφά ποτάμια του έρωτα πότιζαν κάποτε τα χείλη σου.

Ο χρόνος όλα τάχει καρπωθεί. Τώρα δεμένος στον τροχό κι εσύ με την ουράνια λάμψη,

δεν έχεις ίσκιο, καθώς τ' όνειρο φλογίζοντας απ' το πρωί το σώμα.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Πέτρες» [1972], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 49).

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ο σπαραγμός του τεχνίτη


Η θλίψη, ο σπαραγμός του τεχνίτη μπροστά στα παλιότερα έργα του, για τα οποία περηφανευόταν κάποτε. Εκείνα που τον ονόμασαν ποιητή. Τώρα τα βλέπει φορτωμένα, ωραίες εικόνες, κραυγαλέοι στίχοι, άσκοπα παραγεμίσματα, λίγο-πολύ αδέξιες κατασκευές. Και ποίηση αληθινή – ελάχιστα πράγματα, σακούλια του φτωχού, του διακονιάρη.

Αυτά τα ποιήματα θα ήθελα να τα ξαναγράψω τώρα, μού λέει, αν είναι δυνατόν σήμερα κιόλας, από την αρχή. Πώς θα μπορέσω όμως να ξαναβρώ εκείνο το μεθύσι, τα αβυσσαλέα οράματα, το κολασμένο πάθος εκείνων των παλιών ημερών; Όλα αυτά τα ποιήματα, με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, πρέπει να τα πετάξω, λέει πιο αποφασιστικά.

Εμείς οι άλλοι έχουμε διαφορετική γνώμη, του λέω.
Εσείς, οι άλλοι, δεν υπάρχετε, μού αποκρίνεται.

Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978] (έκδ. Κέδρος, Αθήνα 1990, σσ. 87-88).

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

μού μιλούσε σα βήχας


Μού μιλούσε σα βήχας.*

Αν ο ήχος του Κάππα και του Ρο ταιριάζει με τον
ήχο του Λάμδα, πιο πέρα του Δέλτα και του Σίγμα
και του Μι, αν το Έψιλον το Άλφα και το Όμικρον,
τοποθετημένα στις επίδοξες θέσεις, κάνουν σωστά τη
δουλειά τους, αν αφήσουν πίσω από τις λέξεις, ν' ακου-
στεί ο αντίλαλος από τις άλλες λέξεις
, τότε ίσως μπο-
ρέσει να φανεί εκείνη η καταπαχτή που ανοίχτηκε
μπροστά στο Φίλιππο ή εκείνη η κίνηση, το τσάκισμα
θέλω να ειπώ, όταν τού γύρισαν ανάποδα το δάχτυλο
κι ακούστηκε άξαφνα ένα κρακ.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Ο Χάρτης» [1977], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 208). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 205).

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

μια νέα θρησκεία χλοερής δύναμης


Το σώμα μου γυμνό μονάχα τα μαλλιά
μαυρίζανε πάνω στο στήθος.*

Εδώ δεν έχεις τόπο ν' αφήσεις μήτε τον ίσκιο σου **

αν είχαμε κάψει τα χέρια μας προτού κάψουμε τούτο το δέντρο ***


5.

Ένας στρογγυλός ουρανός
τόσο πολύτιμος κι ανένδοτος
μια νέα ερωτική ζύμη ερωτική
δάση της άνοιξης
όταν ο νούς μεταμορφώνεται σε χώρα απέραντη
όπου αρμενίζουνε δέντρα πουλιά και σώματα.


6.

Ο νέος μου οφθαλμός
διαυγής και πάμφωτος μες στους ευδαίμονες
λόφους που βρέχονται από τη σιωπή
τόξα ζωής
μια νέα θρησκεία χλοερής δύναμης
η γή που αναμιμνήσκεται τη θάλασσα
κι εσύ μη λησμονάς το σώμα σου
ένας θεός μετατοπίζοντας
το απέραντο με την ανάσα του
πυρακτωμένο μεσημέρι.


10.

Τα ζοφερά βιβλία όπου αρμενίζει η βλάστηση
των μαύρων αισθημάτων
δάση στοχαστικής πυκνότητας
ολάκερα βουνά
ώ σκόνη κι έρημος του νού.

Έλα
το δίκαιο δόντι το αυστηρό μαχαίρι
υγεία τσουχτερή
τρομαχτικά τοπία γέννας.

Και τότε να ποίηση θερμή πατρίδα αφανισμένη.

κι ανεβαίνω
συνεχώς
προς το άπειρο.****


Τάκης Σινόπουλος, τρία ποιήματα από την σμικρά ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ, 1952 της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχονται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 203, 204, 208).

-----
* Το πρώτο motto από το ποίημα ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΟ ΦΩΣ της συλλογής «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959] (ό.π., 163).
Το δεύτερο από το ποίημα ΑΓΡΥΠΝΙΑ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 178).
Το τρίτο από το ποίημα Ο ΕΠΙΖΩΝ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 191).
Το τέταρτο από το ποίημα ΜΕΘΗ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 174).

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

μια εικόνα διψασμένο φώς


Μονάχος τώρα
με τη συλλογή στο μελανό σημείο
όπου κινείται μια εικόνα διψασμένο φώς.*

[σ. 315:] Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θάναι τότε όλος ο χρόνος.

Αν ζεί αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.

*

[σ. 316:] Καμιά φορά μέσα στ' όνειρο οι λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φώς αλλάζουνε ρυθμό και σημασία ανοίγουν σα λουλούδια σκοτεινά γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

*

Πίσω απ' το ποίημα υπάρχουν διάδρομοι υπάρχουν αξεδιάλυτοι χώροι σιωπής κι εκεί οι λέξεις είναι μαύρες σαλεύουν πέρα δώθε κρατώντας με τα χέρια τον κομμένο τους λαιμό.

*

[σ. 318:] Φίλε ποιητή μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει την κάμαρη με χώματα. Λοιπόν θ' ανοίξω το παράθυρο για νάμπουν τα νερά και τα ψάρια.

*

[σ. 321:] Το ποίημα σε λίγο τέλειωνε. Όλα ήτανε καθαρά με το ρυθμό που ταίριαζε και με την τάξη τους. Μονάχα εκεί σε μια στροφή σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι των έξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα στέκεται στα πόδια του.

*

[σ. 323:] Να βάλω εδώ το δέντρο και τη θέα τ' ουρανού. Πιο κάτω τον αέρα το πουλί τα χαμηλά σπίτια της πολιτείας. Στο μεταξύ να μην παραμελήσω κάτι από τη μνήμη τη φωτιά τον κίντυνο. Τέλος να βάλω μια κραυγή σα να γκρεμίζουν κάποιον απ' το πέμπτο πάτωμα. Για να σταθεί το ποίημα ανάμεσα σε τόσα θεάματα τόσες εικόνες.

Τέλειωσε κουρασμένος μα το ποίημα τού φαινότανε βαρύ γεμάτο πέτρες. Βεβαίως υπήρχε λίγο φώς λίγο απ' τη ρέμβη τ' ουρανού φωνές της θάλασσας ένα παράξενο άνθος. Όμως οι πέτρες τον δυσκόλευαν. Περσότερο από τις παγίδες τις καταπαχτές που είχε σκορπίσει εδώ κι εκεί για τους υποκριτές και τους ανύποπτους.

Τάκης Σινόπουλος, αποσπάσματα από το ποίημα Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, κατακλείδα της συγκεντρωτικής έκδοσης Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σσ. 313-324).- Το motto από το ποίημα Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ της συλλογής «Το άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» [1961] (ό.π., σ. 306).

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις


Σε τούτο το έργο, αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή
η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες
ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχανι-
σμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επι-
πολής στοιχεία, λέξεις δεσίματα κι αναφορές, στιβά-
δες, στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χω-
νεύει ο μύθος
. Μην προσπαθείς να τον βγάλεις από
τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο, ογκώ-
δες και κακό, δε θέλει φώς, δαγκώνει τη σιωπή του.

Τάκης Σινόπουλος, από τη συλλογή «Ο Χάρτης» [1977], περιεχόμενη στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 193).

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

εσύ και το ποίημα


Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί γεμάτο
με ησυχία και μηδέν.*

Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ' αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο.
Σού λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σού πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες.
Σού πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σού χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει
για σένα.

Τάκης Σινόπουλος, ποίημα από την συλλογή «Η νύχτα και η αντίστιξη» [1959], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή Ι (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1990, σ. 237). Το motto από το ποίημα ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ της ίδιας συλλογής (ό.π., σ. 225).

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

οι ναρκωμένοι χουχουλιοί


Με το πρωτοβρόχι, λες και σημαίνει συναγερμός, ευθύς ανακλαδίζονται στις παραγκαιριές οι ναρκωμένοι από την κάψα του καλοκαιριού χουχουλιοί -χοχλιοί στα κρητικά- μαθές τα σαλιγκάρια της γής, ζούμπερα τού χωμάτου, οπού βγαίνουν όλα μαζί να βοσκήσουν και να πατρολογηθούν κι αυτά σαν όλα τα επιγής πλάσματα.

