Ο Λακάν τονίζει ότι ο φόνος
(όπως τον εννοεί ο Φρόυντ) ουδέποτε έγινε
και ότι όπως και στον «Οιδίποδα» πρόκειται για
φαντασιώσεις ευνουχισμού και παντοδυναμίας.*
Όσον αφορά τον μύθο του Οιδίποδα στην τραγωδία του Σοφοκλή, ο Λακάν τονίζει ότι το κλειδί για την κατανόησή του είναι η επιθυμία της Ιοκάστης, της μητέρας, η οποία εδώ «διαισθάνεται» πολλά και «γνωρίζει» τον φονιά του άνδρα της, αλλά ως φαλλική μητέρα θέλει να αποτρέψει την αποκάλυψη της αλήθειας, για να κρατήσει για τον εαυτό της τον φαλλό, τον γιό, και έτσι να απολαύσει και να κυριαρχήσει μέσω αυτού. Η Ιοκάστη είναι ένα μη τραγικό πρόσωπο, εφόσον δεν θέλει να μάθει και να επωμισθεί τις συνέπειες της αλήθειας· με τη στάση της υπονομεύει τον Νόμο, δηλαδή αυτό που θέλει ο Οιδίποδας, ο οποίος μάχεται «ηρωικά» ενάντια στην συνενοχή της μοίρας και της μητέρας (των θεών και της πόλης) για να ανακαλύψει ποιός είναι ο πατέρας του.
Ο Λακάν υπογραμμίζει ότι το πιο σημαντικό εδώ είναι το ότι ο Οιδίποδας έγινε βασιλιάς και σύζυγος της βασίλισσας, επειδή θριάμβευσε σε μια δοκιμασία της αλήθειας, βρίσκοντας την απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας (η οποία είναι ένα άλλο πρόσωπο της φαλλικής μητέρας). Η αλήθεια, τονίζει ο Λακάν, είναι ένας μισό-λογος, ένας μεικτός και ατελής λόγος, μισό τσιτάτο-αναφορά των συνειρμών και ενθυμήσεων του αναλυόμενου και μισό κατασκευή-ερμηνεία του ψυχαναλυτή· έτσι έχει έναν χαρακτήρα αινίγματος [Lacan]. Στην τραγωδία ο Οιδίποδας έγινε αυθέντης κυρίαρχος, γι' αυτόν τον λόγο. Αλλά το ότι νίκησε μια φορά στην δοκιμασία της αλήθειας δεν σημαίνει ότι δεν επανήλθε το ερώτημα της αλήθειας. Μέσα στο σύμπαν όπου κυριαρχεί η αρχαία ελληνική μοίρα, το ερώτημα επανήλθε ψυχαναγκαστικά. Η τραγικότητα έγκειται ακριβώς στη συνάρθρωση της αλήθειας με την απόλαυση στον Λόγο του κυρίου, όπου αποκρύπτεται ο ευνουχισμός του. Γιατί όταν επανήλθε το ερώτημα της αλήθειας με την εμφάνιση της πανώλης, τότε ο Οιδίποδας χρωστούσε ήδη ένα τίμημα για το ότι είχε γίνει βασιλιάς και έπρεπε να το πληρώσει.
Η τραγικότητα έγκειται ακόμη στο ότι πάση θυσία δεν ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια· εδώ ο Λακάν τον θεωρεί πρόδρομο της ψαχανάλυσης. Ο Οιδίποδας ωστόσο δεν εβίωσε την τραυματική εμπειρία του απλά ως καταστροφή (και ως αποδιοπομπαίος τράγος της πόλης), αλλά ήθελε να επιζήσει στην εξορία ως ξένος και να την θυμάται, γίνεται, γινόμενος έτσι «ιερό» απόρριμα της απόλαυσης, ταυτιζόμενος με το αντικείμενον–μέσον της γνώσης που γύρεψε, το βλέμμα (που το αντιπροσωπεύουν τα τυφλά μάτια). Η τραγικότητα ωστόσο έγκειται τέλος παραπέρα στην αβάσταχτη αντίφαση ανάμεσα στην μοίρα και τον ήρωα, που μάταια αγωνίζεται εναντίον της και δεν βρήκε ακόμη την ατομικότητά του κατασκευάζοντας έναν άλλο κόσμο, όπου δεν κυριαρχεί πλέον η μοίρα. Η μοίρα ενέχει τον καταναγκασμό για τους ανθρώπους να ερωτούν ξανά και ξανά τη γνώμη των θεών προκειμένου να δράσουν. Οι χρησμοί των θεών είναι όμως πάντα διφορούμενοι και σκοτεινοί, «οντολογικοί». Οι άνθρωποι εδώ δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει ότι έχουν μιαν ατομική θέληση, εξαρτώνται πάντα από μια γνώση [Kierkegaard].
Έτσι στην κλασική (προχριστιανική) αρχαιότητα τα ωραιότερα προϊόντα του πολιτισμού φέρουν πάντα το σημάδι αυτού του περιορισμού. Αντί της ατομικής θέλησης κυριαρχεί το διανοητικό στοιχείο, αντί της ατομικής συνείδησης, η υποταγή της στην κοινότητα της πόλης, αντί της ατομικότητας, ο τυπικός χαρακτήρας. Στην τραγωδία του Σοφοκλή όλοι οι ήρωες είναι τραγικοί (εκτός από την Ιοκάστη) και η μοίρα (δηλαδή το «αυτονομημένο» ασυνείδητο) επαναλαμβάνεται αμείλικτα και ψυχαναγκαστικά: στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, ο Οιδίποδας καταριέται τον Πολυνείκη, στον οποίον «εύχεται» να τον «σκοτώσει» όπως ο ίδιος σκότωσε τον Λάιο. Είναι ανίκανος να συμφιλιωθεί με αυτόν μέσα από την ισχυρογνωμοσύνη του και τον εσωτερικά κλειστό και άλαλο κόσμο του. Δηλαδή λείπει η δυνατότητα της εσωτερικής περισυλλογής και επιστροφής, της συγχώρησης.