Τότε βρίσκει την ευκαιρία το άλλο, το πιο πονηρολοημένο πλάσμα τής φύσης, ο άνθρωπος, ίδια αλεπού, που τίποτε δεν τής ξεφεύγει κι όλα τα κυνηγά για τη γούλα και την καλοπέρασή της, να σκύψει να μαζέψει όσο περισσότερους χουχουλιούς μπορεί κι αφού πρώτα κάνει την απαραίτητη προεργασία, να τούς βάλει κι αυτούς μαζί με τ' άλλα ξεχωριστά καλούδια στο αποδοσίδι τού ξενιτεμένου.

Μετά τη συλλογή τους ακολουθεί ο κοπιώδης και σχολαστικός τριήμερος καθαρισμός τους, καθαρμός καλύτερα, από κάθε φυλλαράκι ή σκουπιδάκι, που έχουν καταναλώσει, για να καθαριστούν τα εσωτερικά τους από ούλα τα πάντα μαζί και το χώμα με τη νεα καθαρή θροφή, που είναι αλεύρι κουκκισμένο μέσα σε μια περίκλειστη καλαθούνα όπου τούς φυλακίζουν για να μη δραπετεύσουν και γεμίσουν τοίχους, δάπεδα και ταβάνια -άντε να τούς π'ρεμαζέψεις μετά!

Ύστερα από αυτόν τον «καθαρμό» προβράζονται για λίγην ώρα από νερού, μαθές μπαίνουν για ευνόητο λόγο εξαρχής στο κρύο νερό της κατσαρόλας, διότι αν τούς πετάξεις ξαφνικά σε καυτό νερό θα μαζευτούν βαθιά στο καβούκι τους από τον θερμικό κλονισμό κι άντε ύστερα να τούς ξετρυπώσεις, πάει χαμένος ο κόπος.

Μ' αυτόν τον τρόπο είναι τελειωμένη όλη η κοπιώδης χαμαλοδουλειά κι είναι πανέτοιμοι για το στυφάδο ή το γιαχνί, το ρυζάκι πιλάφι ή με τα χορταρικά, ώς και νερόβραστοι ακόμη, στραγγισμένοι και περιχυμένοι με ντόπιο μοσκοβολιστό ξιδάκι κι αλάτι θαλασσινό, εξαίρετος μεζές και προδόρπιο για τους μερακλήδες τού ούζου ή τής σούμας, εξ ού κι εκείνο το πετυχημένο μάντεμα για τον χουχουλιό, που τόνε βάνουν να μιλά και γαλίφικα να τραουδά στ' αφτί τού ζευγά:

Αν ήξερενε ο ζευγάς του κώλου μου τη γλύκα,
θ' άφηνε το αλέτρι του κι εμένα θ' ανεζήτα!

«Τού κώλου του η γλύκα» -μετά συγχωρήσεως δηλαδή- δεν είναι άλλη, κι ας μην πάει αλλού η σκέψη τού κάθε πονηρολοημένου, διότι αδίκως θα πάει και θα παρεξηγηθεί πως έχει τη μυία και γι' αυτό μυιάζεται: Ο κακομοίρης ο χουχουλιός στο παραπάνω κύκνειο δίστιχο τής αυτοθυσίας του που τρα'ουδεί για να πείσει τον ζευγά για τα λεγόμενά του -αυτό κι αν είναι προσφορά!- δεν εννοεί άλλο από το νόστιμο λίπος το αποθηκευμένο στην ουρίτσα του,

αυτό που δε λέγεται η νοστιμιά του μόλις το βάλεις στο πιάτο μαγειρεμένο, έτοιμο. Θρυλείται μάλιστα πως ούτε οι αγγέλοι στην παράδεισο μπορούν ν' αντισταθούν σ' αυτόν τον γευστικό πειρασμό, όσοι το έχουν δοκιμάσει -υπάρχουν και κάποιοι που δεν το τολμούν- βεβαιώνουν πως είναι σκέτος αγγελοπαραδωμός η γέψη του [...].

Παναγιώτης Κουσαθανάς, Φιορούλα (έκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2023, σσ. 46-48).

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

το πρόβλημα της θείας δικαιοσύνης


Ότι οι Θράκες συνήθιζαν την ιερατική δερματοστιξία
ήταν γνωστό στους Έλληνες αγγειογράφους:
μαινάδες της Θράκης με τατουάζ ένα ελαφάκι
φαίνονται σε πολλά αγγεία […]
μερικές έχουν φίδι για τατουάζ.*

Από ηθική άποψη η μετενσάρκωση προσέφερε μια πιο ικανοποιητική λύση στο υστερο-αρχαϊκό πρόβλημα της θείας δικαιοσύνης από όσο η κληρονομική ενοχή ή η μεταθανάτια τιμωρία στον άλλο κόσμο. Με την προϊούσα χειραφέτηση του ανθρώπου από την παλαιά οικογενειακή αλληλεγγύη, όπως αυξάνονταν τα δικαιώματα που είχε ως αυτόνομο «άτομο», η ιδέα πως κάποιος πρέπει να πληρώσει για τα σφάλματα ενός άλλου άρχισε να φαίνεται απαράδεκτη. Όταν μια φορά ο ανθρώπινος νόμος αναγνωρίζει πως κάποιος είναι υπεύθυνος μόνο για τις δικές του πράξεις, ο θείος νόμος πρέπει, αργά ή γρήγορα, να κάνει το ίδιο.

Όσο για τη μεταθανάτια τιμωρία, αυτή εξηγούσε πολύ καλά για ποιο λόγο οι θεοί εμφανίζονταν να ανέχονται την κοσμική επιτυχία των φαύλων, και οι νέες διδασκαλίες στην πραγματικότητα την εκμεταλλεύονταν εντελώς, καθώς χρησιμοποιούσαν το επινόημα του «ταξιδιού στον κάτω κόσμο» για να κάμουν τη φρίκη της κόλασης πραγματική και ζωντανή στην φαντασία.

Αλλά η μεταθανάτια τιμωρία δεν εξηγούσε για ποιο λόγο οι θεοί ανέχονταν τόσο πολύ τα ανθρώπινα βάσανα, και συγκεκριμένα τα αδικαιολόγητα βάσανα των αθώων. Η μετενσάρκωση το εξηγούσε αυτό. Σύμφωνα λοιπόν με τούτη τη θεωρία, καμιά ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθώα: όλοι πληρώνουν, σε διαφορετικό βαθμό, για τα εγκλήματα και τις πολλές αγριότητες που διαπράχθηκαν σε προηγούμενες ζωές.

Όλη αυτή η αφθονία βασάνων, σε τούτον ή σε έναν άλλο κόσμο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος της μακράς εκπαίδευσης της ψυχής – μιας εκπαίδευσης που θα καταλήξει τελικά στην απελευθέρωση της ψυχής από τον κύκλο της γέννησης και στην επιστροφή στην θεϊκή της αρχή. Μόνο με τούτο τον τρόπο, και σύμφωνα με την κοσμική κλίμακα του χρόνου, μπορούσε η δικαιοσύνη στην πλήρη αρχαϊκή της έννοια -η δικαιοσύνη του νόμου πως ο «φταίχτης θα υποφέρει»- να εκπληρωθεί εντελώς για κάθε ψυχή.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 108-109). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 255, σημ. 44).

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

το άτομο ως προσωπικότητα μόνο μετά θάνατο


Ο ομηρικός άνθρωπος δεν έχει ενοποιημένη αντίληψη αυτού που λέμε «ψυχή» ή «προσωπικότητα» (ένα γεγονός που οι συνέπειές του τράβηξαν τελευταία την ιδιαίτερη προσοχή του Bruno Snell).

Είναι αρκετά γνωστό πως ο Όμηρος φαίνεται να αναγνωρίζει ψυχή στον άνθρωπο μόνο μετά θάνατο, ή όταν βρίσκεται σε κατάσταση λιποθυμίας, ή σε ώρα θανάτου, ή όταν απειλείται με θάνατο: η μόνη διαπιστωμένη λειτουργία της ψυχής σε σχέση με τον ζωντανό άνθρωπο είναι πως τον εγκαταλείπει.

Ούτε κι έχει ο Όμηρος άλλη λέξη για τη ζωντανή προσωπικότητα. Ο θυμός μπορούσε να ήταν κάποτε μια πρωτόγονη «ανάσα-ψυχή», ή «ζωή-ψυχή»· στον Όμηρο όμως δεν είναι ούτε η ψυχή ούτε (όπως στον Πλάτωνα) «μέρος της ψυχής».

*

Ήταν δυστύχημα για τους Έλληνες το ότι η ιδέα της κοσμικής δικαιοσύνης που αντιπροσώπευε μια πρόοδο απέναντι στην παλιά αντίληψη των απόλυτα αυθαίρετων θεϊκών Δυνάμεων και επικύρωνε τη νέα κοινωνική ηθική, συνδέθηκε έτσι με μια πρωτόγονη αντίληψη για την οικογένεια.

Επειδή αυτό σημαίνει πως το βάρος του θρησκευτικού αισθήματος και του θρησκευτικού νόμου εμπόδισε πάρα πολύ την ανάδυση μιας αληθινής όψης του ατόμου ως προσωπικότητας, με προσωπικά δικαιώματα και προσωπικές ευθύνες. Μια τέτοια άποψη αναδύθηκε με την πάροδο του χρόνου στο κοσμικό δίκαιο των Αθηνών.

Καθώς απέδειξε ο Glotz στο μεγάλο του βιβλίο, La Solidarité de la Familie en Grèce, η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά της φυλής και της οικογένειας είναι από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ελληνικού ορθολογισμού, και για το οποίο πρέπει να επαινεθεί η αθηναϊκή δημοκρατία.

Αλλά πολύ μετά, αφότου η απελευθέρωση αυτή έγινε οριστική με νόμο, τα θρησκόληπτα μυαλά ήσανακόμη στοιχειωμένα με το φάντασμα της αρχαίας αλληλεγγύης. Φαίνεται από τον Πλάτωνα πως ακόμη στον τέταρτο αιώνα εξακολουθούσαν να δείχνουν με το δάχτυλο τον άνθρωπο που βρισκόταν κάτω από τη σκιά της κληρονομικής ενοχής, και που ήταν ακόμη αναγκασμένος να πληρώσει ένα καθαρτή για να λάβει τελετουργική απαλλαγή από την ενοχή.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 33-34, 42).

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

η ιδιαίτερη οξύνοια του Ευριπίδη


Ο Ιάσονας, στο τέλος της Μήδειας, ερμηνεύει τη συμπεριφορά της γυναίκας του μονάχα ως πράξη ενός αλάστορος, του δαίμονα που δημιουργήθηκε από χυμένο αίμα που δεν έχει εξαγνισθεί· ο χορός του Ιππόλυτου πιστεύει πως η Φαίδρα πρέπει να είναι δαιμονισμένη, και η ίδια αρχικά χαρακτηρίζει την κατάστασή της ως άτη που στέλνει κάποιος δαίμονας.

Όμως για τον ποιητή και τους καλλιεργημένους ακροατές του, η γλώσσα αυτή έχει τώρα μονάχα τη δύναμη ενός παραδοσιακού συμβολισμού. Ο δαιμονικός κόσμος έχει αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο μόνο μέσα στα πάθη του. Και αυτό είναι που δίνει στον Ευριπίδη, όταν μελετά το έγκλημα, την ιδιαίτερή του οξύνοια: μάς δείχνει τους άνδρες και τις γυναίκες να αντιμετωπίζουν γυμνοί το μυστήριο του κακού, όχι ως ένα ξένο πράγμα που προσβάλλει το λογικό τους απ' έξω, αλλά ως ένα μέρος του ίδιου του εαυτού τουςήθος ανθρώπω δαίμων. Έτσι, ενώ παύει το κακό να είναι υπερφυσικό, δεν είναι λιγότερο μυστηριώδες ή τρομακτικό.

Η Μήδεια ξέρει πως δεν την έχει αρπάξει κάποιος αλάστωρ, αλλά ο ίδιος ο άλογος εαυτός της, ο θυμός. Παρακαλεί λοιπόν τον ίδιο τον εαυτό της να την λυπηθεί, όπως ο σκλάβος ικετεύει τον βάρβαρο κύριό του. Μάταια όμως: οι πηγές της πράξης κρύβονται μέσα στον θυμόν, όπου ούτε λογικό ούτε οίκτος μπορεί να τις φτάσει. «Ξέρω ποιο είναι το κακό που πάω να κάμω: όμως ο θυμός είναι ισχυρότερος από τα σχέδιά μου, αυτός είναι η αιτία των μεγαλύτερων κακών του ανθρώπου». Αφού λέει αυτά, εγκαταλείπει τη σκηνή· όταν επιστρέφει έχει καταδικάσει τα παιδιά της σε θάνατο και τον εαυτό της σε μια ζωή γεμάτη δυστυχία. Η Μήδεια δεν έχει καμιά σωκρατική «ψευδαίσθηση προπτικής»· δεν κάνει κανένα άλλο λάθος στην ηθική της αριθμητική από το να παρερμηνεύσει το πάθος της ως ένα κακό πνεύμα. Εδώ βρίσκεται η ανώτατη τραγική της ποιότητα.

Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σ. 121).