«Πέραν από τον Οιδίποδα» ο Λακάν αναφερόμενος στον «Μωυσή» διακρίνει ανάμεσα στον συμβολικό πατέρα, που είναι ένα κύριο σημαίνον, ένα όνομα και τον πραγματικό πατέρα, που είναι αυτός τον οποίον παραδέχεται η μητέρα ως σύντροφο και ο οποίος, κάθε άλλο παρά τύραννος, έχει την αποστολή να εισάγει πραγματικά την έλλειψη και την απαγόρευση στο παιδί. Εξαιτίας αυτού αναπόφευκτα αποκτάει και χαρακτηριστικά φαντασιακού πατέρα, ιδιαίτερα όταν είναι ο ίδιος (όπως συνήθως συμβαίνει) και ο φορέας του ονόματος. Για τον Λακάν ο αυθεντικός συμβολικός πατέρας είναι ο νεκρός πατέρας, διότι μόνον έτσι έχει γίνει ένα σύμβολο. Ο φόνος αντίθετα είναι μια φαντασίωση ευνουχισμού (όχι ο συμβολικός ευνουχισμός), που επικαλύπτει το σύμβολο του νεκρού πατέρα.
Ο Λακάν τονίζει ότι, επειδή το ασυνείδητο δεν «γνωρίζει» τον θάνατο, το υποκείμενό μου είναι «νεκρό», ως ταγμένο στον θάνατο, αλλά στο όνομα του ασυνείδητου δεν θέλω επιπλέον να το ξέρω. Μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει η επιθυμία μου, εφόσον η ολοκληρωτική ικανοποίησή της ισοδυναμεί με τον θάνατο. Για έναν πραγματικό πατέρα, ο οποίος ως φορέας του συμβολικού αποκλείει το αδύνατον του Πράγματος, δηλαδή την άμεση πρόσβαση στο Πράγμα και στην ολοκληρωτική απόλαυση, υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα ξέρει ή να τα θέλει, δηλαδή αυτά που αγνοούν τα όρια της γλώσσας [Lacan].
Εδώ ο Λακάν εντοπίζει τη δύναμη του κύριου σημαίνοντος· αυτό που ανακαλύπτει στον Μωυσή του Φρόυντ, μέσω της αναφοράς του τελευταίου στο βιβλίο του Sellin, το οποίο με τη σειρά του αναφέρεται στον προφήτη Ωσηέ, είναι ότι μιλώντας στον Ωσηέ ο Ιεχωβά απορρίπτει ολικά την ιερή πορνεία της λατρείας του Μπάαλ, στην οποίαν υπέπεσαν τότε οι Εβραίοι. Πρόκειται για την διονυσιακή, οργιαστική, αιμομεικτική λατρεία του φαλλού και της γονιμότητας, η οποία είχε μητριαρχικά στοιχεία περιοδικής υπέρβασης του Νόμου καθώς και παιδοκτονίας (θυσίας). Εδώ πρόκειται για «σεξουαλική σχέση» και (μυστική) Γνώση. Δηλαδή οι άνθρωποι εδώ, ξεφεύγοντας διαστροφικά από τα όρια του «ανθρώπου», σκηνοθετούν μια «σχέση» (φαντασιακή) με τα ζώα και τους θεούς, η οποία συγχέει και τις γενεές και τα φύλα και έχει ως αποτέλεσμα τη Γνώση για διάφορες πρακτικές και κοσμο-θεωρίες, που παράγουν τη φαντασιακή εικόνα μιας πληρότητας και ολότητας. Από όλα αυτά ο Ιεχωβά δεν θέλει να ξέρει τίποτα, γιατί ακριβώς απαγορεύει κάθε τέτοια ολοκληρωτική απόλαυση, επιτρέποντας όμως την «ευνουχισμένη» μερική απόλαυση. Έτσι ο Ιεχωβά γνωρίζει τρία βασικά πάθη: την αγάπη, το μίσος και την άγνοια, σε αντίθεση με τη Γνώση καθώς και τη στάση α-πάθειας και σοφίας των βουδιστών και των στωικών.
Ο Ιεχωβά, δηλαδή ο θεός του Μωυσή, γνωρίζει τον συμβολικόν ευνουχισμό, δεν είναι «παντοδύναμος» και αυθαίρετος (σε αντίθεση με τον Αλλάχ). Στην ιουδαϊκή παράδοση της Καμπάλας υπάρχουν πέραν από τα γνωστικά στοιχεία και ουσιαστικές μετεξελίξεις της αρχικής ιουδαϊκής σκέψης. Η έννοια του «αυτοπεριορισμού» του θεού είναι μια από αυτές· πρόκειται ακριβώς για τον «αυτοευνουχισμό» και την εθελουσία παραίτηση του θεού από την παντοδυναμία του μέσα στην ιστορία, προκειμένου ο άνθρωπος να μπορέσει να αναπτύξει, αντιπροσωπεύοντας το θέλημα του θεού, τη δική του πρωτοβουλία και υπευθυνότητα και τον ορθό Λόγο. Στον χριστιανισμό παραδοσιακά όλες οι σκοταδιστικές τάσεις είχαν και έχουν ως σημάδι τον καταχρηστικό τονισμό της παντοδυναμίας του θεού.
Θάνος Λίποβατς, “Η προβληματική κατασκευή του εργου και η επιθυμία του Φρόντ”, εν Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 52-56). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 51).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου